Του Νίκου Βαρλά/ varlas@eurohoops.net
Λένε πως ο χρόνος είναι ο μοναδικός, ο καλύτερος γιατρός για να επουλώνει τις βαθύτερες πληγές.
Σχεδόν πάντα έτσι είναι. Τελικά υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Πάνω – κάτω, όλοι την ίδια ώρα μάθαμε για τον θάνατο του Κόμπι.
Δεν θυμάμαι να ένιωσα ποτέ ξανά έτσι με μια είδηση που έχει άμεση ή έμμεση σχέση με τον αθλητισμό. Δεν θυμάμαι άλλο τέτοιο «θέμα» που δεν θέλαμε να το ανεβάσουμε. Περιμέναμε μέχρι την τελευταία στιγμή, με μια μικρή, κρυφή ελπίδα να είναι ψέμα.
Να είναι Fake News. Μόλις επιβεβαιώθηκε, η δημοσιογραφική ιδιότητα κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος. Όπως και τα συναισθήματα.
ΑΝΑΤΡΙΧΙΛΑ: Ίσως το καλύτερο video που (δεν) έχεις δει για τον Κόμπι Μπράιαντ
Σοκ, δέος, μια τόσο δυνατή άρνηση παραδοχής των γεγονότων, μα συνάμα τόσο αδύναμη και ευάλωτη, όσο εξελισσόταν ο «ειδησεογραφικός πυρετός», αφού κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε βασανιστικά συνειδητοποιούσες πως αυτό που ΔΕΝ μπορεί να είναι αλήθεια, έχει συμβεί.
Η ώρα πέρασε, η ιστορία έγραψε. Εννιά άνθρωποι βίωσαν φριχτό θάνατο στη πτώση του ελικοπτέρου.
Μέσα σε αυτούς ο Κόμπι.
Και, γιατί ρε Θεέ, η Τζιάνα.
Η κόρη που λάτρευε, η Mambacita που το DNA μόνο του… διάλεξε να είναι ίδια με εκείνον, με τον πατέρα της.
Στα χαρακτηριστικά, στα μάτια που γεννάνε φωτιές, στο χαμόγελο, στο Mamba Mentality, στο ατόφιο μπασκετικό ταλέντο.
Από την ανυπόφορη στιγμή που έμαθα για τη Τζιάνα, η διάσταση της θλίψης άλλαξε επίπεδο. Γιγαντώθηκε.
Από εκείνη τη στιγμή μέχρι και τώρα που προσπαθώ να αποτυπώσω σκέψεις και συναισθήματα για ένα γεγονός που με κάνει να νιώθω λίγος, μικροσκοπικός, ανήμπορος, εξελίσσεται μέσα μου μια διαδικασία επώδυνη και εντελώς ασυνήθιστη.
Ο χρόνος έχει σταματήσει. Νιώθω εντελώς χαμένος, κάπως έτσι πρέπει να νιώθουν τα ζόμπι.
Η ψυχή πονάει πολύ και το μυαλό έχει μπλοκάρει.
Κι έχει λοκάρει σε μια στιγμή που μόνο να φανταστούμε μπορούμε – αλήθεια, μπορούμε; – αλλά γνωρίζουμε πως έχει υπάρξει.
Μιλάω για εκείνα τα τελευταία δευτερόλεπτα που το ελικόπτερο εκτός ελέγχου γκρεμιζόταν και βούταγε στον θάνατο.
Λένε, πως τέτοια δευτερόλεπτα μπορεί να διαρκούν λίγο, αλλά μοιάζουν με αιώνες για τους μάρτυρές τους, για όσους τα βιώνουν.
Λένε πως περνάει όλη σου η ζωή από μπροστά σου. Σαν ταινία.
Προσπαθώ να νιώσω Κόμπι.
