Της Eurohoops Team/ info@eurohoops.net
Ο Ευθύμης Ρεντζιάς, αγωνίσθηκε για την Μπαρτσελόνα μεταξύ 1997 και 2002 και ολοκλήρωσε την καριέρα του στη Βαγιαδολίδ (2005-06).
Με τους Καταλανούς κατέκτησε το Κύπελλο Κόρατς (1999), δυο πρωταθλήματα Ισπανίας (1999, 01) και το Copa del Rey (2001) πριν περάσει τον Ατλαντικό για να μετρήσει τις δυνάμεις του στο ΝΒΑ με τους Σίξερς.
Επομένως, ο παλαίμαχος σέντερ, νυν Γενικός Διευθυντής του ΕΣΑΚΕ και NBA Ambassador στην Ευρώπη, αποτελεί μία φυσιογνωμία γνώριμη στο ισπανικό φίλαθλο κοινό. Μάλιστα ήταν από τους πρώτους Έλληνες που έφυγαν από την πατρίδα (ΠΑΟΚ) για να αγωνιστούν εκτός των συνόρων.
Το ισπανικό περιοδικό Gigantes del Basket, φιλοξένησε τον Ευθύμη Ρεντζιά γυρίζοντας το χρόνο πίσω στη θητεία του στην Καταλονία.
Εκτός των άλλων και λόγω της θέσης τους, ρωτήθηκε για το ελληνικό πρωτάθλημα και αναφέρθηκε στους τρόπος με τους οποίους ο ΕΣΑΚΕ θέλει να βελτιώσει το προϊόν αλλά και το “δρόμο” που πρέπει να ακολουθηθεί ώστε να συμβεί αυτό.
“Τα πέντε πιο όμορφα χρόνια της καριέρας μου στην Μπαρτσελόνα”
Πώς σας υποδέχτηκε η Μπαρτσελόνα το 1997;
“Ήμουν 21 χρονών όταν έφυγα από τον ΠΑΟΚ για να πάω στη Μπαρτσελόνα. Ήταν η πρώτη φορά που έφυγα από τη Θεσσαλονίκη για να παίξω μπάσκετ στο εξωτερικό. Δεν ήταν πολύ συνηθισμένο για Έλληνες παίκτες εκείνη την εποχή. Επομένως, θεωρώ ότι το να πάω στη Μπαρτσελόνα ήταν η καλύτερη απόφαση της ζωής μου. Είχα την ευκαιρία να παίξω σε αυτόν τον σπουδαίο οργανισμό και να ζήσω το μότο “περισσότερο από ένα κλαμπ” (mes que un club) για πέντε χρόνια. Αυτά τα πέντε χρόνια ήταν τα πιο όμορφα της καριέρας μου! Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι είχα να αντιμετωπίσω πολλές δυσκολίες με τραυματισμούς. Σε κάθε περίπτωση, η Μπαρτσελόνα είναι ένας οργανισμός που σέβεται τους αθλητές. Όταν φοράς αυτή τη φανέλα, το νιώθεις. Είτε στο γήπεδο, είτε στα αποδυτήρια είτε στο δρόμο με κόσμο. Μπορώ να πω ότι ο χρόνος μου στη Μπαρτσελόνα ήταν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μου”.
Τότε ήσουν παγκόσμιος πρωταθλητής με την ελληνική ομάδα νέων και ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα στην Ευρώπη. Ένιωσες ότι είχες τον κόσμο στα πόδια σου πριν βρεθείς στη Βαρκελώνη;
“Όχι, δεν σκέφτηκα ποτέ έτσι… Πάντα έλεγα ότι προτεραιότητά μου ήταν να μείνω στον ΠΑΟΚ. Είχα ταυτιστεί με τον ΠΑΟΚ και τη Θεσσαλονίκη, δεν υπήρχε κάτι άλλο στο μυαλό μου, αν και δεν είχα ζήσει άλλες εμπειρίες. Στη συνέχεια, έφτασε η πρόταση από την Μπαρτσελόνα και ξεκίνησε η διαδικασία των υπογραφών. Υπήρχε πρόβλημα με το συμβόλαιό μου με τον ΠΑΟΚ, αλλά οι άνθρωποι της Μπαρτσελόνα ήταν πολύ ξεκάθαροι: ‘Θα έρθεις μαζί μας, ακόμα κι αν χρειαστεί να μην παίξεις μπάσκετ για ένα χρόνο. Θα σε περιμένουμε όσο χρειαστεί’. Αυτή η χειρονομία με απελευθέρωσε εντελώς. Δεν είχα πια αμφιβολίες. Ο ΠΑΟΚ ήταν η μεγάλη μου αγάπη, όπως και η Θεσσαλονίκη, αλλά όταν σε καλεί η Μπαρτσελόνα όλα σταματούν”.
