Του Βασίλη Κατσαρδή*
Σκεφτόμουν τι να γράψω που δεν έχει ειπωθεί, που να προσθέτει κάτι στην κουβέντα για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα – ένα τουρνουά που δυστυχώς ολοκλήρωσε μια δεκαετία αποτυχιών για την εθνική Ελλάδας. Για εμάς που έχουμε ζήσει και τα πέτρινα χρόνια 1999-2005, 10 χρόνια είναι πολλά – πάρα πολλά! Ειδικά όταν βλέπεις στον τελικό δυο ομάδες που μας έχουν… πελάτες όπως η Ισπανία και η Αργεντινή.
Η αλήθεια είναι ότι βλέποντας το Σκόλα και το Γκασόλ στον τελικό μελαγχόλησα, σκεπτόμενος ότι οι ίδιοι παίκτες μας κερδίζουν εδώ και 15 χρόνια, έχοντας φτιάξει εθνικές ομάδες που έχουν το πνεύμα του νικητή, κι όχι απλά αυτού που προσπαθεί και δεν τα παρατάει όπως συμβαίνει με τη δική μας ομάδα. Τι έφταιξε λοιπόν; Η αλήθεια είναι ότι το ελληνικό μπάσκετ φθίνει διαρκώς, με τη λαμπρή εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα, τον Γιάννη.
Μου έλεγε ένας φίλος για το επίπεδο της Α1 πως το Περιστέρι του 1997 με Γιάριτς, Γκούροβιτς, Κορωνιό, Μάξεϊ και Τσίτουμ θα κέρδιζε άνετα το σημερινό Παναθηναϊκό – υπερβολές ή μήπως δεν απέχει αυτό και πολύ από την αλήθεια; Δυστυχώς η πρώτη κατηγορία της χώρας αποτελεί εδώ και πάνω από 10 χρόνια μια τυπική διαδικασία, λες και είναι ταινία όπου οι 2 πρώτοι τερματίζουν σχεδόν αήττητοι και όλοι περιμένουμε τους τελικούς. Θυμίζω συγκριτικά ότι ο πρωταθλητής Παναθηναϊκός του 1998 είχε 5 ήττες στην κανονική περίοδο.
Πέραν του πρωταθλήματος, πρέπει να παραδεχτούμε ότι με εξαίρεση συγκεκριμένες γενιές όπως αυτή του 2009 στη Ρόδο ή του 2015 στο Βόλο, που κατέκτησαν και τίτλους, η Ελλάδα δεν βγάζει… τις ταλεντάρες που έβγαζε. Μπορεί να είναι και τυχαίο το γεγονός, όμως ίσως το όλο οικοδόμημα, από τον τρόπο προπόνησης και φιλοσοφίας, μέχρι την Ομοσπονδία πρέπει να αλλάξει, αφού αποτυγχάνουμε διαρκώς.
Και πάμε τώρα στην ομάδα αυτή καθαυτή. Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς και να πούμε ότι ο Καλάθης είναι χειρότερος από τον Ρούμπιο, ο Σλούκας χειρότερος από τον Ντε Κολό, ο Μπουρούσης είναι χειρότερος από τον Γκομπέρ και φυσικά ο Σκουρτόπουλος είναι χειρότερος από τον Πόποβιτς… Δηλαδή δεν έχουμε το καλύτερο υλικό, έχουμε στην πραγματικότητα έναν παικταρά, τον οποίο όμως επειδή είναι σαθρό όλο το οικοδόμημα, δεν ξέρουμε πως να τον αξιοποιήσουμε. Αυτός ο παρωχημένος τρόπος παιχνιδιού με τη μπάλα στο ποστ, στο Μπουρούση και τον Πρίντεζη μπας και κάνουν κάτι με την υπόλοιπη ομάδα στατική, ευνόησε τους αντιπάλους της εθνικής στο σετ παιχνίδι.
Για να πω λοιπόν κι εγώ την αποψάρα μου για το τι θα πρέπει να γίνει, θα πρέπει να λυθούν τα προβλήματα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Μεσοπρόθεσμα, χρειάζεται να έρθει στην Εθνική ένας προπονητής πετυχημένος και με περγαμηνές που να παίζει μπάσκετ αυτής της 10ετιας και να θέλει να παίξει το μπάσκετ που ταιριάζει στον Γιάννη. Επίσης, όσοι παίκτες δεν μπορούν να προσαρμοστούν σε αυτό θα πρέπει να κάνουν στην άκρη, ώστε να έρθουν αυτοί που θέλουν. Κι αυτά δεν πρέπει να τα απαιτώ εγώ, που δεν λέει και τίποτα, ίσως ο ίδιος ο Αντετοκούνμπο να έπρεπε να τα απαιτεί.
Στο μακροπρόθεσμο τώρα, η Ελλάδα πρέπει να αλλάξει το μοντέλο της. Πρέπει να επιστρέψει η χαρά του παιχνιδιού και η καλλιέργεια του σουτ ως βασικές αρχές. Ας σταματήσει επιτέλους η προσπάθειά μας να μπαίνουν οι νεαροί παίκτες σε καλούπια πολύπλοκων «επιστημονικών» συστημάτων, χωρίς να τους επιτρέπεται να βγάλουν όλο τους το ταλέντο στο γήπεδο.
Όλα τα παραπάνω ξέρουμε όλοι πολύ καλά ότι δεν είναι εύκολα και δεν γίνονται στο άψε-σβήσε. Ας ξεκινήσουμε όμως από κάπου γιατί η απαισιοδοξία που διακατέχει πολλούς από τη γενιά μας που είχαμε… κακομάθει με τις επιτυχίες και με την περηφάνεια για το μπάσκετ της Ελλάδας, το άθλημα που έκανε γνωστή τη χώρα σε όλο τον πλανήτη. Ας μην αφήσουμε να διαλυθεί κάτι τόσο όμορφο και τόσο αυθεντικό, ας μας επιτρέψουν να συνεχίσουμε να είμαστε οι θεματοφύλακές του και οι πρεσβευτές του.
*Ο Βασίλης Κατσαρδής εργάζεται στο Ευρωκοινοβούλιο