Αυτές τις μέρες, συμπληρώνονται 124 χρόνια από τα εγκαίνιά της, που έγιναν στις 25 Ιουλίου 1893 (με το παλαιό ημερολόγιο). Η σκέψη για διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου όμως, χρονολογείται από τον 7ο π.Χ. αιώνα, από τα χρόνια του Περίανδρου. Με τα πενιχρά τεχνικά μέσα της αρχαιότητας ήταν αδύνατο να γίνει κάτι τέτοιο. Έτσι, επινόησε τον Δίολκο, μέσω του οποίου γινόταν η «μετάβαση» των πλοίων από τον Κορινθιακό στον Σαρωνικό Κόλπο και αντίστροφα.
Ο Ισθμός της Κορίνθου
Ο ισθμός της Κορίνθου, είναι μια στενή λωρίδα ξηράς, που συνδέει τη Στερεά Ελλάδα με την Πελοπόννησο. Ακραία όριά του είναι οι νοτιοδυτικοί πρόποδες των Γερανείων στη Στερεά Ελλάδα και οι βόρειοι πρόποδες των Ονείων (Ορέων). Το πλάτος του ισθμού είναι λίγο μικρότερο από 6 χιλιόμετρα και το μέγιστο υψόμετρό του 82 μέτρα. Δημιουργήθηκε κατά το Ανώτερο Πλειστόκαινο (Τυρρήνια Βαθμίδα) με την ανάδυση ξηράς και ταυτόχρονη «απόσυρση» της θάλασσας. Σ’ αυτή τη στενή λωρίδα γης, έχει διανοιχθεί η διώρυγα της Κορίνθου.
Σκέψεις και προσπάθειες για διάνοιξη της διώρυγας κατά την αρχαιότητα
Ο ισθμός της Κορίνθου, δεν επέτρεπε την άμεση και γρήγορη επαφή του Σαρωνικού με τον Κορινθιακό Κόλπο. Το ταξίδι των πλοίων, γινόταν πολύπλοκο, δύσκολο και μακροχρόνιο, ενώ ο αναγκαστικός περίπλους της Πελοποννήσου, ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνος, κυρίως στην περιοχή του Μαλέα (Κάβο Μαλιάς). Η ίδρυση των αποικιών στη Δύση τον 8ο π.Χ. αιώνα, έκανε ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη ενός τεχνικού έργου που θα έλυνε τα προβλήματα.
Πρώτος σκέφτηκε τη διάνοιξη διώρυγας, ο Περίανδρος στα τέλη του 7ου π.Χ. αιώνα. Λόγω έλλειψης τεχνικών μέσων και εργατικών χεριών όμως, η ιδέα αυτή εγκαταλείφθηκε. Πιθανότατα, τον δικό τους ρόλο έπαιξαν οι θρησκευτικές προλήψεις εκείνων των χρόνων, σύμφωνα με τις οποίες κάθε ανθρώπινη παρέμβαση στη φύση, ήταν ασέβεια. Λέγεται ότι καθοριστικό ρόλο, έπαιξε και σχετικός χρησμός της Πυθίας.
Ο επόμενος που σκέφτηκε να προχωρήσει στη διάνοιξη της διώρυγας, ήταν ο Δημήτριος ο Πολιορκητής το 307 π.Χ.. Όμως, οι Αιγύπτιοι μηχανικοί του, θεώρησαν ανέφικτο κάτι τέτοιο, γιατί σύμφωνα με τις μετρήσεις τους, το επίπεδο της επιφάνειας του Κορινθιακού, βρισκόταν ψηλότερα από το επίπεδο επιφάνειας του Σαρωνικού, οπότε, η διάνοιξη μιας διώρυγας, θα οδηγούσε στον καταποντισμό των νησιών του Σαρωνικού, ο οποίος θα πλημμύριζε!
Ακολούθησαν ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Οκταβιανός Αύγουστος, ο Καλιγούλας, ο Γάιος και ο Αδριανός, οι οποίοι φιλοδοξούσαν να διανοίξουν τη διώρυγα. Από αυτούς, μόνο ο Γάιος, το 40 μ.Χ., έστειλε μηχανικούς για να εκτιμήσουν την κατάσταση. Οι εισηγήσεις τους ήταν αρνητικές, καθώς υπήρχε πάντα ο φόβος για καταποντισμό των νησιών του Σαρωνικού.
