Μέγας Κωνσταντίνος: Ένας αυτοκράτορας Άγιος και οι «σκοτεινές» πλευρές του

Γεννήθηκε στη Ναϊσό της Μοισίας (σημ. Νις της Σερβίας). Για το πότε, υπάρχει διχογνωμία. Οι πιο πρόσφατες απόψεις ιστορικών συγκλίνουν στο ότι γεννήθηκε το 274. Παλαιότερα, αναφερόταν ως έτος γέννησής του το 280 ή και το 284.

Πατέρας του ήταν ο Κωνστάντιος ο Χλωρός, διοικητής των πραιτοριανών του αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού και μητέρα του η, μετέπειτα Αγία, Ελένη, από το Δρέπανο της Βιθυνίας. Και για την Αγία Ελένη υπάρχει διχογνωμία. Αναφέρεται ως κόρη ιδιοκτήτη πανδοχείου ή μια απλή κοπέλα που εργαζόταν σε πανδοχείο. Αλλού γράφεται ότι ήταν παλλακίδα (ερωμένη) του Κωνστάντιου και αλλού ότι ήταν σύζυγός του, την οποία όμως υποχρεώθηκε να χωρίσει (293), καθώε ανέβαινε στα ψηλά αξιώματα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και να παντρευτεί την ανιψιά του Αυγούστου της Δύσης Μαξιμιανού, Θεοδώρα. Ωστόσο, η σχέση της με τον γιο της, Κωνσταντίνο, παρέμεινε άρρηκτη ως το θάνατό της.

 

Τα νεανικά χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου 


Στα πρώτα χρόνια της ζωής του, ο Μέγας Κωνσταντίνος έζησε κοντά στον πατέρα του, λαμβάνοντας εξαιρετική μόρφωση.

Στη συνέχεια, παρέμεινε στην Αυλή του Διοκλητιανού στην Ανατολή ως εγγυητής της πιστότητας του πατέρα του. Εκεί συνέχισε τις σπουδές του, ενώ παράλληλα εντάχθηκε στις τάξεις του ρωμαϊκού στρατού ως τριβούνος και πήρε μέρος σε αρκετές εκστρατείες στις οποίες και διακρίθηκε. Ξεχώριζε για το εντυπωσιακό του παράστημα, τις φυσικές του δεξιότητες, τις διοικητικές του ικανότητες και την ευγένειά του.

Ο Διοκλητιανός είχε καθιερώσει ως σύστημα διακυβέρνησης της αχανούς αυτοκρατορίας τις τετραρχίες. Έτσι, όταν το 305 αποφάσισε να παραιτηθεί όπως και ο Μαξιμιανός, ένας από τους «Τετράρχες», ο Κωνστάντιος ο Χλωρός ανέβηκε στο αξίωμα του Αυγούστου, αναλαμβάνοντας τη διοίκηση του Δυτικού τμήματος της Αυτοκρατορίας με έδρα την πόλη Treves (Τρέβηρα) της Γαλατίας (σημ. Τριρ της Γερμανίας). Ο Μέγας Κωνσταντίνος επισκέφθηκε τότε τον πατέρα του στη Μ. Βρετανία, όπου είχε εκστρατεύσει. Ο Κωνστάντιος εντυπωσιάστηκε από την ραγδαία πρόοδο του γιου του (καθώς είχε να τον δει αρκετά χρόνια). Ωστόσο, στις 7 Ιουλίου του 306, ο Κωνστάντιος πέθανε στο Eboracum (Εβόρακο), σημ. Γιορκ και τα ρωμαϊκά στρατεύματα της Βρετανίας επευφήμησαν τον Κωνσταντίνο ως αυτοκράτορα.

