Ηταν ένας από τους πληρέστερους καλλιτέχνες της εποχής μας – Αντισυμβατικός, με μοναδικό ταλέντο στον αυτοσχεδιασμό – Είχε συνεργαστεί με το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν
Μία εμβληματική μορφή της λογοτεχνίας και του θεάτρου έφυγε σήμερα από τη ζωή. Ο σκηνοθέτης, ηθοποιός και λογοτέχνης Ντάριο Φο, βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1997 για το σύνολο του έργου του, πέθανε από πνευμονία σε ηλικία 90 ετών. Τραγική ειρωνεία ότι σήμερα, είναι η μέρα που ανακοινώνεται το Νόμπελ Λογοτεχνίας…
Η Ιταλία αλλά και ο καλλιτεχνικός κόσμος είναι βυθισμένοι στο πένθος. Ο Ντάριο Φο τις τελευταίες δύο εβδομάδες είχε εισαχθεί στο νοσοκομείο Σάκο του Μιλάνου, λόγω σοβαρών πνευμονικών προβλημάτων.
Πρόκειται, όπως γράφει ο ιταλικός τύπος, για έναν από τους πληρέστερους καλλιτέχνες της εποχής μας, ο οποίος είχε ασχοληθεί με επιτυχία και με την λογοτεχνία και την σκηνογραφία, ενώ ήταν και θιασάρχης.
Σε όλη του σχεδόν την καλλιτεχνική σταδιοδρομία, είχε στο πλευρό του τη σύζυγό του και ηθοποιό Φράνκα Ράμε.
Αντισυμβατικός, με μοναδικό ταλέντο στον αυτοσχεδιασμό, ο Ντάριο Φο είχε αναπτύξει και εντονότατη πολιτική δράση: στην δεκαετία του ’70 είχε στηρίξει, μεταξύ, των άλλων, τον αγώνα των ελλήνων αντιστασιακών κατά της χούντας των συνταγματαρχών. Το 1969 είχε υπερασπισθεί τον Ιταλό αναρχικό Tζουσέπε Πινέλλι, ο οποίος είχε κατηγορηθεί αδίκως για θανατηφόρα βομβιστική έκρηξη στο Μιλάνο. Ο Πινέλι έπεσε από παράθυρο της αστυνομικής διεύθυνσης του Μιλάνου κατά την διάρκεια της ανάκρισής του και μεγάλο μέρος της ιταλικής κοινής γνώμης, αλλά και τον διανοουμένων , υποστήριξε με έμφαση ότι ο θάνατός του δεν οφειλόταν σε αυτοκτονία. Ο Φο, για την όλη αυτή ιστορία αποφάσισε να γράψει το έργο- καταγγελία «ο Τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού». Tην τελευταία περίοδο της ζωής του, ο Ιταλός σκηνοθέτης, συγγραφέας και ηθοποιός είχε αποφασίσει να στηρίξει το Κίνημα Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλλο.
Στις αμέτρητες συνεργασίες του Ντάριο Φο, πρέπει να θυμίσουμε και εκείνη με το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, που πρώτο ανέβασε στην Ελλάδα το έργο «Ισαβέλα τρεις καραβέλλες και ένας παραμυθάς», την περίοδο 1974-1975. Λόγω της αυτόνομης, ελεύθερης και ασυμβίβαστης σκέψης του, ο Ιταλός νομπελίστας είχε αναγκαστεί να διακόψει, για σειρά ετών, και την συνεργασία του και με την δημόσια τηλεόραση Rai.
Aμέσως μετά την ανακοίνωση της είδησης του θανάτου του, ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρένσι θέλησε να τονίσει σε δήλωσή του: «Με τον Ντάριο Φο η Ιταλία χάνει έναν από τους μεγάλους πρωταγωνιστές του θεάτρου, του πολιτισμού, της κοινωνικής ζωής της. Η σάτιρά του, η έρευνα και η διαρκής εργασία του επί σκηνής, η πολύπλευρη καλλιτεχνική του δραστηριότητα αποτελούν την μεγάλη παρακαταθήκη ενός μεγάλου Ιταλού, προς όλο τον κόσμο».