Τελικά, το 67 μ.Χ., ο Νέρωνας ξεκίνησε τη διάνοιξη της διώρυγας, με 6.000 Ιουδαίους σκλάβους και χιλιάδες εργάτες. Εκτός από τις τεχνικές δυσκολίες, είχε να αντιμετωπίσει και τις δεισιδαιμονίες και τους φόβους των εργατών, που θεωρούσαν αμάρτημα την επέμβαση στη φύση. Χαρακτηριστικά, διέδιδαν ότι μόλις άρχιζαν το σκάψιμο, ανάβλυζε αίμα από τη γη, ψίθυροι και θρήνοι ακούγονται από τα έγκατά της, ενώ τα βράδια, υποστήριζαν, παρουσιάζονταν φαντάσματα τα οποία τους τρόμαζαν. Ο Δίων ο Κάσσιος, αναφέρει ότι για να τους πείσει να αρχίσουν το σκάψιμο ο Νέρωνας, ξεκίνησε το σκάψιμο ο ίδιος με χρυσή αξίνα υπό τους ήχους σαλπίγγων! Το σχέδιο προέβλεπε τη διάνοιξη δύο τάφρων, μιας από την πλευρά του Κορινθιακού και μιας από την πλευρά του Σαρωνικού, που θα συναντιούνταν στη μέση. Η επανάσταση όμως που ξέσπασε την ίδια χρονιά από τον Γάλβα, ανάγκασε το νέρωνα να διακόψει τις εργασίες, οι οποίες με τον θάνατό του (68 μ.Χ.), σταμάτησαν οριστικά. Οι εργασίες πάντως είχαν προχωρήσει σημαντικά για τα δεδομένα της εποχής και στα νεότερα χρόνια βρέθηκαν πολλά και σημαντικά τεκμήρια των ανασκαφών. Ο Ηρώδης ο Αττικός, προσπάθησε επίσης να προχωρήσει στη διάνοιξη της διώρυγας, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Ο Δίολκος
Πριν τον 6ο π.Χ. αιώνα, τα πλοία, τα μικρότερα τουλάχιστον, μεταφέρονταν μέσω του ισθμού χωρίς να υπάρχει κάποια ιδιαίτερη κατασκευή. Καθώς η διάνοιξη της διώρυγας ήταν ανέφικτη, ο Περίανδρος, κατασκεύασε στο στενότερο σημείο του ισθμού και κατά μήκος του, έναν πλακόστρωτο δρόμο, μέσω του οποίου μεταφέρονταν τα πλοία πάνω σε τροχοφόρα οχήματα (ολκούς νεών). Η κατασκευή αυτή, ονομάστηκε Δίολκος (από το ρήμα διελκείν). Οι συγκεχυμένες πληροφορίες από τους αρχαίους συγγραφείς όμως και τα λίγα τμήματά του που έρχονταν κατά καιρούς στην επιφάνεια, δεν επέτρεπαν να υπάρξει σαφής προσδιορισμός της «πορείας» του Δίολκου.
Η παλαιότερη μαρτυρία για τον Δίολκο, υπάρχει στον Θουκυδίδη, που γράφει για τη μεταφορά κορινθιακών πλοίων «εις την προς Αθήνας θάλασσαν». Ο Αριστοφάνης κάνει μνεία στις «Θεσμοφοριάζουσες», σε κάποιο λογοπαίγνιο. Ο Πολύβιος, αναφέρει ότι κατά τον Β’ Συμμαχικό Πόλεμο, το 217 π.Χ., από τον Δίολκο πέρασαν τα πλοία του Φίλιππου Γ’, ενώ ο Δίων ο Κάσσιος, γράφει ότι από εκεί πέρασαν τα πλοία του Οκταβιανού Αύγουστου, μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Και άλλοι σπουδαίοι αρχαίοι συγγραφείς (Στράβωνας, Πλίνιος, Ησύχιος) αλλά και το Λεξικό Σούδα, αναφέρονται στον Δίολκο, χωρίς όμως να δίνουν ακριβείς πληροφορίες.
Τελικά, το…μυστήριο λύθηκε από τις ανασκαφές που έγιναν μεταξύ 1956 και 1962. Βρέθηκε μεγάλο μέρος του Δίολκου, καθορίστηκε η πορεία του ενώ εντοπίστηκε και η αφετηρία του στον Κορινθιακό Κόλπο.
Ο Δίολκος, δεν ήταν ξύλινη κατασκευή, όπως είχε υποστηριχθεί αρχικά, αλλά ένας δρόμος στρωμένος με πώρινους κυβόλιθους, με πλάτος 3-5,5 μέτρων. Κατά μήκος τους και σε απόσταση 1,5 μέτρων μεταξύ τους, είχαν χαραχτεί παράλληλες αυλακώσεις για τη συγκράτηση των τροχών των οχημάτων, ενώ στις στροφές, αντί για τις αυλακώσεις, υπήρχαν, για μεγαλύτερη ασφάλεια, ειδικά χαμηλά ρείθρα. Η έλξη των οχημάτων, γινόταν από δούλους, που προχωρούσαν στο πλάι, σε χωμάτινα μονοπάτια πλάτους 5 μέτρων. Από τα αρχαιολογικά ευρήματα, φαίνεται ότι ο Δίολκος κατασκευάστηκε στις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα, στα χρόνια του Περίανδρου, πιθανότατα το 602 π.Χ.
