Από τον Δεκέμβριο του 1959 μέχρι τον φετινό Νοέμβριο πέρασαν σχεδόν πενήντα επτά χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων μας επισκέφθηκαν ο Τζορτζ Μπους το καλοκαίρι του 1991 και ο Μπιλ Κλίντον τον Νοέμβριο του 1999, στην πιο επεισοδιακή ίσως επίσκεψη πλανητάρχη επί ελληνικού εδάφους
Την ημέρα που ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ πάτησε το πόδι του στην Αθήνα πάνω από ένα εκατομμύριο κόσμος είχε συγκεντρωθεί κατά μήκος της διαδρομής από όπου θα περνούσε η αυτοκινητοπομπή του πρώτου Αμερικανού προέδρου.
Σκηνή η οποία είναι αδύνατο να επαναληφθεί σήμερα κατά την άφιξη του απερχόμενου πλανητάρχη Μπάρακ Ομπάμα στην Ελλάδα, αφού τα μέτρα ασφαλείας είναι δρακόντεια και η Αθήνα ένα «κλειστό» φρούριο με απροσπέλαστους δρόμους.
Από τον Δεκέμβριο του 1959 μέχρι τον φετινό Νοέμβριο πέρασαν σχεδόν πενήντα επτά χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων μας επισκέφθηκαν ο Τζορτζ Μπους το καλοκαίρι του 1991 και ο Μπιλ Κλίντον τον Νοέμβριο του 1999, στην πιο επεισοδιακή ίσως επίσκεψη πλανητάρχη επί ελληνικού εδάφους.
Ο Άικ και ο ψυχρός πόλεμος
Η περιοδεία «Ειρήνης και και καλής Θελήσεως» του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ-γνωστός σε όλους ως Άικ από τη θητεία του ως στρατηγός στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο-περιελάμβανε έντεκα χώρες, ανάμεσά τους και την Ελλάδα, που προσπαθούσε να ξεχάσει τον εμφύλιο πόλεμο και τις πληγές που είχε αφήσει.
Στην Αθήνα αφίχθη στις 14 Δεκεμβρίου του 1959, εν μέσω του «ψυχρού πολέμου» με την τότε Σοβιετική Ένωση και της τρομακτικής απειλής ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος.
Έχοντας επισκεφθεί ξανά την ελληνική πρωτεύουσα λίγα χρόνια νωρίτερα ως αρχηγός του ΝΑΤΟ ο Αϊζενχάουερ έτυχε -σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής- μιας ενθουσιώδους λαϊκής υποδοχής και μιας εξαιρετικής φιλοξενίας εκ μέρους της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας.
Συναντήθηκε διαδοχικά με τον βασιλέα Παύλο και την Φρειδερίκη, τον πρωθυπουργό και αρχηγό της ΕΡΕ Κωνσταντίνο Καραμανλή, μέλη της κυβερνήσεως και την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων.
Σε αυτές κυριάρχησε η πολύ στενή σχέση των δύο κρατών που σφυρηλατήθηκε αρχικά κατά την διάρκεια του πολέμου και ακόμη περισσότερο με την πολύ μεγάλη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια των ΗΠΑ κατά την διάρκεια του εμφυλίου και μετά.
Μετά την αναχώρησή του χρειάστηκε να περάσουν τρεις δεκαετίες και δύο χρόνια για την δεύτερη επίσημη επίσκεψη πλανητάρχη στην Ελλάδα.
Ο Τζορτζ και το Κυπριακό
Τον Ιούλιο του 1991, το προεδρικό Air Force One που μεταφέρει τον Τζορτζ Μπους προσγειώνεται στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Είναι 19 του μηνός, μια ζεστή μέρα και η ελληνική ηγεσία με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη τρέφει ελπίδες για μια λύση του Κυπριακού προβλήματος.
Μια αποστροφή στον λόγο που εκφώνησε στην Βουλή στην οποία χαρακτήρισε εκείνο το έτος, χρονιά επίλυσης του Κυπριακού, λαμβάνεται από την ελληνική πολιτική ηγεσία ως δείγμα ότι υπάρχει λύση.
Όμως στη συνέντευξη Τύπου που ακολουθεί ο Τζορτζ Μπους ξεκαθαρίζει ότι αναφερόταν στην πρωτοβουλία του τότε Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, Άλβαρο Ντε Γκουαγιάρ.
Οι ελπίδες διαλύονται εντελώς όταν ο Μπους επισημαίνει ότι η εισβολή στην Κύπρο ήταν εντελώς διαφορετική από αυτήν του Ιράκ στο Κουβέιτ, εκθειάζοντας παράλληλα την αποφασιστική συνδρομή της χώρας μας στο πλευρό των ΗΠΑ, στη σύρραξη που ακολούθησε.
