Όταν αφορούν κατώτερους κληρικούς ή απλούς πιστούς ενδεχομένως να μην είναι τόσο σοβαρά. Όταν όμως αφορούν Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης και Πάπα της Ρώμης αναμφίβολα αποτελούν στίγματα για τον χριστιανισμό. Δύο τέτοιες ιστορίες θα αναφέρουμε σήμερα, χωρίς σε καμία περίπτωση να θέλουμε να προσβάλλουμε, να μειώσουμε ή να δημιουργήσουμε κάποιο πρόβλημα.
Θεοφύλακτος: Πατριάρχης στα 16 του με ραδιουργίες του αυτοκράτορα πατέρα του
Μία από τις πιο άσχημες “στιγμές” της Ορθόδοξης Εκκλησίας, είναι αναμφίβολα η άνοδος στον θρόνο του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως σε ηλικία 16 ετών, του Θεοφύλακτου, γιου του αυτοκράτορα Ρωμανού Α ‘ του Λεκαπηνού. Επειδή πρόκειται για ένα σοβαρό και ευαίσθητο θέμα, αναζητήσαμε στοιχεία σε όσο το δυνατόν περισσότερες (μη διαδικτυακές) πηγές μπορούσαμε. Έτσι, όσα θα διαβάσετε δεν αποτελούν άκριτες αναπαραγωγές ιντερνετικών άρθρων.
Ξεκινάμε λοιπόν από τον Ρωμανό Α’ τον Λεκαπηνό (περ. 870-948).
Ήταν παιδί οικογένειας χωρικών από την Αρμενία, κατατάχθηκε στον βυζαντινό στρατό και έφτασε ως το αξίωμα του δρουγγάριου του στόλου. Αντιβασιλιάς από το 919, (συν)αυτοκράτορας με τον ανήλικο Κωνσταντίνο Ζ ‘ τον Πορφυρογέννητο, από το 920, ουσιαστικός όμως αυτοκράτορας από το 920. Στα χρόνια της βασιλείας του, είχε σημαντικές στρατιωτικές επιτυχίες εναντίον των Αράβων, των Ρώσων, σύναψη ειρήνης με τους Βούλγαρους και αξιόλογο μεταρρυθμιστικό έργο.
Όμως, οι γιοι του Στέφανος και Κωνσταντίνος, τον υποχρέωσαν να παραιτηθεί από τον θρόνο και να αποσυρθεί σε μοναστήρι στη νήσο Πρώτη της Προποντίδας το 944, όπου και πέθανε το 948. Στον θρόνο, τον διαδέχτηκε ο Κωνσταντίνος ο Ζ’ ο Πορφυρογέννητος, που με την υποστήριξη του λαού, συνέλαβε και εξόρισε τους γιους του.
Στον θρησκευτικό τομέα ωστόσο, ο Ρωμανός υπέπεσε σε ένα τεράστιο ολίσθημα. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Λέοντα ΣΤ’ του Σοφού που έκανε Πατριάρχη τον αδερφό του Στέφανο σε ηλικία 19 ετών, με μια σειρά από απαράδεκτες μεθοδεύσεις, ανέβασε στον πατριαρχικό θρόνο τον γιο του Θεοφύλακτο σε ηλικία μόλις 16 (!) ετών, το 933. Ας δούμε πώς το πέτυχε.