Συνειδητοποιείς ότι πεθαίνεις και έχεις δίπλα σου ό,τι έχεις αγαπήσει πιο αληθινά, ό,τι έχεις λατρέψει περισσότερο στη ζωή σου.
Τη κόρη μέσα από την οποία έβλεπες εσένα. Εκείνη που με θράσος περίσσιο όπως ήταν πάντα το δικό σου, όταν όλοι σου ζητούσαν να κάνεις ένα γιο, σε κοιτούσε στα μάτια και σου έλεγε: «Μπαμπά, μην στεναχωριέσαι που δεν έκανες αγόρι. Εγώ θα συνεχίσω το Legacy σου, το έχω»!
Τώρα την κοιτάς εσύ στα μάτια. Είναι ένα από τα δικά σας, αγαπημένα πρωινά, που πάτε βόλτα για να κάνετε αυτό που λατρεύετε.
Να παίξετε μπασκετάκι.
Τελικά, δεν θα διασκεδάσετε. Όχι σήμερα.
Θα πεθάνετε μαζί και δεν μπορείς να κάνεις αυτό για το οποίο είσαι πλασμένος.
Να την προστατέψεις και να της χαρίσεις τη ζωή που ονειρευόσουν και ονειρευόταν.
Ίσως δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς για σένα και όσα δεν θα ζήσεις. Το πατρικό φίλτρο προτάσσει ένα και μόνο να στόχο. Να ζήσει η κορούλα σου.
Μια σκέψη, μια γαμημένη εικόνα που επαναλαμβάνεται μέσα στο μυαλό μου, κρατάει λίγα δευτερόλεπτα. Μετά κενό.
Μετά θλίψη που διασπείρεται σαν τοξίνη παντού μέσα στο κορμί και τρώει τα σωθικά.
Και επανάληψη.
Μια ανεξέλεγκτη εμμονή θλίψης που επαναλαμβάνεται μέσα στο μυαλό ξανά και ξανά. Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε άλλο, δεν μπορώ να καθαρίσω το μυαλό μου και να το επεξεργαστώ ως γεγονός, ώστε να περάσω στο στάδιο της αποδοχής.
Δεν υπάρχει αποδοχή.
Σκέφτομαι εκείνα τα τελευταία δευτερόλεπτα. Ο μπαμπάς δίπλα στη κορούλα του. Η κορούλα δίπλα στον μπαμπά της.
Σκέφτομαι τα βλέμματά τους, σκέφτομαι ποιες να είναι οι κουβέντες που πρόλαβαν να ανταλλάξουν.
Ο χρόνος τελειώνει…
5,4,3,2,1,
Μπουμ.
Δεν είναι ένα από τα καθιερωμένα buzzer που ο Κόμπι τα έκανε να μοιάζουν με ρουτίνα.
Είναι το νήμα της ζωής που κόβεται.
«Όταν γεννήθηκε η Τζιάνα ένιωσα τόσο έντονα… Της υποσχέθηκα πως δεν θα την αφήσω ποτέ από την αγκαλιά μου».
Είναι δήλωση του Κόμπι.
Διάολε, όλα γκρεμίστηκαν σε λίγα δευτερόλεπτα. Ο Κόμπι είχε αποδείξει πως πάντα κρατούσε τον λόγο του.
Αυτή την ΥΠΟΣΧΕΣΗ είμαι σίγουρος πως την κράτησε (αγκαλιά).
Δεν ήταν όπως το είχε ονειρευτεί.
Αλλά, ήταν το ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ πράγμα που έκανε στη ζωή του.
Να κρατήσει την Τζιάνα του αγκαλιά και να μην την αφήσει ποτέ.
Ήταν εκεί όταν γεννήθηκε.
Ήταν εκεί, δίπλα της κι έφυγαν μαζί.
Ήθελαν να πετάξουν για να παίξουν μπάσκετ.
Η μοίρα η αλήτισσα αποφάσισε να μην προσγειωθούν ποτέ.
