Με μια δολοφονία που συγκλόνισε την σπαρασσόμενη από τον Εμφύλιο Ελλάδα, και όχι μόνο, θα ασχοληθούμε σήμερα. Πρόκειται για τη δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ στη Θεσσαλονίκη, τον Μάιο του 1948.
Ποιος ήταν ο Τζορτζ Πολκ;
Ο Τζορτζ Πολκ, γεννήθηκε στο Τενεσί του Τέξας των Η.Π.Α. το 1913. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος, ενώ ένας από τους προγόνους του, ο Τζέιμς Κ. Πολκ, ήταν ο 11ος Πρόεδρος των Η.Π.Α. Σε νεαρή ηλικία, ο Πολκ, εγκατέλειψε το Τενεσί και εγκαταστάθηκε στην Αλάσκα όπου άρχισε να ασχολείται με τη δημοσιογραφία, παράλληλα με τις σπουδές του. Το 1939, έφυγε για την Άπω Ανατολή όπου συνέχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος. Αργότερα, πήγε στο Παρίσι, όπου εργάστηκε ως ανταποκριτής της εφημερίδας «New York Herald Tribune». Το 1945, επέστρεψε στις Η.Π.Α. που είχαν ήδη «μπει» στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κατατάχθηκε στην Αεροπορία του Ναυτικού. Τραυματίστηκε δύο φορές στο Γκουανταλκανάλ. Μετά τη λήξη του πολέμου, προσλήφθηκε ως ελεύθερος ρεπόρτερ από το ραδιοφωνικό δίκτυο CBS στο οποίο εργάστηκε ως τον θάνατό του. Ο Πολκ, διαπνεόταν από δημοκρατικά ιδεώδη και αναζητούσε πάντα την αλήθεια. Γεγονός βέβαια που το πλήρωσε με την ίδια του τη ζωή…
Στη χώρα μας ήρθε για πρώτη φορά το 1947, ενώ ο εμφύλιος πόλεμος μαινόταν. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, παντρεύτηκε από έρωτα την Ελληνίδα αεροσυνοδό Ρέα Κοκκώνη και εγκαταστάθηκε μαζί της στο πατρικό της σπίτι στην οδό Σκουφά στην Αθήνα. Τον Μάιο του 1948, δολοφονήθηκε στην Θεσσαλονίκη. Είχε μεταβεί στη συμπρωτεύουσα στις 7/5/1948, για να συναντήσει τον, τότε στρατηγό του Δημοκρατικού Στρατού, Μάρκο Βαφειάδη στο στρατηγείο του στην περιοχή Πιερίας Ολύμπου και να πάρει μια συνέντευξη από αυτόν. Ήθελε, η συνέντευξη αυτή να μεταδοθεί από το CBS για να ακουστεί και η άλλη πλευρά. Να σημειώσουμε ότι ο Πολκ από το 1947, με σειρά άρθρων του, κατηγορούσε σφοδρά την ελληνική κυβέρνηση για παρανομίες και διασπάθιση της αμερικανικής βοήθειας προς την χώρα μας…
Η κατάσταση στην Ελλάδα τον Μάιο του 1948
Με τη δολοφονία στη Θεσσαλονίκη του ηγετικού στελέχους του Κ.Κ.Ε. Γιάννη Ζεύγου, τον Μάρτιο του 1947, η χώρα μας μπήκε πιο βαθιά στη δίνη του εμφυλίου. Στις 10 Μαρτίου 1947, εξαγγέλθηκε το Σχέδιο Τρούμαν, με το οποίο οι Αμερικανοί πήραν από τους Βρετανούς την «κηδεμονία» της Ελλάδας.
Στα τέλη του 1947, ο εμφύλιος γενικεύτηκε. Στις 10 Φεβρουαρίου 1948, οι αντάρτες «βομβάρδισαν» τη Θεσσαλονίκη με ένα ορειβατικό πυροβόλο των 75 χιλιοστών. Οι 40 οβίδες που ρίχτηκαν με στόχο την ευρύτερη περιοχή της πλατείας Αριστοτέλους, είχαν ως θύματα 6 νεκρούς και 7 τραυματίες (εφημερίδα «Εμπρός», Τετάρτη 11/2/1948).
Η αντίδραση του στρατού ήταν άμεση. Οι αντάρτες καθώς οπισθοχωρούσαν, εγκλωβίστηκαν στην περιοχή των λιμνών Αγίου Βασιλείου και Βόλβης. Μετά από σκληρή μάχη με δεκάδες νεκρούς, συνελήφθησαν 111 αντάρτες που διαπομπεύθηκαν στους δρόμους και παραπέμφθηκαν στο έκτακτο στρατοδικείο που καταδίκασε τετράκις σε θάνατο 52 από αυτούς. Οι θανατοποινίτες εκτελέστηκαν πίσω από τις φυλακές Επταπυργίου, 15 αντάρτες καταδικάστηκαν σε ισόβια ή μικρότερες ποινές και 44 απαλλάχτηκαν ως «βιαίως στρατολογηθέντες».
