«Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μας»: Η βασίλισσα Σοφία, οι Μπιτλς και άλλες ανέκδοτες ιστορίες για τον Μίκη Θεοδωράκη

Τέτοιες άγνωστες, μικρές ιστορίες, που ειπώθηκαν σε μία παρέα με ένα ποτήρι κρασί, περιγράφονται στο βιβλίο «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μας» για τον κορυφαίο συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη από πολλούς σημαντικούς και δημοφιλείς καλλιτέχνες.

Η ιδέα αυτής της έκδοσης ανήκει στο σχολείο Ελληνογερμανική Αγωγή, όπου και παρουσιάστηκε σήμερα, Δευτέρα 8 Μαΐου, το βιβλίο. Στόχος είναι να καταγραφούν άγνωστες στιγμές που έχουν σφραγίσει τις ζωές πολλών ανθρώπων, τους οποίους ο κορυφαίος Έλληνας συνθέτης έχει γοητεύσει και συνεχίζει να γοητεύει με το έργο του. Tα  κείμενα που ακολουθούν περιλαμβάνονται στην ανέκδοτη έκδοση σε επιμέλεια του Φώτη Απέργη.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ (τραγουδοποιός): Η θεία μου η… Τσιμισκή.

Το   φθινόπωρο   του   ’63   οι   Λαμπράκηδες   ήταν   αναστατωμένοι,   διότι   από   τα κεντρικά γραφεία του κόμματος στην Αθήνα ήθελαν να μας ελέγξουν, για να μην είμαστε «ρεμπέτ ασκέρ». Νέα παιδιά εμείς, βάλαμε τις φωνές και -κατά τη γνώμη μου- καλά κάναμε, διότι υπήρχε τέλος πάντων και μια αυτονομία στο φοιτητικό αλλά   και   στο   νεανικό   κίνημα.   Αυτονομία   την   οποίαν   έκτοτε   δεν   ματαείδαμε. Ανέβηκε λοιπόν ο Μίκης Θεοδωράκης άρον-άρον στη Θεσσαλονίκη, ως πρόσωπο αγαπητό   στη   νεολαία   -ιδρυτής   των   Λαμπράκηδων   άλλωστε-   να   προλάβει   τις παρεξηγήσεις, να νοικοκυρέψει τα πράγματα. Έγιναν συσκέψεις με ένταση και αντεγκλήσεις. Κάποια στιγμή εν πάση περιπτώσει,μετά από όλα αυτά, βρεθήκαμε να κατηφορίζουμε την κεντρική οδό της πόλης, την Τσιμισκή. Οπότε τον πλησιάζω και πιάνοντάς τον απ’ τον αγκώνα τον αποσπώ απότην υπόλοιπη παρέα. Ήθελα πάλι να του πω: «Καλώς ήρθες στην ζωή μας! Έίμαι μαγεμένος μαζί σου!» Αντ’ αυτού όμως, παθαίνω τον γλωσσοδέτη του μαθητή που θαυμάζει μεν τον δάσκαλό του, αλλά είναι και λίγο παραπονούμενος -οπότε θέλει να τον πειράξει λίγο τον δάσκαλο, να τον ξεκουνήσει- και του ξεφουρνίζω το εξής:«Έλα να  πιαστούμε αγκαζέ για λόγους κοινωνικής προβολής, να μας δει και η Τσιμισκή!»Ο άνθρωπος χαμογέλασε με τη γνωστή εγκαρτέρηση για δεύτερη φορά. Αλλά έχωτην εντύπωση ότι δεν άκουσε καλά εκείνο το «Τσιμισκή» και θα νόμιζε ότι μιλούσα για κάποια κυρία, ίσως κάποια θεία, διότι έκτοτε κάθε φορά που με βλέπει, μερωτάει: «Τι κάνει η θεία σου;». «Δόξα τω Θεώ» του απαντώ, τι να του πω; ΤηνΤσιμισκή εννοούσα όμως.  Ο Μίκης το άκουσε πιθανόν ως γυναικείο όνομα. Το γεγονός  πάντως  είναι   ότι  ο   άνθρωπος  θα  άρχισε   να   σχηματίζει  για  μένα   την εντύπωση ότι είμαι… «ούφο».