Το παράδειγμά τους ακολούθησαν και οι άλλες στρατιωτικές δυνάμεις, που αναγόρευσαν Αύγουστο στη Ρώμη τον Μαξέντιο, γιο του Μαξιμιανού, ενώ τι Νοέμβριο του 307 αναδείχθηκε Αύγουστος και ο έμπιστος αξιωματικός του Γαλέριου, Λικίνιος. Τον ίδιο χρόνο, ο Μέγας Κωνσταντίνος χώρισε τη σύζυγό του Μινερβίνα (κατ’ άλλους παλλακίδα του), από την οποία είχε αποκτήσει τον Κρίσπο και παντρεύτηκε την κόρη του Μαξιμιανού και αδελφή του Μαξεντίου, την όμορφη Φαύστα.
Μετά από μια σειρά συγκρούσεων ανάμεσα σε Αυγούστους και Καίσαρες, το 308, τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διοικούσαν 5 Αύγουστοι. Η μεταξύ τους σύγκρουση ήταν πλέον αναπόφευκτη.

Οι μάχες του Μεγάλου Κωνσταντίνου από το 310 ως την απόλυτη επικράτησή του (324)
Αρχικά, ο ηλικιωμένος αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός προσπάθησε να εκθρονίσει τον γιο του Μαξέντιο με την βία. Δεν τα κατάφερε, όμως, και κατέφυγε στον γαμπρό του, Κωνσταντίνο, ο οποίος τον υποδέχτηκε με μεγάλη εγκαρδιότητα. Κατά τη διάρκεια εκστρατείας του Κωνσταντίνου εναντίον των Φράγκων (310), ο Μαξιμιανός αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας. Η Φαύστα, όμως, ειδοποίησε τον σύζυγό της, ο οποίος κατόρθωσε να νικήσει τον Μαξιμιανό και να τον αιχμαλωτίσει στη Μασσαλία. Μάλιστα, για χάρη της Φαύστας, κόρης του Μαξιμιανού, θυμίζουμε, τον συγχώρησε, αφαιρώντας του όμως την προφύρα και τις τιμές που αποδίδονταν σε αυτοκράτορες.

Όμως ο Μαξιμιανός δεν συνετίστηκε και προσπάθησε να δολοφονήσει τον Κωνσταντίνο ενώ κοιμόταν. Ενημέρωσε και πάλι την Φαύστα, όμως, η οποία αποκάλυψε τα πάντα στον Μ. Κωνσταντίνο. Ο Μαξιμιανός συνελήφθη και λίγο αργότερα βρέθηκε απαγχονισμένος στο δωμάτιό του. Ο Κωνσταντίνος υποστήριζε σταθερά ότι ο πεθερός του αυτοκτόνησε. Ίσως όμως να έδωσε εντολή να τον σκοτώσουν, μετά από παρότρυνση της Φαύστας, αν κρίνουμε από την όλη στάση της στη διαμάχη των δύο ανδρών.

Επόμενος αντίπαλός του Κωνσταντίνου ήταν ο κουνιάδος του, Μαξέντιος. Τον Σεπτέμβριο του 312, έγινε κύριος της Βόρειας Ιταλίας και στη συνέχεια κινήθηκε προς τη Ρώμη, έδρα του Μαξεντίου.

Η κρίσιμη μάχη δόθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 312 στη Μιλβία γέφυρα του Τίβερη, έξω απ’ τη Ρώμη. Την παραμονή της μεγάλης μάχης, σύμφωνα με μεταγενέστερες πηγές, ο Μέγας Κωνσταντίνος είδε στον ουρανό με φωτοειδείς ακτίνες το χριστιανικό σύμπλεγμα ΧΡ, σε ανάπτυξη σταυρού με τη φράση «εν τούτω νίκα» (θα αναφερθούμε σε αυτό εκτενώς στη συνέχεια).

