Το καλοκαίρι του 1974 ο Ελληνισμός υπέστη μια ήττα. Πολιτική, στρατιωτική και ψυχολογική. Από τότε και για 43 χρόνια δημιουργήθηκαν πολλά «αν», στα οποία κανείς δεν θα μπορέσει να δώσει ποτέ απαντήσεις.
Αν η χούντα δεν είχε αποσύρει την ελληνική μεραρχία;
Αν ο Μακάριος δεν είχε συγκρουστεί με τη χούντα;
Αν δεν γινόταν το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου;
Αν τα ελληνικά υποβρύχια χτυπούσαν τον τουρκικό αποβατικό στόλο;
Αυτό το τελευταίο αν, επίσης, δεν μπορεί να απαντηθεί, αλλά μπορεί να υπάρξει πιθανολόγηση μιας απάντησης.
Η άκρως απόρρητη έκθεση που συνέταξε ο πλωτάρχης Βασίλειος Γαβριήλ, κυβερνήτης του υποβρυχίου «Γλαύκος» το 1974, με βάση τα πολεμικά ημερολόγια, καταδεικνύει ότι η Ελλάδα ίσως μπορούσε να διασώσει και το κύρος της και την Κύπρο. Ωστόσο αυτό που έλειπε ήταν η βούληση της χούντας του Ιωαννίδη, η οποία παρέπαιε, για να σωριαστεί λίγο αργότερα σαν χάρτινος πύργος, παραδίδοντας ένα κομμάτι του Ελληνισμού στην Τουρκία.
Το 1974 το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό διέθετε τέσσερα υπερσύγχρονα υποβρύχια που είχαν ναυπηγηθεί στη Γερμανία. Τα δύο εξ αυτών, το «Γλαύκος» και το «Νηρεύς», ταξίδεψαν μέχρι τα ανοιχτά της Κύπρου ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η απόβαση των Τούρκων στις ακτές της Κερύνειας αλλά ανακλήθηκαν δύο φορές. Ετσι χάθηκε μια μάχη γιατί, πολύ απλά, ποτέ δεν δόθηκε. Η απόρρητη έκθεση του πλωτάρχη Γαβριήλ είναι μέρος του φακέλου της Κύπρου και ρίχνει φως σε ένα μικρό κομμάτι των σκοτεινών γεγονότων του 1974. Μικρό μεν, αλλά ενδεικτικό της σύγχυσης, της έλλειψης βούλησης και ίσως πατριωτισμού αυτών που κινούσαν τα νήματα στην Αθήνα αγωνιώντας περισσότερο για τη δική τους τύχη παρά για την τύχη του ελληνικού στοιχείου της Κύπρου.
Με σήμα στο ΝΑΤΟ, τους κάρφωσαν στους Τούρκους
Την παραμονή της τουρκικής εισβολής, 19 Ιουλίου 1974, δεν υπήρχαν απλώς φήμες, αλλά σαφείς πληροφορίες για τη συγκέντρωση στρατευμάτων στα τουρκικά παράλια απέναντι από την Κύπρο. Οι πληροφορίες ανέφεραν την προετοιμασία αποβατικών πλοίων, αλλά οι άνθρωποι του Ιωαννίδη καθησύχαζαν ότι έχουν διαβεβαιώσεις ότι δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα και πρόκειται απλώς για συνήθεις ασκήσεις των Τούρκων. Ακόμα και όταν ο τουρκικός αποβατικός στόλος βρισκόταν έξω από την Κερύνεια οι οδηγίες ήταν: «Μην ανησυχείτε, διεξάγεται άσκηση».