Ο βομβαρδισμός της Θεσσαλονίκης, όπως γράφει ο αείμνηστος Γρηγόρης Φαράκος στο βιβλίο του «Μαρτυρίες και Στοχασμοί, 1941-1991», (Αθήνα 1993) ήταν μέρος ενός σχεδίου που είχαν εκπονήσει κορυφαία στελέχη του Κ.Κ.Ε., με βασικό εμπνευστή το Νίκο Ζαχαριάδη. Επρόκειτο για το λεγόμενο «Σχέδιο Λίμνες», που είχε καταστρωθεί μετά την 3η Ολομέλεια του Κ.Κ.Ε. (Σεπτέμβριος 1947) και σύμφωνα με το οποίο τα ηγετικά του στελέχη πίστευαν ότι θα πετύχουν: «…τη δημιουργία ελεύθερου εδάφους στην έκταση της Μακεδονίας – Θράκης, με κέντρο τη Θεσσαλονίκη».
Την Πρωτομαγιά του 1948, δολοφονήθηκε ο Υπουργός Δικαιοσύνης Χρήστος Λαδάς, καθώς έβγαινε από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Καρύτση. Φυσικός αυτουργός της δολοφονίας, ήταν ο Ευστράτιος Μουτσογιάννης, μέλος της ΟΠΛΑ (σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή» στις 3/11/2007, εξιστορεί με λεπτομέρειες όλα όσα έγιναν τότε). Σε αντίποινα, μόνο την Τρίτη μέρα του Πάσχα, εκτελέστηκαν 154 οπαδοί και μέλη του ΚΚΕ που είχαν καταδικαστεί από κακουργιοδικεία. 37 στην Αίγινα, 24 στο Γουδί, 23 στη Θεσσαλονίκη, 12 στη Λαμία και άλλοι 58 σε Χαλκίδα, Σπάρτη, Τρίπολη και Καλαμάτα. Καθώς οι εκτελέσεις αυτές γίνονταν γνωστές, το Υπουργείο Δικαιοσύνης (Υπουργός ανέλαβε μετά τη δολοφονία Λαδά ο Κωνσταντίνος Ρέντης), διαβεβαίωνε ότι «δεν εδόθησαν διαταγαί περί ομαδικών εκτελέσεων καταδίκων εις θάνατον» (Εφημερίδα «Εμπρός», Τετάρτη 5/5/1948, σελ.4).
Η δολοφονία του Τζορτζ Πολκ
Το πρωί της Κυριακής 16 Μαΐου 1948, ο βαρκάρης Λάμπρος Αντώναρος, βρήκε να επιπλέει στα νερά του Θερμαϊκού, κοντά στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, ένα πτώμα. Σύντομα, εξακριβώθηκε ότι ανήκε στον Τζορτζ Πολκ, τα ίχνη του οποίου είχαν χαθεί για μια εβδομάδα. Ο Πολκ είχε δολοφονηθεί. Ήταν δεμένος χειροπόδαρα με καραβόσχοινο και πυροβολήθηκε από πίσω, στο κεφάλι. Στην έρευνα που έγινε στο δωμάτιο 25 του ξενοδοχείου «Αστόρια» όπου έμενε, βρέθηκε η φωτογραφική μηχανή του, διάφορα προσωπικά του αντικείμενα και δύο επιστολές. Η μία προς τη μητέρα του και η δεύτερη προς τον διακεκριμένο συνάδελφό του στο CBS Έντουαρντ Μάροου, στον οποίο έγραφε, μεταξύ άλλων: «…ανέβηκα στη Θεσσαλονίκη…για να βρω κάποιο είδος άμεσης, πραγματικά επαγγελματικής επαφής με τους ανθρώπους της κυβέρνησης του Μάρκου» (Εφ. «Μακεδονία», Τρίτη 18 Μαΐου 1948, σ.1).
Η είδηση της δολοφονίας του Πολκ, έκανε τον γύρο του κόσμου. Ήταν ένα γεγονός με τεράστιες, διεθνείς προεκτάσεις. Η κυβέρνηση και οι αστυνομικές αρχές της Θεσσαλονίκης, ξεκίνησαν μια προσπάθεια εντοπισμού (ή κατασκευής…) των δολοφόνων. Ας δούμε όμως τι έγινε από τη στιγμή που ο Αμερικανός δημοσιογράφος έφτασε στη συμπρωτεύουσα.
Ο Πολκ έφτασε στη Θεσσαλονίκη στις 7 Μαΐου 1948, ως απεσταλμένος του CBS, θέλοντας, όπως αναφέραμε, να συναντήσει τον Μάρκο Βαφειάδη και να πάρει μια συνέντευξη απ’ αυτόν.
Συναντήθηκε αρχικά (8 Μαΐου), με τον Άγγλο Ράνταλ Κόουτ, προϊστάμενο του Βρετανικού Γραφείου Θεσσαλονίκης και πράκτορα της Intelligence Service στη Β. Ελλάδα και του ζήτησε να τον βοηθήσει να συναντήσει τον Μάρκο. Ο Κόουτ,του είπε ότι δεν έχει αυτή τη δυνατότητα. Στη συνέχεια, ο Πολκ συναντήθηκε με τον Τζέραλντ Ντριού, που ήταν επικεφαλής της αμερικανικής αντιπροσωπείας στη Βαλκανική Επιτροπή που συνεδρίαζε στη Θεσσαλονίκη (Αλέξανδρος Ζαούσης, «Η Τραγική Αναμέτρηση 1945-1949, ο Μύθος και η Αλήθεια», εκδ. Ωκεανίδα 1992).