Τουλάχιστον μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι τα έζησες όλα πολύ γρήγορα, σωστά;
“Είναι γεγονός. Είναι ένα μονοπάτι στο οποίο δεν ξέρεις τη διάρκεια ή τον προορισμό. Μπορείς να βάζεις στόχους, αλλά αυτοί αλλάζουν μέρα με τη μέρα, χρόνο με τον χρόνο… Δηλαδή, μπορείς να υπογράψεις συμβόλαιο για τρία χρόνια και μετά τον πρώτο χρόνο να πουν: “Ευχαριστώ πολύ, γεια”. Η ζωή μας ως αθλητές έχει αυτή την ιδιαιτερότητα. Ξεκινάς ένα ταξίδι και δεν ξέρεις το μονοπάτι ή το τέλος.”.
Τι συνάντησες πηγαίνοντας στη Βαρκελώνη;
“Προπονητής ήταν ο Μανέλ Κόμας. Η αλήθεια είναι ότι είχα πολύ καλή σχέση μαζί του, ήταν πολύ ζεστός άνθρωπος, ήταν πάντα κοντά μου, μιλούσαμε καθημερινά και ήθελε να με βοηθήσει. Ανάμεσα στους παίκτες είχαμε τους Saša Đjorđević, Marcelo Nicola, Jerrod Mustaf, Roger Esteller, Andrés Jiménez, Rafa Jofresa, Quique Andreu. Ο Ναβάρο ήταν πολύ νέος εκείνη την εποχή. Τότε έφτασε ο Ζόραν Σάβιτς. Παίξαμε μαζί στον ΠΑΟΚ και μετά στη Μπαρτσελόνα. Ο Ζόραν είναι μοναδικός.”
Πώς σε υποδέχτηκε ο σύλλογος της Βαρκελώνης;
“Στη Μπαρτσελόνα είχα τη χαρά και την τιμή να συνεργαστώ με σπουδαίους ανθρώπους. Πραγματικά. Γενικότερα στην καριέρα μου και στις ομάδες που έπαιξα είχα πάντα καλούς συμπαίκτες. Είμαι πολύ τυχερός σε αυτό. Το πιο σημαντικό, έκανα σχέσεις ζωής. Όπως, για παράδειγμα, με τον Ρότζερ Εστέλερ.Ήταν ένας από τους πρώτους που συνάντησα στη Μπαρτσελόνα, μαζί με τον Μαρσέλο, και περάσαμε χρόνο μαζί. Ο Ρότζερ με βοήθησε να προσαρμοστώ γρήγορα στον ρυθμό της ομάδας, της πόλης και της Καταλονίας. Μπορώ να πω ότι έζησα στη Βαρκελώνη για πέντε χρόνια ως ντόπιος. Το πιο σημαντικό είναι ότι πήγα ως επαγγελματίας, όχι απλώς ως ταλαντούχος νεαρός παίκτης”.
Πώς ήταν ο Χουάν Κάρλος Ναβάρο και ο Πάου Γκασόλ στα πρώτα τους χρόνια;
“Ο Χουάν Κάρλος ήταν στην Μπαρτσελόνα την πρώτη μου χρονιά στην ομάδα. Μιλάμε για έναν νεαρό που ήδη έδειξε ότι είχε πολλή μπάσκετ μέσα του. Ήταν ένα πολύ καλό και εργατικό παιδί που άκουγε τους μεγαλύτερους του και ενσωματωνόταν καλά με τους άλλους παίκτες. Ο Πάου έφτασε την επόμενη σεζόν. Ήταν δύο τεράστια ταλέντα. Δεν θέλω να εστιάσω μόνο σε αυτό, αλλά στον χαρακτήρα και την προσωπικότητά τος. Προέρχονται από πολύ καλές οικογένειες και έχουν εξαιρετικό χαρακτήρα. Είναι δύο παίκτες που αγαπώ πολύ και έχω μόνο καλές αναμνήσεις από αυτούς. Είναι σπουδαίοι αθλητές, το έχουν αποδείξει με τη θρυλική τους καριέρα, αλλά τους ξεχωρίζω γιατί ήταν καλοί άνθρωποι. Κάναμε πολλά αστεία στα ταξίδια μας, είχαν απίστευτο χιούμορ και πολύ σεβασμό”.
