Του Aρη Μπάρκα/ barkas@eurohoops.net
Μια ταλαιπωρημένη ομάδα στα χέρια μιας μπερδεμένης ομοσπονδίας βρέθηκε ξαφνικά να έχει στη διάθεση της τον MVP του ΝΒΑ και το τελικό αποτέλεσμα δεν ήταν καν το μίνιμουμ του αναμενομένου.
Αυτό είναι το επιμύθιο όσων συνέβησαν στην Κίνα και ενός καλοκαιριού που ξεκίνησε με φιλοδοξίες, αλλά όσο περνούσαν οι μέρες και τα επίσημα παιχνίδια φαινόταν όλο και πιο έντονα ότι θα αποτελέσει μια ακόμα μεγάλη χαμένη ευκαιρία.
Και χαμένη ευκαιρία είναι γιατί σε ένα τρομερά ανοιχτό παγκόσμιο πρωτάθλημα, όπου πλέον καμία ομάδα δεν μοιάζει άτρωτη, η Ελλάδα δεν μπόρεσε να βρεθεί καν στη φάση των νοκ άουτ αγώνων.
Εντός παρκέ η ομάδα δεν μπόρεσε ποτέ να εκμεταλλευτεί πλήρως τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, ούτε ο Γιάννης απέκτησε χημεία με τους υπόλοιπους παίκτες που έχουν συνηθίσει να παίζουν σε έναν ρυθμό πολύ διαφορετικό από αυτόν του ΝΒΑ και έχουν χαρακτηριστικά που πολύ απλά δεν κολλάνε με τον ηγέτη των Μπακς.
Ο γόρδιος δεσμός
Παρά τις υπερβολές των Αμερικανών σχολιαστών που δεν γνωρίζουν επακριβώς πρόσωπα, καταστάσεις και παίκτες, το συμπέρασμα ήταν εντέλει σωστό. Η Εθνική Ελλάδας δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί αγωνιστικά όσο θα έπρεπε τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, έναν από τους κορυφαίους παίκτες αυτή τη στιγμή στον κόσμο.
Ο ένας προφανής λόγος είναι ότι οι κανονισμοί άμυνας της FIBA και οι ανοιχτοί χώροι στο γήπεδο δεν ευνοούν έναν παίκτη με τα χαρακτηριστικά του Αντετοκούνμπο, κάτι με το οποίο συμφώνησε μέχρι και ο Γκρεγκ Πόποβιτς. Η αστάθεια στο περιφερειακό σουτ κοστίζει πολύ περισσότερο εκτός ΝΒΑ.
Ο δεύτερος, επίσης προφανής, λόγος είναι ότι η ομάδα, παρότι δούλεψε στην προετοιμασία, δεν μπόρεσε ποτέ να βρει τρόπους για να διευκολύνει τον Αντετοκούνμπο σε καταστάσεις πέντε εναντίον πέντε, τη στιγμή που όλοι οι αντίπαλοι είχαν επικεντρωθεί στο πως θα τον σταματήσουν. Αυτό είναι ευθύνη ολόκληρου του προπονητικού τιμ, που φάνηκε να μην έχει ξεκάθαρες ιδέες για το τι πρέπει να γίνει ειδικά στο μισό γήπεδο. Προς τιμή του, ο κόουτς Θανάσης Σκουρτόπουλος το παραδέχθηκε ανοιχτά πριν λίγες ώρες.
Ο τρίτος λόγος, τον οποίο όλοι φοβούνται να ομολογήσουν, είναι ότι οι άλλοι δύο βασικοί σταρ της εθνικής, δηλαδή το δίδυμο Σλούκα-Καλάθη, μοιάζουν να μην έχουν καμία χημεία με τον Γιάννη. Αυτό αφενός δικαιολογείται από το γεγονός ότι έχουν παίξει ελάχιστα μαζι, ωστόσο υπάρχει και κάτι άλλο επίσης οφθαλμοφανές. Ο Γιάννης για να είναι αποτελεσματικός πρέπει να έχει την μπάλα στα χέρια του και να παίρνει τις αποφάσεις στην επίθεση.
Το ίδιο ακριβώς, όμως, ισχύει για τον Νικ Καλάθη και ίσως σε μικρότερο βαθμό για τον Σλούκα, ο οποίος λόγω σουτ μπορεί θεωρητικά να ταιριάξει πιο πολύ με τον Γιάννη. Θα μπορούσε να συμβεί ό,τι και στο παρελθόν, όπου βρέθηκαν μαζί στην εθνική τρεις παίκτες που ήθελαν την μπάλα στα χέρια, δηλαδή ο Παπαλουκάς, ο Διαμαντίδης και ο Σπανούλης; Προς το παρόν για την τριάδα Σλούκα, Καλάθη, Αντετοκούνμπο αυτό φαίνεται πολύ δύσκολο.