ΜΑΡΙΑ ΦΑΡΑΝΤΟΥΡΗ (τραγουδίστρια): «Ένα το χελιδόνι» για τους Μπιτλς

Ανάμεσα στους πολλούς που τραγούδησαν και ηχογράφησαν το «Αν θυμηθείς τ΄ονειρό μου» με αγγλικούς στίχους, ήταν και οι Μπιτλς. Είχα, μάλιστα, συναντήσει δύο από τους τέσσερις, στη διάρκεια της δικτατορίας, στο Λονδίνο και έπαιξα γι’ αυτούς τραγούδια του Θεοδωράκη. Καταλύτης αυτής της συνάντησης υπήρξε ο Αλέξης Μάρδας, που τους είχε γοητεύσει μια ορισμένη εποχή και ήταν πολύ κοντά τους. Εκείνος με κάλεσε μια μέρα στο στούντιο της Abbey Road. Πήγα με τον Κυριάκο Σφέτσα, που είχε φύγει στο Παρίσι με υποτροφία για σπουδές, αλλά τώρα συμμετείχε στο συγκρότημά μας.

Εκείνη την ώρα, μόνον ο Πολ Μακ Κάρτνεϊ βρισκόταν στο στούντιο όπου οι Μπιτλς ηχογράφησαν τους ιστορικούς δίσκους τους. Αργότερα ήρθαν και ο Τζον Λένον με την Γιόκο Όνο. Ήταν πολύ ευγενικοί και πολύ φιλικοί, για προσωπικότητες με τέτοια φήμη. Ρωτούσαν για την Ελλάδα, για τη δικτατορία και, όταν μού ζήτησαν να τραγουδήσω κάτι, διάλεξα το «Ένα το Χελιδόνι», που ερμήνευσα, ενώ έπαιζε πιάνο ο Κυριάκος.

ΝΙΚΟΣ ΜΩΡΑΪΤΗΣ (μουσικός): Φαντάσου μια κοπέλα…

Στην πρόβα, ο Θεοδωράκης ήταν πολύ παραστατικός. Οταν, μάλιστα, απευθυνόταν σε αλλοδαπό μουσικό, που δεν αντιλαμβανόταν ακριβώς τη σημασία της μουσικής και το βάρος του ελληνικού στίχου, μπορούσε να του πει: «Φαντάσου ότι είσαι μεμια ωραία κοπέλα και χαϊδεύεις τα μακριά, ξανθά μαλλιά της. Έτσι λυρικά πρέπεινα βγει αυτή η φράση».Ποδόσφαιρο και μουσική .Μια άλλη φορά, ήταν, νομίζω, «Το Γελαστό Παιδί» που είχε δύο ρυθμούς -ήταν 5/8και άλλαζε σε 8/8- μπερδεύοντας τους Ιταλούς μουσικούς. Τότε ο Μίκης τους το αναπαριστούσε ρυθμικά λέγοντας: «Νάπολι- Μπάρι 5/8 και μετά Νάπολι- Μπάρι-Νάπολι 8/8». Ήταν πολύ εργατικός και με μεγάλη αντοχή. Ακόμα και μετά απόώρες   πρόβας,   όταν   η   κούραση   μάς   είχε   όλους   καταβάλει,   εκείνος  συνέχιζε απτόητος. Το καλλίφωνο λιοντάρι Το χιούμορ  δεν  έλειπε   από τις   στιγμές  στο  δρόμο. Κάποτε,   στη  Νότια  Γαλλία,κάναμε πρόβα σε μια σκηνή, δίπλα σε έναν ζωολογικό κήπο. Και, ανάμεσα σε δυοτραγούδια,   ακούσαμε   ξάφνου   τον   βρυχηθμό   ενός   λιονταριού.   «Μπράβο»,αναφώνησε χαμογελώντας ο Μίκης. «Έίναι και στον σωστό τόνο!»

ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ: Περπατώντας στη λεωφόρο Θεοδωράκη .

