Tου Aρη Μπάρκα/ barkas@eurohoops.net
Aπό τον θρίαμβο ως την τραγωδία τα πράγματα στον αθλητισμό – και όχι μόνο στην Ελλάδα – είναι ένα αποτέλεσμα δρόμος. Και έτσι αντί να γκρεμιστούν τα τείχη για τους, όπως θα θέλαμε, θριαμβευτές παίκτες της Εθνικής, υπάρχει η διάθεση να γκρεμιστεί η ομάδα.
Μια ομάδα της οποίας το ρόστερ περιλαμβάνει αν όχι τον καλύτερο παίκτη του κόσμου στη διάθεση της, έναν που αποδεδειγμένα ανήκει τουλάχιστον στην πρώτη πεντάδα και βάλτε εσείς όποια σειρά θέλετε.
Επειδή η μνήμη ασθενεί και οι νεότεροι ίσως δεν ξέρουν, τα ίδια και χειρότερα από όσα γράφονται και λέγονται τις τελευταίες ώρες, έχουν γραφτεί μετά από κάθε αποτυχία, όπως το 2001, περίπου 20 χρόνια πριν, και σε αρκετές περιπτώσεις από τους ίδιους ανθρώπους.
Τότε η Εθνική είχε ηττηθεί από την Γερμανία του Ντιρκ Νοβίτσκι – μια ομάδα με έναν σούπερσταρ και πολύ μικρότερη πληρότητα από τη σημερινή της εκδοχή – με 80-75 στο Ευρωμπάσκετ που γινόταν στην Τουρκία και είχε μείνει εκτός οκτάδας. Το πρόβλημα είχε προσωποποιηθεί στον “λιγόψυχο” Παπαλουκά που είχε 5/10 βολές.
Ναι, ο ίδιος ο Θοδωρής Παπαλουκάς που μετά από πενταετία κυριάρχησε στο ευρωπαϊκό μπάσκετ και η ίδια Εθνική που κέρδισε με άνεση τον Νοβίτσκι και την Γερμανία εντελώς απελευθερωμένη στον τελικό του 2005.
Αν συγκρίνει κανείς την τότε Εθνική με τη σημερινή, τότε μπορεί εύκολα να καταλήξει στο ό,τι ήδη βρισκόμαστε πολύ πιο μπροστά από όσα βρισκόμασταν το 2001 στην Αττάλεια σε σχέση με την επιτυχία που ήρθε, μάλλον ανέλπιστα, το 2005.
Πολύ απλά γιατί τότε δεν είχαμε τον παίκτη με την καλύτερη αξιολόγηση στη διοργάνωση και μέχρι στιγμής πρώτο σκόρερ με 29.3 πόντους μέσο όρο.
Ακόμα και στο σκοράρισμα πλέον, οι αριθμοί του 28χρονου Γιάννη Αντετοκούνμπο συγκρίνονται με αυτούς του Νίκου Γκάλη, ο οποίος έπρεπε να φτάσει στα 30 του για να οδηγήσει την Εθνική στον, ακόμα περισσότερο ανέλπιστο, θρίαμβο του 1987.
Ακόμα και στο περιβόητο μακρινό σουτ, το οποίο, όντως, αποτελεί σταθερό ελληνικό πρόβλημα, η Ελλάδα ολοκλήρωσε το τουρνουά με μέσο όρο το “καλούτσικο” 34,9%. Η Γερμανία μετά το εξαιρετικό 55% στον προημιτελικό, ανέβηκε στο 40,3%, πίσω από τις αποκλεισμένες Σερβία (40,4%) και Τσεχία (44.3%).
Και ναι, προφανώς το 20-1 στο ξεκίνημα του ημιχρόνου ήταν καταδικαστικό, αλλά ούτε η πρώτη φορά, ούτε η τελευταία είναι που συμβαίνει κάτι τέτοιο σε μια ομάδα που στα χαρτιά είναι το φαβορί και μοιάζει να έχει το μομέντουμ. Θυμηθείτε τι έγινε το 2006 στον ημιτελικό της Σαϊτάμα, όπου η Ελλάδα βρέθηκε να χάνει από τις ΗΠΑ με 12 πόντους.
Για να μην το πολυκουράζουμε, τα πράγματα είναι απλά. Αν έχεις τον Γιάννη, έχεις αυτόματα τύχη ακόμα και για το χρυσό. Αν έχεις και μερικούς καλούς σουτέρ δίπλα του, ή έστω έναν που είναι πραγματικά συνεπής, όπως ήταν ο Τάιλερ Ντόρσεϊ στο ξεκίνημα του τουρνουά, η δουλειά γίνεται πολύ πιο εύκολη.
Το είδαμε και στο Μιλγουόκι, το είδαμε και στα καλά ματς της Εθνικής.
Και σε ένα τέτοιο τουρνουά-αστραπή πρέπει να έχεις, αφού πια δεν υπάρχει χρόνος για μεγάλη προετοιμασία, τουλάχιστον υγεία. Αυτό έλειψε από την Εθνική και στο δεύτερο νοκ-άουτ ματς της κόστισε. Ούτε ο Παπαγιάννης, ούτε ο Κώστας Αντετοκούνμπο εντέλει έδωσαν όσα ενδεχομένως θα μπορούσαν, ούτε είδαμε το σχήμα με τον Γιάννη στο “4” να είναι λειτουργικό.
Άφησε η Εθνική την Γερμανία να βρει ρυθμό στο σουτ; Αδιαμφισβήτητα. Στο μεγαλύτερο διάστημα του αγώνα, όμως, ούτε τόσο κακή άμυνα έπαιξε, ενώ στο πρώτο ημίχρονο είχε τον έλεγχο στα ριμπάουντ. Τα έχασε όταν ρίσκαρε με τον Γιάννη να βγαίνει και να μαρκάρει στην περιφέρεια τους Γερμανούς σουτέρ.
Η αδιαμφισβήτητη αποτυχία, λοιπόν, έγκειται στο γεγονός ότι παρότι είχε αρκετά υλικά στα χαρτιά, η ομάδα του κόουτς Δημήτρη Ιτούδη έδωσε μόνο ένα δείγμα από αυτά που θα μπορούσε να καταφέρει αν απέδιδε στο μάξιμουμ. Αυτή η εκδοχή της Εθνικής παραμένει μια σχετικά καινούρια ομάδα, με παίκτες που ακόμα δεν έχουν βρει τη χημεία και τους ρόλους τους και είναι υποχρεωμένοι να το κάνουν σε μεγάλο βαθμό μέσα στα τουρνουά.
Ο χρόνος, λοιπόν, μόνο να βοηθήσει μπορεί και το χρονοδιάγραμμα μέχρι τους Ολυμπιακούς του 2024 είναι σαφές. Όσο για το σουτ, αφενός βελτιώνεται με τη δουλειά, αφετέρου είναι και πνευματικό θέμα.
Για την ιστορία, η Ελλάδα ολοκλήρωσε το τουρνουά με τέσσερις παίκτες (Αγραβάνης 50%, Σλούκας 47,6%, Λαρετζάκης 42,1%, Ντόρσεϊ 40%) που είχαν ποσοστό πάνω από το επιθυμητό όριο του 40%. Δεν είναι και τόσο λίγοι…
Διαβάστε επίσης
Eθνική: Το Ευρωμπάσκετ (σαν να) τέλειωσε στο τρίποντο-προσευχή του Κώστα Σλούκα
Εθνική: Επέστρεψε η αποστολή στην Ελλάδα από το Βερολίνο (video)