Δυστυχώς το αξίωμα που λέει ότι οι καλύτεροι παίκτες δεν κάνουν απαραίτητα και την καλύτερη ομάδα εδώ φάνηκε ανάγλυφα. Μόνο ένας πολύ μεγάλος προπονητής θα μπορούσε να βρει λύσεις και χρειαζόταν ένα εξαιρετικό επιτελείο στον πάγκο που θα είχε, αν όχι τον χρόνο, τότε την προσωπικότητα να επιβάλει ρόλους και να πάρει σκληρές αποφάσεις.
Ο Θανάσης Σκουρτόπουλος και τα “παράθυρα”
Ο Θανάσης Σκουρτόπουλος πήρε τη θέση του πρώτου προπονητή στην εθνική ομάδα, αναλαμβάνοντας τον τρομερά δύσκολο και άχαρο ρόλο να παλέψει με περιορισμένα όπλα για την πρόκριση στο παγκόσμιο πρωτάθλημα. Τα κατάφερε περίφημα, έκανε σωστές επιλογές σε πρόσωπα, δημιούργησε ένα υγιές κλίμα γύρω και μέσα στην εθνική ομάδα και “καθάρισε” την πρόκριση πολύ πιο εύκολα από όσο θα περίμενε κανείς.
Ήταν αρκετό αυτό για να τον κρατήσει στη θέση του πρώτου προπονητή και όχι απλά στο επιτελείο της Εθνικής, όπου είχε δουλέψει ως βοηθός και στο παρελθόν; Η απάντηση εκ του αποτελέσματος είναι όχι.
Ο Σκουρτόπουλος είναι καλός προπονητής, οι βοηθοί του επίσης, αλλά δεν έχουν τις παραστάσεις και τις εμπειρίες τέτοιων τουρνουά, ενδεχομένως και τη γνώση λεπτομερειών που μπορούν να κάνουν την διαφορά. Αυτό τελικά κόστισε και δεν ήταν κάτι απροσδόκητο. Ως προπονητής Εθνικής ομάδας, άλλωστε, έχει βρεθεί να εκτίθεται μέχρι και ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 και στο Ευρωμπάσκετ της Σερβιας το 2005.
Η ομοσπονδία το ήξερε αυτό. Χτύπησε πολλές πόρτες κορυφαίων Ελλήνων προπονητών, σε καμία περίπτωση, όμως, αυτό που προσέφερε δεν ήταν δελεαστικό.
Η αμοιβή του Θανάση Σκουρτόπουλου απέχει πάρα, πάρα πολύ από τα ποσά που εισπράττουν οι προπονητές πρώτης γραμμής. Η ομοσπονδία δεν έπεισε κανέναν ότι μπορεί να προσφέρει κάτι καλύτερο, ούτε ότι οι συνθήκες εργασίας θα ήταν ιδανικές.
Παρότι, λοιπόν, από τις κινήσεις της φάνηκε ότι η ομοσπονδία θα ήθελε έναν πιο έμπειρο στο υψηλό επίπεδο προπονητή, στην ουσία δεν είχε τα εχέγγυα για να τον αποκτήσει. Προτιμήθηκε, λοιπόν, η λύση να στηριχθεί ο Σκουρτόπουλος και μένει να φανεί τις επόμενες μέρες αν θεωρείται και αυτός αναλώσιμος, όπως όλοι οι προκάτοχοι του στη μετά Γιαννάκη εποχή.
Ακόμα κι αν ο Σκουρτόπουλος παραμένει στον πάγκο, ειδικά από τη στιγμή που τον Φεβρουάριο έρχονται “παράθυρα” πρόκρισης στο Ευρωμπάσκετ, είναι γεγονός ότι ο κόουτς παρά την προσπάθεια του και την αδιαμφισβήτη δουλειά του, δεν μπόρεσε να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της ομάδας σε ένα μεγάλο τουρνουά. Η πίεση και το άγχος που ένοιωσε φαινόνταν δια γυμνού οφθαλμού σε όσους βρεθήκαμε στη Κίνα και επίσης το αντιλήφθηκαν και όλοι οι υπόλοιποι μετά την περιβόητη πια δήλωση για τους τρεις γκαρντ. Να σημειωθεί ότι ο Σκουρτόπουλος παραμένει ένας από τους πιο δημοσιογραφικούς και επικοινωνιακούς Έλληνες προπονητές.
Ενδεχομένως δεν είναι ακόμα έτοιμος για μια τέτοια ευθύνη, οι εθνικές ομάδες και τα τουρνουά τους αποτελούν πάντα ειδικές καταστάσεις και – κακά τα ψέματα – στην Ελλάδα μόνο ένας προπονητής υπάρχει που ζει και αναπνέει για την Εθνική, ενώ αποδεδειγμένα μπορεί να εμπνεύσει τους παίκτες.