Η μάχη στη Μιλβία γέφυρα έληξε με θρίαμβο του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Μαξέντιος πιθανότατα πνίγηκε στον Τίβερη μαζί με πολλούς στρατιώτες του, ενώ ο υπόλοιπος στρατός του αποδεκατίστηκε και διαλύθηκε. Στην αναμνηστική για τη νίκη αψίδα που ανεγέρθηκε το 315, αναγράφηκε ότι η νίκη ήταν καρπός «θείας εμπνεύσεως». Με τη νίκη του αυτή ο Μέγας Κωνσταντίνος έγινε ο αδιαφιλονίκητος κύριος της Δύσης και δημιούργησε νέες προοπτικές για την αυτοκρατορία, αξιοποιώντας το χριστιανικό στοιχείο της Δύσης στον στρατό του.
Το 313, με τις Αποφάσεις των Μεδιολάνων, κατοχυρώθηκε η αρχή της ανεξιθρησκίας και της θρησκευτικής ελευθερίας. Το έδαφος είχε προετοιμαστεί από το 311 με το διάταγμα του Γαλέριου για το σταμάτημα των διωγμών των Χριστιανών.

Με τον θάνατο του Μαξιμίνου (313) ολοκληρώθηκε η απόλυτη κυριαρχία του Λικίνιου στην Ανατολή. Η συμμαχία Κωνσταντίνου – Λικινίου επισφραγίστηκε με τον γάμο της αδελφής του, Κωνσταντίας, με τον Λικίνιο.

Από το 314, όμως, άρχισαν οι συγκρούσεις ανάμεσα στους δύο συμμάχους στο Ιλλυρικό. Την 1η Μαρτίου 317, ο Μέγας Κωνσταντίνος εισήλθε θριαμβευτικά στη Σαρδική (Σόφια) και ανακήρυξε Καίσαρα τον γιο του από τη Μινερβίνα, Κρίσπο, αργότερα δε και τον γιο του από τη Φαύστα, Κωνσταντίνο, όπως επίσης και τον γιο του Λικινίου, Λικινιανό. Σταδιακά, άρχισε η στροφή των Χριστιανών της Ανατολής υπέρ του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο οποίος το 322, μετά το νικηφόρο πόλεμο εναντίον των Σαρματών, κατέβηκε ανεμπόδιστος ως τη Μακεδονία. Ο Λικίνιος θορυβήθηκε και αποφάσισε να αλλάξει ρτην πολιτική του απέναντι στους Χριστιανούς, αφαιρώντας τις ελευθερίες τους και απαγορεύοντας τις συνοδικές τους συνελεύσεις (323).

Το 323, ο Μέγας Κωνσταντίνος εισέβαλε στη Θράκη με πρόσχημα την εξουδετέρωση των Γότθων και ο Λικίνιος άρχισε να προετοιμάζεται για την τελική σύγκρουση. Στη μάχη της Αδριανούπολης (Ιούλιος 324), ο Λικίνιος ηττήθηκε και αναγκάστηκε να κλειστεί στην οχυρωμένη πόλη του Βυζαντίου. Ο στόλος του νικήθηκε από τον στόλο του Κωνσταντίνου, που είχε ως αρχηγό το γιο του Κρίσπο και κατέφυγε στη Μικρά Ασία. Νικήθηκε όμως στη Χρυσούπολη και αιχμαλωτίστηκε στη Νικομήδεια. Σώθηκε μετά την παρέμβαση της συζύγου του, αδελφής του Κωνσταντίνου και τέθηκε υπό περιορισμό στη Θεσσαλονίκη. Εκεί θανατώθηκε, κατά μια εκδοχή μετά από ετυμηγορία της Συγκλήτου, που τον καταδίκασε για παραβιάσεις των συμφωνιών του.

Πλέον, ο Μέγας Κωνσταντίνος από το 324 ήταν ο μοναδικός και αναμφισβήτητος ηγέτης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Έλαβε μια σειρά από μέτρα, διοικητικού χαρακτήρα, τα οποία ήταν τα εξής :

