Του Ευθύμη Κιουμουρτζόγλου: Ομότιμου καθηγητή Φυσικής Αγωγής και πρώην Ομοσπονδιακού προπονητή
O βετεράνος κόουτς, “αργυρός” το 1989 με την Εθνική ομάδα στο Ευρωμπάσκετ του Ζάγκρεμπ, γράφει για το ρόλο των προπονητών στη σύγχρονη εποχή του μπάσκετ, περισσότερο εστιάζοντας στο ευρωπαϊκό χώρο παρά στο ΝΒΑ όπως γίνεται κατανοητό από τις απόψεις του.
Αυτές έρχονται να πάνε κόντρα στη γνώμη ενός άλλου προπονητή, ο οποίος υποστήριξε πως οι σημερινοί κόουτς έχουν ελάχιστη επίδραση στο παιχνίδι.
Ο Ευθύμης Κιουμουρτζόγλου γράφει:
“Μια παρέα προπονητών μπάσκετ, που έχουν αφυπηρετήσει αρκετά χρόνια τώρα, μαζεύεται σταθερά ανά μήνα σε ταβερνάκι και όπως γίνεται αντιληπτό είναι φυσικό η συζήτηση να περιστρέφεται περί τα τεκταινόμενα στο άθλημα. Είναι ο κοινός τόπος ενδιαφέροντος για όλους τους παρόντες. Ενίοτε παρεισφρέει και καμιά μικρό-ιατρική συζήτηση αλλά ευτυχώς περιορισμένη μέχρι στιγμής…
Στην παρέα συμμετέχουν σταθερά και δημοσιογράφοι, εν ενεργεία ακόμη. Αντιλαμβάνομαι ότι τους παρακινεί το ενδιαφέρον για να μάθουν από πρώτο χέρι συμβάντα του παρελθόντος και να ακούσουν απόψεις για το «σήμερα» ως απαύγασμα της εμπειρίας των πρώην προπονητών.
Στην πιο πρόσφατη από τις συναντήσεις, σχολιάστηκε στο τραπέζι μια άποψη που ακούστηκε σε εθνικής εμβέλειας τηλεοπτικό κανάλι από γνωστό προπονητή, με σχετική συμβολή κατά το παρελθόν στα ελληνικά καλαθοσφαιρικά δρώμενα. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του, η επίδραση του coach στο παιχνίδι έχει μειωθεί πολύ. «Κάποτε το coaching ήταν 25 με 30 τοις εκατό. Σήμερα παραπάνω από 5 έως 7 τοις εκατό δεν μπορείς να βρεις στην επίδραση του κόουτς στο παιχνίδι. Ναι, μειώθηκε πολύ αισθητά» ειπώθηκε επί λέξει.
Η άποψη του γράφοντα είναι εκ διαμέτρου αντίθετη σε αυτή την αποκαρδιωτική και μάλλον μη ορθή τοποθέτηση. Οφείλω να την καταθέσω «υπερασπιζόμενος» την προσπάθεια εκατοντάδων εν ενεργεία προπονητών και άλλων τόσων που φιλοδοξούν και ονειρεύονται να γίνουν προπονητές μπάσκετ.
Σε όλα τα ομαδικά αθλήματα η συμβολή του προπονητή είναι μεγάλη αλλά στο μπάσκετ ειδικότερα μέγιστη.
- Ο προπονητής αποφασίζει τη στρατηγική που θα ακολουθήσει στη σεζόν η ομάδα (θα παίξει με γρήγορες ή σετ επιθέσεις. Θα δώσει έμφαση στην άμυνα ή στην επίθεση κλπ.)
- Ο προπονητής αποφασίζει την τακτική που θα εφαρμοστεί σε κάθε αγώνα (σε πια plays θα δοθεί η έμφαση, θα «κτυπήσει» από την περιφέρεια ή από τη ρακέτα, θα παίξει μια άμυνα ή εναλλασσόμενες κλπ.)