Με τα καλά του και τα κακά του, μοιάζει αδιανόητο να βρίσκεται μακριά από την ομάδα ο Παναγιώτης Γιαννάκης, χωρίς αυτό να αποκλείει και την παρουσία του Θανάση Σκουρτόπουλου, ή και άλλων προπονητών με μεγαλύτερες επιτυχίες σε συλλογικό επίπεδο. Η εικόνα τριών προπονητών ομάδων του ΝΒΑ στον πάγκο των ΗΠΑ δείχνει τον δρόμο σε όλους. Αυτό, όμως, χρειάζεται αλλαγή πλεύσης της ομοσπονδίας.
Ο Γιώργος Βασιλακόπουλος και ο μονόδρομος
Ο Γιώργος Βασιλακόπουλος παραμένει ένα τεράστιο κεφάλαιο στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ, παρότι εδώ και πάρα πολλά χρόνια έχει πάψει να ασχολείται ειδικά με τα όσα συμβαίνουν στο επαγγελματικό πρωτάθλημα, παίζοντας ρόλο Ποντίου Πιλάτου.
Προτιμά να καταγγέλει και να παρατηρεί, ενδεχομένως να αδιαφορεί όπου δεν έχει διάθεση να μπλέξει και παράλληλα σε ό,τι αφορά την ομοσπονδία και τα θέματα της αποφασίζει αποκλειστικά μόνος του για τα περισσότερα. Για τη δε Εθνική, αποφασίζει μόνος του για τα πάντα.
Οι σχέσεις του με τον Παναγιώτη Γιαννάκη έχουν ψυχρανθεί από τότε που ο “Δράκος” βρέθηκε στον πάγκο του Ολυμπιακού.
Παράλληλα ο Βασιλακόπουλος έχει μείνει χωρίς συμμάχους εκτός των ελληνικών συνόρων. Ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε η Εθνική στο παγκόσμιο και εντέλει η δημόσια, ουσιαστικά, επιστολή διαμαρτυρίας προς τη FIBA το αποδεικνύουν χωρίς συζήτηση.
Η απουσία επιρροής προς τη FIBA πρέπει να αποτελέσει ένα τεράστιο θέμα προβληματισμού για την ομοσπονδία, η οποία την ίδια στιγμή που βλέπει την απουσία σεβασμού, διοργανώνει σταθερά πάρα πολλά τουρνουά μικρών εθνικών ομάδων της FIBA.
Παράλληλα η παραγωγή παικτών οδεύει από το κακό στο χειρότερο με την ομοσπονδία επίσης να έχει διακοσμητικό ρόλο και αρκετά ερωτηματικά να συνοδεύουν τη στελέχωση των μικρών εθνικών ομάδων.
Να σημειωθεί, ωστόσο, ότι ο Βασιλακόπουλος είναι εκλεγμένος πρόεδρος, είναι γεννημένος πολιτικός και ακόμα δεν έχει υπάρξει η προσωπικότητα που θα τον αμφισβητήσει στην ομοσπονδία. Και μέχρι να βρεθεί κάποιο πρόσωπο κύρους που θα θέλει όντως να ασχοληθεί με την προεδρία της ομοσπονδίας μπάσκετ, εκ των πραγμάτων ο Βασιλακόπουλος θα παίζει χωρίς αντίπαλο.
Για αυτό το λόγο ο Γιώργος Βασιλακόπουλος είναι ο μόνος που μπορεί να βγάλει άμεσα από το αδιέξοδο τον… Γιώργο Βασιλακόπουλο και την ομοσπονδία.
Με την εθνική για μια δεκαετία χωρίς μετάλλιο, τη φθορά του ελληνικού μπάσκετ σε όλα τα επίπεδο να είναι ραγδαία και το λαχείο που ακούει στο όνομα “Γιάννης Αντετοκούνμπο” να κινδυνεύει να μην εξαργυρωθεί ποτέ, η ώρα για να ξεπεραστούν οι προσωπικοί εγωισμοί, να υπάρξουν τομές και να ληφθούν αποφάσεις έχει ήδη φτάσει.
Αλλιώς, ενώ οι Έλληνες επαγγελματίες του μπάσκετ θα συνεχίζουν εκτός συνόρων να εξαργυρώνουν την τεχνογνωσία τους και τις ικανότητες τους, εντός συνόρων το άθλημα θα συρρικνώνεται και ο πρώτος που θα συνεχίζει να πληρώνει το τίμημα θα είναι η εθνική ομάδα.
Photo credit: FIBA.Basketball