Παρ’ όλα τα προβλήματα και τις απογοητεύσεις, εμφύλιες και εξωτερικές, ο Μίκης  δεν   έχανε   ποτέ   το   κουράγιο   και   το   χιούμορ   του,   που   είναι   ακαταμάχητο. Περπατούσαμε μια  μέρα στη λεωφόρο Λόρκα, όταν μού είπε με αγαλλίαση: Τι ωραία που νιώθω περπατώντας σ’ αυτόν ειδικά τον δρόμο…» «Τι εννοείς;» τον ρώτησα απορημένος. «Μα, για σκέψου», μού απάντησε, «να περπατούσες και εσύ στη λεωφόρο Θεοδωράκη!»

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΜΥΡΝΑΙΟΣ (ηχολήπτης): Το κοινό ήταν εκεί, μα η ορχήστρα ήταν στο δρόμο

Οκτακάναλο χρησιμοποιήσαμε για πρώτη φορά με τον Μίκη τον Αύγουστο του1975   στη   μεγαλειώδη   συναυλία   στο   στάδιο   Καραϊσκάκη.   Ήταν   μια   ιστορική βραδιά, έναν χρόνο μετά την πτώση της δικτατορίας. Χιλιάδες άνθρωποι ήρθαν,για ν’ ακούσουν σπουδαία μουσική, αλλά και για να τραγουδήσουν, να φωνάξουν,να   γιορτάσουν   την   ελευθερία   και   τη   δημοκρατία.   Ποιο   άλλο   έργο   θα   ήτανκαταλληλότερο γι’ αυτό από το «Canto General»;Φαινόταν απλό, αλλά δεν ήταν. Έπρόκειτο για μια πολυάνθρωπη και απαιτητική παραγωγή με τη Μαρία Φαραντούρη, τον Πέτρο Πανδή, την Έθνική Χορωδία της Γαλλίας, τα Κρουστά   του   Στρασβούργου,   τον   πιανίστα   Αλμπέρτο   Νόιμαν,   την Ντόρα Μπακοπούλου, τους κιθαριστές Έυάγγελο Ασημακόπουλο και Λίζα Ζώη, τηλαϊκή ορχήστρα υπό τον Γιάννη Διδίλη με τα μπουζούκια των Λάκη Καρνέζη και Χρήστου Κωνσταντίνου. Θα απήγγειλλε ο Μάνος Κατράκης. Πού θα βρίσκαμε 50 έως 60 μικρόφωνα που χρειαζόμασταν; Πολλές μέρες πριν, γύρισα όλα τα στούντιο και τα κέντρα, ακόμα και τις ταβέρνες της Πλάκας, για να τα συγκεντρώσω. Και φθάνει η μεγάλη μέρα: Είχαμε τοποθετήσει δεκάδες καρέκλες στη σκηνή και στα κατάλληλα σημεία είχαμε στήσει γερανούς με τα μικρόφωνα αναρτημένα. Ή Έθνική Χορωδία της Γαλλίας ήταν εδώ, οι περισσότεροι μουσικοί το ίδιο, όμως τα Κρουστά του Στρασβούργου; Ο κόσμος είχε γεμίσει το μεγάλο στάδιο, η συναυλία έπρεπε να ξεκινήσει,   αλλά   το   περίφημο   συγκρότημα   δεν   είχε   φθάσει   ακόμα! Κάποιοι   άρχισαν   να   σφυρίζουν   ανυπόμονα   και   μόνον   ο   Μίκης,   με   ολύμπια ψυχραιμία, προσπαθούσε να με καθησυχάσει: «Μην σε νοιάζει, θα τα βγάλουμε πέρα». Ώσπου, ξαφνικά, καταφθάνει μια τεράστια νταλίκα, μπαίνει αργά μέσα στο στάδιο   και   μαζί   της   ξεχύνεται   ένα   πλήθος   μουσικών   με   μαράκες, μαρίμπα, μπόνγκος, τεράστια τύμπανα, με ό,τι κρουστό μπορεί κανείς να διανοηθεί, και αρχίζουν   να   παίρνουν   τις   θέσεις   τους   στη   μεγάλη   σκηνή.   Μετά   από   ημίωρη καθυστέρηση, η ιστορική αυτή συναυλία μπορούσε επιτέλους να ξεκινήσει μέσα σε ένα μίγμα αποσυρόμενου πανικού και εντεινόμενου ενθουσιασμού.

ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΗΤΣΙΑΣ (τραγουδιστής):Απέναντι στη σκοπιανή προπαγάνδα

Με συγκίνηση θυμάμαι ακόμα τη συναυλία που δώσαμε το 1995 με το «ΑξιονΈστί» στο Μόντρεαλ, όπου η σκοπιανή προπαγάνδα είναι πολύ επιθετική. Ο   έχασε την ευκαιρία να μιλήσει στον Τύπο για το Μακεδονικό. Ή τόλμη του δεν έμεινε αναπάντητη. Έτσι, λίγο πριν αρχίσει η συναυλία σε ένα στάδιο χόκεϊ, με χωρητικότητα 12 χιλιάδων θεατών, μας ειδοποίησαν ότι υπάρχουν απειλές για τον ίδιο και για τη συναυλία. Τότε ο Θεοδωράκης ζήτησε να μιλήσει στο ραδιόφωνο,αναφέρθηκε στις απειλές και κατέληξε αυστηρά: «Ή συναυλία θα γίνει. Και αν θέλουν, ας έρθουν. Εκεί θα με βρουν».

ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΡΥΤΙΝΟΣ (μαέστρος): Ένα δέμα με δίσκους για τη βασίλισσα Σοφία .

Ζήσαμε   πολλές   συναυλίες με μεγάλη συγκίνηση   και   ενθουσιασμό   και,   μερικέςφορές, με απρόοπτα, όπως ήταν εκείνη, τον Ιούνιο του 1989, με το «Canto General»στο Μπιλμπάο. Την εποχή εκείνη, ο Μίκης συνέχιζε να διευθύνει την ορχήστρα. Ομως, συχνά μοιραζόμασταν αυτόν τον ρόλο, για να ξεκουράζεται. Το βράδυ της συναυλίας, μας ειδοποίησαν ξαφνικά ότι θα ερχόταν να την παρακολουθήσει και η βασίλισσα  Σοφία. Σύντομα  πληροφορηθήκαμε   ότι  δεν  επρόκειτο   μόνο  για   μια ψυχαγωγική   επιλογή.   Ή   βασίλισσα   της   Ισπανίας   δεν   είχε   ποτέ   μέχρι   τότε επισκεφθεί τη χώρα των Βάσκων και αυτή θα ήταν η πρώτη της φορά. Οντως, το βράδυ εκείνο, το θέατρο βρισκόταν υπό ασφυκτικό αστυνομικό κλοιό για   τον   φόβο   κάποιας   ενέργειας   από   την   πλευρά   των   αυτονομιστών. Βρισκόμασταν ακόμα στα παρασκήνια, όταν κατέφθασε η Σοφία συνοδευόμενη από την αδελφή της, Έιρήνη, μα ακούγαμε καθαρά τις φωνές, τα σφυρίγματα και τις αποδοκιμασίες με τις οποίες  τις  υποδεχόταν   το  κοινό, που είχε γεμίσει το θέατρο.   Το   επόμενο   λεπτό,   κατέφθασαν   αλαφιασμένοι   οι   άνθρωποι   της παραγωγής και μας παρακάλεσαν ν’ αρχίσουμε αμέσως, για να γλιτώσουν από μεγαλύτερα προβλήματα. Πράγματι, βγήκαμε στη σκηνή μαζί με την ορχήστρα, ο Πέτρος Πανδής  και   η   Σοφία   Μιχαηλίδου-   η   Μαρία   έλειπε   εκείνη   τη   φορά. Τελευταίος παρουσιάστηκε ο Μίκης.