Αυστηρότερος κριτής του Ρωμανού, είναι ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στην “Ιστορία του Ελληνικού Έθνους”. Ο Γιάννης Κορδάτος, απλά αναφέρει το γεγονός, ο διαπρεπής Άγγλος βυζαντινολόγος Στίβεν Ράνσιμαν αφιερώνει μια παράγραφο στο θέμα, ενώ από τις εγκυκλοπαίδειες, το ”Βιογραφικό Λεξικό” της Εκδοτικής Αθηνών, δεν αναφέρει καθόλου τον Θεοφύλακτο, αντίθετα με την ”ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ” και τη ”ΔΟΜΗ”
Το σχέδιο του Ρωμανού, άρχισε να υλοποιείται όταν Πατριάρχης ήταν (στη δεύτερη ”θητεία” του, από το 912 ως το 925), ο Νικόλαος Α’ Μυστικός, μια σημαντική μορφή της ορθοδοξίας. Δυστυχώς, ο Νικόλαος συνεργάστηκε με τον Ρωμανό αντί να τον εμποδίσει. Λίγους μήνες πριν πεθάνει, έδωσε το σχήμα του κληρικού και χειροτόνησε υποδιάκονο τον Θεοφύλακτο, ο οποίος ήταν μόλις 8 ετών (!).
Τον Νικόλαο Μυστικό διαδέχθηκε, ο ως τότε, μητροπολίτης Αμασείας Στέφανος που έμεινε στον πατριαρχικό θρόνο ως τον θάνατό του (928). Ο Ρωμανός υποχρέωσε τον νέο Πατριάρχη Τρύφωνα, πριν γίνει Πατριάρχης, να υποσχεθεί ότι θα υπέβαλλε την παραίτησή του όταν ο Θεοφύλακτος έφτανε στη νόμιμη ηλικία. Επειδή όμως, φοβήθηκε, ζήτησε από τον Τρύφωνα να παραιτηθεί αμέσως. Εκείνος αντιστάθηκε και τότε ο Ρωμανός σκαρφίστηκε ένα πανούργο τέχνασμα.
Έστειλε τον μητροπολίτη Καισαρείας Θεοφάνη άνθρωπο χωρίς ιερό και όσιο που εξαιτίας της κτηνωδίας του τον αποκαλούσαν χοίρο (!) να πλησιάσει τον Πατριάρχη, τάχα, ως φίλος και να του πει ότι ο αυτοκράτορας και οι άνθρωποί του δεν βρίσκουν κάτι μεμπτό γι’ αυτόν και για να πετύχουν την παραίτησή του, τον κατηγορούν ως αγράμματο. Έτσι, παρακίνησε τον Τρύφωνα για να τους αποστομώσει,να γράψει μπροστά στη Σύνοδο, ολόκληρη την υπογραφή του. Ο Τρύφωνας, καλοπροαίρετος και ανυποψίαστος, έγραψε σε κάποιο κομμάτι χαρτί: “Τρύφων ελέω Θεού αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως νέας Ρώμης και οικουμενικός πατριάρχης” και έστειλε το χαρτί με τον πρωτόθρονό του στον Ρωμανό, ο οποίος διέταξε να γραφτεί αμέσως πάνω σ’ αυτό η παραίτηση του Τρύφωνα!
Ήταν 931 μ.Χ. και ο Θεοφύλακτος είχε μόλις κλείσει τα 14… Για τα επόμενα δύο χρόνια, ωσότου συμπληρώσει τα 16, ο πατριαρχικός θρόνος έμεινε κενός!
Παράλληλα, ο Ρωμανός ζήτησε την επιδοκιμασία και την σύμπραξη του πάπα της Ρώμης ο οποίος κάνοντας χρήση του αξιώματος του προέδρου της Εκκλησίας, που δέχονταν τότε και οι Οικουμενικοί Πατριάρχες (βρισκόμαστε πριν το οριστικό Σχίσμα των Εκκλησιών το 1054), θα μπορούσε και θα έπρεπε να αποδοκιμάσει το σκάνδαλο της “παραίτησης” του Τρύφωνα και της ενθρόνισης, ως Πατριάρχη, ενός 16χρονου, δεν το έκανε.
Ο τότε Πάπας Ιωάννης ΙΑ’, γιος της Μαροζίας, αρχικά ιερόδουλης και στη συνέχεια ερωμένης (;) του Πάπα Σέργιου Γ’ στην οποία είχε δοθεί ο… χωρίς προηγούμενο τίτλος “Γερουσιαστής και Πατρικία της Ρώμης”, όχι μόνο δεν αντέδρασε αλλά έστειλε και αποκρισιάριους (απεσταλμένους) στην Κωνσταντινούπολη, μπροστά στους οποίους, ο Θεοφύλακτος χειροτονήθηκε Πατριάρχης στις 2 Φεβρουαρίου.