Το Ελληνικό Ναυτικό από την προηγούμενη μέρα είχε βγάλει εκτός ναυστάθμου τα υποβρύχια αρχικώς για ασκήσεις που στη συνέχεια μετατράπηκαν σε πολεμικές περιπολίες, χωρίς όμως οδηγίες για εμπλοκή. Σε εκείνες τις κρίσιμες στιγμές η Διοίκηση Υποβρυχίων στέλνει σήμα στο ΝΑΤΟ με αριθμό DY 541 και ενημερώνει για τις κινήσεις των υποβρυχίων. Το σήμα γνωστοποιείται στα μέλη του ΝΑΤΟ και φυσικά στην Τουρκία, η οποία ξέρει πλέον τις κινήσεις των υποβρυχίων «Γλαύκος» και «Νηρεύς», που είχαν λάβει διαταγές να κατευθυνθούν στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Τουρκίας και Κύπρου και να περιπολούν στα ανατολικά και τα δυτικά της Κερύνειας.
Τα ελληνικά υποβρύχια «Γλαύκος», «Πρωτεύς» και «Τρίτων» σε θαλάσσια περιπολία εκείνες τις ημέρες του Ιουλίου του 1974
Στην άκρως απόρρητη έκθεση του πλωτάρχη Γαβριήλ αναφέρεται: «Ανεξαρτήτως υποχρεώσεως της ΣΥΒ ως προς την έκδοσιν SUBNOTE (DY541) τούτο δεν έπρεπε να εκδοθή, διότι ούτως καθίστατο γνωστόν εις τους Τούρκους η περίπου θέσις των υποβρυχίων». Το σήμα αυτό είχε σταλεί στις 19 Ιουλίου 1974 στη 1.50 μ.μ., λίγες μόνο ώρες προτού γίνει η απόβαση στην Κερύνεια. Μέχρι σήμερα δεν έχει απαντηθεί πειστικά από κανέναν αν επρόκειτο για τραγική γκάφα ή για μέρος κάποιας σκοτεινής συνωμοσίας. Ωστόσο είναι ένα γεγονός αδιαμφισβήτητο, καταγεγραμμένο ως ιστορικό στοιχείο.
Τους έζωναν τα φίδια
Ο κυβερνήτης του «Γλαύκος», παρότι δεν είχε σχετικές διαταγές, από τις 15 Ιουλίου είχε αρχίσει να φορτώνει τορπίλες. «Η παραλαβή τορπιλλών», γράφει ο πλωτάρχης Β. Γαβριήλ, «εσυνεχίσθη καθ’ όλην την διάρκειαν της νυκτός και ανεξαρτήτως τω υφισταμένων διαταγών, καθ’ όσον την μεσημβρίαν επιστρέψας εκ της υπηρεσίας εις την οικίαν μου επληροφορήθην περί της ανατροπής εν Κύπρω του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και ως εκ τούτου εφοβήθην επιδείνωσιν της καταστάσεως».
Το τι προετοίμαζαν οι Τούρκοι στην Κύπρο το γνώριζαν οι πάντες πλην αυτών που όφειλαν να λάβουν μέτρα. Ο πλωτάρχης σε άλλο σημείο της έκθεσής του γράφει: «Τας βραδυνάς ώρας της 18ης (Ιουλίου 1974) ηκρωώμην μεθ’ ετέρων δύο συναδέλφων μου την εκπομπήν της Ντώυτσε Βέλλε, ήτις ανεφέρετο εις την εν Κύπρω κατάστασιν, ως και εις την συγκέντρωσιν τουρκικών στρατευμάτων εις Αλεξανδρέτταν. Μετά το πέρας ταύτης απευθυνθείς προς τους συναδέλφους μου τους είπον “εάν δεν λένε ψέμματα, ως συνήθως, αύριον θα πρέπει να έχωμεν πόλεμον με τους Τούρκους”».
Την επόμενη μέρα οι κυβερνήτες των υποβρυχίων «Γλαύκος» και «Νηρεύς», Γαβριήλ και Παναγιωτόπουλος, κλήθηκαν στη Διοίκηση Υποβρυχίων και ο διοικητής τούς ενημέρωσε ότι «πρόκειται να αποπλεύσουν τα Υ/Β “Γλαύκος” και “Νηρεύς”, το ταχύτερον δυνατόν, προς επίδειξιν Σημαίας και εκδήλωσιν δυναμικής παρουσίας διά αναδύσεων και καταδύσεων εν όψει τουρκικών μονάδων».
