Η απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Γεωργίου Α’ (1898) και ο Ναός του Αγίου Σώστη στην Αθήνα

Οι εφημερίδες, ασκούσαν σφοδρή κριτική στον βασιλιά Γεώργιο Α’ και τον διάδοχο Κωνσταντίνο. Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο του Ν. Π. Δημητρακόπουλου στους “Καιρούς” του Κανελλίδη: «Στρατηγός εις ηδονάς έκδοτος ή ακρατής ή εν τη διαίτη πολυτελής και τρυφηλός, στρατηγός ζων εν ευμαρεία, αποτελεί άρνησιν πάσης στρατιωτικής υποστάσεως και ουδεμίαν δύναται νε έχει θέσιν εν τη συνειδήσει του στρατεύματος…Το δε Επιτελείον του διαδόχου είχεν εκστρατεύσει κατά των Αγγλίδων νοσοκόμων, αίτινες κατήλθον εις την χώραν ημών, προς εξυπηρέτησιν του ελληνικού αγώνος…». Μετά από αυτό, ο Δημητρακόπουλος παραπέμφθηκε σε δίκη, που άρχισε στο πλημμελειοδικείο της Αθήνας στις 29 Δεκεμβρίου 1898, αλλά δεν προχώρησε γιατί υποβλήθηκε ένσταση αναρμοδιότητάς του. Ο Δημητρακόπουλος, φαίνεται ότι είχε συγκεντρώσει στοιχεία και θα προέβαινε σε αποκαλύψεις. Η δικογραφία «πετάχτηκε στα χρονοντούλαπα και έτσι η κατηγορία παραγράφτηκε» (Γ. Κορδάτος). Αντιβασιλικά άρθρα, δημοσίευσαν επίσης, ο Α. Γεννάδιος, ο Γ. Φιλάρετος, ο B. Γαβριηλίδης και ο Α. Κύρου μέσα από τις στήλες της «Εστίας». Αλλά και στους στρατώνες υπήρχε μεγάλη δυσφορία, κυρίως από νεότερους αξιωματικούς.

Η δολοφονική απόπειρα εναντίον του Γεωργίου Α’

Την έντονη αγανάκτηση της κοινής γνώμης, εκμεταλλεύτηκαν κάποιοι (πιθανότατα από την «Εθνική Εταιρεία», που είχε ιδρυθεί το 1894 κυρίως από στρατιωτικούς και είχε διαδραματίσει ιδιαίτερα αρνητικό ρόλο στα γεγονότα πριν τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897), πλησίασαν τους Γ. Χ Καρδίτση και Ι. Γεωργίου ή Κυριακό και με πολλές υποσχέσεις, τους έπεισαν να στήσουν ενέδρα στον Γεώργιο Α’ καθώς θα επέστρεφε στα ανάκτορα μετά από κάποιο περίπατο και να τον σκοτώσουν.

Πραγματικά, εξασκήθηκαν στη σκοποβολή για αρκετές μέρες και το απόγευμα της 14ης Φεβρουαρίου 1898 γύρω στις 5:30, καθώς ο Γεώργιος Α’ με την κόρη του Μαρία επέστρεφαν στην Αθήνα από το Παλαιό Φάληρο όπου είχαν πάει βόλτα, περίμεναν την άμαξα που τους μετέφερε, στη θέση Ανάλατος, εκεί που βρίσκεται σήμερα η εκκλησία του Αγίου Σώστη.

Καθώς η άμαξα πλησίασε κοντά τους, πυροβόλησαν προς το μέρος του βασιλιά με γκράδες (γκρα(ς), τύπος παλιού οπισθογεμούς ντουφεκιού, γαλλική λέξη από το επίθετο του εφευρέτη του όπλου Gras) από απόσταση 15-20 μέτρων, αλλά αστόχησαν. Η μία σφαίρα πέρασε ξυστά πάνω από το κεφάλι του βασιλιά ενώ μια άλλη, τραυμάτισε στο πόδι τον ακόλουθό του ενωμοτάρχη Βασίλειο Νέρη (εφημερίδα «Σκριπ», Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 1898, σελ. 1 και 2).

