Η αγάπη του Κοέν με το ελληνικό νησί δεν εξαντλήθηκε στο σπίτι που αγόρασε το 1960, αλλά διαπέρασε ολάκερο το έργο του και τη ζωή του
Είναι δύσκολο να φανταστείς τον Λέοναρντ Κοέν, που με τον θάνατό του σήμερα βύθισε όλο τον πλανήτη στη θλίψη, χωρίς την Υδρα ή τουλάχιστον χωρίς αυτό το σπίτι που ενέπνευσε τις πιο δημιουργικές και ανυπότακτες στιγμές του. Ακόμη κι αν έχουν παρέλθει προ πολλού εκείνα τα καλοκαίρια της έξαψης που έζησε όταν πρωτοέφτασε στην Υδρα, οι πυρακτωμένες στιγμές γεμάτες έρωτα, έμπνευση αλλά και θλίψη, το σπίτι του Κοέν στα υψώματα της Χώρας παραμένει ένα σύμβολο.
Δίνει το στίγμα της απομόνωσης που πάντοτε επεδίωκε στην καριέρα του, καθώς και μιας εκλεπτυσμένης αισθητικής, πιο μποέμ και σίγουρα απόμακρης που μόνο ποιητές όπως εκείνος ξέρουν να φτιάχνουν.
Κάθε φορά που επέστρεφε στο νησί και στο αγαπημένο του σπίτι ένιωθε ότι μόνο εδώ οι νύχτες είναι σπαρμένες μάγια, γεμάτες δώρα, όπως οι οινοποσίες στην αυλή και οι πυγολαμπίδες που φωτίζουν τα σκοτάδια – δώρα ανεκτίμητα και απαράμιλλα από τότε που πρωτοέφτασε στο νησί το 1960.
Οχι ότι η Υδρα δεν είχε ήδη αποκτήσει ξεχωριστή φήμη χάρη στις ταινίες όπως «Το παιδί και το δελφίνι», δεν είχε δει τόσους διάσημους όπως η Μελίνα και ο Ντασσέν να κάνουν ομαδική απόβαση στο γραφικό της λιμάνι.
Δεν ήταν όμως αυτό που δελέασε τον Κοέν. Εκείνος είχε πάρει την απόφαση να σαλπάρει για το όμορφο νησί του Αργοσαρωνικού μία σχεδόν βδομάδα μετά τα γενέθλιά του, στις 27 Σεπτεμβρίου του 1960, προκειμένου να αγοράσει ένα πετρόχτιστο παραδοσιακό σπίτι αντί 1.500 δολαρίων και να απομονωθεί σε ένα μέρος που δεν είχε ακόμη αλωθεί από τον δυτικό πολιτισμό.
Το πρώτο σπίτι που θα αγόραζε τότε δεν είχε τίποτα που να μοιάζει με στοιχειώδη άνεση και δεν είχε καθόλου να κάνει με την αίσθηση ιδιοκτησίας, που ποτέ άλλωστε δεν χαρακτήρισε τον εβραϊκής καταγωγής περιπλανώμενο καλλιτέχνη. Δεν είχε ηλεκτρικό, φωτιζόταν με κηροζίνη και αντί για σύστημα ύδρευσης είχε απλώς μια δεξαμενή όπου συνέλεγαν το βρόχινο νερό. Οσο για τη ζωή της Υδρας, μετά βίας έβρισκες τέσσερα καφενεία σε ολόκληρο το νησί, αλλά τον Κοέν δεν τον ένοιαζε – αυτό ήταν ακριβώς που επιζητούσε. Του αρκούσε η πανέμορφη υποβλητική απομόνωση του νησιού, το ατελείωτο ταμπλό βιβάν που απλωνόταν αμφιθεατρικά και με ανηφορική κλίση θυμίζοντας το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου.