Δύο μέρες μετά την άφιξή του, χάθηκαν τα ίχνη του και μια βδομάδα μετά βρέθηκε νεκρός στον Θερμαϊκό. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Αστυνομίας, «το πτώμα ήτο δεμένον κατά τας χείρας και τους πόδας δια σχοινίου και έφερε τραύμα δια πυροβόλου όπλου εξ επαφής κατά την μέσην ινιακήν χώραν του κρανίου με έξοδον εις το αριστερόν πτερύγιον της ρινός» (εφ. «Το Βήμα», Τρίτη 18 Μαΐου 1948, σ.1).
Ο Πολκ ήταν ιδιαίτερα γνωστός ως δημοσιογράφος, για τις αντικειμενικές και φιλελεύθερες απόψεις του. Από την ώρα που βρέθηκε στην Ελλάδα, έχοντας και την ταυτότητα της AMAG (Αμερικανικής Επιτροπής Βοήθειας προς την Ελλάδα), είχε συγκεντρώσει στοιχεία για κλοπές της αμερικανικής βοήθειας από παρακρατικούς και συνεργασία της Χωροφυλακής και των Αμερικανών σε κυκλώματα μαυραγοριτών (Εφ. «Το Βήμα», Κυριακή 3 Μαΐου 1998).
Έτσι, ο Πολκ ήρθε σε κόντρα τόσο με την αμερικανική όσο και την ελληνική κυβέρνηση και άρχισε να παρακολουθείται τόσο από τις ελληνικές αρχές ασφαλείας όσο και από ξένες μυστικές υπηρεσίες.
Ο Πολκ, ήταν ιδιαίτερα επικριτικός προς την τότε κυβέρνηση Σοφούλη – Τσαλδάρη, για τα οικονομικά σκάνδαλα στη διαχείριση της αμερικανικής βοήθειας που ανακαλύπτονταν. Πίστευε ότι για την Ελλάδα, η μόνη ελπίδα σωτηρίας, ήταν ο ειρηνικός τερματισμός του εμφυλίου. Σε εκτενές τηλεγράφημά του, στις 17 Μαΐου 1948, το Associated Press, σημείωνε: «Ο Πολκ, ο οποίος κατά καιρούς είχε ασκήσει κριτική κατά της ελληνικής κυβερνήσεως, είναι πιθανό νε είχε προκαλέσει την έχθρα οπαδού της άκρας δεξιάς»(Εφ. «Εμπρός», Τρίτη 18 Μαΐου 1948, σ.6).
Η δημοσιογραφική ταυτότητα του Πολκ, είχε ριχτεί χωρίς γραμματόσημο και αποστολέα, στο γραμματοκιβώτιο που υπήρχε έξω από το ταχυδρομείο του Λευκού Πύργου, τοποθετημένη σ’ ένα λευκό φάκελο. Οι υπάλληλοι του ταχυδρομείου, στις 11 Μαΐου 1948, παρέδωσαν τον φάκελο στην Υπηρεσία Αλλοδαπών. Μια μέρα νωρίτερα, στις 10 Μαΐου, οι υπεύθυνοι του ξενοδοχείου «Αστόρια» όπου έμενε ο Πολκ, ανέφεραν την εξαφάνισή του στην Αστυνομία, η οποία αδράνησε. Στις 12 Μαΐου, όταν έφτασε στη συμπρωτεύουσα η σύζυγός του Ρέα και διαπίστωσε ότι ο άντρας της είχε εξαφανιστεί, πήγε στην Αστυνομία όπου της δηλώθηκε άγνοια του θέματος…
Μετά τις πιέσεις της συζύγου του Πολκ και τα δημοσιεύματα των αμερικανικών εφημερίδων, η Αστυνομία κινητοποιήθηκε. Από τις 14 Μαΐου, δύο μέρες πριν την ανακάλυψη του πτώματος του Πολκ, άρχισαν να διοχετεύονται πληροφορίες προς τις εφημερίδες, ότι, ίσως, ο Αμερικανός δημοσιογράφος να ήταν νεκρός…
Οι πολύμηνες ανακρίσεις – Η προσπάθεια ενοχοποίησης κομμουνιστών για τη δολοφονία του Πολκ – Οι αντιφάσεις των ανακριτικών πορισμάτων και οι αντιδράσεις
Επικεφαλής των ανακρίσεων για τη δολοφονία Πολκ, ήταν ο διοικητής της Γενικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, Ταγματάρχης Νικόλαος Μουσχουντής. Οι Αρχές, προσπάθησαν από την πρώτη στιγμή να ενοχοποιήσουν το ΚΚΕ για τη δολοφονία Πολκ και διοχέτευαν ανάλογες πληροφορίες στις εφημερίδες. Είναι χαρακτηριστικοί οι τίτλοι των εφημερίδων της Τρίτης 18 Μαΐου 1948.
Ο Νικόλαος Μουσχουντής με τον κουμπάρο του, Βασίλη Τσιτσάνη
Ελληνικός Βορράς: «Ένα ανατριχιαστικόν κομμουνιστικόν κακούργημα».
Εμπρός: «Το ειδεχθές έγκλημα φέρει την σφραγίδα της ερυθράς δολιότητας και θηριωδίας».