Το βιογραφικό του
Ο Φο γεννήθηκε στο Λεγκιούνο-Σαντζιάνο, στην επαρχία του Βαρέζε, κοντά στην ανατολική πλευρά της Λάγκο Ματζιόρε. Ο πατέρας του Φελίτσε ήταν διευθυντής των ιταλικών σιδηροδρόμων και η οικογένεια άλλαζε συχνά κατοικία λόγω των μεταθέσεων του. Ο Φελίτσε ήταν επίσης ερασιτέχνης ηθοποιός και σοσιαλιστής. Ο Ντάριο έμαθε την τέχνη της διήγησης απ’ την γιαγιά του και από Λομβαρδούς ψαράδες και φυσητές γυαλιού.
Το 1940, μετακόμισε στο Μιλάνο για να σπουδάσει αρχιτεκτονική στη Brera Art Academy, αλλά ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τού χάλασε τα σχέδια. Η οικογένειά του πήρε μέρος στην αντιφασιστικό αγώνα και λέγεται πως βοηθούσε τον πατέρα του να φυγαδεύει πρόσφυγες και στρατιώτες των Συμμάχων στην Ελβετία. Κοντά στο τέλος του πολέμου, ο Φο στρατολογήθηκε στο στρατό της Δημοκρατίας του Σαλό, αλλά δραπέτευσε και κατάφερε να κρυφτεί για το υπόλοιπο του πολέμου.
Μετά τον πόλεμο, συνέχισε τις σπουδές αρχιτεκτονικής στο Μιλάνο. Εκεί αναμείχθηκε με τα λεγόμενα μικρά θέατρα {teatri piccoli), στα οποία άρχισε να παρουσιάζει τους αυτοσχέδιους μονολόγους του. Το 1950 άρχισε να εργάζεται στο θέατρο του Φράνκο Παρέντι, και σταδιακά εγκατέλειψε την εργασία του ως βοηθός αρχιτέκτονα.
Το 1951 ο Φο συναντάει τη Φράνκα Ράμε, γόνο θεατρικής οικογένειας, όταν δούλευαν μαζί στην παραγωγή της επιθεώρησης Εφτά ημέρες στο Μιλάνο. Μετά από λίγο καιρό, αρραβωνιάστηκαν. Τον ίδιο χρόνο προσκλήθηκε να παρουσιάσει τη ραδιοφωνική εκπομπή Κοκορίκο στη RAI, το εθνικό ραδιόφωνο της Ιταλίας. Έκανε 18 σατιρικούς μονολόγους όπου μετέτρεπε βιβλικές ιστορίες σε πολιτική σάτιρα. Οι αρχές, σκανδαλισμένες, ακύρωσαν την εκπομπή.
Το 1953 γράφει και σκηνοθετεί το σατιρικό έργο Δάχτυλο στο μάτι (Il dito nell’occhio). Μετά από αρχική επιτυχία, η κυβέρνηση και η εκκλησία αντιδρούν και εν συνεχεία η θεατρική ομάδα με δυσκολία έβρισκε θέατρο όπου μπορούσε να παίξει. Παρ’ όλα αυτά, το έργο έτυχε θερμής υποδοχής απ’ το κοινό.
Η Φράνκα Ράμε και ο Ντάριο Φο παντρεύτηκαν στις 24 Ιουνίου 1954. Ο Φο δούλευε στο Μικρό Θέατρο (Piccolo Teatro) στο Μιλάνο και παρόλο που η σάτιρά του υπέφερε όλο και πιο πολύ απ’ τη λογοκρισία, συνέχιζε να παραμένει δημοφιλής.
Το 1955 ο Φο και η Ράμε δούλεψαν σε κινηματογραφικές παραγωγές στη Ρώμη. Ο Φο έγινε σεναριογράφος και δούλεψε σε πολλές παραγωγές, συμπεριλαμβανομένων και μερικών του Ντίνο ντε Λαουρέντις. Ο γιος τους Τζάκοπο, γεννήθηκε στις 31 Μαρτίου του ίδιου έτους. Η Ράμε δούλευε στο Τέατρο Στάμπιλε στο Μπολτσάνο. Το 1956 ο Φο κι η Ράμε έπαιξαν μαζί στην ταινία του Κάρλο Λιτσάνι, Ο περίεργος (Lo svitato). Κι άλλες ταινίες ακολούθησαν.
Το 1959 γυρίζουν στο Μιλάνο και ιδρύουν τη θεατρική ομάδα Ντάριο Φο—Φράνκα Ράμε. Ο Φο έγραφε σενάρια, έπαιζε, σκηνοθετούσε, και σχεδίαζε τα κουστούμια και τα σκηνικά. Η Ράμε ανάλαβε τις διοικητικές δουλειές. Η ομάδα έκανε πρεμιέρα στο Μικρό Θέατρο και μετά άρχισε, για πρώτη φορά, τις ετήσιες τουρνέ της σ’ ολόκληρη την Ιταλία.