Η μοίρα στα πιο απρόβλεπτα και αδυσώπητά της, αποφάσισε να τους τσακίσει.
Τους έδεσε χέρι – χέρι για να πετάξουν στον ουρανό για πάντα.
Να γίνουν, άγγελοι, σε ένα λόφο, 40 και κάτι χιλιόμετρα από την Πόλη των Αγγέλων. Την πόλη που ο Κόμπι αγάπησε και τον λάτρεψε όσο κανέναν άλλο Star.
Η υπόσχεσή του, έμελλε να είναι ένα τραγικό πεπρωμένο.
Τώρα, νιώθουμε πως αυτή η απίστευτα δυνατή αγάπη που τους ένωνε από τη πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή, αυτές οι αγκαλιές, εκείνα τα βλέμματα που βλέπαμε και χαμογελούσαμε όλα τα τελευταία χρόνια δεν ήταν μια φυσιολογική και ατόφια αγάπη μπαμπά – κόρης.
Ήταν κάτι μεταφυσικό.
Ήταν πεπρωμένο.
Μια ιστορία, σαν αρχαία ελληνική τραγωδία.
Ένα σενάριο που θα μπορούσε να το είχε γράψει ο ίδιος ο Κόμπι.
Κέρδισε, άλλωστε, το όσκαρ ταινίας animation μικρού μήκους, στη πρώτη του απόπειρα.
Τότε που είπε, πως το συναίσθημα ήταν καλύτερο, πιο δυνατό από τα πρωταθλήματα που κατέκτησε.
Και όταν τον ρώτησαν, πως το πήρε απόφαση, να κάνει δικιά του εταιρία, να μπει σε δικά του στούντιο και να γίνει story teller, αποκρίθηκε.
«Είχα άγχος, ήταν κάτι που δεν είχα ξανακάνει, δεν ήξερα τίποτα. Μια μέρα κάτσαμε σπίτι και το συζητήσαμε όλοι, έμοιαζε με οικογενειακή σύσκεψη. Η κόρη μου η Τζιάνα, ήταν αυτή που μου έδωσε τη δύναμη. Μου είπε, μπαμπά, εσύ δεν είσαι που πάντα μας λες να διαλέγουμε όνειρα και να κάνουμε τα πάντα για να τα πραγματοποιούμε; Άντε, θα το κάνεις κι αυτό. Ξεκίνα, κάντο να συμβεί».
Αν δεν είναι αυτό πεπρωμένο, αν δεν είναι αυτό κάρμα, τότε ποιο είναι;
Αυτός που σκαρφίστηκε αυτό το σενάριο για το φευγιό, ήταν πιο ΑΛΗΤΗΣ και από τον Κόμπι μέσα στο παρκέ.
Και όλοι ξέρουμε πολύ καλά, τι ήταν για το μπάσκετ ο Κόμπι, τι ήταν το μπάσκετ για τον Κόμπι.
Μια σχέση ζωής που ενέπνευσε εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο το πλανήτη, σε κάθε μετερίζι.
Σάββατο βράδυ, ο Λεμπρόν τον πέρασε στους πόντους. Τον τίμησε με τα παπούτσια που φόρεσε.
Mamba 4 LIFE, έγραφαν.
Ο Κόμπι ανταπέδωσε την τιμή, ως οφείλουν όλοι οι πολύ μεγάλοι.
Με το τελευταίο του ποστ, την τελευταία του δημόσια τοποθέτηση.
Συνέχισε να πηγαίνεις μπροστά το παιχνίδι, King James. Μεγάλος σεβασμός, αδελφέ μου.
Αυτό του έγραψε.