i) αποκατέστησε την ενότητα της αυτοκρατορικής εξουσίας και τον φορέα της, καταργώντας τον θεσμό των Αυγούστων και των Καισάρων που είχε καθιερώσει ο Διοκλητιανός και περιορίζοντας τον ρόλο της Συγκλήτου
ii) απολυτοποίησε την αυτοκρατορική αυθεντία με την καθιέρωση της κληρονομικής διαδοχής στον θρόνο
iii) εξουδετέρωσε τη συγκέντρωση των εξουσιών κάθε επαρχίας ή επαρχότητας σε ένα πρόσωπο, στον έπαρχο του πραιτορίου (praefectus praetorio), με τον κάθετο διαχωρισμό της πολιτικής από τη στρατιωτική εξουσία σε όλα τα διοικητικά επίπεδα
iv) ανέπτυξε με σειρά μέτρων την ευρύτητα των δικαιοδοσιών του αυτοκράτορα και ανέπτυξε όλες τις υπηρεσίες του Παλατιού σε όλους τους τομείς της δημόσιας διοίκησης.

Εκτός από τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις, ο Κωνσταντίνος προχώρησε και σε οικονομικές μεταρρυθμίσεις, για την ανάκαμψη της παραπαίουσας οικονομικά αυτοκρατορίας.

Εγκατέλειψε τη νομισματική πολιτική του Διοκλητιανού. Έκοψε νέο νόμισμα, τον σόλιδο (solidus), στη βάση του 1/72 της λίτρας χρυσού, ενώ παράλληλα ενίσχυσε συστηματικά την αγορά χρυσού από την Αφρική και την αναδιοργάνωση των οικονομικών υπηρεσιών της αυτοκρατορίας. Οι τεράστιες ποσότητες χρυσού που μπήκαν στα ταμεία του κράτους έκαναν τον σόλιδο, γνωστό και ως υπέρπυρο, το ισχυρότερο νόμισμα στη διεθνή αγορά ως τα τέλη του 11ου αιώνα. Η επιτυχία των οικονομικών μεταρρυθμίσεων του Κωνσταντίνου διευκόλυνε και την άσκηση κοινωνικής πολιτικής.

Η μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη

Μία από τις σημαντικότερες αποφάσεις του Κωνσταντίνου ήταν αναμφίβολα η μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη.
Η τελετή του «πολισμού» (θεμελίωσης) της πόλης έγινε στις 8 Νοεμβρίου 324. Τον ίδιο χρόνο άρχισαν να χτίζονται και τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, την έκταση των οποίων χάραξε ο ίδιος ο Κωνσταντίνος. Η νέα πόλη κοσμήθηκε από τον αυτοκράτορα με μεγαλοπρεπή δημόσια κτίρια, ιππόδρομο και κεντρική πλατεία, τον «φόρον» του Κωνσταντίνου.

Τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης έγιναν στις 11 Μαΐου του 330. Η παλιά τοπική Βουλή αντικαταστάθηκε με Σύγκλητο, ενώ από το 332 άρχισε να παρέχεται και στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης δωρεάν σιτάρι, όπως γινόταν και για τους κατοίκους της Ρώμης. Η πόλη αποσπάστηκε από τη διοίκηση της Θράκης και τέθηκε υπό την αρχή ανθύπατου.

Ποιοι ήταν όμως οι λόγοι που ώθησαν τον Μέγα Κωνσταντίνο στη μεταφορά της πρωτεύουσας;
Όπως είναι γνωστό, η Κωνσταντινούπολη βρίσκεται στη θέση του Βυζαντίου, αρχαίας αποικίας των Μεγαρέων. Η τοποθεσία αυτή είναι στρατηγικής σημασίας, στο σταυροδρόμι των δύο ηπείρων, που ένωνε τη Μεσόγειο με τον Εύξεινο Πόντο και ήταν το σημείο όπου κατέληγαν οι μεγάλες χερσαίες οδοί της Ευρώπης και της Ασίας.

Η πόλη βρισκόταν κοντά σε περιοχές εκτεθειμένες σε βαρβαρικές επιδρομές, στην περιοχή του ρου του Δούναβη και τις ανατολικές επαρχίες, όπου η περσική απειλή ήταν διαρκής.
Τέλος, ο Κωνσταντίνος πίστευε ότι η Ρώμη ήταν στενά συνδεδεμένη με την παλαιά θρησκεία και τον αρχαίο πνευματικό κόσμο. Δεν μπορούσε πλέον να στηρίξει τη στροφή του προς τον Χριστιανισμό, που ήταν διαδεδομένος κυρίως στην Ανατολή. Άλλωστε, οι ανατολικές επαρχίες ήταν πολύ πιο ανεπτυγμένες οικονομικά από τις υπόλοιπες.

Τα τελευταία χρόνια του Κωνσταντίνου – Ο θάνατός του

Ο Κωνσταντίνος υπήρξε ένας εξαίρετος στρατιωτικός, όπως είδαμε σε πολλά σημεία του άρθρου.

Τις πολεμικές του ικανότητες συνέχισε να τις δείχνει και από το 324 που έγινε απόλυτος κυρίαρχος της αυτοκρατορίας. Αρχικά, ολοκλήρωσε τα οχυρωματικά έργα στα βόρεια σύνορα, ενώ το 328 οργάνωσε από τους Τρεβήρους (σημ. Τριρ) νικηφόρα στρατιωτική επιχείρηση εναντίον των Αλαμανών.

Ο γιος του, Καίσαρας Κωνσταντίνος, εκδίωξε τους Γότθους από τη Μοισία και τελικά πέρα από τον Δούναβη (Απρίλιος 332). Με τη συνθήκη που υπογράφτηκε στη συνέχεια, οι Γότθοι υποχρεώθηκαν να προστατεύουν τα σύνορα του Δούναβη και να παρέχουν στρατιωτική βοήθεια στην Αυτοκρατορία, παίρνοντας ως αντάλλαγμα διάφορα εφόδια. Στην Ανατολή, ο Κωνσταντίνος επενέβηκε στις υποθέσεις της Αρμενίας, μετά την αιχμαλωσία του Χριστιανού Αρμένιου βασιλιά Αρσάκη Β’ από τους Πέρσες (334), διορίζοντας ως νέο βασιλιά τον ανιψιό του, Αννιβαλιανό, ο οποίος παντρεύτηκε την πρωτότοκη κόρη του Κωνσταντίνου, Κωνσταντία, έδιωξε τους Πέρσες από τα αρμενικά εδάφη και αποκατέστησε την ειρήνη.

Ωστόσο, το 337 ο Πέρσης μονάρχης Σαπώρης Β’ απαίτησε ο ρωμαϊκός στρατός να εγκαταλείψει την Αρμενία και ο Κωνσταντίνος κήρυξε τον πόλεμο κατά των Περσών. Στη διάρκεια όμως των πολεμικών προετοιμασιών, αρρώστησε και πέθανε σε προάστιο της Νικομήδειας, όπου είχε πάει για ιαματικά λουτρά (22 Μαΐου 337). Η σορός του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ενταφιάστηκε στο ναό των Αγίων Αποστόλων, όπου η λάρνακά του τοποθετήθηκε μεταξύ των δώδεκα σαρκοφάγων των μαθητών του Χριστού, ως δέκατη Τρίτη, γιατί θεωρήθηκε από την Εκκλησία ως «ισαπόστολος».

Ο Μέγας Κωνσταντίνος και το «Εν τούτω νίκα» – Η στάση του προς τον Χριστιανισμό
Αναμφίβολα, η συμβολή του Μεγάλου Κωνσταντίνου στην επικράτηση και διάδοση του Χριστιανισμού, ήταν τεράστια. Πώς όμως και γιατί ευνόησε τον Χριστιανισμό;

Ο Μέγας Κωνσταντίνος ως το τέλος της ζωής του δεν ήταν Χριστιανός, αλλά όπως και ο πατέρας του, «έκλινε» προς τον ενοθεϊσμό και λάτρευε ως ύψιστο θεό τον Ήλιο (Απόλλωνα) και τη θεά Νίκη με σαφή συγκρητιστική ελευθερία. Ο πατέρας του, Κωνστάντιος ο Χλωρός, αψηφούσε πάντα τα διατάγματα εναντίον των Χριστιανών και ποτέ δεν τους ενόχλησε ούτε τους καταδίωξε. Η μητέρα του, Ελένη, ήταν πιθανότατα Χριστιανή και είχε επξηρεάσει βαθύτατα τον γιο της (Ευσέβιος).

