Ιδρυτές της Εταιρείας ήταν ο Ιωάννης Μαρμαροτούρης, ο Πέτρος Ρεβελάκης, ο Αλέξανδρος Χωματιανός, ο Ιωάννης Τατλίκαρος και ο Γεώργιος Σοφιανός.
Όταν έγιναν μέλη της (14/10/1814), ο Άνθιμος Γαζής, ο Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιος και κυρίως ο Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Ιωάννης Καποδίστριας, η Εταιρεία αναβαθμίστηκε σημαντικά. Μάλιστα ο Καποδίστριας με συναίνεση του τσάρου της Ρωσίας, Αλέξανδρου Α’, ίδρυσε στη Βιέννη παράρτημά της. Θα λέγαμε έτσι ότι η Φιλόμουσος Εταιρεία της Βιέννης και ανάλογες οργανώσεις Ελλήνων του εξωτερικού (π.χ. η “Ελληνική Εταιρεία” του Παρισιού) αποτέλεσαν τη βάση για την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας.
Η Φιλική Εταιρεία – Η δομή της – Σύντομο ιστορικό
Η Φιλική Εταιρεία ιδρύθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1814 στην Οδησσό από τον Εμμανουήλ Ξάνθο (με καταγωγή από την Πάτμο), τον Νικόλαο Σκουφά (από την Άρτα) και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ (από τα Γιάννενα), εμπόρους στο επάγγελμα.
Οι ζυμώσεις για την ίδρυσή της είχαν ξεκινήσει από τον Απρίλιο του 1814. Αρχικά δημιουργήθηκαν οι βαθμοί των μελών της Εταιρείας: Βλάμηδες ή Αδελφοποιτοί (για τους χωρικούς), Συστημένοι (για τους ομογενείς μικροεμπόρους), Ιερείς και Ποιμένες (για τους μορφωμένους) και Αρχιποιμένες (για τους λίγους και εκλεκτούς). Καθιερώθηκαν επίσης και δύο στρατιωτικοί βαθμοί: οι Αφιερωμένοι και οι Αρχηγοί των Αφιερωμένων. Η θέση της γενικής εποπτείας και αρχηγίας της Εταιρείας, η Αρχή, περιβλήθηκε από άκρα μυστικότητα και θρύλους και αρχικά δεν καλύφθηκε από κανένα. Το 1818 προτάθηκε στον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος δεν την δέχθηκε και στη συνέχεια στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος στις 12/4/1820 ανέλαβε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας και την προετοιμασία της Επανάστασης του 1821.
Νικόλαος Γαλάτης: Ικανός, αλαζόνας και απρόβλεπτος
Ο Νικόλαος Γαλάτης γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1792. Καταγόταν από εύπορη αρχοντική οικογένεια. Συστηνόταν μάλιστα ως κόμης και ξάδελφος του Καποδίστρια. Φοίτησε στη Σχολή των Κυδωνιών. Γνώριζε γαλλικά και ιταλικά. Το 1816, από την Κωνσταντινούπολη πήγε στην Οδησσό, όπου μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Προβάλλοντας τον ισχυρισμό του ότι είναι συγγενής του Καποδίστρια, ζήτησε να πάει στην Πετρούπολη να τον μυήσει και να του προσφέρει την ηγεσία της Εταιρείας. Περνώντας από τη Μόσχα ο Γαλάτης μύησε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο τον Φιραρή (1754-1819) (όχι τον γνωστό μας κι από τη μάχη του Πέτα Μαυροκορδάτο), καθώς και άλλους επιφανείς Έλληνες. Αν σκεφτούμε ότι σε δύο χρόνια στη Φιλική Εταιρεία είχαν γίνει μόνο τρεις (!) μυήσεις, η προσφορά του Γαλάτη ήταν σημαντική, γιατί έφερνε στους κόλπους της Εταιρείας ανθρώπους με επιρροή και οικονομική επιφάνεια. Στην Πετρούπολη δεν είχε ανάλογη επιτυχία, γιατί οι φλογεροί επαναστατικοί του λόγοι φαίνεται ότι ανησύχησαν τον Καποδίστρια. Μετά από εντολή του τσάρου, συνελήφθη και ανακρίθηκε από τις ρωσικές αρχές. Σώθηκε χάρη στην επέμβαση του Καποδίστρια και του Έλληνα αρχηγού της Αστυνομίας, στρατηγού Γοργόλη (ρωσικά Γκοργκόλιν). Οδηγήθηκε στο Ιάσιο της Μολδαβίας, όπου έμεινε υπό την επιτήρηση του Ρώσου πρόξενου Πίνι. Την επιτήρηση του πρόξενου ο πανέξυπνος Γαλάτης την παρουσίασε ως προστασία. Κατάφερε έτσι να μυήσει τον γραμματέα του εκεί ρωσικού προξενείου Γεώργιο Λεβέντη.