Αν ακούσετε προσεκτικά τα λόγια του Λεμπρόν για τον Κόμπι το ίδιο βράδυ, λίγες ώρες πριν την τραγωδία, δεν θα πιστεύετε στα αυτιά σας και στα μάτια σας…
“Μερικές φορές είναι σαν να συνωμοτεί το σύμπαν, δεν καταλαβαίνεις τι συμβαίνει… Χαίρομαι όταν τον βλέπω στο γήπεδο με την Gigi”, κι άλλα πολλά που σε κάνουν να ανατριχιάζεις. Λες και ο βασιλιάς ήξερε, λες και ήθελε να αποτίσει φόρο τιμής στον τεράστιο Κόμπι με χαμόγελο στα χείλη…
Τι τάιμινγκ Θεέ μου, η μεγαλύτερη σύμπτωση στην ιστορία του ΝΒΑ, ίσως και του αθλητισμού.
ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ
Λίγες ώρες μετά γράφτηκε μια από τις πιο ανείπωτες, τις πιο βάρβαρες, τις πιο σκληρές οικογενειακές τραγωδίες στην ιστορία του αθλητισμού.
Ο Λεμπρόν ξεπερνάει τον Κόμπι στους πόντους και υποκλίνεται σε εκείνον. Ο Κόμπι του βγάζει το καπέλο, υποκλίνεται με την σειρά του στον Τζέιμς και το επόμενο πρωί φεύγει.
Μαζί με άλλους 8 ανθρώπους.
Αγκαλιά με την παθολογική του αγάπη, Τζιάνα.
Εμείς τώρα πρέπει να πιστέψουμε ότι αυτό δεν είναι εφιάλτης;
Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι συνέβη στα αλήθεια;
Μα πόσο αδίστακτος αλήτης πια αυτός ο αέναος σεναριογράφος του πεπρωμένου του;
Δεν θα το χωνέψουμε ποτέ. Θα πονάει πάντα.
Ένας από αυτούς τους εκατοντάδες εκατομμύρια που ΔΕΝ μπορεί να το δεχτεί είναι και ο Γιάννης.
Ο Κόμπι τον «αγκάλιασε» κι αυτόν από νωρίς.
Από το 2016 άρχισε να τον «ντοπάρει» με σεβασμό, με πίστη στο ταλέντο του και να τον… σπρώχνει για να γράψει ιστορία, όπως μόνο εκείνος ήξερε.
Το τουίτ του Κόμπι που δημόσια τον προκάλεσε να γίνει MVP είναι μέχρι τώρα το μεγαλύτερο «καύσιμο» του Αντετοκούνμπο στη καριέρα του, μετά τον επίσης απρόσμενο θάνατο του μπαμπά του Τσαρλς.
Ο Γιάννης ανταποκρίθηκε. Έκανε την προφητεία – πρόκληση του Κόμπι, γεγονός.
Πρώτα στη ψυχή και το μυαλό του κι έπειτα στα σκρινσοτ στο κινητό του, κράτησε και την αντίδραση του μεγάλου όταν πήρε το βραβείο.
«ΜVP, μεγαλείο… Επόμενη πρόκληση, το πρωτάθλημα».
Δεν είναι μόνο αυτά… Είναι οι συμβουλές που τόσο καιρό του έδινε, σε ιδιωτικές συζητήσεις.
Εξελισσόταν σε πνευματικό μέντορα, πάνω από όλα, για τον Γιάννη και μετά μπασκετικό.
Μπορεί ο Γιάννης μας να έχει πια όλο το κόσμο στα πόδια του, αλλά είναι ένα βαθιά συνειδητοποιημένο και συναισθηματικό άτομο.
Σε ένα μήνα περιμένει το πρώτο του παιδί, το αγοράκι του.
Στα… μπροστά της ψυχής του η μεγάλη προσμονή. Η χαρά.
Στα… πίσω, υποσυνείδητα, η λύπη.
«Παικταρά μου, να ξέρεις και να μην ξεχάσεις ποτέ πως είναι μεγάλη ευλογία για τους γονείς, να μπορέσουν να αντικρίσουν τα εγγόνια τους», μου είπε επί λέξη το βράδυ της Πέμπτης, στο Παρίσι, πάνω σε μια κουβέντα που είχαμε.