Ανάλογοι ήταν οι τίτλοι και των άλλων εφημερίδων. Το ΚΚΕ έσπευσε σε δημοσίευμα της 18ης Μαΐου 1948, στο ημερήσιο Δελτίο Ειδήσεων του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας που εκδιδόταν στο βουνό, να χαρακτηρίσει «Μοναρχοφασιστική προβοκάτσια» τους ισχυρισμούς των Αρχών και να αναφέρει ότι: «Η συκοφαντία όμως, είναι τόσο ανόητη και γελοία, ώστε δεν έπιασε σε κανένα και οι μοναρχοφασίστες τρέμουν τώρα και κάνουν πως αναζητούν τους δολοφόνους…».
Η αμερικανική κοινή γνώμη όμως και, κυρίως, οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι, δεν πείστηκαν από τους ισχυρισμούς των ελληνικών Αρχών. Χαρακτηριστικά, ο Μάρκις Τσάιλντς της «New York Post» θεωρούσε «εντελώς απίθανο τη δολοφονία Πολκ να διέπραξαν κομμουνιστές», αντίθετα μάλιστα «ο Πολκ είχε καταστεί δυσάρεστος εις την δεξιάν, διότι ως εκ των καλύτερων ανταποκριτών εν Ελλάδι, ηρνείτο να μεταδίδει απλώς τας κυβερνητικάς απόψεις και εζήτει πάντοτε να διερευνά την κατάστασιν κάτωθεν της απατηλής επιφανείας».
Η διεύθυνση του ραδιοφωνικού δικτύου «Columbia», πραγματοποίησε διάβημα προς το Υπουργείο εξωτερικών καταγγέλοντας ότι για την υπόθεση Πολκ εξετάστηκαν πολλοί κομμουνιστές και ούτε ένας ακροδεξιός. Από την άλλη πλευρά ο «υπουργός εσωτερικών της «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης» Γιάννης Ιωαννίδης, δήλωνε ότι: «Και ένα μικρό παιδί καταλαβαίνει πως μόνο οι κομμουνιστές δεν είχαν συμφέρον να σκοτώσουν το δημοσιογράφο». Το παρατεινόμενο αδιέξοδο στις ανακρίσεις, υπήρχε κίνδυνος να οδηγήσει στη διακοπή της αμερικανικής βοήθειας στην Ελλάδα, καθώς υπήρχε μεγάλη πίεση από τις Η.Π.Α. για ανακάλυψη των δραστών της δολοφονίας.
Ο Μουσχουντής με τη συνεργασία του εισαγγελέα Κωνσταντινίδη και την υψηλή εποπτεία του Υπουργού Δημόσιας Τάξης Ρέντη, αρχίζουν να αναπτύσσουν μια νέα θεωρία. Ότι μπορεί να ενέχονται στη δολοφονία Πολκ η σύζυγός του Ρέα και ο στενός του φίλος, δημοσιογράφος Κώστας Χατζηαργύρης, ανταποκριτής της αμερικανικής εφημερίδας «Christian Science Monitor». Είναι χαρακτηριστικό ότι η σύζυγος του Πολκ, έπαθε τέτοιο σοκ που έφυγε άρον άρον για την Αμερική με ψυχικό κλονισμό και για πολλά χρόνια οι γιατροί δεν της επέτρεπαν να επισκεφθεί την Ελλάδα έστω για λίγες μέρες.
Στις εγκυρότερες αμερικανικές εφημερίδες, το καλοκαίρι του 1948, δημοσιεύονταν άκρως επικριτικά σχόλια κατά των ελληνικών Αρχών για τη στασιμότητα στις ανακρίσεις και τη μονόπλευρη κατεύθυνση που έδιναν οι ανακριτικές Αρχές της Θεσσαλονίκης. Στις 12 Ιουνίου, έφτασε στη Θεσσαλονίκη ο Ουίλιαμ Ντόνοβαν, πρώην προϊστάμενος της OSS (την οποία διαδέχτηκε η CIA), ως εκπρόσωπος της ειδικής επιτροπής που είχε δημιουργήσει για την υπόθεση Πολκ η Ένωση Συγγραφέων και Δημοσιογράφων Εξωτερικού των Η.Π.Α.
Ένα μήνα μετά την παρακολούθηση του έργου των ελληνικών Αρχών, ο Ντόνοβαν έκανε διάβημα προς την ελληνική κυβέρνηση για τη μονόπλευρη διεξαγωγή των ανακρίσεων. Παράλληλα, ο διακεκριμένος Αμερικανός δημοσιογράφος Σουλτσμπέργκερ που βρισκόταν στην Ελλάδα δημοσίευσε μια ανταπόκριση, σύμφωνα με την οποία, η δολοφονία μπορεί να έγινε από τρομοκράτες της άκρας δεξιάς σε συνεργασία με την Ελληνική Στρατιωτική Αστυνομία (ΕΣΑ). Η ελληνική κυβέρνηση θορυβήθηκε και κατηγόρησε τον Σουλτσμπέργκερ για «μεμψιμοιρία». Ωστόσο, ακόμα και φιλοκυβερνητικές εφημερίδες βάλλουν εναντίον του υπουργού Δημοσίας Τάξεως, Ρέντη. Το «Εμπρός» (Τετάρτη 11 Αυγούστου 1948, σελ.3), χαρακτηρίζει τον Ρέντη «αριστοτέχνη της αποτυχίας…που τα θαλάσσωσε κυριολεκτικώς». Ζητά, δε, «να παραμερισθεί αυθωρεί από πάσαν περαιτέρω ανάμιξιν ο θαλασσοποιός υπουργός».