Άρχισε να αλληλογραφεί χρησιμοποιώντας τα ψευδώνυμα Αλεξιανός και Αλέξανδρος Δημητρίου, ενώ ταυτόχρονα πραγματοποιούσε εράνους με φορτικό τρόπο. Ξεπέρασε όμως κάθε όριο, όταν στον γάμο του ανιψιού του μητροπολίτη Μολδαβίας Βασιλίτζα διέλυσε τη νυφική πομπή, χτυπώντας με μαστίγιο ακόμα και τη νύφη (!). Αυτό οδήγησε στην απέλασή του από το Ιάσιο. Το αρχείο του κατασχέθηκε και αν δεν καιγόταν έγκαιρα, το μυστικό της Φιλικής Εταιρείας θα είχε προδοθεί. Στη συνέχεια πήγε στο Βουκουρέστι, όπου συνέχισε να μυεί νέα μέλη στη Φιλική Εταιρεία, αλλά παράλληλα να προκαλεί έντονη δυσαρέσκεια. “Μισογενές τέρας” τον αποκαλούσε ο μυημένος απ’ αυτόν στη Φιλική Εταιρεία Θεόδωρος Νέγρης.
Το 1818 ο ετοιμοθάνατος Νικόλαος Σκουφάς κάλεσε τον Γαλάτη στην Κωνσταντινούπολη κι εκείνος πήγε ελπίζοντας να γίνει αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, φιλοδοξία που ποτέ δεν έκρυψε. Όταν όμως έφτασε εκεί, ο Σκουφάς είχε πεθάνει και είχαν συντελεστεί αλλαγές στην “κορυφή” της Εταιρείας. Έγινε όμως δεκτός με ευμένεια από τον Παναγιώτη Σέκερη και τους άλλους αρχηγούς της Εταιρείας. Ο Γαλάτης πικράθηκε πολύ και σκέφτηκε να προδώσει τα μυστικά της Εταιρείας στον Χαλέτ Εφέντη. Ένας Ιθακήσιος πλοίαρχος, που συνάντησε στον δρόμο του, κατόρθωσε να τον μεταπείσει. Ο Γαλάτης επέστρεψε στον χώρο συζητήσεων των άλλων αρχηγών και τους είπε τι πήγε να κάνει, γεγονός που επιβεβαίωσε και ο Ιθακήσιος πλοίαρχος. Τότε αποφασίστηκε η καταδίκη του σε θάνατο.