Το 303, ενώ ζούσε στην Αυλή του Διοκλητιανού, ένας φοβερός κεραυνός κατέκαψε το παλάτι του αυτοκράτορα (Ευσέβιος). Ο Κωνσταντίνος το θεώρησε θεϊκό σημάδι, καθώς ο Διοκλητιανός είχε εξαπολύσει άγριους διωγμούς εναντίον των Χριστιανών και θεώρησε τον κεραυνό ως εκδίκηση του Θεού.

Το κομβικό γεγονός, όμως, που άλλαξε τη ζωή του Κωνσταντίνου ήταν το όραμα που είδε την παραμονή της μάχης στη Μίλβια (η Μουλβία κατ’ άλλους) γέφυρα (Οκτώβριος 312). Ας δούμε τι γράφουν οι ιστορικοί της εποχής, ο Λακτάντιος και ο Ευσέβιος.

Ο Λακτάντιος υποστηρίζει πως ο Κωνσταντίνος είδε το όραμα «κατ’ όναρ», τη νύχτα πριν τη μάχη, ενώ ο Ευσέβιος έγραψε πως το είδε στον ουρανό με το φως της ημέρας, με όλο τον στρατό του σαν μάρτυρες. Ο Λακτάντιος δεν κάνει καμιά αναφορά στην επιγραφή «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ», την οποία αναφέρει ο Ευσέβιος.

Η περιγραφή του Ευσέβιου για το όραμα του Κωνσταντίνου είναι σύμφωνη μ’ ένα ουράνιο φαινόμενο γνωστό ως «ηλιακή άλως». Προκαλείται από την πτώση κρυστάλλου πάγων επί των ηλιακών ακτίνων και μπορεί να εμφανιστεί είτε σαν δακτύλιος ή δακτύλιοι φωτός γύρω από τον Ήλιο, είτε σαν φωτεινός σταυρός επικεντρωμένος γύρω από τον Ήλιο.

Ο Λακτάντιος ήταν παιδαγωγός του Κωνσταντίνου και έγραψε την αφήγησή του γύρω στο 320, ενώ ο Ευσέβιος ήταν Χριστιανός επίσκοπος, έγραψε την αφήγησή του γύρω στο 330 και διαβεβαιώνει πως όσα έγραψε, του τα αφηγήθηκε ενόρκως ο ίδιος ο Κωνσταντίνος.
Από το 310 φαίνεται ότι ξεκίνησε φανερά η μεταστροφή του Κωνσταντίνου προς τον Χριστιανισμό. Μετά τη μάχη στη Μιλβία γέφυρα, αυτό έγινε πιο ξεκάθαρο. Με το Διάταγμα των Μεδιολάνων αποφασίστηκε η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και η απόδοση της εκκλησιαστικής περιουσίας που είχε δημευτεί. Δεν φαίνεται ότι υπογράφτηκε συγκεκριμένο διάταγμα αναγνωρισης του Χριστιανισμού, όπως πιστευόταν παλαιότερα. Η μέριμνα του Κωνσταντίνου για τη νέα θρησκεία εντάθηκε μετά την οριστική νίκη επί του Λικινίου. Πρωταρχικό του μέλημα υπήρξε η αποκατάσταση της ενότητας της Εκκλησίας, που αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα από τις αιρέσεις (τον Δονατισμό στη Βόρεια Αφρική αλλά, κυρίως, τον Αρειανισμό).

Για τον σκοπό αυτό συγκάλεσε την Α’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας (325), στην οποία προήδρευσε αν και ακόμα δεν είχε βαπτιστεί Χριστιανός. Η σύνοδος αυτή καταδίκασε τον Άρειο και τους αρειανιστές, όρισε τη μέρα εορτασμού του Πάσχα και συνέταξε τα εφτά πρώτα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως («Πιστεύω»). Πάντως, το χάσμα μεταξύ των Χριστιανών δεν έκλεισε. Όσοι αρνούνταν να υιοθετήσουν την ορθοδοξία που είχε καθοριστεί στη Νίκαια, πλήρωσαν τις αιρετικές πεποιθήσεις τους με αίμα. «Περισσότεροι Χριστιανοί πέθαναν στα χέρια των Χριστιανών, κατά τη διάρκεια των εβδομήντα πέντε χρόνων που ακολούθησαν τη Σύνοδο της Νίκαιας, από αυτούς που πέθαναν σαν μάρτυρες στα σχεδόν τριακόσια χρόνια των ρωμαϊκών διωγμών (Ramsay MacMullen, “Christianity and Paganism in the Fourth to Eight Centuries”, 1997).

O Κωνσταντίνος εξακολουθούσε να φέρει τον ειδωλολατρικό τίτλο του ύπατου αρχιερέα (pontifex maximus), τον οποίο έφεραν και οι διάδοχοί του ως το 379. Λίγο πριν το θάνατό του, ζήτησε από τον Ευσέβιο της Νικομήδειας, τον κατεξοχήν υπερασπιστή των θέσεων των αρειανιστών στη Νίκαια, να τον βαφτίσει Χριστιανό… Μια από τις ειρωνείες της ιστορίας.
Την εποχή που ο Μέγας Κωνσταντίνος υιοθέτησε τον Χριστιανισμό, οι Χριστιανοί υπολογίζεται ότι ήταν 2,5-5 εκατομμύρια, στο σύνολο των 50-60 εκατομμυρίων κατοίκων της Αυτοκρατορίας.

Δεν φαίνεται ότι ο Κωνσταντίνος στράφηκε προς τον Χριστιανισμό από ψυχρό πολιτικό υπολογισμό αλλά αυτό έγινε λόγω της προσωπικής βιωματικής του πορείας και των μεταφυσικών του αναζητήσεων.

Ο πρώτος ναός, που ο ίδιος οικοδόμησε στη νέα πρωτεύουσα, ήταν αφιερωμένος στην «του Θεού Σοφίαν». Κατάργησε τις μονομαχίες, εξαίρεσε τους Χριστιανούς κληρικούς από τις κοπιώδεις υποχρεωτικές δημόσιες υπηρεσίες και θέσπισε αυστηρούς νόμους για την απαγωγή και διαφθορά παρθένων. Δεν πήρε μέτρα εναντίον των ειδωλολατρών. Μόνο απαγόρευσε τις νυχτερινές θυσίες και προχώρησε στο κλείσιμο ναών όπου γίνονταν κολάσιμες πράξεις, όπως εκείνον της Αφροδίτης στον Άφακα, όπου εκπορνεύονταν γυναίκες αλλά και «άνδρες γύνιδες»…



H σκοτεινή πλευρά του Αυτοκράτορα – Άγιου…

 

Ο Μέγας Κωνσταντίνος κατηγορήθηκε για τις δολοφονίες πολλών συγγενικών του προσώπων.
Ο Βλάσης Φειδάς τις αποδίδει στη «σκληρότητα του χαρακτήρα του και το ευμετάβολο των διαθέσεών του, που υπήρξαν οπωσδήποτε οι ασθενείς πλευρές της ηθικής του προσωπικότητας…».

Και οι ίδιοι όμως οι συγγραφείς της εποχής αλλά και οι μεταγενέστεροι, διαφωνούν μεταξύ τους.

Αναφερθήκαμε στον πεθερό του, πατέρα της Φαύστας, Μαξιμιανό. Ο Λακτάντιος επιβεβαιώνει την εκδοχή ότι αυτοκτόνησε, άλλοι όμως θεωρούν ότι δολοφονήθηκε μετά από εντολή του Κωνσταντίνου.