Για τρεις μήνες οι ανακρίσεις είχαν βαλτώσει. Η αμερικανική κυβέρνηση, με πρόεδρο πλέον τον Τρούμαν, ζητούσε επιτακτικά και τελεσιγραφικά να βρεθεί οπωσδήποτε κάποιος ένοχος και απειλούσε με διακοπή της βοήθειας προς την Ελλάδα, σε αντίθετη περίπτωση.
Σύμφωνα με απόρρητες αναφορές του, τότε γενικού προξένου των Η.Π.Α. στη Θεσσαλονίκη Ράλεϊ Γκίμπσον, προς την κυβέρνησή του, εκείνο που ενδιέφερε περισσότερο τους Αμερικανούς, ήταν να γίνει μια δίκη, το συντομότερο δυνατόν για να ηρεμήσει η κοινή γνώμη στις Η.Π.Α. (Περιοδικό «Επίκαιρα»,Οκτώβριος-Νοέμβριος 1977). Φαίνεται αρχικά ως εξιλαστήριο θύμα, είχε επιλεγεί ο δημοσιογράφος Κώστας Χατζηαργύρης. Γλίτωσε όμως, λόγω των στενών δεσμών που είχε με τον πρωθυπουργό Σοφούλη και τους πολλούς Αμερικανούς δημοσιογράφους που ήταν φίλοι του. Έτσι, ως ένοχος, επιλέχτηκε ο 38χρονος, τότε συντάκτης της εφημερίδας «Μακεδονία» και ανταποκριτής του «Ρόιτερς» στη Θεσσαλονίκη Γρηγόρης Στακτόπουλος.
Η σύλληψη Στακτόπουλου – Τα βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκε – Η «ομολογία» του δημοσιογράφου
Ο Στακτόπουλος συνελήφθη νωρίς το απόγευμα της 14ης Αυγούστου 1948 κοντά στην ταβέρνα «Κληματαριά». Δύο μέρες αργότερα, η 67χρονη μητέρα του Άννα, οδηγήθηκε στην Ασφάλεια. Την ίδια τύχη είχαν και οι αδερφές του Εύχαρη και Αδριανή όπως και η οικιακή βοηθός Ελισάβετ Καλαντίδου.
Ο Στακτόπουλος, έπρεπε να ομολογήσει με βάση το «σενάριο» που είχαν ετοιμάσει ο Μουσχουντής, ο Ρέντης και ο Ντόνοβαν που είχε κάνει στο μεταξύ στροφή 180ο. Για τα βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκε, ο ίδιος ο Στακτόπουλος έγραφε ότι συνήθως το «έργο» αυτό, αναλάμβανε ο ίδιος ο Μουσχουντής. Ανάμεσα στα άλλα, γινόταν ηλεκτροσόκ, εικονική εκτέλεση, άγριος ξυλοδαρμός κλπ.Στις 19 Αυγούστου 1948, δημοσιεύεται σε εφημερίδες η είδηση ότι κρατούνται για τη δολοφονία του Πολκ, ο Γ. Στακτόπουλος, η μητέρα του και 4 υπάλληλοι του ξενοδοχείου «Αστόρια» όπου διέμενε ο Αμερικανός. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1948, με την υπ’ αριθμό 12455 απόφαση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Χρήστου Μουστάκη, απαγορεύεται τελείως η αναγραφή ειδήσεων για το θέμα.
Ωστόσο, οι αμφιβολίες για την εξιχνίαση του εγκλήματος, ήταν διάχυτες, κυρίως από αμερικανικής πλευράς. Την Κυριακή 17 Οκτωβρίου 1948, παρουσιάζεται μια πλήρης εκδοχή για τη δολοφονία Πολκ. Σύμφωνα με αυτή, ο Στακτόπουλος, συνάντησε τον Πολκ στις 7 Μαΐου και του είπε ότι θα τον έφερνε σε επαφή με τον Μάρκο. Δύο μέρες μετά, στις 9 Μαΐου, ο Πολκ συναντήθηκε με τον Στακτόπουλο που του είπε ότι σε λίγο, στελέχη του ΚΚΕ θα τον οδηγήσουν στον Βαφειάδη με μια βάρκα. Στις 10, εμφανίστηκε η βάρκα στην οποία κωπηλάτης ήταν το επιτελικό στέλεχος του ΚΚΕ Αδάμ Μουζενίδης. Οι Πολκ και Στακτόπουλος, επιβιβάστηκαν στη βάρκα και κατευθύνθηκαν προς το κέντρο «Παπαρούνα», όπου τους ακολούθησαν οι Βαγγέλης Βασβανάς κι ένας άγνωστος. Ο Πολκ δέχθηκε να του δέσουν τα μάτια, τα χέρια και τα πόδια (για λόγους ασφαλείας). Τότε ο Μουζενίδης τον πυροβόλησε από πίσω. Μετά τον φόνο, ο Μουζενίδης, απειλώντας τον Στακτόπουλο, τον υποχρέωσε να πάρει τη δημοσιογραφική ταυτότητα του Πολκ και μια κάρτα της «Παν Αμέρικαν» και τον διέταξε να τις ταχυδρομήσει και να μην αποκαλύψει τίποτα σε κανέναν. Τελικά, ο Στακτόπουλος, σύμφωνα πάντα με το «σενάριο», έβαλε τη μητέρα του να γράψει στον φάκελο «προς το τρίτο αστυνομικό τμήμα» και να το ταχυδρομήσει.