Μια αίσθηση απλότητας που έκανε τον Χένρι Μίλερ να εξυμνήσει, παράλληλα με τον Κοέν, την άγρια και απογυμνωμένη τελειότητα της Υδρας. Εδώ, αρκετά χρόνια προτού αποφασίσει, για λόγους επιβίωσης, να αφοσιωθεί στον στίχο και στο τραγούδι, μπορούσε ακόμη να ονειρεύεται ότι θα κατακτήσει τον κόσμο ως συγγραφέας. Σκεφτόταν μάλιστα να μείνει μόνιμα με δύο ταξίδια τον χρόνο στον Καναδά και να ζει με τα αναγκαία. Οπως έλεγε τότε, «1.000 δολάρια τον χρόνο είναι αρκετά για να ζήσει κανείς στην Υδρα». Θα αφοσιωνόταν στο διάβασμα, στο γράψιμο και στην επιδιόρθωση του σπιτιού, καθώς το τριώροφο παλιό οίκημα με τα πέντε δωμάτια χρειαζόταν πολλή δουλειά για να θεωρηθεί αρκούντως κατοικήσιμο.
Ο ίδιος όμως σε γράμμα που έστελνε στη μητέρα του την εποχή εκείνη δήλωνε κατενθουσιασμένος με το νέο του απόκτημα παρά τις ελλείψεις: «Το σπίτι έχει μια τεράστια ταράτσα και θέα σε ένα εντυπωσιακό βουνό και σε φωτεινά, λευκά σπίτια. Τα δωμάτια είναι επίσης τεράστια και δροσερά με μεγάλα παράθυρα και πολύ χοντρούς τοίχους. Νομίζω ότι είναι πάνω από 200 ετών και υποθέτω πως πολλές γενιές ναυτικών έχουν ζήσει σε αυτό. Θα κάνω λίγη δουλειά κάθε χρόνο και σε μερικά χρόνια θα έχει γίνει βίλα… Μένω σε έναν λόφο και η ζωή εδώ μοιάζει να κυλά ακριβώς με τον ίδιο τρόπο τα τελευταία εκατό χρόνια. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας ακούς πλανόδιους πωλητές που φωνάζουν, κάτι που μπορώ να πω ότι είναι πολύ μουσικό. Ξυπνώ στις 7 το πρωί και συνήθως δουλεύω ως τις 12 το μεσημέρι. Νωρίς το πρωί είναι πιο δροσερά και μάλλον καλύτερα, αλλά ούτως ή άλλως λατρεύω τη ζέστη, ειδικά όταν η θάλασσα του Αιγαίου απέχει μόλις δέκα λεπτά από την πόρτα μου».
Το κτίσμα αυτό, ακόμη και σήμερα, είναι μαγικό χάρη στην τοποθεσία του και μόνο: βρίσκεται σε ένα από τα ψηλότερα σημεία της Χώρας και έχει εντυπωσιακή θέα στο λιμάνι. Το επιβλητικό εξωτερικό πέτρινο τοίχωμά του καλύπτει ένα εξίσου πανέμορφο εσωτερικό με ενιαία σαλοτραπεζαρία, εσωτερικό κήπο και μια καλαμοσκεπή που μπορεί να κρύβει τους εκλεκτούς καλεσμένους του από τα αδιάκριτα βλέμματα – που σήμερα περιλαμβάνουν τα δυο του παιδιά Ανταμ και Λόρκα, τα εγγόνια του και κάποιους στενούς φίλους. Η διακόσμηση συνάδει ως προς τη λιτότητά της με τη νησιώτικη αισθητική, καθώς είναι περιορισμένη σε ελάχιστα αντικείμενα, χτιστά κατάλευκα έπιπλα και παραδοσιακά υδραίικα αντικείμενα.
Ενας καλλιτέχνης όπως ο Κοέν δεν θα μπορούσε να μη δείξει σεβασμό στον χώρο διατηρώντας την εστία στην κουζίνα και κρεμώντας γύρω από αυτήν, όπως συνηθίζουν να κάνουν στα νησιά, διάφορα σκεύη. Η διαρρύθμιση δεν έχει αλλάξει και πολύ, όπως κατ’ ουσίαν δεν άλλαξαν η προσωπικότητα και ο χαρακτήρας του Κοέν – Λεονάρδο τον αποκαλούσαν οι ντόπιοι.
