Tου Aρη Μπάρκα/ barkas@eurohoops.net
Ο Βασίλης Σπανούλης ανακοίνωσε το Σάββατο την απόφαση να σταματήσει την καριέρα του και για άλλη μια φορά, επέλεξε τον δύσκολο δρόμο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δύσκολος σε προσωπικό επίπεδο, αφού μέχρι πριν από λίγες μέρες ετοιμαζόταν για την μεγάλη του επιστροφή στην εθνική Ελλάδας σε ένα προολυμπιακό τουρνουά.
Ο Σπανούλης, όμως, αποδείχθηκε φονιάς για μια ακόμα φορά, σκοτώνοντας τον παίκτη που με την μετακίνηση του από τον Παναθηναϊκό στον Ολυμπιακό άλλαξε τις ισορροπίες του ελληνικού και του ευρωπαϊκού μπάσκετ.
Για την καριέρα του Βασίλη Σπανούλη, τα πάντα είναι γνωστά, οι αριθμοί, οι πρωτιές στις στατιστικές κατηγορίες της Ευρωλίγκας και τα τροπαία μιλούν από μόνα τους. Για την ικανότητα του στο παιχνίδι, στην σημερινή ψηφιακή εποχή υπάρχουν αμέτρητα πειστήρια καταγεγραμμένα σε εικόνα.
Αυτό, όμως, που τον κάνει τον μόνο παίκτη της μετά Νίκου Γκάλη εποχής που πλησίασε τον θεό του ελληνικού μπάσκετ – και ενδεχομένως τον έφτασε – ήταν η μοναδική του ικανότητα να παίρνει πάντα τις δύσκολες αποφάσεις και να τις υποστηρίζει με ιερό φανατισμό.
Δεν υπάρχει άλλος Έλληνας παίκτης, ο οποίος να μεταπήδησε στην κορύφωση της καριέρας του κατευθείαν από τον Παναθηναϊκό στον Ολυμπιακό και το αντίθετο, τη στιγμή που και οι δύο αιώνιοι έδιναν γη και ύδωρ για χάρη του. Δεν υπάρχει άλλος Έλληνας παίκτης που να γνώριζε πολύ καλά που πάει να μπλέξει και τι θα τον περίμενε και να μην δίστασε.
Ο Σπανούλης, όμως, ήθελε να μπλέξει.
Ήθελε να είναι πρώτος από τη στιγμή που πάτησε για πρώτη φορά το γήπεδο στη Λάρισα και έφτασε, χωρίς να είναι ο πιο ταλαντούχος, ή πιο αθλητικός, στην κορυφή της Ευρώπης.
Ο Σπανούλης είναι αδίστακτος και ψυχρός. Ο ορισμός του “δολοφόνου” εντός και εκτός παρκέ. Αυτή είναι η πλευρά του που συνειδητά επέλεξε να κυριαρχήσει στην αθλητική του καριέρα και ενδεχομένως αυτός είναι και ο μόνος τρόπος για να τρυπήσεις το ταβάνι σου και να φτάσεις εκεί που δεν μπορείς.
Μόνο έτσι παίρνεις τις πραγματικά δύσκολες αποφάσεις. Και πιο δύσκολη απόφαση από το να σταματήσει το μπάσκετ δεν υπήρχε.
Το ενδεχόμενο να αποσυρθεί μετά από ένα ταξίδι στο Τόκιο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν εξαιρετικά θελκτικό και όχι απίθανο.
Πριν καν, όμως, ξεκινήσει προπονήσεις με την Εθνική ομάδα πίστευε ότι για τουλάχιστον μια ακόμα σεζόν θα μπορούσε να παίξει και στον Ολυμπιακό. Παρότι ήταν ξεκάθαρο ότι στον Ολυμπιακό της προσεχούς περιόδου ο ρόλος του θα ήταν καθαρά συμπληρωματικός, έως και συμβολικός.
Ο Σπανούλης ως παίκτης δεν είχε τελειώσει και με δεδομένη την απόδοση του πέρυσι, ήταν αποδεδειγμένο ότι θα μπορούσε να σταθεί στο γήπεδο. Όμως, ίσως δεν ήταν πια ο πραγματικός Σπανούλης και ο τελευταίος του τραυματισμός που τον άφησε εκτός ομάδας του το υπενθύμισε.
Δεν υπάρχει πρωτιά που ο Σπανούλης να μην κατέκτησε, εκτός από την περίπτωση του ΝΒΑ και αυτό είναι κάτι που μετά την απόλυτη καταξίωση στην Ευρώπη τον δελέαζε. Εντέλει δεν είχε την ευκαιρία να επιστρέψει και να αποδείξει ποιος είναι και στις ΗΠΑ. Αυτό παρεμένει και το μοναδικό αναπάντητο ερώτημα σε σχέση με το τι θα μπορούσε να καταφέρει, αν επέμενε.
Ακόμα και το να φύγει από το ΝΒΑ το καλοκαίρι του 2007, γυρίζοντας την πλάτη στο συμβόλαιο που είχε για την περίοδο 2007-08 και την ευκαιρία να αγωνιστεί στους φιλοευρωπαίους Σαν Αντόνιο Σπερς δεν ήταν εύκολη απόφαση. Ήξερε ότι κλείνει μια πόρτα πίσω του. Ο δρόμος που επέλεξε, όμως, τον οδήγησε στη σφαίρα του μύθου.
Για έναν άνθωπο που ζει μόνο για το μπάσκετ αυτού του είδους οι αποφάσεις είναι μονόδρομος. Πολλοί το καταλαβαίνουν αυτό, όταν αποφασίζουν να αφιερωθούν στον πρωταθλητισμό.
Ελάχιστοι, όμως, έχουν τη πνευματική σκληρότητα και το ψυχικό σθένος να πάρουν αυτές τις αποφάσεις. Και ακόμα λιγότεροι αντέχουν να τις υποστηρίξουν μέχρι το τέλος του δρόμου.
Στην Ελλάδα, το παράδειγμα είναι ένα και μοναδικό.