Ο Στακτόπουλος, αναγκάστηκε μετά από φοβερά βασανιστήρια και φοβούμενος για τη ζωή της μητέρας του και των αδελφών του, να ομολογήσει.
Για ποιο λόγο όμως το ΚΚΕ και τα στελέχη του ήθελαν τον θάνατο του Πολκ; Σύμφωνα με την κυβερνητική εκδοχή η δολοφονία σχεδιάστηκε από την Κομινφόρμ και εκτελέστηκε από το ΚΚΕ, προκειμένου να επιρριφθεί η ευθύνη στην Κυβέρνηση, να εκτεθεί η Ελλάδα διεθνώς και να υπάρχει πρόβλημα στη χορήγηση βοήθειας από τις Η.Π.Α.
Ήταν όμως τόσο πρόχειρη και κακοσχεδιασμένη η κυβερνητική εκδοχή, που κατέρρευσε σχεδόν αμέσως. Οι εμπνευστές της, αγνοούσαν ότι ο μεν Μουζενίδης ήταν ήδη νεκρός ένα μήνα πριν τη δολοφονία του Πολκ, μετά από βομβαρδισμό στα Κρούσια, ενώ ο Βασβανάς, βρισκόταν αποδεδειγμένα στον Έβρο με τον Δημοκρατικό Στρατό!
Την επόμενη κιόλας ημέρα μετά τις κυβερνητικές ανακοινώσεις, το πρακτορείο του Δημοκρατικού Στρατού «Ελεύθερη Ελλάδα», κατήγγειλε ότι είναι τελείως ανυπόστατα όσα ισχυρίζεται η Αστυνομία, καθώς ο Μουζενίδης είχε σκοτωθεί στο Πάικο τον Μάρτιο του 1948 και ο Βασβανάς, όταν δολοφονήθηκε ο Πολκ, βρισκόταν στη Θράκη κι από εκεί πέρασε στη Βουλγαρία.
Μάλιστα ο «υπουργός δικαιοσύνης» των ανταρτών Μιλτιάδης Πορφυρογένης, από την Πράγα όπου βρισκόταν, δήλωσε ότι αγνοούσαν παντελώς την επιθυμία του Πολκ να πάρει συνέντευξη από τον Βαφειάδη. «Είναι κρίμα. Εάν το ξέραμε, θα κανονίζαμε να γίνει η συνάντηση και θα τον δεχόμασταν με ευχαρίστηση».
Θορυβημένη η κυβέρνηση, προσπαθούσε πλέον με κάθε τρόπο ν’ αποδείξει ότι οι Μουζενίδης και Βασβανάς, βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη όταν δολοφονήθηκε ο Πολκ. Με συλλήψεις συγγενών και φίλων των Βασβανά και Μουζενίδη και άγρια βασανιστήρια, προσπάθησε να πείσει την κοινή γνώμη ότι τα δύο στελέχη του ΚΚΕ όχι μόνο ήταν στη Θεσσαλονίκη το επίμαχο διάστημα, αλλά κάποιοι τους συνάντησαν και συνομίλησαν μαζί τους!
Το κατηγορητήριο είναι σαθρό, το κυβερνητικό «σενάριο» δέχεται βολές από παντού, ωστόσο, ο Στακτόπουλος και η μητέρα του οδηγούνται στο δικαστήριο.
Η δίκη και η καταδίκη του Στακτόπουλου – Ο περιβόητος φάκελος και οι πραγματικοί αποστολείς του
Η δίκη για τη δολοφονία του Τζορτζ Πολκ, ξεκίνησε στις 12 Απριλίου 1949, με μόνο ενοχοποιητικό στοιχείο τον φάκελο που είχαμε αναφέρει νωρίτερα. Οι Αρχές, ήθελαν με κάθε τρόπο να αποδείξουν ότι αποστολέας του φακέλου ήταν η μητέρα του Στακτόπουλου και άρα ήταν ακλόνητη η εμπλοκή του γιου της στη δολοφονία.
Τελικά, μετά από πολλές πιέσεις, ταλαιπωρίες κι εξευτελισμούς, η Άννα Στακτοπούλου «ομολόγησε» ότι αυτή έγραψε τα στοιχεία στον φάκελο, μετά από υπόδειξη του γιου της. Για να «ομολογήσει», της δόθηκε η υπόσχεση ότι η ίδια κι ο γιος της σύντομα θα αφήνονταν ελεύθεροι.
Τελικά, το δικαστήριο καταδίκασε, ερήμην, σε θάνατο τους Μουζενίδη και Βασβανά, σε ισόβια δεσμά τον Στακτόπουλο, ενώ η μητέρα του αθωώθηκε.