Παρέμεινε εξωφρενικά ονειροπόλος, νοσταλγός της αρχέγονης κατάστασης του σύμπαντος και ορκισμένος ποιητής, ενθουσιώδης οπαδός κάθε αρχής εσωτερικότητας, εξ ου και η αφοσίωσή του σε διάφορες θρησκείες (έχει μάλιστα χειροτονηθεί και μοναχός). Αυτή η μόνιμη τάση του να αποφεύγει τα εγκόσμια ήταν που τον οδήγησε στο απομονωμένο περιβάλλον της Υδρας και αυτή ήταν που του στοίχισε ολόκληρη σχεδόν την περιουσία του, την οποία καταχράστηκε η επί χρόνια μάνατζέρ του και προσωπική του φίλη Κέλι Λιντς, εκμεταλλευόμενη την ανάγκη του για μόνιμη απομόνωση. Σε ένδειξη μεγαθυμίας, μάλιστα, ο Κοέν αρνήθηκε να ζητήσει τη φυλάκισή της, αλλά μονάχα τη δήλωση μεταμέλειάς της.
Το σπίτι αυτό, όπως και ολόκληρο το νησί, δεν υπήρξαν απλώς χώροι απομόνωσης, αλλά τόποι αέναων ερώτων και βαθιάς περισυλλογής. Εδώ ο Κοέν έζησε τους μεγαλύτερους έρωτες της ζωής του, εδώ επέστρεφε κάθε φορά που η ζωή έπαιρνε την κατηφόρα και εδώ έγραψε τους πιο όμορφους στίχους του και τα πιο διάσημα βιβλία του. Στην αυλή της Υδρας γράφτηκαν οι «Υπέροχοι Απόκληροι» (κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κέδρος), ένα μοντερνιστικό, παραληρηματικό αριστούργημα, ενδεικτικό της υψηλής ποιητικής φύσης του συγγραφέα του. Το μυθιστόρημα γράφτηκε υπό την επίδραση αμφεταμινών και κάτω από τον καυτό ήλιο της Υδρας, όπως έχει δηλώσει ο ίδιος. Οι εξομολογήσεις του είναι οιονεί αυτοβιογραφικές και απόλυτα ενδεικτικές της ιδιοσυγκρασίας και του έργου του, απόλυτα αφοσιωμένου στον πόνο και στη θλίψη.
Γράφει χαρακτηριστικά: «Το πιο αρχέγονο στοιχείο στην ιδιοσυστασία ενός άντρα είναι συνήθως αυτό που βαρύνεται με τη μεγαλύτερη απελπισία. Ετσι νέα συστήματα επιβάλλονται διαρκώς στον κόσμο από άντρες που απλώς δεν μπορούν να αντέξουν τον πόνο τού να ζεις με αυτό που είναι. Οι δημιουργοί δεν νοιάζονται για τα συστήματά τους, αρκεί να είναι μοναδικά».
Γνωρίζοντας καλά τη μοναδικότητα που είχε το δικό του δημιουργικό σύστημα, ο Κοέν αποφάσισε να εγκαταλείψει την Υδρα με το που ενέσκηψε στην Ελλάδα η χούντα και δεν δίστασε να μεταβεί στην Αμερική για να κάνει το πιο εντυπωσιακό ντεμπούτο που έχει γίνει ποτέ στη δισκογραφία με το «Songs of Leonard Cohen». Παρότι οι καιροί ήταν άγουροι για να εκτιμηθούν τέτοια αλλόκοτα διαμάντια, σε αυτό τον δίσκο περιλαμβάνονται αριστουργήματα όπως τα «The Stranger Song», «Suzanne», «Sisters of Mercy», «Hey, That’s No Way to Say Goodbye» και φυσικά το διάσημο «So Long, Marianne», ένα τραγούδι αφιερωμένο στον μεγάλο έρωτα της ζωής του που γνώρισε στην Υδρα και τον κράτησε στο νησί για παραπάνω από έξι χρόνια.
