Του Γιάννη Ράμμα/ irammas@eurohoops.net
Λένε πως οι ομάδες δεν αγοράζονται, χτίζονται. Ο Παναθηναϊκός, κι αγόρασε, κι έχτισε. Εκτός από ομάδα, έχτισε ξανά κι όνειρα. Κόντρα στα συνηθισμένα, του πήρε μόλις εννιά μήνες να τα κάνει πραγματικότητα και να ζήσει το μεγαλύτερο στις 26 Μαΐου 2024. Μέχρι το επόμενο. Το 2025; Το 2026; Σίγουρα όχι μετά από άλλα 13 χρόνια. Έτσι φαίνεται δηλαδή.
Αν είναι όντως πιο δύσκολο να παραμείνεις στην κορυφή από το να φτάσεις σε αυτή, για τον Παναθηναϊκό το πιο δύσκολο ήταν να αποβάλλει όλα αυτά τα χρόνια της αυτοαμφισβήτησης και της έλλειψης υπομονής μέχρι να πετύχει ξανά. Πάντα με κριτήριο την πίεση της αποτυχίας στην Ευρωλίγκα. Γιατί ακόμη κι όταν έδειχνε να αποκτά αυτοέλεγχο η αποτυχία στην Ευρωλίγκα τον έκανε να τον χάσει ξανά (βλ. Τσάβι Πασκουάλ).
Τα κατάφερε εν τέλει.
Ας πέθανε ένα σωρό άλλες φορές την τριετία 2020-23 μέχρι να γεννηθεί ξανά.
Κι αν χρειάστηκε να μπουσουλήσει στην αρχή (βλ. συντριβή από τον Ολυμπιακό στον τελικό του Super Cup και νέα ήττα από τον “αιώνιο” αντίπαλο στο ΟΑΚΑ στην πρεμιέρα της Ευρωλίγκας σε διάστημα μόλις έξι ημερών), αν δυσκολεύτηκε να κάνει τα πρώτα του βήματα (2-4 & 6-6 στην Ευρωλίγκα), είχε πάντα από κάπου να πιάνεται και να σηκώνεται (βλ “διπλό” επί του Ολυμπιακού στη Basket League κι ανακοίνωση απόκτησης Κέντρικ Ναν σε λιγότερες από 24 ώρες), όσες φορές κι αν έπεσε (βλ. ήττα από τον Ολυμπιακό στον τελικό του Κυπέλλου και πρώτο “διπλό” στη Ρεάλ Μαδρίτης μετά από 11 χρόνια στο αμέσως επόμενο παιχνίδι). Κι αν δεν έβρισκε από κάπου να πιαστεί, υπήρχαν 18.000 κόσμου στο πλευρό του να του δώσουν αμέσως το χέρι και να σηκωθεί.
Είτε έτσι είτε αλλιώς, ένα ήταν σίγουρο, πως, άπαξ και σηκωνόταν, το ανάστημά του θα ήταν ψηλότερο από κάθε άλλης ομάδας.
Δε μπορεί καμία άλλη ομάδα να υπογράψει τον ίδιο προπονητή και τους ίδιους 11+1 παίκτες και να καταφέρει το ίδιο σε τόσο σύντομο διάστημα. Χρειάζεται η φανέλα, αυτή πάνω από όλα.
Επτάστερη πλέον.
Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος άνοιξε το συρτάρι στο γραφείο του στη ΒΙΑΝΕΞ κι έβγαλε από μέσα τη βελόνα και τη κλωστή που (του) είχαν αφήσει ο πατέρας του κι οι θείοι του, ο Εργκίν Αταμάν βελόνιασε, ο Κώστας Σλούκας έκανε την πρώτη βελονιά από πάνω, έδωσε στον Κέντρικ Ναν να συνεχίσει από κάτω, αυτός με τη σειρά του στον Ματίας Λεσόρ, από εκεί στον Τζέριαν Γκραντ, στον Ντίνο Μήτογλου, στον Μάριους Γκριγκόνις κι ούτω καθεξής μέχρι τον τελευταίο, μηδενός εξαιρουμένου.
Πώς να πει κανείς το αντίθετο όταν ο τρίτος από το τέλος παίκτης σε χρόνο συμμετοχής, πόντων και PIR, o Παναγιώτης Καλαϊτζάκης, έκανε πράγματα στο Final Four που θα μνημονεύονται για πάντα; Όχι τόσα στην καταγεγραμμένη στατιστική όσα ο Λάζαρος Παπαδόπουλος το 2002 ή ο Νικ Καλάθης το 2011, αλλά ανάλογης αξίας για να χωρέσει κι αυτός στο νέο λάβαρο στο ΟΑΚΑ.
Τι κι αν θα απεικονίζονται ο Κώστας Σλούκας κι ο Εργκίν Αταμάν, η φωτογραφία ανέκαθεν ήταν ομαδική.