Πώς ήταν η συνεργασία με τον Ρενέσες;
“Ο Αίτο είναι σαν δάσκαλος. Μαέστρος του μπάσκετ, άνθρωπος αφοσιωμένος στον αθλητισμό. Μα, πάνω από όλα, ήταν δίκαιος. Όχι μόνο με εμένα, αλλά με όλους. Νιώθω πραγματικά τυχερός που δούλεψα μαζί του. Είναι ένας προπονητής που ξέρει πώς να παίρνει τα μέγιστα από τους παίκτες του. Εκτιμάς περισσότερο κάποιους προπονητές όταν δεν συνεργάζεσαι πλέον μαζί τους. Ήταν πάντα δίπλα μου, ειδικά λόγω των τραυματισμών μου. Αυτά τα πέντε χρόνια που δούλεψα μαζί του άλλαξα ως παίκτης. Άλλαξα τη νοοτροπία μου, τον τρόπο που διάβαζα το παιχνίδι και γενικά την προσέγγισή μου στο μπάσκετ. Νομίζω ότι πήρα τα μέγιστα”.
Τι σημαίνει “περισσότερο από ένας σύλλογος” για έναν ξένο αθλητή που φορά τη φανέλα της Μπαρτσελόνα;
“Το να παίζεις για την Μπαρτσελόνα και να φοράς τη φανέλα των Μπλαουγκράνα είναι μοιραίο για έναν αθλητή. Βλέποντας ολόκληρη την εικόνα, μιλάμε για ένα τεράστιο κλαμπ που συνδέεται με την κουλτούρα της Καταλονίας. Αυτά τα πέντε χρόνια στη Μπαρτσελόνα με άλλαξαν ως άνθρωπο. Με βοήθησαν να προχωρήσω, να κερδίσω τίτλους και να γνωρίσω σπουδαίους ανθρώπους”.
“Θέλουμε να ακολουθήσουμε το επιτυχημένο μοντέλο της Liga Endesa”
Έχεις την θέση του Γενικού Διευθυντή στο ελληνικό πρωτάθλημα (ΕΣΑΚΕ). Ποια είναι η γνώμη σου για το ελληνικό πρωτάθλημα και τα βήματα που πρέπει να γίνουν για να ανέβεις επίπεδο;
“Το ελληνικό πρωτάθλημα ήταν πάντα ένα σοβαρό και ανταγωνιστικό πρωτάθλημα, ένα από τα καλύτερα πρωταθλήματα στην Ευρώπη. Έχουμε ακόμη πολλά να κάνουμε για να περάσουμε στο επόμενο επίπεδο, έχοντας ως πρότυπο το ACB. Θέλουμε να ακολουθήσουμε αυτό το επιτυχημένο μοντέλο. Η ACB είναι ένα πολύ σεβαστό πρωτάθλημα. Αν με ρωτάτε, είναι το καλύτερο πρωτάθλημα στην Ευρώπη. Σίγουρα μπορούμε να ‘δανειστούμε’ κάποια πράγματα για να τα εφαρμόσουμε στην Ελλάδα. Έχουμε ένα καλό προϊόν και θέλουμε να το πάμε παρακάτω. Είμαι χαρούμενος που βρίσκομαι στη θέση του Γενικού Διευθυντή του ελληνικού πρωταθλήματος, αγαπώ το μπάσκετ και μου αρέσει να συμμετέχω σε αυτή την προσπάθεια για την εξέλιξη και τη βελτίωση του πρωταθλήματος”.
Διαβάστε επίσης: