Και πώς να μην ήταν όταν το Παρίσι ήταν η πρωτεύουσα του κόσμου…
Ο αθηναϊκός τύπος αφιέρωνε κάθε Ιούλιο διθυράμβους για την μεγάλη σύμμαχο και την ιστορία της. Από τα «Αθηναϊκά Νέα» (1936), μια από τις μεγαλύτερες εφημερίδες της εποχής, αντιγράφω ένα εξαιρετικό αφιέρωμα για το γαλλικό ύμνο, την «Μασσαλιώτιδα»:
«Την 26ην Ιουνίου 1836 πέθανε σε μια πολίχνη της Γαλλίας, εις Σουαζύ-λε-Ριά, ένας λησμονημένος ποιητής, που τις τελευταίες ημέρες του τις πέρασε στη φτώχεια και την αθλιότητα. Ο Ρουζέ ντε Λίλλ. Πόσοι ξέρουν το όνομά του. Αρκεί όμως να αναφέρη κανείς την αθάνατον «Μασσαλιώτιδα», τον περίφημονύμνον για να ετοιμασθούν όλοι να τον τραγουδήσουν.
Ο αγνοημένος Ρουζέ ντε Λίλλείνε ο συνθέτης του αθανάτου ύμνου που έχει κατακτήση την καρδιά της λαϊκής μάζης και έξω της Γαλλίας, παντού όπου υπάρχουν άνθρωποι αγαπώντες της ελευθερίαν, και έτοιμοι να πεθάνουν γι’ αυτήν…
Και έχει την ιστορίαν του αυτός ο παιάν της ελευθερίας που η Γαλλία υιοθέτησε ως εθνικόν ύμνο της. Με την ιστορίαν αυτήν θ’ ασχοληθώμεν ολίγον:
Αργά την νύκτα της 24ης προς την 25ην Απριλίου του 1792 ένας έφιππος αγγελιαφόρος έφθασεν εν αγρίωκαλπασμώ από το Παρίσι, κομιστής εις τας αρχάς του Στρασβούργου της ειδήσεως της κηρύξεως του πολέμου κατά της Αυστρίας και της Πρωσίας. Η είδησιςδιεδόθηαστραπιαίως εις την πόλιν και επροκάλεσε φρενίτιδα ενθουσιασμού.
Εις το Στρασβούργον υπήρχε τότε μια δημοκρατική λέσχη της οποίας πρόεδρος ήταν ο δήμαρχος της πόλεως Φρειδερίκος ντέΝτητρίκ. Η λέσχη αυτή, που ωνομάζετο «εταιρεία των φίλων του συντάγματος», ευρίσκετο εις την πρώτηνγραμμήν των προμαχώνων των νέων, επαναστατικών ιδεών. Την πρωίαν της ιστορικής εκείνης ημέρας η δημοκρατική λέσχη ετοιχοκόλλησεν εις τας οδούς της πόλεως προκηρύξεις με το εξής περιέχομενον:
«Εις τα όπλα πολίται! Η σημαία του πολέμου υψώθη, το σύνθημα εδόθη! Εις τα όπλα! Πρέπει να πολεμήσωμεν, να νικήσωμεν ή ν’ αποθάνωμεν, εις τα όπλα πολίται! Αν επιμείνωμεν να είμεθα ελεύθεροι όλαι αι δυνάμεις της Ευρώπης θα ιδούν ν’ αποτυγχάνουν αι απαίσιαισυνωμοσίαι των. Ας τρέμουν λοιπόν οι εστεμμένοι τύραννοι! Η λάμψις της ελευθερίας θ’ ακτινοβολή για όλους τους ανθρώπους. Θ’ αποδειχθήτε άξια τέκνα της ελευθερίας, ορμήσατε δια την νίκην, διαλύσατε τους στρατούς των τυράννων! Εμπρός! Ας παραμείνωμεν ελεύθεροι μέχρι της τελευταίας μας πνοής. Όλαι μας αι ευχαί ας στρέφονται σταθερώς υπέρ της ευτυχίας της πατρίδος και ολοκλήρου της ανθρωπότητος!».
Εμπρός από μια από τας προκηρύξεις αυτάς μαζί με καμμιά πενηνταριά άλλους περίεργους, είχε σταματήση και ένας νεαρός, μετρίου αναστήματος λοχαγός του γαλλικού στρατού, που φορούσε την κυανή στολή με τα μαύρα βελούδινα πέτα του αξιωματικού του μηχανικού. Εδιάβασε το κέιμενον της προκηρύξεως. Στο κεφάλι του, σαν σαλπίσματα, αντηχούσαν οι πιο χτυπητές φράσεις του κειμένου: «Εις τα όπλα, πολίται! Εμπρός! Η σημαία… Εμπρός!… Η πατρίς…».
Ο νεαρός αξιωματικός της φρουράς του Στρασβούργου ωνομάζετοΡουζέντέΛίλλ. Το περασμένο έτος, επί τη ευκαιρία των εορτών του συντάγματος, ο δήμαρχος του Στρασβούργου Ντητρίκ του είχε αναθέση να γράψη ένα ύμνον. Γιατί ο λοχαγός εις τας ώρας της σχόλης του, έγραφε στίχους.
Ο ΡουζέντέΛίλλ έγραψε τον ύμνον και ο διεθυντής της ορχήστρας Ιγνάτιος Πλαγιέλ, συνέθεσε την μουσικήν. Ο ύμνος εκείνος ετιτλοφορείτο: «Τραγούδι της λευτεριάς!»
Ο ΡουζέντέΛίλλεδιάβασε και ξαναδιάβασε την προκήρυξιν. Ύστερα απεμακρύνθη. Αλλά μέσα στο κεφάλι του στριφογύριζαν κι’ όλας οι δύο πρώτοι στίχοι ένος νέου πατριωτικού τραγουδιού που είχενεμπνευσθή: «Εμπρός παιδιά της πατρίδος, η ημέρα της δόξης έφθασε».
Το βράδυ της ίδιας ημέρας ο Ρουζέ ντε Λίλλεκαλείτο εις γεύμα στο σπίτι του δημάρχου, με την οικογένειαν του οποίου είχε σχέσεις από τότε που με το «τραγούδι της λευτεριάς» που είχε στιχουργήση κατά παραγγελίαν του δημάρχου, εκέρδισε τας πρώταςφιλολογικάςδάφνας του.
Το γεύμα εκείνο της 25ης Απριλίου 1792 στο φιλόξενο σπίτι του δημάρχου Ντητρίκ στάθηκε ιστορικό. Ο δήμαρχος εξέφρασε την ικανοποίησίν του για τον ενθουσιασμόν που είχε προκαλέση εις τους κατοίκους η πολεμική προκήρυξις. Είχε συγκροτηθή και διαδήλωσις και αναφερόμενος εις αυτήν ο δήμαρχος Ντητρίκείπεν ότι οι διαδηλωταί τραγουδούσαν το επαναστατικόν τραγούδι «σάιρά» (θα τα βγάλωμε πέρα).
Παρεπονέθη όμως ότι δεν υπήρχεν άλλο τραγούδι για να το τραγουδή ο λαός. Και ανεκοίνωσεν ότι από της επαύριον κι’ όλαςεσκέπτετο να προκηρύξηδιαγωνισμόν δια την υποβολήν ενός νέου πατριωτικού τραγουδιού ανταποκρινόμενου εις τον ενθουσυασμόν που είχε προκαλέση εις τα λαϊκά πλήθη η κήρυξις του πολέμου, ένα τραγούδι που θα εχρησίμευεν ως εμβατήριον εις την στρατιάν του Ρήνου που θα είχε ν’ αποκρούση τους συνησπισμένους αντιδραστικούς εχθρούς. Τότε η σύζυγος του δημάρχου έσκυψε και εψιθύρισε στον νεαρόνλοχαγόνΡουζέντέΛίλλ που εκάθητο πλάι της στο τραπέζι: «Να μια ευκαιρία να μας χαρίσετε άλλη μια φορά ωραίους στίχους…». Η κυρία Ντητρίκ, όπως και ο σύζυγός της αγαπούσαν την ποίησιν και την μουσικήν.
Επλησίαζαν μεσάνυκτα όταν ο λοχαγός ΡουζέντέΛίλλ γύρισε στο δωμάτιο που κρατούσε στο υπ’ αριθμόν 28 σπίτι της σκοτεινής οδού ντέ λα Μαζάνζ. Δεν είχε ύπνο. Στο μυαλό του στριφογύριζαν στροφές τραγουδιού. Πήρε ένα μολύβι και εσημείωσε: «Εμπρός, πιδιά της πατρίδος, η ημέρα της δόξης έφθασε…» τις δύο στροφές που έξαφνα του είχενεμπνεύση το πρωί η ανάγνωσις της προκηρύξεως. Και αυτήν την φοράν η έμπνευσις ήταν άσβεστος. Η μια στροφή διεδέχετο την άλλη. Ύστερα ευχαριστημένος αλλά και κουρασμένος έπεσε να κοιμηθή.