Ο πατριαρχικός βίος του Θεοφύλακτου
Σε ηλικία 16 ετών λοιπόν, ο Θεοφύλακτος, έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης. Ο Στίβεν Ράνσιμαν στο έργο του “Η Βυζαντινή Θεοκρατία”, εκδ. ΔΟΜΟΣ, 2005, γράφει ότι ήταν “…ένας αξιαγάπητος νεαρός, του οποίου το μόνο ενδιαφέρον ήταν να εκτρέφει άλογα. Ως Πατριάρχης υπήρξε αδιάβλητος”. Ο Βυζαντινός χρονογράφος Μιχαήλ Γλυκάς (12ος αι.), γράφει ότι “δεν άφησε τίποτα που να μην το μεταχειριστεί με τον χειρότερο τρόπο”. Ο Βλάσης Φειδάς, στην εγκυκλοπαίδεια “ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ”, εκδ. 2007, γράφει: “Η αντικανονική εκλογή και η παραμονή στον πατριαρχικό θρόνο (ενν. του Θεοφύλακτου), είναι μοναδική περίπτωση στην ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας”.
Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, γράφει ότι “διατηρούσε 2.000 άλογα, πουλούσε όλα τα αξιώματα της Εκκλησίας και εκτράπηκε σε ποικίλα άλλα ατοπήματα”.
Αυτά γράφονται για τον Θεοφύλακτο, στις πηγές τουλάχιστον που διαθέτουμε και τις θεωρούμε αξιόπιστες. Εκείνο που φαίνεται σίγουρο από τα “ποικίλα άλλα ατοπήματα”, είναι ότι “εισήγαγε στο ναό της Αγίας Σοφίας σκηνική ορχήστρα για να παρουσιαστούν δραματοποιημένες χριστιανικές σκηνές” (Ι. Κογκούλη, “Κατηχητική”). Ανατρέξαμε και στην επίσημη ιστοσελίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπου αναπαράγεται το άρθρο του Βλάση Φειδά από την εγκυκλοπαίδεια “ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ”.
Το 954, ο Θεοφύλακτος έπεσε κατά τη διάρκεια αγώνων ιππασίας από ένα άλογο και τραυματίστηκε σοβαρά. Έμεινε νοσηλευόμενος, κατάκοιτος, σ’ ένα κρεβάτι για δύο χρόνια, χωρίς να εκπέσει του αξιώματός του και πέθανε το 956.
Είναι πραγματικά περίεργο γιατί ο συναυτοκράτορας, αρχικά και μετέπειτα (από το 944) μοναδικός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ’ δεν ενόχλησε καθόλου τον Θεοφύλακτο. Ομοίως και οι διάδοχοι του Πάπα Ιωάννη ΙΑ’: Λέοντας Ζ’, Στέφανος Θ’, Μαρίνος Β’, Αγαπητός Β’ και Ιωάννης ΙΒ’ δεν αντέδρασαν καθόλου. Μια λογική εξήγηση έχει να κάνει με τη διαφθορά που επικρατούσε στην παπική αυλή. Χαρακτηριστικά, ο Πάπας Ιωάννης ΙΒ’, εγγονός της περιβόητης Μαροζίας, ήταν κι ο ίδιος νεότατος, 19 χρονών και τόσο ακόλαστος, “ώστε οι ιστορικοί της Δύσης αναφέρουν ότι τους εμποδίζει η ντροπή να ασχοληθούν με τις λεπτομέρειες της διαγωγής του” (Κ. Παπαρρηγόπουλος).