Την επομένη στις 20 του μηνός, επισκέφθηκε τη ναυτική βάση των ΗΠΑ στη Σούδα και ακολούθως αναχώρησε για τον επόμενο σταθμό της περιοδείας του, την Τουρκία.
Λίγα χρόνια αργότερα, επισκέφθηκε ξανά την Ελλάδα για καλοκαιρινές διακοπές με την θαλαμηγό της οικογένειας Λάτση, όχι όμως ως πλανητάρχης.
Ο Μπιλ, η Μαντλίν και η έξαλλη Χίλαρι
Ήταν ίσως το πιο επεισοδιακό ταξίδι Αμερικανού προέδρου στην Ελλάδα. Αρχικά είχε προγραμματιστεί γα τις 13-15 Νοεμβρίου του 1999, αλλά κάποιες εκρήξεις βομβών και πορείες διαμαρτυρίας το μετέθεσαν για τις 19 του μήνα, συμπτύσσοντάς το σε μόλις εικοσιτέσσερις ώρες.
Τα μέτρα ασφαλείας ήταν δρακόντεια, αφού λάμβαναν χώρα πολλές πορείες διαμαρτυρίας κατά της επίσκεψης Κλίντον και ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η μαρτυρία του πρώην επιτελικού στελέχους της CIA Τζον Κυριάκου, ο οποίος εκείνη την περίοδο υπηρετούσε στην Αθήνα, όπως την κατέγραψε στο βιβλίο του «Ο κατάσκοπος».
Σύμφωνα με τα γραπτά του όταν ο πλανητάρχης προσγειώθηκε στην Αθήνα, η το κέντρο της θύμιζε πόλη-φάντασμα, αφού οι ελληνικές αρχές ασφαλείας είχαν περιορίσει τους διαδηλωτές αρκετά χιλιόμετρα μακριά από αυτό. Μαζί με τον Κλίντον ήρθαν η σύζυγός του Χίλαρι και η κόρη του Τσέλσι, ενώ από πλευράς Αμερικανών αξιωματούχων δέσποζε η τότε υπουργός Εξωτερικών Μαντλίν Ολμπράιτ και ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας Σάντι Μπέργκερ.
Όλη η αποστολή κατέλυσε στο Intercontinental, ενώ ο Κυριάκου κλήθηκε να κρατήσει σημειώσεις στην συνάντηση του Κλίντον με τον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κώστα Καραμανλή.
Όπως έγραψε χρόνια αργότερα περίσσεψαν οι φιλοφρονήσεις κατά την διάρκεια της συνάντησης, ενώ η Ολμπράιτ ήταν εκνευρισμένη για δικό της λόγο, αφού παρά την δέσμευση της ελληνικής πλευράς για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, δεν εμφανιζόταν διατεθειμένη τότε τουλάχιστον να υποκύψει στις απαιτήσεις των Αμερικανών.
«Αυτοί οι Έλληνες. Τι απαίσιοι άνθρωποι» έλεγε στον τότε πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Ελλάδα Νίκολας Μπερνς βγαίνοντας από την αίθουσα συμπληρώνοντας: «Δεν ξέρω πως αντέχεις να ζεις εδώ πέρα».
Όλα τα λεφτά όμως ήταν η άφιξη εκείνη τη στιγμή της Χίλαρι Κλίντον, που είχε μαζί της και την Τσέλσι.
Ο Κλίντον όπως θυμάται ο Κυριάκου που βρέθηκε σε απόσταση δύο μέτρων από την σκηνή χαμογέλασε σε σύζυγο και κόρη λέγοντας: «Πολύ ευχάριστα περάσαμε το πρωί στον Παρθενώνα, δεν συμφωνείς Χιλ;».
Η απάντηση της φετινής υποψήφιας προέδρου της Αμερικής μπροστά σε μισή ντουζίνα ανθρώπους ήταν ένα δυνατό «Για όνομα του Θεού Μπιλ! Έβρεχε όλη τη μέρα! Θα βρίσκομαι στο δωμάτιό μου».
Ο Κλίντον δάγκωσε τα χείλη του, γύρισε προς το μέρος του Κυριάκου και του είπε: «Πάμε να φύγουμε από δω».
Όλοι του αναγνώρισαν όμως ότι ήταν ο πρώτος πρόεδρος που ζήτησε συγγνώμη για τη στήριξη των ΗΠΑ στη Χούντα των συνταγματαρχών, καθώς και ότι ανέστρεψε το αρνητικό κλίμα υπέρ του εξάροντας τις αρετές της Ελλάδας.
Δεν είπε τίποτε για την ψυχρή υποδοχή, ούτε για το ότι η ελληνική πλευρά δεν υπέγραψε μια συμφωνία για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας η οποία ήταν έτοιμη, προτιμώντας να φύγει έχοντας κερδίσει επικοινωνιακά τις εντυπώσεις.
Πηγή: Protothema.gr