Και, ξάφνου, όλα τα σφυρίγματα εις βάρος της βασίλισσας μετατράπηκαν σε επευφημίες για τον κορυφαίο συνθέτη.Με προσήλωση παρακολούθησε το κοινό τις μουσικές και ποιητικές χάρες του«Canto  General»   να   ξεδιπλώνονται   στο   θέατρο   και   με   τα   πιο   θερμά χειροκροτήματα επιβράβευσε, πάλι, τους εκτελεστές. Με μια έξυπνη κίνηση, λίγο πριν   αποχωρήσει   από   την   αίθουσα,   η   Σοφία   έδωσε   εντολή   να   ακουστεί   το εμβατήριο   των   Βάσκων   και   όχι   ο   βασιλικός   ύμνος,   όπως   προέβλεπε   το πρωτόκολλο.   Αυτό  καθησύχασε το  κοινό  και εκείνη γλίτωσε από περισσότερες αποδοκιμασίες.  Ομως, η ιδιαίτερη αυτή βραδιά δεν είχε ακόμα τελειώσει. Ανακουφισμένοι πια, οι υπεύθυνοι   του   θεάτρου   ήρθαν   στα   παρασκήνια   και   μας   ενημέρωσαν   ότι   η βασίλισσα  θα   ερχόταν   να   μας   χαιρετήσει.   Αφού  συνεχάρη  τον   Μίκη   και   τους άλλους καλλιτέχνες, η Σοφία είπε σε άπταιστα ελληνικά πως ήταν κρίμα που δεν μπόρεσε να έρθει και ο αδελφός της, ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος. «Ευτυχώς!»,σχολίασε αυθόρμητα ο Μίκης, δίχως εκείνη να απαντήσει.Ή Ειρήνη περηφανεύτηκε ότι μικρή είχε πάρει μαθήματα πιάνου από τη μεγάλη σολίστ Τζίνα Μπαχάουερ και η Σοφία επαναλάμβανε  πόσο ωραία ήταν αυτή η μουσική του Μίκη και μάλιστα τον ρώτησε αθώα:«Αλήθεια, έχετε γράψει και άλλα τραγούδια;». Εκείνος έμεινε για μια στιγμή εμβρόντητος, μα έπειτα της απάντησε χαμογελώντας ευγενικά: «Φυσικά, πάρα πολλά».«Τι ωραία!» συνέχισε η Σοφία. «Μπορείτε, σας παρακαλώ, να κάνετε ένα δέμα και να μου στείλετε μερικούς δίσκους;»

«Δέμα;», είπε   τότε   αμήχανα   ο   Μίκης.   «Και   πού   να   σας   το   στείλω;   Δεν   έχω ξαναστείλει δέμα σε βασίλισσα!»

Το πιο ωραίο του τραγούδι; «Τα παιδιά του Πειραιά»! Μαζί με όλα τα άλλα, ο Θεοδωράκης γνωρίζει πώς να κάνει χιούμορ και με τον εαυτό του. Πρέπει να ήταν το 1985 ή ’86, όταν μας κάλεσαν για μια συναυλία στη Λιμόζ. Φτάσαμε στο αεροδρόμιο του Ορλί, ώστε να φύγουμε κατόπιν με τρένο γιατη Λιμόζ. Πρώτα, όμως, όλο το συγκρότημα επρόκειτο να παραστεί σε μια τιμητική εκδήλωση για τον Μίκη, που είχε διοργανωθεί με πρωτοβουλία του τοπικού τότε δημάρχου,   σε   μια   αίθουσα   του   αεροδρομίου.   Καθώς   περιμέναμε   ν’   αρχίσει   η εκδήλωση,   συναντήσαμε   στην   αποβάθρα   ένα   γκρουπ   ξένων   τουριστών   που αναγνώρισε τον διάσημο Έλληνα συνθέτη, όπως, άλλωστε, συνέβαινε συχνά κατά τις   διελεύσεις   μας   στα   διεθνή   αεροδρόμια. Ενθουσιασμένοι, συγκεντρώθηκαν αμέσως γύρω του και άρχισαν να του τραγουδούν αυθόρμητα τα… «Παιδιά του Πειραιά»! Ο Μίκης γέλασε με την καρδιά του και ευχαρίστησε τους ανυποψίαστους τουρίστες. Και έπειτα στράφηκε και μου είπε: «Όταν με ρωτούν, λέω πάντα ότι αυτό είναι το πιο ωραίο μου τραγούδι!».

Πηγή: potothema.gr

Related Post