Την επομένη, στην εφημερίδα «Εμπρός» υπήρχε το εξής άρθρο σχετικά με την απόπειρα: «Χθες περί την 3.30 μετά μεσημβρίαν ώραν η Α. Μ. ο Βασιλεύς μετά της πριγκιπίσσης Μαρίας ανελθών εφ’ αμάξης ανακτορικής, με τον γνωστόν κυνηγόν του κ. Περικλή Νέρην επί της θέσεως του λακέ, διηυθύνθη εις το Παλαιόν Φάληρον, εκεί κατελθών της αμάξης εντεύθεν του ξενοδοχείου Ξηροταγάρου, διηυθύνθη πεζή μετά της πριγκιπίσσης μέχρι Πιρνόπουλου, όπου ο συνήθης περίπατος της Α. Μεγαλειότητος, ένθα συνήντησε την κυρίαν Κοντοσταύλου μετά τινός άλλης κυρίας και παρέμεινε μετ’ αυτών φαιδρώς συνδιαλεγόμενος μέχρι τις 5 και 10’, καθ’ ην επανελθών εις το μέρος όπου είχεν εγκαταλείψει την άμαξάν του εισήλθε μετά της πριγκιπίσσης και διηυθύνθη προς Αθήνας, δια της αυτής οδού του Φαλήρου, ενώ η φέρουσα την κυρίαν Κοντοσταύλου άμαξα ηκολούθη εις απόστασιν ολίγων βημάτων.

Δεν είχε όμως υπερβή η βασιλική άμαξα, ήρεμα βαδίζουσα, το ήμισυ της οδού, ότε περά την θέσιν Ανάλατος, ευρισκομένη μεταξύ του πρώτου σταθμού (εγκαταλελειμμένου ήδη) και της μικράς παράγκας της κειμένης επί της μεγάλης οδού και της διακλαδώσεως αυτής, ήτις οδηγεί εις το παρακείμενον νηματουργείον του κ. Μ. Καψάνη, δύο άνδρες φέροντες όπλα Γκρα, και κατερχόμενοι προς το δεξιόν της ανερχομένης αμάξης μέρος (το λεγόμενον της Κατσιποδούς), έστησαν αίφνης αποτόμως και λαβόντες στάσιν πυροβολούντος επυροβόλησαν αμφότεροι κατά της βασιλικής αμάξης, ανεπιτυχώς μεν κατ’ ευτυχίαν, κατά του Βασιλέως και της πριγκιπίσσης, επιτυχόντες όμως δια δευτέρας και τρίτης επαναλήψεως των πυροβολισμών των, τον επί του εμπροσθίου μέρους καθήμενον κυνηγόν της Α. Μεγαλειότητος κ. Νέρην» (Από το δίτομο Βιβλίο του Δρα Ιωάννη Σ. Παπαφλωράτου «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1833 – 1949).

Παρατηρούμε εδώ ότι ο Βασίλειος Νέρης αναφέρεται ως Περικλής Νέρης και με την ιδιότητα του κυνηγού (την οποία βέβαια δεν αποκλείεται να είχε παράλληλα με αυτή του ακόλουθου του βασιλιά). Οι δύο παρά λίγο δολοφόνοι έφυγαν…με την ησυχία τους από την περιοχή, μετά την αποτυχημένη απόπειρά τους.

Είναι εντυπωσιακά όσα έκανε στη συνέχεια ο ένας από τους δύο, ο Γ. Καρδίτσης (από την εφημερίδα «Σκριπ»). «Ο Καρδίτσης αφού εγλέντησε καλά μέχρι του μεσονυκτίου εις τίνα παρά την οδόν Ακαδημίας οίκον ανοχής, μετέβη εις το σπίτι του, εκοιμήθη και το πρωί κατά τις 7.30 εξύπνησε και αμέσως αποφάσισεν ότι όφειλε να παρουσιασθεί εις τας Αρχάς».

Γράφτηκε μάλιστα ότι πρώτα πήγε στη δοξολογία που έγινε στη Μητρόπολη…για τη διάσωση του Γεώργιου. Την Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 1898, οι Αρχές συνέλαβαν και τον Ι. Γεωργίου.

Αμέσως κυκλοφόρησαν φήμες ότι η απόπειρα ήταν σκηνοθετημένη και έγινε για να κερδίσει ο βασιλιάς τη συμπάθεια του λαού. Την άποψη αυτή, υιοθέτησε και μερίδα του τύπου, με αποτέλεσμα να διωχθεί δικαστικά ο εκδότης της εφημερίδας «Καιροί» (που είδαμε και παραπάνω) Πέτρος Κανελλίδης.
Πάντως οι δύο κατηγορούμενοι, παραπέμφθηκαν να δικαστούν στο κακουργιοδικείο της Αθήνας στις 19 Μαρτίου 1898.