Το 1960 κερδίζουν την εθνική αναγνώριση με το Οι Αρχάγγελοι δεν Παίζουν Φλίπερ στο θέατρο Οντεόν του Μιλάνο. Κι άλλες επιτυχίες ακολουθούν. Το 1961 τα θεατρικά έργα του αρχίζουν να παίζονται σε Σουηδία και Πολωνία.
Το 1962 γράφει και σκηνοθετεί την εκπομπή Καντσονίσιμα στη RAI. Ο Φο χρησιμοποιεί το σόου για να περιγράψει τη ζωή των απλών ανθρώπων και γρήγορα γίνεται επιτυχία. Ένα επεισόδιο για ένα δημοσιογράφο που σκοτώθηκε απ’ τη Μαφία ενόχλησε τους πολιτικούς που είχε ως συνέπεια ο Φο και η Ράμε να λάβουν απειλές κατά της ζωής τους και να μπουν κάτω από αστυνομική προστασία. Φεύγουν απ’ την εκπομπή όταν η RAI αρχίζει να λογοκρίνει το πρόγραμμα. Η ιταλική ένωση ηθοποιών καλεί τα μέλη της να αρνηθούν να τους αντικαταστήσουν. Απαγορεύεται η εμφάνισή τους στη RAI για τα επόμενα 15 χρόνια. Συνεχίζουν να παίζουν στο Οντεόν.
Το 1962 το έργο τους για τον Χριστόφορο Κολόμβο ενοχλεί ακροδεξιές ομάδες και προκαλεί βίαιες επιθέσεις. Το ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα τούς προμηθεύει σωματοφύλακες.
Το La Signora e da buttare (1967) είχε σχόλια για τον πόλεμο του Βιετνάμ, τον Λη Χάρβεϊ Όσβαλντ και τη δολοφονία του Κένεντι. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ το θεώρησε ασέβεια προς τον πρόεδρο Τζόνσον, και ο Φο δεν μπορούσε να βγάλει αμερικανική βίζα για πολλά χρόνια μετά.
Ο Φο έγινε διεθνώς διάσημος όταν το έργο του Οι Αρχάγγελοι δεν Παίζουν Φλίπερ παίχτηκε στο Ζάγκρεμπ (τότε στη Γιουγκοσλαβία).
Το 1968 ο Φο και η Ράμε ιδρύουν την θεατρική κολλεκτίβα Νέα Σκηνή (Associazione Nuova Scena) με κινούμενες σκηνές θεάτρου. Στο Μιλάνο μετέτρεψαν ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο σε θέατρο. . Απευθύνθηκαν στο ΚΚΙ για βοήθεια και πρόσβαση σε δημοτικά κέντρα και εργατικές ενώσεις. Τον Οκτώβριο του 1968 έκαναν περιοδεία με το τελευταίο έργο του Φο Grande pantomime con bandiere e pupazzi piccolo I medi ( Μεγάλη Παντομίμα με Σημαίες και Μικρές και Μεσαίες Μαριονέτες), αρχίζοντας από την Τσεζένα. Το έργο, που διαθέτει μάσκες αντί για χαρακτήρες – που αντιπροσωπεύουν το Κεφάλαιο, τη Βιομηχανική Συνομοσπονδία, τη Μεγαλοοικονομία, την Εκκλησία, το Λαό, Επαναστάτες και Αγρότες – ανάμεσά τους μια γιγαντιαία μαριονέτα, που αντιπροσωπεύει το φασισμό, που γεννά τους εκπροσώπους της Εκκλησίας, της μοναρχίας του Στρατού και της Βιομηχανίας.
Ο Ντάριο Φο αφαίρεσε τα δικαιώματα που απαιτούνταν για να παιχτούν τα έργα του στην Τσεχοσλοβακία μετά την συντριβή της Άνοιξης της Πράγας από δυνάμεις της συνθήκης της Βαρσοβίας σαν διαμαρτυρία, και αρνήθηκε να δεχτεί τη λογοκρισία που απαιτούσαν οι Σοβιετικοί λογοκριτές. Οι παραγωγές έργων του στο Ανατολικό μπλοκ σταμάτησαν.