Πάντως, στη διάρκεια της θητείας του Θεοφύλακτου, εκχριστιανίστηκαν οι Ούγγροι, κάτι αναμφίβολα θετικό και ο ίδιος, χειροτόνησε τον πρώτο τους επίσκοπο Άγιο Ιερόθεο Α’. Πορτρέτο του Θεοφύλακτου (ο οποίος σημειωτέον είναι ο μόνος Οικουμενικός Πατριάρχης με αυτό το όνομα) δεν μπορέσαμε να βρούμε. Αρκούμαστε σε εικόνες του πατέρα του Ρωμανού Α’ Λεκαπηνού.
Είναι πάντως χαρακτηριστικό, ότι ο Πολύευκτος που διαδέχθηκε στον πατριαρχικό θρόνο τον Θεοφύλακτο, ήταν ιδιαίτερα αυστηρός με τους αυτοκράτορες.
Για το επόμενο σκέλος του άρθρου, τον Πάπα Φορμόζο και τη μεταθανάτια δίκη του, υπάρχει ενδιαφέρουσα εικονογράφηση. Σίγουρα πάντως τα χρόνια εκείνα η κατάσταση στους κόλπους της χριστιανικής Εκκλησίας ήταν τουλάχιστον απαράδεκτη…
Φορμόζος: Ο Πάπας που πρώτα πέθανε και μετά (κατα)δικάστηκε!
Την ίδια περίπου εποχή που συνέβαιναν αυτά στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως είδαμε, και στη Δυτική Εκκλησία η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Αυτό που έγινε όμως με τον πάπα Φορμόζο το 897, όχι απλά είναι πρωτοφανές και ασυμβίβαστο με το πνεύμα της Εκκλησίας αλλά δεν έχει, πιθανότατα, προηγούμενο στην παγκόσμια ιστορία.
Ποιος ήταν ο Πάπας Φορμόζος
Ο Φορμόζος (Formosus) γεννήθηκε περίπου το 816. Το 864, εκλέχθηκε επίσκοπος της ιταλικής πόλης Πόρτο ως διάδοχος του Ροδοάλδου ο οποίος είχε δεχτεί την κανονικότητα της εκλογής του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φώτιου στην “Πρωτοδευτέρα” Σύνοδο του 861.
Να θυμίσουμε ότι ο Φώτιος ήταν ο “πρωταγωνιστής” στο λεγόμενο πρώτο σχίσμα των δύο Εκκλησιών το 867.
Ο Φορμόζος ανήκε στην παράταξη της παπικής αυλής που ευνοούσε την κόντρα με τον Φώτιο. Ήταν επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Δυτικής Εκκλησίας στη Βουλγαρία η οποία είχε σαν στόχο την εξουδετέρωση της βυζαντινής επιρροής και ιεραποστολής αλλά τα αποτελέσματά της ήταν πενιχρά. Όταν στον παπικό θρόνο, ανέβηκε ο Ιωάννης Η’ επικράτησαν οι υποστηρικτές της συνεργασίας Κωνσταντινούπολης-Ρώμης και ο Φορμόζος τέθηκε στο περιθώριο. Μάλιστα, παπική σύνοδος το 876 τον καθαίρεσε ως αντίθετο προς την πολιτική της και τον εξόρισε, ενώ νέα παπική σύνοδος, στο Τρουά ,το 878, τον υποχρέωσε να υποσχεθεί ότι θα σεβόταν τις ποινές της καθαίρεσης και της εξορίας.
Όταν όμως στον παπικό θρόνο ανέβηκε ο Μαρίνος Β’ ο οποίος ακολούθησε διαφορετική στάση απέναντι στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ο Φορμόζος αποκαταστάθηκε στην επισκοπή του και ανέκτησε την επιρροή του στον παπικό θρόνο.
Μάλιστα, θεωρείται πρωτεργάτης της μεταστροφής της στάσης της Δυτικής Εκκλησίας, καθώς, επηρέαζε και τους Πάπες που διαδέχτηκαν τον Μαρίνο Β’, Αδριανό Γ’ και Στέφανο Ε’. Όταν πέθανε μάλιστα ο Στέφανος Ε’, τον διαδέχτηκε στον παπικό θρόνο (6 Οκτωβρίου 891), παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο (η πλήρωση του παπικού θρόνου με μετάθεση επισκόπου) θεωρούνταν αντικανονικό.