Η δίκη των Καρδίτση – Γεωργίου – Η ετυμηγορία

Πρόεδρος του δικαστηρίου, ήταν ο πρόεδρος Εφετών Σπιθάκης και μέλη οι εφέτες Πεταλάς και Αμπελάς. Οι δύο κατηγορούμενοι είχαν λευκό ποινικό μητρώο και δεν είχαν απασχολήσει ποτέ τις Αρχές. Ο Γεώργιος Καρδίτσης, ήταν «χρηστός πολίτης αλλά εκ των εξημμένων πατριωτών. Αθηναίος υπάλληλος του Δήμου πολεμήσας ως επαναστάτης εν Κρήτη», γράφει ο Γεώργιος Ασπρέας. Ο Ιωάννης Γεωργίου ή Κυριακός, ήταν μικροαστός καταγόμενος από τη Μακεδονία. Ο Παύλος Καρολίδης, για τον μεν Καρδίτση γράφει ότι «ήταν αλήτης» για τον δε Γεωργίου ότι ήταν «διευθυντής χαμαιτυπείου». Δεν φαίνεται όμως να έχει δίκιο.

Οι δύο κατηγορούμενοι, έδειξαν μεγάλη ψυχραιμία στο δικαστήριο και δεν αρνήθηκαν ότι είχαν σκοπό να σκοτώσουν τον βασιλιά.
Ως μάρτυρες, εξετάστηκαν ο αμαξάς του βασιλιά Μιχάλης Παναγιώτου, ο Βασίλειος Νέρης, ο δεκανέας Δελαβίρης, ο ευέλπις Γ. Καραϊσκάκης και η Ανδριάνα Καραμαντάκη.

Όταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου κάλεσε τον Καρδίτση, που φαίνεται ότι ήταν ο «επικεφαλής» των δύο, αυτός σηκώθηκε και μπροστά στην έδρα του δικαστηρίου με σταθερή φωνή είπε: (από τα πρακτικά της δίκης)
«Ο Τύπος και ολόκληρος η Κοινή γνώμη εγνώριζε και έλεγε ότι ο βασιλεύς και οι υπουργοί του ήσαν οι αίτιοι του επαίσχυντου πολέμου. Απεφάσισα να εκδικήσω την προσβληθείσαν τιμήν της πατρίδος μου και δια τούτο εξετέλεσα την πράξιν» (Καρδίτσης)
– Ώστε επυροβόλησες με σκοπόν να σκοτώσεις τον βασιλέα; (πρόεδρος)
– Μάλιστα. (Καρδίτσης)
Πρόσθεσε ακόμα, ότι και όταν η βασιλική άμαξα αύξησε την ταχύτητά της και έφευγε γρήγορα, αυτός έτρεξε πίσω της για να ξαναπυροβολήσει φωνάζοντας «Προδότη!».
Κατόπιν κλήθηκε να απολογηθεί ο δεύτερος κατηγορούμενος Ιωάννης Γεωργίου ή Κυριακός. Όταν είχε συλληφθεί, ήταν φοβισμένος και έριξε όλα τα βάρη στον Καρδίτση, τώρα είπε θαρραλέα:
– Πραγματικά ηθέλαμε να σκοτώσουμε τον βασιλέα.
Κατόπιν, αφηγήθηκε πώς προετοίμασαν την απόπειρα και πώς πυροβόλησαν εναντίον της άμαξας με τον βασιλιά.
Και οι δύο καταδικάστηκαν σε θάνατο. Την επόμενη μέρα στάλθηκαν στις φυλακές του Ναυπλίου και στις 27 Απριλίου εκτελέστηκαν έξω από το Παλαμήδι με καρατόμηση.

Τα κίνητρα των «υποψήφιων δολοφόνων» – Και μερικές θεωρίες συνωμοσίας για την κατάληξή τους
Η ποινή, για απόπειρα δολοφονίας, θεωρήθηκε υπέρμετρα αυστηρή. Το γεγονός όμως ότι εντείνονταν οι φήμες για σκηνοθετημένη δολοφονική επίθεση, έκανε τον Γεώργιο να μην δώσει χάρη στους Καρδίτση – Γεωργίου (ή Κυριακό ή Τζώρτζη, κατά τον Δρα Ιωάννη Παπαφλωράτο). Φαίνεται ότι ο Γεώργιος ταράχτηκε πολύ απ’ αυτή την επίθεση, όπως προκύπτει από την επιστολή του στον φίλο του Fritz Uldall στις 11 Μαρτίου 1898. Ο Γ. Κορδάτος, γράφει ότι καθοριστική ήταν η παρέμβαση του τσάρου προς τον Γεώργιο, να μην δώσει χάρη στους παραλίγο δολοφόνους του.
Φαίνεται ότι και οι δύο ήταν όργανα της Εθνικής Εταιρείας και θεωρώντας πως έχουν γερές πλάτες, πίστευαν ότι θα γλίτωναν την εκτέλεση. Ίσως είχαν πάρει και κάποιες υποσχέσεις, γι’ αυτό εμφανίστηκαν αμετανόητοι στο δικαστήριο.