Ο Πλωτάρχης Βασίλειος Γαβριήλ, κυβερνήτης,του υποβρυχίου «Γλαύκος»το 1974
Ο πλωτάρχης Γαβριήλ, σύμφωνα με τα όσα καταγράφονται στην έκθεσή του, είχε φέρει αντίρρηση για τη χρησιμοποίηση των υποβρυχίων για σκοπούς επίδειξης σημαίας, αλλά η απάντηση που πήρε από τον διοικητή των υποβρυχίων ήταν πως αυτές είναι οι οδηγίες του αρχηγού Ναυτικού Πέτρου Αραπάκη. Ενώ λοιπόν οι κυβερνήτες των δύο υποβρυχίων ενημερώνονταν για το σχέδιο «Κ» (κωδικός για την Κύπρο) ειδοποιήθηκαν από τον αρχιεπιστολέα του Στόλου να αποπλεύσουν εντός μισής ώρας. Τα χρονικά περιθώρια ήταν τόσο στενά που το υποβρύχιο δεν πρόλαβε να φορτώσει τα απαιτούμενα τρόφιμα και άφησε πίσω του άνδρες του πληρώματος που ήταν εξοδούχοι και δεν πρόλαβαν να επιστρέψουν. Οι διαταγές ήταν να διεξαγάγουν περιπολίες νοτιοανατολικά της Ρόδου, στα ανοιχτά της Κύπρου. Ο τηλεγραφητής του «Γλαύκος» Χαράλαμπος Γιακουβάκης κλήθηκε από τον κυβερνήτη στο γραφείο του και παρέλαβε έναν κουβά με μαύρη μπογιά και ένα πινέλο για να σβήσει από τον πυργίσκο του υποβρυχίου τα διακριτικά του (τον αριθμό S110).
Αποφασισμένοι να χτυπήσουν
Ο Βασίλης Γαβριήλ αναφέρει ακόμα στην απόρρητη έκθεσή του ότι την 21η Ιουλίου έχοντας οδηγίες να βρεθεί μεταξύ Κύπρου και Τουρκίας και γνωρίζοντας ότι εξελισσόταν η τουρκική εισβολή ετοίμαζε πολεμικά σχέδια. «Υπελόγισα ότι αι τουρκικαί δυνάμεις αι οποίαι θα μοι απησχόλουν θα ήσαν, κατά μεν την μετακίνησιν (TRANSIT) του Υποβρυχίου περίπου 4 υποβρύχια και εγγύς της Κύπρου περίπου 10 αντιτορπιλλικά, εξαιρουμένων βεβαίως των τουρκικών μεταγωγικών ως και των πλοίων επιφανείας και υποβρυχίων ετέρων κρατών. Ως εκ τούτου έπλευσα νοτιώτερον και εσκόπευα όπως εκτελέσω προσγείωσιν εις Κάβον Αρναούτι της Κύπρου και εν συνεχεία πλέων εγγύς των ακτών μέχρις του τομέως περιπολίας θα επιτιθέμην εναντίον παντός τουρκικού αντιτορπιλλικού και μεγάλου μεταγωγικού. Αντικειμενικός μου σκοπός κυρίως ήτο όπως διέλθω εκ του λιμένος της Κυρηνείας ένθα και θα έβαλον τας τορπίλλας εναντίον παντός στόχου ευρισκομένου εκεί και ανεξαρτήτως εθνικότητος. Οσον αφορά τα τουρκικά αντιτορπιλλικά τα οποία τυχόν θα συναντούσα κατά το TRANSIT, είχα αποφασίσει να τους επιτεθώ εφ’ όσον διήρχοντο εις απόστασιν μικροτέρα των 10.000 υαρδών και υφίστατο πιθανότης εντοπισμού μου, δεδομένου ότι επίστευσα πως εφ όσον εντοπιζόμην υπό τουρκικού αντιτορπιλλικού θα μοι επιτίθετο. Εις τον τομέα περιπολίας μου και ανεξαρτήτως της λήψεως διαταγής ενάρξεως ΠΥΡ είχον αποφασίσει όπως επιτίθεμαι εναντίον οιασδήποτε εθνικότητος πλοίου, κατά προτεραιότητα αντιτορπιλικών, καθ’ όσον η αναγνώρισις της εθνικότητος ενός στόχου, ιδίως εν νυκτί, αποτελεί ουτοπία».