Ηταν λίγο καιρό αφότου είχε καταφθάσει στη Χώρα αγοράζοντας το ορμητήριό του, όταν γνώρισε τη Μαριάν Ιλεν, μοντέλο από τη Νορβηγία και ελεύθερο πνεύμα που βρισκόταν στο νησί με τον σύζυγό της, τον γνωστό συγγραφέα Αξελ Τζένσεν. Ηταν, επίσης, τότε που είχε διαμορφωθεί μια κοινότητα καλλιτεχνών και διανοούμενων που δεν μπορούσαν να αποχωριστούν την Υδρα και με τους οποίους ο Κοέν πολύ σύντομα βρέθηκε να κάνει στενή παρέα: τους Αυστραλούς συγγραφείς Τζορτζ Τζόνσον και Τσάρμιαν Κλιφτ, τον Αγγλο ζωγράφο Αντονι Κίνγκσμιλ, αλλά και τον κολλητό του μπιτ ποιητή Αλεν Γκίνσμπεργκ, τον οποίο φιλοξένησε για αρκετά βράδια στο νησί, αφότου τον είχε συναντήσει τυχαία στην Πλατεία Συντάγματος. Στέκι όλων αυτών ήταν το -τρόπος του λέγειν- μπαρ του «Κάτσικα», καθώς ανάμεσα «σε σακιά με αλεύρι, δοχεία με ελιές και κρεμμύδια σε πλεξούδες ανθούσε κάτι που έμοιαζε με καλλιτεχνική λέσχη».
Εκεί μαζεύονταν μετά τις μέρες εξαντλητικής και δημιουργικής δουλειάς όλοι αυτοί οι δημιουργοί για να ανταλλάξουν απόψεις, να διαβάσουν τα ποιήματά τους και να τραγουδήσουν. Στη βιογραφία του Κοέν ο «Κάτσικας» καταγράφεται ως το πρώτο μέρος όπου έδωσε ποτέ συναυλία ο διάσημος τροβαδούρος. Ορος διόλου τυχαίος, καθώς αυτό που χαρακτηρίζει ως σήμα κατατεθέν τη δουλειά του Κοέν δεν είναι ούτε η ροκ μουσική, ούτε η μπιτ παράδοση, αλλά η αλλόκοτη εμμονή που έχει ο ίδιος με τους περιπλανώμενους τροβαδούρους, τους μελαγχολικούς και ελευθεριακούς υμνητές του έρωτα και της καρδιάς. Και το πάθος του Κοέν είχε τότε ένα όνομα: Μαριάν. Το ειδύλλιο που άρχισε ως παράνομος δεσμός, καθώς ο Κοέν τη χώρισε από τον άντρα της και σχεδόν υιοθέτησε το παιδί της, έγινε μεγάλος έρωτας και αξεπέραστη εμμονή για τον νεαρό καλλιτέχνη που βρήκε στο πρόσωπο της Νορβηγίδας ερωμένης του την ιδανική μούσα. Για χάρη της συνέθετε τραγούδια, έγραφε, εμπνεόταν.
«Θυμάμαι ακόμα», έλεγε σε μία από τις πρόσφατες συνεντεύξεις του, «να είμαι σε ένα ξενοδοχείο του Πειραιά μαζί με τη Μαριάν, μόλις τα είχαμε πρωτοφτιάξει, έπρεπε να πάρουμε το πλοίο και είχαμε αργήσει. Σηκώθηκα, ήπια βιαστικά ένα φλιτζάνι καφέ και πήραμε μαζί ταξί για το λιμάνι. Ηταν από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές που έχω ζήσει στη ζωή μου – εκείνη ακριβώς η στιγμή στο πίσω κάθισμα του ταξί μαζί με τη Μαριάν, όπου άναψα ένα τσιγάρο, ένα ελληνικό τσιγάρο, και απολάμβανα αυτή τη βαθιά γεύση που είχε με τις πολλές, τότε, τούρκικες ποικιλίες καπνού και σκεφτόμουν ότι επιτέλους ενηλικιώθηκα.