Ποιος όμως ήταν ο αποστολέας του φακέλου; Τη Δευτέρα Μαρτίου 1966, η εφημερίδα «Μακεδονική Ώρα» δημοσιεύει στην πρώτη σελίδα, ένα συγκλονιστικό ρεπορτάζ. Σύμφωνα μ’ αυτό, τη μέρα της δολοφονίας του Πολκ, ο λιμενεργάτης Ευθύμιος (Θύμιος) Μπάμιας, είδε στην προκυμαία της Θεσσαλονίκης, κοντά στο κέντρο «Τριανόν», σε μικρή απόσταση από τον Λευκό Πύργο, να επιπλέει ένα πορτοφόλι. Όταν το πήρε και το άνοιξε, είδε ότι η ταυτότητα και τα άλλα χαρτιά ήταν στ’ αγγλικά. Πήγε τα έγγραφα στο μπακάλικο του γνωστού του Σάββα Καραμιχάλη, τον οποίο παρακάλεσε, καθώς ο ίδιος ήταν αγράμματος, να του γράψει τη διεύθυνση και να το στείλει προς το Γ’ αστυνομικό τμήμα. Μετά τη Μεταπολίτευση, ο τότε βουλευτής της ΕΔΗΚ, τέως υπουργός σήμερα, Στέλιος Παπαθεμελής, βρήκε τον Μπάμια, ο οποίος στις 3 Νοεμβρίου 1977 έδωσε ένορκη κατάθεση με την οποία επιβεβαίωνε τα παραπάνω. Καθώς ο Καραμιχάλης είχε πεθάνει, οι συγγενείς του παρουσίασαν παλαιότερα χειρόγραφά του, από τα οποία προέκυπτε ότι ο γραφικός χαρακτήρας στον φάκελο, ανήκε στον παντοπώλη.
Σε συνέντευξη Τύπου, ο διευθυντής του Ελληνικού Γραφολογικού Ινστιτούτου Δ. Βαληνδράς και οι γραφολόγοι Ν. Λιαρίκου και Δ. Θωμάς, δήλωσαν κατηγορηματικά ότι η γραφή στον φάκελο ΔΕΝ ανήκει στην Άννα Στακτοπούλου (Εφ. «Μακεδονία», Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 1978, σ. 1 και 3). Ο φάκελος 30 χρόνια αργότερα είχε εξαφανιστεί (καθόλου περίεργο…), ευτυχώς όμως υπήρχαν φωτογραφίες του πρωτότυπου με βάση τις οποίες έγιναν οι γραφολογικές εξετάσεις (Εφ. «Θεσσαλονίκη», Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 1979, σ. 1).
Ένας αθώος για 12 χρόνια στη φυλακή – Τι απέγινε ο Βαγγέλης Βασβανάς;
Παρά την καταδίκη του σε ισόβια, ο Στακτόπουλος έμεινε για 4 ακόμα χρόνια φρουρούμενος στα κρατητήρια της Ασφάλειας (!), με εντολή του Μουσχουντή για να μην ανακαλέσει την καθ’ απόδειξη «ομολογία» του. Αυτό, είχε σαν αποτέλεσμα να επιδεινωθεί η κατάσταση της υγείας του. Αποφυλακίστηκε το 1960, με αναστολή του υπολοίπου της ποινής του. Ως τον θάνατό του, το 1998, διακήρυσσε παντού την αθωότητά του. Ο Άρειος Πάγος, απέρριψε τις 4 συνολικά αιτήσεις που είχαν υποβληθεί για αναψηλάφηση της δίκης στην υπόθεση Πολκ, αδιαφορώντας για τα νέα στοιχεία που είχαν προκύψει και από τα οποία αποδεικνυόταν πλήρως η αθωότητα του Γρηγόρη Στακτόπουλου.
Ο Αδάμ Μουζενίδης, όταν, υποτίθεται ότι δολοφόνησε τον Πολκ, ήταν ήδη νεκρός…Ο Βασβανάς, μετά το τέλος του εμφύλιου, πήγε στη Ρουμανία ως πολιτικός πρόσφυγας. Αν και ήξερε για το έγκλημα, την εμπλοκή του ονόματός του την πληροφορήθηκε μόλις το 1965 (!), όπως αποκάλυψε ο ίδιος σε συνέντευξή του στον Δημήτρη Γουσίδη (Δ. Γουσίδης, «Όπου Ζεις δεν Πατρίζεις», Αθήνα 1975, σ. 76-77). Από τότε, έκανε συνεχώς προσπάθειες για να επιστρέψει στην Ελλάδα και να αποκατασταθεί η αλήθεια. Κάτι τέτοιο δεν έγινε τελικά και ο Βασβανάς πέθανε στο εξωτερικό…
Οι έξι εκδοχές για τη δολοφονία του Τζορτζ Πολκ
Ο Σπύρος Κουζινόπουλος, στο εξαιρετικό βιβλίο του “ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ” (Εκδόσεις ΙΑΝΟΣ, 2013) (από το οποίο αντλήσαμε τα περισσότερα στοιχεία για το σημερινό άρθρο και όπου υπάρχουν και οι εσωτερικές παραπομπές), παραθέτει μια σειρά από εκδοχές για τη δολοφονία του Πολκ. Τις αναφέρουμε περιληπτικά.
i. Ο φίλος του Πολκ, Κώστας Χατζηαργύρης, θεωρεί ότι τον Πολκ δολοφόνησαν Βρετανοί πράκτορες. Ο τελευταίος άνθρωπος που είδε ζωντανό τον Πολκ ήταν ο Βρετανός Ράντολ Κόουτ, ο οποίος μια μέρα πριν την εύρεση του πτώματος, έφυγε αιφνιδιαστικά από τη Θεσσαλονίκη και αργότερα μετατέθηκε στο Όσλο της Νορβηγίας (“Η Υπόθεση Πολκ – Ο Ρόλος των Ξένων Υπηρεσιών στην Ελλάδα”).