Φωτογραφία από την τουρκική απόβαση στην Κύπρο
Και ενώ ο κυβερνήτης είχε ξεκάθαρο στο μυαλό του το σχέδιο επίθεσης κατά του τουρκικού στόλου μόλις έφτασε στα 85 ναυτικά μίλια από την Κύπρο, στις 9.30 το βράδυ της 21ης Ιουλίου πήρε το σήμα ΑΝ4658, με το οποίο το Αρχηγείο Ναυτικού τον διέταξε να γυρίσει πίσω στη Ρόδο.
Οικογενειακή υπόθεση
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι όταν ο κυβερνήτης του υποβρυχίου «Γλαύκος» πήρε εντολές να επιστρέψει στη Ρόδο, καθυστέρησε έξι ολόκληρες ώρες να ανταποκριθεί. Ολα δείχνουν ότι βασανιζόταν από τη σκέψη αν πρέπει να παρακούσει τις οδηγίες και να χτυπήσει τους Τούρκους, γνωρίζοντας ότι επρόκειτο για μεγάλο ρίσκο, αφού κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν να οδηγούσε σε σύρραξη την Ελλάδα και την Τουρκία. Γνώριζε επίσης ότι στην Κύπρο βρισκόταν το ελληνικό αρματαγωγό «Λέσβος», που μετέφερε πολεμοφόδια και στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ. Κυβερνήτης του «Λέσβος» ήταν ο πλωτάρχης Ελευθέριος Χανδρινός, που είχε παντρευτεί την αδελφή του Βασίλη Γαβριήλ. Ο Χανδρινός είχε παρακούσει τις διαταγές του Αρχηγείου Ναυτικού και είχε βομβαρδίσει με τα πυροβόλα του πλοίου τουρκικές θέσεις στην Πάφο, δίνοντας τη λανθασμένη εντύπωση στους Τούρκους ότι η Ελλάδα απέστειλε αποβατικό στόλο. Την ώρα που ο κυβερνήτης του υποβρυχίου «Γλαύκος» σκεφτόταν αν θα χτυπήσει, ο τουρκικός στόλος και η Αεροπορία κυνηγούσαν τον Ελ. Χανδρινό και το αρματαγωγό «Λέσβος», το οποίο κατάφερε να διαφύγει μπαίνοντας σε σχηματισμό του 6ου Αμερικανικού Στόλου που έπλεε νοτίως της Κύπρου.
Ο πλωτάρχης Βασίλειος Γαβριήλ
Τελικώς τα υποβρύχια «Γλαύκος» και «Νηρεύς» συμμορφώθηκαν με τις οδηγίες και επέστρεψαν στη Ρόδο χωρίς να εμπλακούν σε επιχειρήσεις στην Κύπρο. Οταν έφτασαν στη Ρόδο οι κυβερνήτες Βασίλης Γαβριήλ και Ιωάννης Παναγιωτόπουλος έλαβαν το σήμα ΑΝ4724 (22 Ιουλίου στις 7.30 το απόγευμα) με το οποίο το Αρχηγείο Ναυτικού τούς διέτασσε να πλεύσουν και πάλι προς την Κύπρο. Οι διαταγές ήταν να βρίσκονται σε πολεμική ετοιμότητα αλλά να μην επιτεθούν εναντίον των Τούρκων αν δεν λάβουν οδηγίες. Δεν θα χρειάζονταν, όμως, οδηγίες αν δέχονταν επίθεση στην οποία θα έπρεπε να απαντήσουν.