Οτι επιτέλους έχω τη δική μου ζωή, είμαι με αυτή την πανέμορφη γυναίκα, έχουμε κάποια χρήματα στην τσέπη μας, θα πάμε πίσω στην Υδρα και έχουμε τον έρωτά μας. Αυτό το αίσθημα που ένιωσα εκείνη τη στιγμή στο ταξί είναι που προσπάθησα να ανασυστήσω ανεπιτυχώς άπειρες στιγμές στη ζωή μου. Το αίσθημα του να έχεις μεγαλώσει χωρίς τραύματα, του να βρίσκεσαι με έναν πανέμορφο άνθρωπο, να είσαι ευτυχισμένος μαζί του και όλος ο κόσμος και η ζωή να απλώνονται μπροστά σου».
Ισως μάλιστα αυτή να είναι και από τις ελάχιστες ευτυχισμένες στιγμές που έζησε ο Κοέν, ο οποίος δεν έπαψε ποτέ να φλερτάρει με την κατάθλιψη. Μοναδική παρηγοριά του, εκτός από την ποίηση, την οποία κατέκτησε σε πολύ μικρή ηλικία λατρεύοντας σχεδόν εμμονικά τον Λόρκα, ήταν πάντα ο έρωτας, τον οποίο έζησε σε κάθε έκφανσή του. Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια αφότου είχε χωρίσει με τη Μαριάν και είχε επιστρέψει στη Νέα Υόρκη, τότε που σύχναζε στον κύκλο του «Factory», του Αντι Γουόρχολ και του «Hotel Chelsea», όταν ερωτεύτηκε τη δεύτερη μεγάλη μούσα του, τη Σούζαν Ελροντ, και αποφάσισε να επιστρέψει στην Υδρα. Εκείνη ήταν 19 ετών όταν τη γνώρισε στο ασανσέρ του ξενοδοχείου «Chelsea» και μέσα σε λίγες μέρες είχαν βρεθεί στο νησί του Αργοσαρωνικού.
Στο σπίτι της Υδρας έζησαν στιγμές έρωτα και δημιουργίας, καθώς η Σούζαν ήταν η μοναδική γυναίκα που μπορούσε να ακολουθήσει τις άπειρες ώρες συγγραφικής απομόνωσης του Λέοναρντ. Αρχισε μάλιστα να γράφει και εκείνη βιβλία, άλλα σοβαρά και άλλα για πλάκα, όπως ένα πορνό a la maniere de Σαντ που του το διάβαζε δυνατά εκείνες τις ατελείωτες νύχτες. Στο σπίτι της Υδρας ακούστηκαν και οι πρώτες παιδικές τσιρίδες από τα παιδιά που απέκτησε ο Κοέν με τη Σούζαν: του Ανταμ το 1973 και της Λόρκα το 1974. Ο Κοέν διατήρησε άψογες σχέσεις με τα αγαπημένα του τέκνα παρά τον χωρισμό του από τη Σούζαν το 1978. Ο γιος του Ανταμ Κοέν, δε, δείχνει να βαδίζει στα χνάρια του πατέρα του, ενώ η κόρη ύστερα από μια καριέρα σεφ ειδικεύεται στις αντίκες. Αρκεί μια βόλτα στα σοκάκια της Υδρας, να τη δεις να περιπλανιέται με την τρίχρονη κόρη της – παιδί που απέκτησε με τον Ρούφους Γουέινραϊτ.
Συνήθως μάλιστα η διευρυμένη οικογένεια, που αποτελείται από τον Ρούφους, τον σύζυγο του Ρούφους και τη μητέρα του παιδιού του Λόρκα, συναντιέται στο σπίτι της Υδρας κάθε Ιούλιο. Το να είσαι πάντα ελεύθερος ήταν η βασική έννοια που διαπερνά το έργο του Κοέν και την ίδια τη ζωή του -διάσημοι είναι οι στίχοι του «Like a bird on a wire»-, κάτι που δεν μπορεί να εξαγοράσει κανείς πλούτος παρά μόνο η αίσθηση που απολάμβανε χρόνια τώρα στο αγαπημένο του νησί. Ηξερε άλλωστε ότι στις καλύτερες ή στις χειρότερες στιγμές θα έχει για πάντα την Υδρα και αυτό ήταν κάτι που καμία αποτυχία ή επιτυχία δεν μπόρεσε να του στερήσει…
Πηγή: Protothema.gr