- Ο προπονητής αποφασίζει ποιος θα είναι μέσα στο γήπεδο και γιατί, σε κάθε χρονική στιγμή του αγώνα. Έξτρα πλεονέκτημα του προπονητή στο μπάσκετ είναι ότι μπορεί να αντικαθιστά όσους θέλει και όποτε το θέλει, ανάλογα με τις συνθήκες που δημιουργούνται στη διάρκεια του αγώνα
- Άλλο πλεονέκτημα είναι η δυνατότητα των time outs που είναι αρκετά σε αριθμό, στη διάρκεια του αγώνα. Άρα άμεση επαφή, οδηγίες και προσαρμογές.
- Μπορούμε να προσθέσουμε στην ευκολία δυνατότητας παρέμβασης και το γεγονός ότι ο προπονητής κινείται πολύ κοντά στον αγωνιστικό χώρο, άρα μπορεί να έχει λεκτική επικοινωνία με τους αγωνιζόμενους ή να δίνει εντολές με σήματα που εύκολα μπορούν να τα δουν όλοι οι παίκτες
- Ας μη μας διαφεύγει ότι όντας μόνο πέντε παίκτες μέσα στο παρκέ εύκολα όλοι μπορούν να πληροφορηθούν τις εντολές ή να τις μεταφέρει ένας που θα του έχει ανατεθεί αυτή η υποχρέωση και να ενημερωθούν όλοι οι άλλοι. Επίσης, λόγω του μικρού αριθμού των αγωνιζομένων ο συντονισμός είναι πάρα πολύ εύκολος.
Όλα τα παραπάνω συνδέονται άμεσα με την ανάλυση από τον προπονητή, των ατομικών δεξιοτήτων των αθλητών του, τη δυνατότητα σύνθεσης αυτών σε ένα ομοιογενές σύνολο και τη διαδικασία εξάσκησης ώστε στο τέλος να γίνουν πράξη σε αγωνιστικές συνθήκες.
Κάνοντας το συνήγορο του διαβόλου, μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις που οι παίκτες σε κάποιες στιγμές δεν υπακούν στις εντολές. Ή ότι συμβαίνει αυτό που λένε όσοι περιγράφουν παιχνίδια, «στο τέλος ενός αγώνα, όταν η μπάλα είναι βαριά, μετράνε οι δεξιότητες των αστέρων της ομάδας και όχι τα συστήματα». Άλλη μια στρεβλή άποψη. Και στις δύο περιπτώσεις η ευθύνη είναι ακέραια του προπονητή. Θα έπρεπε να τα έχει διδάξει στην προπόνηση και να έχει εξασκηθεί η ομάδα του στην απόλυτη πειθαρχία/υπακοή των εντολών και των συστημάτων ανά πάσα στιγμή.
Θυμάμαι τον μέγιστο Ντιν Σμιθ, ο οποίος κατά τη διάρκεια της προπόνησης και σε κάθε άσκηση με άμυνα έδινε οδηγίες να καταγραφούν οι μη σωστές επιλογές από τους παίκτες, ανεξάρτητα αν πετύχαιναν ή όχι καλάθι. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν αν η επιλογή για ενέργεια ήταν η σωστή, όχι τι αποτέλεσμα είχε. Στο τέλος της προπόνησης όσοι είχαν λανθασμένες επιλογές έκαναν επιπλέον ασκήσεις προς βελτίωσή τους.
Αν προσπαθούσαμε να δώσουμε μια ευρεία και επιεικέστερη ερμηνεία της άποψης ότι ο coach έχει σήμερα 5-7% επίδραση στο παιχνίδι εννοώντας τη γενική εξέλιξη του μπάσκετ πάλι θα βρίσκαμε πολλές διαφοροποιήσεις που εισάγονται κάθε χρόνο στο άθλημα από τους προπονητές ώστε να απορριφθεί και αυτή η προσέγγιση. Μια απλή, πλην όμως, προσεκτική παρατήρηση της λειτουργίας των ομάδων το αποδεικνύει”.