Επειδή ξέρω τον Γιάννη, κατάλαβα αμέσως πολύ καλά τι δεν μου είπε.
Πόσο πολύ πονάει, μέσα στη χαρά του, που ο μπαμπάς του, ο Τσαρλς, δεν θα γνωρίσει ποτέ τον μικρό του εγγονό.
Τώρα, έχασε τον μέντορά του, τον άνθρωπο που ήξερε πως να τον προκαλεί, για να… σπρώχνει ο ίδιος τα βουνά. Και ξέρει πως ούτε ο Κόμπι που λάτρεψε δεν θα δει ποτέ εγγόνια.
Πιστεύω πως ο Γιάννης όχι απλά δεν είχε το κουράγιο όταν το έμαθε να εκφραστεί δημόσια, ούτε καν μπορούσε να βλέπει τις δημοσιεύσεις. Πενθεί.
Για αυτό τα κατέβασε όλα.
Είτε είσαι ο Γιάννης, είτε ο Λεμπρόν που τον είδαμε να κλαίει με λυγμούς, είτε εγώ, είτε εσύ, είτε ο τελευταίος άνθρωπος πάνω στη γη, δεν έχει καμία σημασία.
Καμία διαφορά.
Νιώθω πως αυτό το γεγονός σε όλους προκάλεσε συναισθηματική κατάρρευση.
Ο χρόνος, είναι σίγουρα ο καλύτερος γιατρός;
Το βράδυ ήταν επίπονο. Ένα από τα χειρότερα ever.
Ξύπνησα, χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω το γιατί, πολύ χειρότερα. Όπως και ο… καιρός.
Νιώθω απαίσια. Ανείπωτη θλίψη. Το απόλυτο κενό.
Το απόλυτο ΓΙΑΤΙ;
Συνήθως κλαις και αδειάζεις.
Τώρα κλαις, κλαις κλαις.
Είτε δυνατά, είτε βουβά.
Αυτή η επαναλαμβανόμενη εμμονή θλίψης και σκέψης δεν σταματά να με νικά.
Με έχει διαλύσει.
Ξέρω. Πόσες τραγωδίες γύρω μας. Αμέτρητες.
Πόσοι άνθρωποι που χάνονται άδικα.
Δίπλα μας, κοντά μας, μακριά μας.
Κάθε μέρα, κάθε ώρα.
Συνήθως συμμετέχουμε ως κοινωνοί της θλίψης για λίγο και μετά πάμε παρακάτω.
Γιατί όχι για τους τόσους μύριους άλλους; Αυτοί δεν έχουν ψυχή;
Έχουν και παραέχουν. Όπως και οι άλλοι επτά άνθρωποι που επέβαιναν στο ελικόπτερο και έχασαν κι εκείνοι τη ζωή τους, σκληρά και άδικα, αφήνοντας πίσω τους συντρίμμια.
Νομίζω πως ξέρω γιατί, με τον Κόμπι τόσο… πολύ.
Γιατί, είναι από τις ελάχιστες φορές που μια τραγωδία απερίγραπτη που δεν συμβαίνει μέσα στο σπίτι μας, μπορούμε τόσο εύκολα να την κάνουμε ΕΙΚΟΝΑ.
Μπορούμε να γεννήσουμε αυτές τις τελευταίες σκηνές μέσα στο μυαλό μας, να τον δούμε, να τον φανταστούμε.
Τόσο καλά είχε αποτυπωθεί ο ίδιος και το Mamba Mentality στο μυαλό και τη καρδιά μας.
Μεγαλώσαμε με τον Κόμπι.
Θαυμάσαμε το ταλέντο του, τον τρόπο που σκέφτεται, την μοναδική του προσωπικότητα.
Χαζεύαμε με ένα γλυκό χαμόγελο όλες εκείνες τις γλυκές και ανθρώπινες αναρτήσεις με την κορούλα του την Τζιάνα.
