Tου Άρη Μπάρκα/ barkas@eurohoops.net
Από το φάιναλ φορ του 2002, μόνο πέντε ομάδες έχουν κερδίσει την Ευρωλίγκα, ο Παναθηναϊκός, η Μακάμπι Τελ Αβίβ, η ΤΣΣΚΑ Μόσχας, η Μπαρτσελόνα και εσχάτως ο Ολυμπιακός. Μόνο η Μπαρτσελόνα προέρχεται από ένα πραγματικά ανταγωνιστικό πρωτάθλημα και έτσι έπρεπε να ρωτήσουμε αν αυτό σημαίνει κάτι. Το εθνικό πρωτάθλημα βοηθά μια ομάδα να γίνει καλύτερη και στην Ευρωλίγκα, ή είναι ένα πρόσθετο βάρος για τους διεκδικητές του τίτλου;
Στείλαμε την ίδια ερώτηση στους παράγοντες των ομάδων που έχουν κερδίσει την Ευρωλίγκα και επίσης στη Ρεάλ Μαδρίτης, μια από τις βασικές διεκδικήτριες του τίτλου τις τελευταίες δύο σεζόν. Η διοίκηση της Ρεάλ αρνήθηκε ευγενικά να απαντήσει, ωστόσο όλοι οι άλλοι το έκαναν και ήταν αφοπλιστικά ειλικρινείς.
Είμαστε υποχρεωμένοι να ξεκινήσουμε με τον Παναθηναϊκό, τον τέσσερις φορές πρωταθλητή (2002, 2007, 2009, 2011) και τον γενικό του διευθυντή Μάνο Παπαδόπουλου: “Ένα πιο ανταγωνιστικό πρωτάθλημα σαφώς και βοηθάει γενικότερα στο μπάσκετ. Σε όλους τους τομείς. Αγωνιστικά βοηθά τις ομάδες να ανέβουν επίπεδο και τους παίκτες να γίνουν καλύτεροι. Σε ότι αφορά την κατάκτηση του τίτλου όμως, είναι κάτι διαφορετικό. Ο Παναθηναϊκός έχει πάρει τίτλους και μέσα από ανταγωνιστικό πρωτάθλημα στην Ελλάδα και μέσα από την κατάσταση που διαμορφώθηκε αργότερα. Δεν πρέπει να κοιτάμε μόνο τον τελικό ή το φάιναλ φορ. Πρέπει να κοιτάμε όλη τη χρονιά. Όπως δεν πρέπει, όμως, να παραβλέπουμε και κάποια άλλα στοιχεία. Για παράδειγμα αν έρθει η Ουνικάχα Μάλαγα που είναι μια καλή ομάδα Ευρωλίγκας, είναι βέβαιο ότι θα νικήσει στον Πανιώνιο ή στον ΠΑΟΚ ή στον Άρη; Το ελληνικό πρωτάθλημα έχει τις δικές του ιδιορρυθμίες και δυσκολίες, που σε άλλα πρωταθλήματα δεν τις βιώνουν. Υπάρχουν πάντα ομάδες που μπορούν να κάνουν τη ζημιά και μία ήττα μπορεί να είναι τελικά καθοριστική. Και επιπλέον, για εμάς, όπως και για τον Ολυμπιακό, υπάρχει πάντα μια ιδιαίτερη πίεση όλη τη χρονιά, καθώς ουσιαστικά δεν “επιτρέπεται” η ήττα… Ίσως και αυτό τελικά να παίζει το ρόλο του…”
Ο γενικός διευθυντής του Ολυμπιακού (πρωταθλητή του 2012 και το 2013) Χρήστος Σταυρόπουλος συμφωνεί: “Είναι ένα στατιστικό που δεν θα ήταν τόσο σωστό να το συνδυάσουμε με τα πρωταθλήματα. Πρέπει να έχεις ένα καλό πρωτάθλημα για να κρατιέσαι σε καλό επίπεδο. Δεν είναι ό,τι καλύτερο να υπάρχει μεγάλη διαφορά στην δυναμικότητα, είναι κάτι που δημιουργεί πρόβλημα. Πρέπει να βρίσκεσαι πάντα σε εγρήγορση σε ένα υψηλού επιπέδου πρωτάθλημα. Δεν υπάρχει κανόνας. Η Μακάμπι έχει χάσει μόλις δύο πρωταθλήματα. Στην Ιταλία που είναι χαμηλότερου επιπέδου η λίγκα από την Ισπανία, ποια ιταλική ομάδα έχει πάρει την Ευρωλίγκα; Είναι θέμα καθαρά διαχείρισης της ομάδας και του προπονητικού τιμ. Αγωνιστικά ο προπονητής και ο γυμναστής επιλέγουν πότε θα φορτσάρει η ομάδα, πότε θα βρεθεί στο πικ της. Αυτό είναι κάτι που επιλέγει η ομάδα και εκεί φαίνεται πόσο επαγγελματική είναι. Εμείς είχαμε τόσους τραυματισμούς και έτσι βγήκαμε εκτός πλάνου στο ροτέισον και χάσαμε την ισορροπία μας”.