Το 1969 παρουσίασε για πρώτη φορά το Μίστερο Μπούφο, ένα θεατρικό έργο μονολόγων βασισμένο στη μείξη μεσαιωνικών έργων και τοπικών προβλημάτων. Είχε επιτυχία και έκανε 5.000 παραστάσεις ακόμα και σε γήπεδα. Ο Μίστερο Μπούφο επηρέασε πολλούς νέους ηθοποιούς και συγγραφείς: μπορεί να θεωρηθεί σαν η ιδρυτική στιγμή αυτού που οι Ιταλοί αποκαλούν αφηγηματικό θέατρο teatro di narrazione, ένα είδος θεάτρου στο οποίο δεν υπάρχουν ηθοποιοί που παίζουν ένα δραματικό ρόλο, ένα θέατρο παρόμοιο με το λαϊκό παραμύθι. Οι πιο διάσημοι Ιταλοί παραμυθάδες είναι οι Μάρκο Παολίνι, Λάουρα Κουρίνο, Ασάνιο Σελεστίνι, Ντάβιντε Ένια και Αντρέα Κοζεντίνο.
Το 1970 ο Φο και η Ράμε άφησαν τη Νέα Σκηνή λόγω πολιτικών διαφορών. Ξεκίνησαν την τρίτη τους θεατρική ομάδα, Collettivo Teatrale La Comune.
Παρήγαγαν έργα (βασισμένα στον αυτοσχεδιασμό) για τα σύγχρονα προβλήματα με πολλές αναθεωρήσεις. Ο Τυχαίος Θάνατος ενός Αναρχικού (1970) ασκούσε κριτική στην κατάχρηση εξουσίας του συστήματος δικαιοσύνης. Ο Φο το έγραψε μετά από μια τρομοκρατική επίθεση από ακροδεξιούς στην Εθνική Αγροτική Τράπεζα (Banca Nazionale dell’Agricoltura) στο Μιλάνο. Το Φενταγίν (1971 ήταν ένα θεατρικό έργο για την ασταθή κατάσταση στα παλαιστινιακά εδάφη και οι ηθοποιοί αποτελούνταν από πραγματικά στελέχη της PLO. Από το 1971 ως το 1985, η θεατρική ομάδα δώρισε μέρος των εισπράξεών της για την υποστήριξη απεργιών του ιταλικών συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Το 1973 η ομάδα μετακομίζει στο Σινεμά Ροσίνι στο Μιλάνο. Όταν ο Φο άσκησε κριτική στην αστυνομία σε ένα από τα έργα του, ακολούθησαν αστυνομικές επιδρομές και η λογοκρισία αυξήθηκε. Στις 8 Μαρτίου, μια νεοφασιστική ομάδα απήγαγε τη Φράνκα Ράμε, βασανίζοντάς την και βιάζοντας την. Η Ράμε επέστρεψε στη σκηνή μετά από δύο μήνες με νέους αντιφασιστικούς μονολόγους.
Αργότερα τον ίδιο χρόνο, η ομάδα κατέλαβε ένα εγκαταλελειμμένο εμπορικό κτίριο στο κέντρο του Μιλάνο και το ονόμασε Παλατάκι Liberty (Ελευθερία) (Palazzina Liberty). Άνοιξαν το Σεπτέμβρη με το Λαϊκός Πόλεμος στη Χιλή (Guerra di popolo in Cile), ένα έργο για μια εξέγερση ενάντια στην χιλιανή στρατοκρατική κυβέρνηση. Γράφτηκε μετά το θάνατο του Σαλβαδόρ Αγιέντε. Ο Φο συνελήφθη όταν προσπάθησε να αποτρέψει την αστυνομία να σταματήσει την παράσταση. Το έργο του Δεν πληρώνω! Δεν πληρώνω! 1974 ήταν μια φάρσα για το κίνημα αυτοδιαχείρισης όπου γυναίκες (και άντρες) έπαιρναν ότι ήθελαν από την αγορά, πληρώνοντας μόνο ότι μπορούσαν. Το 1975 έγραψε το Φανφάνι ράπιτο (Fanfani rapito) προς υποστήριξη ενός δημοψηφίσματος υπέρ της νομιμοποίησης της έκτρωσης. Τον ίδιο χρόνο αυτός και η Ράμε επισκέφτηκαν την Κίνα. Το 1975 ο Φο προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ για πρώτη φορά.