Που ήταν σαν φωτοκόπια του, εξωτερικά και εσωτερικά.
Για αυτό είμαστε τόσο απαρηγόρητοι. Για αυτό πονάμε, όλοι, τόσο πολύ.
Επειδή τούτη τη φορά, έφυγε με τον πιο τραγικό τρόπο ένας ΜΥΘΟΣ, αλλά ταυτόχρονα ένας άνθρωπος, σύζυγος, γιος και φοβερός μπαμπάς και όλα όσα συνέβησαν μπορούμε να τα κάνουμε ΕΙΚΟΝΑ.
Όπως μπορούμε να γυρίσουμε το χρόνο του μυαλού και της μνήμης πίσω και να ξέρουμε πολύ καλά ποιος ήταν ο Κόμπι.
Και πως έφυγε.
Όσο το επεξεργάζομαι και ψάχνω απαντήσεις, συνειδητοποιώ πως ο λόγος που έχουμε συγκλονιστεί τόσο πολύ και δεν μπορούμε να συνέλθουμε, είναι πως αυτή η ΤΡΑΓΩΔΙΑ αποτελεί τον ΟΡΙΣΜΟ της ανθρώπινης ματαιότητας.
Ξεχάστε τον Κόμπι σαν παίκτη και προσωπικότητα (δεν γίνεται).
Φέρτε μπροστά στα μάτια σας μόνο τον ΑΝΘΡΩΠΟ.
Τον ΠΑΤΕΡΑ.
Ο πιο δυνατός, ο σκληρότερος ανταγωνιστής, ο άνθρωπος με το κορμί – μυαλό ΜΗΧΑΝΕΣ, εκείνος με την ατσάλινη, την άκαμπτη ΑΥΤΟΠΕΠΟΙΘΗΣΗ.
Αυτός με το βλέμμα που σου έκοβε την ανάσα μέσα στο παρκέ και με το χαμόγελο που σε μαγνήτιζε έξω από αυτό.
Ο τύπος που υπέγραφες χειροπόδαρα πως παρότι έκανε καριέρα σαν παραμύθι, ήταν ικανός μετά το μπάσκετ να πετύχει και να δημιουργήσει ακόμα περισσότερα.
Να εμπνεύσει ακόμα περισσότερους.
Ο ΑΝΙΚΗΤΟΣ.
Ο ΑΦΘΑΡΤΟΣ.
ΠΕΘΑΝΕ με τον πιο φρικαλέο τρόπο που μπορεί να φανταστεί ο ανθρώπινος νους.
Έγινε στάχτη, έφυγε σαν… καπνός αγκαλιά με την αγαπημένη του κορούλα.
Που το μόνο που ήθελε μια Κυριακή, είναι να παίξει το μπάσκετ της υπό το βλέμμα του μπαμπά – μέντορά της.
Δεν υπάρχουν απαντήσεις. Δεν υπάρχουν λόγια. Δεν υπάρχει τίποτα.
Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΟΔΥΝΗ.
Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ.
Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΠΟΔΕΙΞΗ πως ΟΛΟΙ μας είμαστε μικροί, περαστικοί.
ΑΠΟΛΥΤΑ ΘΝΗΤΟΙ.
Δεν είμαστε τίποτα, δεν ξέρουμε τίποτα.
Δεν θα μάθουμε ποτέ ποια μέρα θα πεθάνουμε.
Για αυτό ας ζούμε το δώρο της ζωής μαζί με τους αγαπημένους μας κι ας παλεύουμε για όσα ονειρευόμαστε σαν να είναι η τελευταία μας μέρα.
Αυτό δεν έλεγε συνέχεια ο Κόμπι;
41 χρόνια ζωής, με ένα μήνυμα πιο μεγάλο και από το Legacy του που το δίδασκε με πράξεις και το επαναλάμβανε σε όλες τις μεγάλες του στιγμές.