Πάντως, ως Πάπας, απέφυγε να δημιουργήσει νέα ένταση με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Το 892, έστειλε ως απεσταλμένους στην Κωνσταντινούπολη τον Λανδούλφο Καπύης και τον Ρωμανό, χωρίς όμως συγκεκριμένες επιδιώξεις.
Την εποχή που ο Φορμόζος βρισκόταν στον παπικό θρόνο, υπήρχαν πολύ μεγάλες πολιτικές και θρησκευτικές έριδες στη Δύση, ιδιαίτερα στην Ιταλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία.
Ο Φορμόζος αναγκάστηκε να στέψει ως αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον Γκι (Γουίδο) Γ’ του Σπολέτο, τον Απρίλιο του 892. Στη συνέχεια όμως, έπεισε τον Αρνούλφο της Καρινθίας (περιοχή της Αυστρίας), να κινηθεί προς τη Ρώμη και να ελευθερώσει την Ιταλία.
Το 894, ο Αρνούλφος υπέταξε όλη την περιοχή βόρεια του Πάδου. Ο Γκι Γ’ πέθανε τον Δεκέμβριο του 891, αφήνοντας διάδοχο τον γιο του Λαμβέρτο με τη φροντίδα της μητέρας του Αγιλτρούδης. Το φθινόπωρο του 895, ο Αρνούλφος ξεκίνησε τη δεύτερη ιταλική εκστρατεία του και το 896 στέφθηκε αυτοκράτορας από τον Πάπα Φορμόζο στη Ρώμη.
Στη συνέχεια, ξεκίνησε εκστρατεία εναντίον του Σπολέτο (για να “χτυπήσει” τον Λαμβέρτο) αλλά στη διαδρομή έπαθε παράλυση και η εκστρατεία είχε άδοξο τέλος.
Ο Φορμόζος πέθανε στις 4 Απριλίου 896, αφήνοντας διαιρεμένη την Εκκλησία της Ρώμης σε οπαδούς και αντιπάλους του. Ως εδώ, θα λέγαμε ότι τα πράγματα είναι σχεδόν φυσιολογικά. Όσα όμως ακολούθησαν είναι κάτι παραπάνω από απίστευτα!
Η μεταθανάτια δίκη του Φορμόζου – Η «πτωματική»(!) σύνοδος (Cadeber Synod ή Sydodus Horrenda)
Τον Φορμόζο διαδέχτηκε ο Βονιφάτιος ΣΤ’, ο οποίος πέθανε μετά από 15 μέρες. Στη συνέχεια, ανέβηκε στον παπικό θρόνο ο Στέφανος ΣΤ’. Πιθανότατα μετά από πιέσεις του Λαμβέρτου, ο οποίος εισέβαλε στη Ρώμη, και της μητέρας του Αγιλτρούδης, σε συνδυασμό με το προσωπικό μίσος που έτρεφε εναντίον του Φορμόζου, συγκάλεσε τον Ιανουάριο του 897, τη λεγόμενη “Πτωματική Σύνοδο”, η οποία διεξήχθη στη Βασιλική του Αγίου Ιωάννη του Λατερανού στη Ρώμη (το Λατερανό δηλαδή, όπως είναι ευρύτερα γνωστό).
Ο Στέφανος ΣΤ’ διέταξε να εκταφεί το πτώμα του Φορμόζου και να εμφανιστεί στη Σύνοδο-δίκη! Το πτώμα ντύθηκε με παπικά άμφια και ένας διάκονος ανέλαβε την υπεράσπιση του νεκρού πάπα (σύμφωνα με άλλες πηγές, απαντούσε για λογαριασμό του!).