Του ανατέθηκε λοιπόν η μύηση νέων μελών στη Μάνη. Στο ταξίδι του τον ακολούθησαν ο υπηρέτης του, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ και ο φιλικός Παναγιώτης Δημητρόπουλος. Στην πορεία τους προς τις Σπέτσες αποβιβάστηκαν στην Ερμιονίδα για να επισκεφθούν κάποιο πύργο. Στα παράλια της Ερμιόνης ο Δημητρόπουλος πυροβόλησε τον Γαλάτη, που τραυματίστηκε και επιτέθηκε εναντίον του με το σπαθί του. Τότε ο Δημητρόπουλος του έριξε και δεύτερη σφαίρα. Πεθαίνοντας ο Γαλάτης του είπε: “Αχ! Μ’ εφάγατε! Τι σας έκαμα;”. Κλαίγοντας ο Δημητρόπουλος του είπε: “Δεν ήθελα να το κάνω αυτό, αλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος διά να γλιτώσομεν από την ανοικονόμητόν σου κακίαν.” Επίσης σκοτώθηκε κι ο υπηρέτης του Γαλάτη. Ο Τσακάλωφ με τον Δημητρόπουλο φιλοξενήθηκαν αρχικά από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και στη συνέχεια κατέφυγαν στην Πίζα της Ιταλίας. Η δολοφονία του Γαλάτη έγινε το 1819. Η ακριβής ημερομηνία της δεν είναι γνωστή.
Κυριάκος Καμαρηνός: Το δεύτερο θύμα
Ο Κυριάκος Καμαρηνός γεννήθηκε στην Καμάρα της Μεσσηνίας το 1781. Ο πατέρας του λεγόταν Κωνσταντίνος Κυριακός, γι’ αυτό ο Κυριάκος ονομάστηκε Καμαρηνός, για να ξεχωρίζει από τους άλλους Κυριακούς. Ήταν έμπορος στην Κωνσταντινούπολη και τη Μολδαβία. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Παπαφλέσσα στην Κωνσταντινούπολη στις 15 Ιουλίου 1818. Λίγο αργότερα, ονομάστηκε απόστολος της Εταιρείας, με ειδική αποστολή τη μύηση του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, η οποία έγινε στις 2/8/1818. Αργότερα, ο Καμαρηνός επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Το 1820, ο Μαυρομιχάλης με γράμμα του ζήτησε να πάει στον Καποδίστρια για να εξασφαλίσει οικονομική βοήθεια για τον Αγώνα.
Αν και δεν είχε εξουσιοδότηση από την Αρχή της Εταιρείας και στην Οδησσό οι μεγαλέμποροι και Φιλικοί Ηλίας Μάνεσης και Γιάννης Αμβροσίου προσπάθησαν να τον εμποδίσουν, ο Καμαρηνός έφτασε στην Πετρούπολη. Ο Καποδίστριας, τον οποίο συνάντησε, δεν τον βοήθησε και έπειτα ο Καμαρηνός πήγε στη Βεσαραβία, όπου συνάντησε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Από αυτόν ζήτησε 2.000.000 γρόσια για την εξέγερση της Μάνης. Το ποσό αυτό όμως δεν μπορούσε να διατεθεί. Ο Καμαρηνός άρχισε να συκοφαντεί τον Υψηλάντη και να απειλεί ότι θα διαδώσει στον Μοριά τις αδυναμίες της Εταιρείας και ότι ο Καποδίστριας αποδοκίμαζε τον ένοπλο αγώνα. Κάτι τέτοιο θα ματαίωνε την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Έτσι, οι άλλοι Φιλικοί αποφάσισαν τη δολοφονία του. Στα τέλη του 1820, λοιπόν, καθώς ο Καμαρηνός περνούσε με ένα ποταμόπλοιο τον Δούναβη, δολοφονήθηκε από τους Ευμορφόπουλο, Σφαέλλο, Καραβιά κ.ά.
Δυστυχώς φωτογραφικό υλικό για τον Καμαρηνό δεν μπορέσαμε να βρούμε.
Κλείνοντας, να γράψουμε ότι δεν έχει αποδειχθεί ως σήμερα προδοσία του Γαλάτη ή του Καμαρηνού.
Οι κίνδυνοι όμως που αυτοί δημιουργούσαν με τη συμπεριφορά τους και η ανάγκη να προστατευθούν με κάθε τρόπο τα μυστικά της Φιλικής Εταιρείας οδήγησε τα ηγετικά της στελέχη στην απόφαση της δολοφονίας τους,παρά τις αναμφισβήτητες ικανότητές τους.