«Να ΖΕΙΤΕ την κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία σας. Μη χάνετε ποτέ τον χρόνο και την ευκαιρία να δώσετε μια αγκαλιά σε όσους αγαπάτε».
Κόμπι μου, το είχαμε καταλάβει, κι ας το ξεχνάμε που και που, οι μίζεροι, μικροί, αποπροσανατολισμένοι της καθημερινότητας.
Μας το είχες διδάξει, μας το είχες μεταδώσει το μήνυμά σου όσο κανένας άλλος.
ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ αγαπημένε Κόμπι, να ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΕΤΣΙ για να μας το ΦΩΝΑΞΕΙΣ για μια τελευταία φορά, τόσο ΕΜΦΑΤΙΚΑ.
Σε χρειαζόμασταν εδώ, γιατί ελάχιστοι είναι σαν κι εσένα.
Να μεγαλουργείς. Να γεννάς ιστορία.
Να ζήσεις περήφανος τη κορούλα σου να μεγαλώνει.
Να ζήσει τη ζωούλα της αυτή η γλυκιά ύπαρξη και να σου κλείνει το μάτι κάθε φορά που μεγαλώνει το Legacy του ονόματός σου.
Χέσε μας όλους εμάς. Στην τελική δεν άξιζες σε όλους. Δώρο ήσουν και πρότυπο, απλόχερο και δωρεάν.
Σε ΧΡΕΙΑΖΟΤΑΝ Η Βανέσα, η γυναίκα σου. Οι τρεις κορούλες σου.
Ευτυχώς δεν μπήκαν σε αυτό το ελικόπτερο.
Όλοι εμείς, λέμε, ευτυχώς.
Φοβάμαι και ανατριχιάζω στη σκέψη, πως τώρα που σπαράζουν, ίσως το νιώθουν ως επιπλέον δυστύχημα.
Το ότι δεν ήταν όλοι στο ελικόπτερο, δίπλα σε σένα και τη Τζιάνα…
Πως θα το διαχειριστούν και πως θα ζήσουν και θα συνεχίσουν με αυτό τον πόνο;
Γιατί ρε Κόμπι;
Γιατί θεέ μου;
Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΟΔΥΝΗ.
Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ.
Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΠΟΔΕΙΞΗ πως ΟΛΟΙ μας είμαστε μικροί, περαστικοί.
ΑΠΟΛΥΤΑ ΘΝΗΤΟΙ.
Εμείς.
Όχι εσύ.
Ήθελες, έλεγες, να γίνεις καλύτερος Story Teller, από ότι μπασκετμπολίστας.
Το κατάφερες ρε «άτιμε». Και σου πήρε ελάχιστο χρόνο…
Εσύ γεννήθηκες, έζησες και έφυγες με ένα τρόπο εντελώς Κόμπι.
Τελικά, η ιστορία σου, με την αρχή, την έκβαση και με το ΤΕΛΟΣ που είχε, θα εξιστορείται για ΠΑΝΤΑ.
Θα διδάσκεται και θα ακούγεται μέχρι να μείνει σε αυτό το πλανήτη και ο τελευταίος ζωντανός άνθρωπος.
Δεν θα ξεχαστεί ΠΟΤΕ.
Τα κατάφερες πάλι.
Με την ιστορία ζωής που γέννησες και με το τέλος που “σκαρφίστηκες”, θα νικήσεις μάγκα μου, ακόμα και τον πιο ΑΝΙΚΗΤΟ, τον μεγαλύτερο παντοκράτορα.
Τον χρόνο.
Βρήκες τον τρόπο.
Έσβησε η ανθρώπινή σου διάσταση, αλλά η ιστορία της ζωή σου κέρδισε για πάντα το όσκαρ της αιωνιότητας.
Αντίο Κόμπι, τώρα θα σε αγαπάμε ακόμα περισσότερο.