Η απάντηση της ΤΣΣΚΑ Μόσχας (νικήτρια του 2006 και του 2008) και της αντιπροέδρου της Ναταλία Φουράεβα είναι πραγματικά ενδιαφέρουσα: “Πρώτα από όλα, θα ήθελα να σας διορθώσω. Την τελευταία δεκαετία η ΤΣΣΚΑ πήρε επίσης δύο τίτλους και κατά τη γνώμη μου υποτιμάτε το επίπεδο των ρωσικών ομάδων, παρά το γεγονός ότι η Ούνιξ, η Χίμκι και η Λοκομοτίβ Κούμπαν έπαιξαν καλά στην Ευρωλίγκα, προκρίθηκαν στο Top16 και αγωνίστηκαν στα πλέι οφ. Οι ρωσικές ομάδες έχουν κερδίσει αρκετές φορές το Eurocup και αγωνίστηκαν στους τελικούς του. Δεύτερο, σχεδόν όλες οι ομάδες έχουν το ίδιο σύνολο παιχνιδιών στην Ευρωλίγκα και στα εθνικά τους πρωταθλήματα και αυτό κρατά κάποια ισορροπία στο επίπεδο του ανταγωνισμού. Δεν θεωρώ, άλλωστε, ότι πλέον το επίπεδο των ομάδων ανεξάρτητα από τις χώρες που προέρχονται είναι τόσο διαφορετικό”.
Ωστόσο, επίσης πιστεύει ότι οι δύο διοργανώσεις μπορούν να θεωρηθούν δύο πολύ διαφορετικές υποθέσεις και δεν έχει πρόβλημα με μερικά εύκολα εγχώρια ματς: “Δεν νομίζω ότι η πίεση και οι δυσκολίες του ενός τουρνουά μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά την ομάδα στο άλλο. Κατά τη γνώμη μου, μπορεί να είναι επιπλέον κίνητρο και θετική εμπειρία, αν η ομάδα σου έχει τον υψηλότερο στόχο. Επίσης είναι καλό μερικές φορές οι εγχώριοι αντίπαλοι να μην είναι τόσο δυνατοί, να έχουν ας πούμε ματς που είναι σαν προπόνηση. Αν υπάρχουν μόνο δυνατοί αντίπαλοι εντός συνόρων, η ομάδα μας δεν θα είχε ευκαιρία να ανασάνει, να ξεκουραστεί πνευματικά και σωματικά”.
Ο αρχιτέκτονας της Μπαρτσελόνα (πρωταθλήτριας του 2003 και το 2010), τεχνικός γραμματέας σύμφωνα με τον τίτλο, και ένα εξαιρετικό μπασκετικό μυαλό, ο Χοάν Κρέους, επίσης πιστεύει ότι το να κερδίσεις την Ευρωλίγκα δεν έχει μεγάλη σχέση με το επίπεδο του εθνικού πρωταθλήματος, αλλά τα δύσκολα ματς εντός συνόρων έχουν συνέπειες: “Το να κερδίσεις στο φάιναλ φορ δεν εξαρτάται από μια δυνατή ή αδύνατη εθνική λίγκα. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που παίζουν ρόλο. Οι τέσσερις ομάδες που διεκδικούν τον τίτλο είναι υψηλού επιπέδου και τα πάντα μπορεί να συμβούν, ανεξάρτητα από το τρόπο που έφτασαν εκεί. Γενικά νομίζω ότι το να παίζεις σε μια δυνατή λίγκα μπορεί βραχυπρόθεσμα να σου δημιουργήσει ζητήματα – να χάσεις κάποια συγκεκριμένα ματς – λόγω της κούρασης και της προσπάθειας που απαιτείται, αλλά μακροπρόθεσμα μπορεί να σε βοηθήσει, γιατί οι παίκτες σου γίνονται καλύτεροι από τις αντιξοότητες και την πίεση. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, ένας τραυματισμός που βγάζει κάποιον εκτός ματς – και είναι πιο πιθανό τέτοιοι τραυματισμοί να συμβούν σε μια δυνατή λίγκα – να αποδειχθεί ένα αποφασιστικό μειονέκτημα”.
Για τελευταίο, αλλά σε καμία περίπτωση έσχατο, αφήσαμε έναν θρύλο της Ευρωλίγκας που πλέον είναι ο τιμ μάνατζερ της Μακάμπι Τελ Αβίβ. Ο πρωταθλητής, όντας ο ίδιος στο παρκέ το 2004 και το 2005, Νίκολα Βούισιτς τι πιστεύει; “Για να πας στο φάιναλ φορ χρειάζεσαι μια δυνατή ομάδα. Είναι πολύ πιο σημαντικό από το να έχεις μια δυνατή λίγκα. Και επίσης δεν είναι τόσο εύκολο να παίζεις δύο δυνατά ματς κάθε εβδομάδα, σου αφαιρεί πάρα πολύ ενέργεια”.
Βλέπετε, λοιπόν, ότι εύκολη απάντηση δεν υπάρχει. Ωστόσο, μπορούμε όλοι να συμφωνήσουμε σε κάτι. Για τις κορυφαίες ευρωπαϊκές ομάδες η κατάκτηση της Ευρωλίγκας, ή τουλάχιστον μια θέση στο φάιναλ φορ, είναι πια βασική προτεραιότητα και τα εθνικά πρωταθλήματα σιγά, σιγά χάνουν σε αξία, όντας σε πολλές περιπτώσεις ένα καλό βραβείο παρηγοριάς.