Στην άκρως απόρρητη έκθεσή του ο πλωτάρχης Γαβριήλ σημειώνει ότι και πάλι είχε σχέδιο για επίθεση. Κι αυτό, όμως, το σχέδιο ακυρώθηκε αφού όταν το υποβρύχιο βρέθηκε στα 45 ναυτικά μίλια από την Κύπρο, στις 23 Ιουλίου στις 7 το απόγευμα, διατάχθηκε να επιστρέψει και πάλι στη Ρόδο. Και σε αυτή την περίπτωση καθυστέρησε έξι ώρες να απαντήσει στο σήμα. Εμαθε, όμως, ότι είχε συμφωνηθεί εκεχειρία κι έτσι επέστρεψε στα ελληνικά χωρικά ύδατα, καθώς υπήρχαν φήμες για συγκέντρωση τουρκικών δυνάμεων στα παράλια της Μικράς Ασίας απέναντι από τα ελληνικά νησιά.
Άτολμοι και στον «Αττίλα 2»
Τον Αύγουστο του 1974, με την αποτυχία των συνομιλιών στη Γενεύη και ενώ ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν επικεφαλής της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, η Τουρκία ξεκίνησε τη δεύτερη φάση της εισβολής («Αττίλας 2») ώστε να επεκτείνουν το εύρος των εδαφών που είχαν καταλάβει, με προώθηση των δυνάμεών τους μέχρι του σημείου που βρίσκονται έως σήμερα, καταλαμβάνοντας και την Αμμόχωστο.
Η κυβέρνηση Καραμανλή αποφάσισε να στείλει στην Κύπρο τα υποβρύχια «Τρίτων» και «Πρωτεύς». Το σήμα ΑΝ140600/8 δόθηκε στις 14 Αυγούστου στις 5 το πρωί. Τα υποβρύχια ξεκίνησαν και όταν στις 9.50 το βράδυ έπλεαν προς την Κύπρο πήραν νέο σήμα (ΑΝ5931) να επιστρέψουν και πάλι. Ηταν η τρίτη φορά που η Ελλάδα αποφάσιζε να εμπλακεί με ναυτικές δυνάμεις στις πολεμικές επιχειρήσεις στην Κύπρο και για τρίτη φορά δίσταζε. Ο κυβερνήτης του υποβρυχίου «Γλαύκος» στην άκρως απόρρητη έκθεσή του εξέφραζε την πεποίθηση ότι αν είχαν αφεθεί τα υποβρύχια να χτυπήσουν τον τουρκικό στόλο θα ανέτρεπαν τα σχέδια της Τουρκίας. Γράφει λοιπόν ο πλωτάρχης Γαβριήλ: «Κατά την μετακίνησιν του Υποβρυχίου προς Κύπρον, ήμουν πεπεισμένος ότι εφ’ όσον δεν διεκόπτετο ο πλους και ανελάμβανα δράσιν ομού μετά του υποβρυχίου “Νηρεύς”, αι απώλειαι τας οποίας θα επιφέραμεν εις τον εχθρόν θα ήσαν τόσαι ώστε να ηναγκάζετο να ματαιώση την αποβίβασιν».
Το υποβρύχιο «Γλαύκος» από τις 16 Ιουλίου είχε φορτώσει 6 τορπίλες SST-4, συν 4 τορπίλες ΜΚ37.2 και ακόμα 3 τορπίλες ΜΚ37.3. Συνολικά μετέφερε 13 τορπίλες και κατά τους υπολογισμούς θα μπορούσε να βυθίσει -ακόμα και με ποσοστό επιτυχίας 50%- έξι έως επτά τουρκικά πλοία και άλλα τόσα το υποβρύχιο «Νηρεύς». Ένα τέτοιο πλήγμα ίσως είχε αλλάξει την Ιστορία όπως τη ζήσαμε.