Στον Λικίνιο, ο Κωνσταντίνος χάρισε τη ζωή δύο (ή τρεις κατ’ άλλους φορές), κυρίως λόγω των παρεμβάσεων της ετεροθαλούς αδελφής του, Κωνσταντίας, συζύγου του Λικινίου. Τελικά ο Λικίνιος σκοτώθηκε από εξαγριωμένους στρατιώτες ή δολοφονήθηκε (μετά από εντολή του Κωνσταντίνου;) .

Ο Βασσιανός ήταν επίσης γαμπρός του Κωνσταντίνου, καθώς είχε παντρευτεί άλλη ετεροθαλή αδελφή του, την Αναστασία. Συνωμότησε όμως εναντίον του Κωνσταντίνου, δικάστηκε και εκτελέστηκε για προδοσία.

Ο Ευτρόπιος, ο Ιερώνυμος και ο Αμμιανός, κατηγορούν τον Κωνσταντίνο ότι μαζί με τον Λικίνιο σκότωσε και τον, εντεκάχρονο τότε, γιο του, Λικινιανό. Ποιοι όμως λόγοι θα έκαναν τον Κωνσταντίνο να διατάξει τη δολοφονία ενός εντεκάχρονου παιδιού; Θέμα διαδοχής δεν υπήρχε, καθώς ο Κωνσταντίνος είχε μόνο από τη Φαύστα, τρεις διαδόχους. Ο ιστορικός Otto Seeck αναφέρει πως ο Λικινιανός ζούσε το 336, οπότε και ήταν εικοσάχρονος (τουλάχιστον).
Οι δύο δολοφονίες που πιθανότατα έγιναν με εντολή του Κωνσταντίνου, ήταν του γιου του, Κρίσπου, και της συζύγου του, Φαύστας.

Γράφει σχετικά ο εχθρικά διακείμενος προς τον Κωνσταντίνο, ιστορικός Ζώσιμος :

«Επειδή υποψιάστηκε τον γιο του Κρίσπο – ο οποίος, όπως προανέφερα, είχε αξιωθεί να γίνει Καίσαρας – ότι είχε ερωτικές σχέσεις με τη μητριά του, Φαύστα, τον σκότωσε χωρίς καν να λογαριάσει τον φυσικό νόμο της συγγένειας που τους συνέδεε (326). Και επειδή η μητέρα του Κωνσταντίνου, Ελένη, υπέφερε πολύ με το κακό που είχε συμβεί και ήταν απαρηγόρητη για το φόνο του νέου, ο Κωνσταντίνος για να την παρηγορήσει, υποτίθεται, πήγε να θεραπεύσει το κακό διαπράττοντας κι άλλο μεγαλύτερο. Παράγγειλε να υπερθερμάνουν ένα λουτρό, μες στο οποίο έκλεισε τη Φαύστα, για να τη βγάλει αργότερα νεκρή».

Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Φιλοστόργιος έγραψε ότι «ο Κωνσταντίνος σκότωσε το γιο του, Κρίσπο, τον οποίο διέβαλε η μητριά του, Φαύστα». Για τη Φαύστα γράφει ότι πέθανε σε καυτό λουτρό, ως ένοχη μοιχείας μ’ ένα δρομέα. Σχετικά με τον Κρίσπο είναι τα έργα : P. Guthrie, “The Execution of Crispus” (1966) και H. Pohlsander, “Brilliant Career and Tragic End” (1984).

Μετά τον θάνατό του, τον Μέγα Κωνσταντίνο διαδέχτηκαν οι γιοι του Κωνσταντίνος Β’ (νόθος πιθανότατα), Κωνστάντιος και Κώνστας.

ΠΗΓΕΣ : ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ, Εκδοτική Αθηνών
Εγκ/δεια ΠΑΠΥΡΟΣ -ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ, τ.37, εκδ.1989
RALPH MARTIN NOVAK, “Χριστιανισμός & Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», Εκδόσεις Κονιδάρη, 2008
ΖΩΣΙΜΟΣ, «ΝΕΑ ΙΣΤΟΡΙΑ», εκδ. ΘΥΡΑΘΕΝ, 2007

Πηγή: protothema.gr

Related Post