Για την εκτέλεσή τους, κυκλοφόρησαν διάφορες φήμες. Διαδόθηκε ότι και οι δύο εκτελέστηκαν νύχτα για να μην τους δοθεί η ευκαιρία να επικοινωνήσουν με άλλους και αποκαλύψουν τους ηθικούς αυτουργούς.
Η πιο εξωφρενική φήμη, που κυκλοφόρησε, ήταν ότι οι Καρδίτσης και Γεωργίου δεν εκτελέστηκαν αλλά φυγαδεύτηκαν στην Αμερική! Ο Γ. Κορδάτος, θεωρεί όμως ότι αυτά προέρχονταν από την Εθνική Εταιρεία που είχε σκοπό να παραπλανήσει την κοινή γνώμη.
Με την δολοφονική απόπειρα εναντίον του Γεωργίου Α’, σχετίζεται άμεσα και η ανέγερση του ιερού Ναού του Αγίου Σώστη, στη σημερινή λεωφόρο Συγγρού. Ας δούμε πώς προέκυψε αυτή η σχέση.

Ο ναός του Αγίου Σώστη

Η περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα η εκκλησία του Αγίου Σώστη, ονομαζόταν Ανάλατος. Το όνομά της, οφείλεται πιθανότατα, στο πηγάδι των Αγίων Θεοδώρων το νερό του οποίου ήταν γλυκό (ανάλατο) σε αντίθεση με τα άλλα πηγάδια της γειτονικής περιοχής του Βουρλοπόταμου (σημερινής Αμφιθέας), το νερό των οποίων ήταν αλμυρό. Μας είναι γνωστή και από τη μάχη του Ανάλατου (24 Απριλίου 1827) και τη συντριπτική ήττα των Ελλήνων από τους Τούρκους (δείτε σχετικά στο άρθρο μας για τον θάνατο του Καραϊσκάκη).

Μετά την αποτυχημένη απόπειρα, το Δημοτικό Συμβούλιο Αθηνών, αποφάσισε την ανέγερση ενός ιερού ναού στο σημείο όπου έγινε αυτή. Ο θεμέλιος λίθος μπήκε στις 22 Φεβρουαρίου 1898. Το επόμενο διάστημα, έγινε πανελλήνιος έρανος για τη συγκέντρωση του απαιτούμενου ποσού. Η ανέγερση του ναού, έγινε με μεγάλη καθυστέρηση.

Το ελληνικό περίπτερο στη Διεθνή Έκθεση των Παρισίων (1900), ήταν μια λυόμενη κατασκευή, με σκελετό από σφυρήλατο σίδερο, τοίχους από τούβλα και ξύλινη στέγη. Κατασκευάστηκε με βάση σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Lucien Magne. Στη συνέχεια αποσυναρμολογήθηκε και μεταφέρθηκε στην Ελλάδα. Η κατασκευή αυτή, είναι ο ιερός ναός του Αγίου Σώστη, που βρίσκεται ως σήμερα στη γνωστή θέση επί της Λεωφόρου Συγγρού.

ΠΗΓΕΣ: Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1833-1949)».
Ευχαριστούμε θερμά, για μια ακόμη φορά, τον Δρα Ι. Παπαφλωράτο που μας έδωσε πρόθυμα και ευγενέστατα την άδεια να αντλήσουμε στοιχεία από το σπουδαίο έργο του για το άρθρο αυτό.
Γ. Κορδάτος, «ΜΕΓΑΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ»
Σπύρος Κουζινόπουλος, «Οι Μεγάλες Πολιτικές Δολοφονίες στη Θεσσαλονίκη του 20ου αιώνα», IANOS ΕΚΔΟΣΕΙΣ, 2013
Γιάννης Καιροφύλας, «Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των Περιχώρων», εκδόσεις Φιλιππότη, 1995

Πηγή: protothema.gr

Related Post