Το 1976 ο νέος διευθυντής της RAI προσκαλεί το Φο να κάνει ένα καινούριο πρόγραμμα, Το Θέατρο του Ντάριο (Il Teatro di Dario). Εντούτοις, όταν η δεύτερη έκδοση του Μίστερο Μπούφο παρουσιάζεται στην τηλεόραση το 1977, το Βατικανό το θεωρεί “βλάσφημο” και οι Ιταλοί ακροδεξιοί άρχισαν να γκρινιάζουν ξανά. Παρ’ όλα αυτά, η Φράνκα Ράμε, έλαβε το βραβείο IDI σαν η καλύτερη τηλεοπτική ηθοποιός.
Το 1978 ο Φο κάνει την τρίτη έκδοση του Μίστερο Μπούφο. Ξαναγράφει και σκηνοθετεί το Η Ιστορία ενός Στρατιώτη (La storia di un soldato), βασισμένο σε μια όπερα του Στραβίνσκι. Αργότερα διασκευάζει, επίσης, όπερες του Ροσίνι. Γράφει κι ένα έργο για το θάνατο του Άλντο Μόρο, το οποίο ποτέ δεν παίχτηκε δημόσια.
Οι δεκαετίες ’80 και ’90 και το βραβείο Νόμπελ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το 1980 ο Φο και η οικογένεια του βρίσκουν ένα νέο καταφύγιο, το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Αλκατράζ (Libera Universita di Alcatraz), στους λόφους κοντά στο Γκούμπιο και την Περούτζια. Αγόρασαν την κοιλάδα κομμάτι-κομμάτι. Το “καταφύγιο”, επί του παρόντος, το διαχειρίζεται ο Τζάκοπο Φο.
Το 1981 το America Repertory Theater του Κέιμπριτζ προσκάλεσε τον Φο να πάρει μέρος στο Φεστιβάλ Ιταλικού Θεάτρου στη Νέα Υόρκη. Το υπουργείο εξωτερικών των ΗΠΑ αρχικά αρνήθηκε να του παραχωρήσει βίζα αλλά αργότερα, το 1984, συμφώνησε να του δώσει μία για 6 μέρες μετά από διαμαρτυρίες Αμερικανών συγγραφέων. Το 1985 τους παραχωρήθηκε ακόμη μία και έπαιξαν στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, στο θέατρο του πανεπιστημίου του Νιού Χέιβεν, στο Κέντρο του Κένεντι στην Ουάσινγκτον, στο Θέατρο των Εθνών στη Βαλτιμόρη και στο θέατρο Τζόυς της Νέας Υόρκης.
Το 1989 έγραψε Γράμμα απ’ την Κίνα (Lettera dalla Cina) σε διαμαρτυρία για τη σφαγή στην πλατεία Τιενανμέν. Τον ίδιο χρόνο ήταν ο πρώτος Ιταλός που σκηνοθέτησε στην Κομεντί Φρανσέζ (Comedie Francaise).
Το 1981 πήρε το βραβείο Σόννινγκ απ’ το πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, το 1985 το βραβείο Premio Eduardo, το 1986 το βραβείο Όμπι στην Νέα Υόρκη και το 1987 το βραβείο Agro Dolce. Στις 9 Οκτωβρίου του 1997 τού απενεμήθη το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας.
Στις 17 Ιουλίου του 1995, ο Φο έπαθε ένα εγκεφαλικό επεισόδιο και έχασε σχεδόν όλη την όρασή του. Η Ράμε τον αντικατέστησε στις παραγωγές για ένα διάστημα. Ο Φο ανένηψε σε ένα χρόνο.
Στα έργα του έχει ασκήσει κριτική, μεταξύ των άλλων, στην πολιτική της Καθολικής εκκλησίας για τις αμβλώσεις, τις πολιτικές δολοφονίες, το οργανωμένο έγκλημα, την πολιτική διαφθορά και το Μεσανατολικό. Τα έργα του συχνά βασίζονται στον αυτοσχεδιασμό, στο ύφος της commedia dell’arte. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 30 γλώσσες.
Το 2006, ο Φο έκανε μια αποτυχημένη προσπάθεια να εκλεγεί δήμαρχος του Μιλάνο, την πιο σημαντική, οικονομικά πόλη της Ιταλίας. Ο Φο, που πήρε πάνω απ’ το 20% των ψήφων, υποστηριζόταν από την Κομμουνιστική Επανίδρυση.
Πηγή: Protothema.gr