Το πρώτο πράγμα που έκανε το πρωί της επαύριον μόλις ξύπνησε, ήταν να ρίξη ένα βλέμμα στους στίχους του. Του φάνηκαν φτερωτοί! Ήθελαν μουσική, υπηγόρευαν, θα έλεγε κανείς, από μόνοι τους την μουσική που τους ταίριαζε. Στον τοίχο ήταν ένα παληό βιολί. Ο ΡουζέντέΛίλλ το ξεκρέμασεν. Άρχισε να συνθέτη μουσική για τους στίχους του.
Σε λίγο ήταν στο σαλόνι του δημάρχου Ντητρίκ. Ο δήμαρχος ηπόρησε που τον είδε τόσον πρωϊ.
-Συμβαίνει τίποτε κύριε λοχαγέ; Τον ηρώτησε.
-Σας φέρω το άσμα για τον στρατό του Ρήνου που ζητήσατε χθές!
Ο δήμαρχος ενεθουσιάσθη. Εκάλεσε τον λοχαγό για το βράδυ και έστειλε πρόσκλησι και σ’ όλους όσους είχε στο τραπέζι του την περασμένη νύκτα. Το βράδυ μετά το φαγητόνεπέρασαν στο σαλόνι. Μια ανεψιά του δημάρχου κάθισε στο πιάνο. Και με την καθαρή, μελωδική φωνή του, μια θερμή φωνή τενόρου, ο Ντητρίκήρχισε να τραγουδή το άσμα του ΡουζέντέΛίλλ: «Εμπρός παιδιά της πατρίδος! Η ημέρα της δόξης έφθασε!»
Ήταν η νύκτα της 26ης Απριλίου 1792. Στον κόσμοηκούοντο για πρώτη φορά οι αθάνατες στροφές της Μασσαλιώτιδος.
Εις την στρατιωτικήνπαρέλασιν που έγινεν την Κυριακήν η στρατιωτική μπάντα έπαιξε το νέο τραγούδι.
Πέρασαν τέσσαρες μήνες… Τις τελευταίες ημέρες του Αυγούστου του 1792 ένας φτωχικά ντυμένος, συνοδευόμενος από ένα αγόρι που του εχρησίμευε για οδηγός, περνούσε από ένα στενό και βραχώδες φαράγγι εις τα περίχωρα του Ριμπωβίλλς. Ήταν ο τέως λοχαγός ΡουζέντέΛίλλ που είχενεκδιωχθή των τάξεων του στρατού γιατί δεν ήθελε να προσχωρήσηείς ό τι ωνόμαζε «καταστροφήν της 10ς Αυγούστου». Αυτοεξόριστος, είχε πάρη τα βουνά. Η μικρή φιλική συντροφιά του Στρασβούργου είχε διασκορπισθή. Ο τέως λοχαγός περιεπλανάτο στην Αλσατία πριν ξαναυρή τον δρόμον του.
Ο μικρός ορεσίβιος που τον συνόδευε, κουρασμένος, τραγουδούσε διάφορα τραγούδια για να φτερώνη το βήμα των. Έξαφνα με δυνατή φωνή τραγούδησεν: «Εμπρός παιδιά της πατρίδος, η ημέρα της δόξας έφθασε!».
Ο ΡουζέντέΛίλλεκπληκτος και με βαθειά συγκίνησιν τον σταμάτησεν.
-Τι είνε αυτό που τραγουδάς, παιδί μου;
-Το τραγούδι των Μαρσεγιέζων, την «Μασσαλιώτιδα». Δεν το ξέρετε;
-Πως δεν το ξέρω, αλλ’ αυτό το τραγούδι έγινε στο Στρασβούργο, γιατί το λέτε «Μασσαλιώτιδα»;
-Τι λέτε κύριε! Κάνετε λάθος! Αυτό το τραγούδι το έφεραν στο Παρίσι οι Μαρσεγιέζοι και τώρα τραγουδιέται στο Παρίσι! Εγώ τους είδα τους Μαρσεγιέζους γιατί ο πατέρας μου με έιχεπάρη και είχαμε πάη στο Παρίσι.
Έτσι ο ΡουζέντέΛίλλεπληροφορείτο υπό ποίο όνομα το τραγούδι του είχε γίνη δημοφιλές, ύμνος της δημοκρατίας».
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Διαβάστε κι άλλες ιστορίες για την Παλιά Αθήνα στην ιστοσελίδα www.paliaathina.com