Ο πίνακας του Ζαν Πολ Λορένς (1870) είναι απόλυτα κατατοπιστικός.
Ο Στέφανος ΣΤ’ κατηγορούσε σφοδρά τον νεκρό Φορμόζο, κυρίως γιατί προσπάθησε να σφετεριστεί τον παπικό θρόνο κατά τη διάρκεια της “θητείας” του Πάπα Ιωάννη Η’. Επίσης, τον κατηγόρησε ότι είχε αλλάξει έδρα παραβιάζοντας τον κανονικό νόμο για ψευδορκία και ότι είχε υπηρετήσει ως επίσκοπος ενώ ταυτόχρονα ήταν λαϊκός.
Ο Φορμόζος καταδικάστηκε και, σύμφωνα με τον ιστορικό Λιουτπράνδο, ο Στέφανος ΣΤ’ του αφαίρεσε τα παπικά άμφια, έκοψε τα τρία δάχτυλα από το δεξί του χέρι, τα οποία χρησιμοποιούσε για τις ευλογίες και όλες οι πράξεις και οι διαταγές του κηρύχτηκαν άκυρες!
Το πτώμα του Φορμόζου δέθηκε με βαρίδια και ρίχτηκε στον ποταμό Τίβερη!
Επακόλουθα της πτωματικής συνόδου
Το μακάβριο θέαμα, με το πτώμα του Φορμόζου να επιπλέει στον Τίβερη, προκάλεσε την οργή του λαού, ο οποίος ξεσηκώθηκε αγανακτισμένος. Παράλληλα, άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες ότι το πτώμα του Φορμόζου έκανε και θαύματα!
Ξέσπασε λαϊκή εξέγερση εναντίον του Στέφανου ΣΤ’, ο οποίος εκθρονίστηκε και φυλακίστηκε. Στη διάρκεια της φυλάκισής του, στραγγαλίστηκε (Ιούλιος ή Αύγουστος 897).
Ο νέος Πάπας Θεόδωρος Β’ συγκάλεσε νέα Σύνοδο η οποία ακύρωσε τις αποφάσεις της Synodus Horrenda, αποκατέστησε τον Φορμόζο και διέταξε το άψυχο σώμα του που είχε ανασυρθεί από τον Τίβερη να ξαναταφεί στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου.
Ο επόμενος Πάπας, Ιωάννης Θ’, ακύρωσε επίσης την Synodus Horrenda και συγκάλεσε δυο νέες Συνόδους (μία στη Ρώμη και μία στη Ραβένα), οι οποίες διέταξαν η acta (τα επίσημα έγγραφα δηλαδή) της Πτωματικής Συνόδου να καταστραφούν και να απαγορευτεί οποιαδήποτε δίκη νεκρού στο μέλλον.
Τελευταία πράξη στην απίστευτη αυτή ιστορία ήταν η ανατροπή των αποφάσεων των Θεόδωρου Β’ και Ιωάννη Θ’ από τον Πάπα Σέργιο Γ’ (904-911) που είχε πάρει μέρος ως συνδικαστής στη Synodus Horrenda, η επαναβεβαίωση της καταδίκης του Φορμόζου και η χάραξη υμνητικής επιγραφής στον τάφο του Στέφανου ΣΤ’.
Ζητούμε συγγνώμη για τις μακάβριες περιγραφές, προσπαθήσαμε, όσο ήταν δυνατόν, να “καλλωπίσουμε” τα γεγονότα, τα οποία δεν τιμούν καθόλου τη Δυτική Εκκλησία.
Σκοπός του όλου άρθρου δεν ήταν να θίξουμε το θρησκευτικό (συν)αίσθημα καμιάς και κανενός, ούτε να λοιδορήσουμε θεσμούς της Εκκλησίας. Αναφέραμε, τεκμηριωμένα, ιστορικά γεγονότα για τα οποία είμαστε σίγουροι ότι και η ίδια η Χριστιανική Εκκλησία δεν αισθάνεται ιδιαίτερα περήφανη…