ii. Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Φοίβος Οικονομίδης στο βιβλίο του “Ο Πόλεμος, η Διείσδυση και η Προπαγάνδα στις Ελληνοαμερικανικές Σχέσεις” (Αθήνα, 2001) θεωρεί ότι τον Πολκ δολοφόνησαν Αμερικανοί, που δεν ήθελαν η “φωνή” του Μάρκου Βαφειάδη ν’ ακουστεί από τα 25 εκατομμύρια ακροατές του CBS. Μάλιστα, κατονομάζει ωε οργανωτή της δολοφονίας του Πολκ, τον Αμερικανό συνταγματάρχη Χάρβεϊ Σμιθ, στρατιωτικό ακόλουθο της πρεσβείας των Η.Π.Α. στην Ελλάδα.
iii. Η Αμερικανίδα δημοσιογράφος Κάτι Μόρτον στο βιβλίο της “The Polk Conspiracy” (New York, 1992), γράφει ότι με βάση απόρρητα αμερικανικά έγγραφα, δολοφόνος του Πολκ ήταν ένας Πειραιώτης παρακρατικός, ο οποίος πήγε στη Θεσσαλονίκη και μ’ έναν ντόπιο εκτελεστή, δολοφόνησαν τον Πολκ. Ηθικοί αυτουργοί της δολοφονίας ήταν οι υπουργοί της τότε κυβέρνησης. Ο Πολκ είχε βρει στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία, αυτοί οι υπουργοί υπεξαιρούσαν χρήματα της αμερικανικής βοήθειας προς την Ελλάδα και τα κατέθεταν σε προσωπικούς τους λογαριασμούς. Αυτοί έδωσαν εντολή στον Πειραιώτη παρακρατικό να σκοτώσει τον Πολκ.
iv. Σε παρόμοια συμπεράσματα, καταλήγουν οι Ελίας Βλάντον και Ζακ Μέτγκερ, στο βιβλίο τους “Who Killed George Polk? The Press Covers Up a Death in the Family”, Philadelphia, Pennsylvania, 1996.
v. Ο σκηνοθέτης Γρηγόρης Γρηγοράτος, μετά από έρευνα 2,5 ετών για το ντοκιμαντέρ “Ο Φάκελος Πολκ στον Αέρα”, αναφέρει ότι ίσως ο Πολκ δολοφονήθηκε από πράκτορες κάποιας άλλης χώρας εξαιτίας ενός βιβλίου για τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής, με τίτλο: “Το Μωσαϊκό της Μέσης Ανατολής”, που ετοιμαζόταν να εκδώσει.
vi. Ο γνωστός Αμερικανός συγγραφέας και ελληνιστής Έντμουντ Κίλι, στο βιβλίο του “Φόνος στον Θερμαϊκό”, επιμένει ότι πολλοί παράγοντες από Ελλάδα, Η.Π.Α. και Μεγάλη Βρετανία συνεργάστηκαν για τη δολοφονία του Πολκ.
Ο Αλέξης Παπαχελάς, στο βιβλίο του “Ο Βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ο Αμερικανικός Παράγων 1947-1967” (Αθήνα, 1997), επισημαίνει ότι η δράση της CIA στην Ελλάδα, άρχισε το 1948 και ο ρόλος της στην υπόθεση παραμένει αδιευκρίνιστος.
Από την πλευρά του ΚΚΕ, ο τότε πολιτικός κρατούμενος στο Γεντί Κουλέ, Κώστας Τσανικλίδης είπε:
«Μπορεί η ηγεσία του ΚΚΕ να έκανε μια σειρά λάθη ακόμη και να έδωσε εντολή για δολοφονίες, αλλά τέτοια μεγάλη ανοησία δεν θα έκανε και δεν την έκανε. Αυτή ήταν δουλειά των μυστικών υπηρεσιών ξένων δυνάμεων, ίσως της Ιντέλιτζενς Σέρβις. Ήταν τακτική της τέτοιες ενέργειες»
Κλείνουμε με όσα πίστευε ο Γουίλιαμ Πολκ, αδελφός του Τζορτζ, επίσης δημοσιογράφος.
“Πιστεύω ότι είναι πολύ ισχυρή υπόθεση ότι οι άνθρωποι που ανησυχούσαν πολύ για το τι έκανε ο Τζορτζ Πολκ ήταν οι άνθρωποι της ακροδεξιάς κυβέρνησης στην Ελλάδα. Είναι μια μπερδεμένη ιστορία… Αυτός είναι ο λόγος για την πίεση που ασκήθηκε σε μένα και άλλα άτομα να μην ασχοληθούμε με την εξιχνίαση της υπόθεσης”.
Πηγές: ΣΠΥΡΟΣ ΚΟΥΖΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, “ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ”, ΙΑΝΟS ΕΚΔΟΣΕΙΣ, 2013.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΑΓΓ. ΒΟΥΡΒΑΧΗΣ, “ΠΟΛΚ ΣΤΑΚΤΟΠΟΥΛΟΣ ΔΥΟ ΘΥΜΑΤΑ ΜΙΑΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ”, Εκδόσεις ΔΩΔΩΝΗ, 2011.