Χρήση του Δίολκου, γινόταν για πολλούς αιώνες. Τελευταία γραπτή μαρτυρία, υπάρχει στο «Χρονικό» του Φραντζή. Το 883 μ.Χ., στα χρόνια του Βασιλείου Α’, ο δρουγγάριος Νικήτας Ωορύφας, φτάνοντας στις Κεγχρεές στη διάρκεια της εκστρατείας του εναντίον των Σαρακηνών στην Κρήτη, «ευθύς τη αυτή νυκτί δια του Κορινθιακού Ισθμού πολυχειρία χρησάμενος προς τη εκείθεν δυτικήν θάλασσαν διαβιβάζει τας νήας». Ο Δίολκος ξεκινούσε από την Ποσειδωνία, στον μυχό του Κορινθιακού και κατέληγε στον Σχοινούντα (σημερινό Καλαμάκι).
Ανάλογη τακτική, εφάρμοσαν τόσο ο Κρητικός ναύαρχος Νικόλαος Σόρβολος (ή Καραβίτης), στην Ιταλία (15ος αιώνας), όσο και ο Μωάμεθ Β’, κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1453), προφανώς καθοδηγούμενος από κάποιους γενοβέζους (δείτε σχετικά το άρθρο μας της 29ης Μαΐου για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης).
Τέλος και οι Βενετοί ξεκίνησαν να ανοίξουν τη διώρυγα(1687), πολύ σύντομα όμως εγκατέλειψαν την προσπάθεια.
19ος αιώνας: Από τον Καποδίστρια ως τη διάνοιξη της διώρυγας
Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, ήταν ο πρώτος που σκέφτηκε σοβαρά τη διάνοιξη της διώρυγας. Ανέθεσε μάλιστα στον Γάλλο μηχανικό Βιρλέ ντ’ Οστ τη σχετική μελέτη. Το ποσό που χρειαζόταν τότε όμως, ήταν 40.000.000 φράγκα και ήταν αδύνατο να βρεθεί.
Οι πρώτες ουσιαστικές ενέργειες, έγιναν το 1869 με το διάταγμα της 17ης Νοεμβρίου «περί διορύξεως του Ισθμού της Κορίνθου» και συνεχίστηκε με το Βασιλικό Διάταγμα της 18ης Μαΐου 1881, με το οποίο το έργο κατακυρώνεται στον Ούγγρο στρατηγό Turr (Τιρ).
Στον Τιρ, παραχωρήθηκε το προνόμιο εκμετάλλευσης της διώρυγας για 99 έτη. Τα έργα της διόρυξης, ξεκίνησαν στις 29 Μαρτίου 1882. Στις 20 Απριλίου 1882, νομιμοποιήθηκε η «Διεθνής Εταιρεία της ναυτικής Διώρυγος της Κορίνθου», που ίδρυσε ο Τιρ, με αρχικό κεφάλαιο 30.000.000 φράγκων, που θεωρήθηκε αρκετό για την αποπεράτωση του έργου και υπερκαλύφθηκε αμέσως από τη γαλλική χρηματαγορά. Τελικά, η εταιρεία του Τιρ, διέκοψε τις εργασίες της το 1889 λόγω αδυναμίας συνέχισής τους, καθώς ούτε ο χρόνος ούτε τα κεφάλαια που είχαν προβλεφθεί, ήταν αρκετά.
Τον επόμενο χρόνο, νέα εταιρεία, δημιούργημα ουσιαστικά του Ανδρέα Συγγρού, με κεφάλαιο 5.000.000 φράγκων, κατόρθωσε να αποπερατώσει το έργο. Η εταιρεία του Τιρ, είχε κατασκευάσει μεγάλο μέρος του έργου, με κυριότερο τη σιδηροδρομική γέφυρα που συνέδεε τις δύο πλευρές της διώρυγας. Τα εγκαίνια του έργου, έγιναν στις 25 Ιουλίου 1893, αλλά παραδόθηκε σε κοινή χρήση στις 28 Οκτωβρίου (με το παλαιό ημερολόγιο) του ίδιου έτους. Νέα προβλήματα που προέκυψαν από την πτώση χωμάτων από τις όχθες της διώρυγας, οδήγησαν και την εταιρεία του Συγγρού να διακόψει τη λειτουργία της και να τη διαδεχθεί η «Νέα Ελληνική Εταιρεία της Διώρυγας της Κορίνθου», με κεφάλαιο 1.750.000 δραχμών.
Η διώρυγα, έχει μήκος, από τον φανό εισόδου ως τον φανό εξόδου, 6,3 χλμ. Το πλάτος στην επιφάνεια του νερού είναι 24,6 μέτρα και στον πυθμένα 21,6 μέτρα. Το βάθος του νερού στη διώρυγα, είναι 7 μέτρα.
Στις συζητήσεις και τα κατασκευαστικά σχέδια, είχε πάρει μέρος και ο κατασκευαστής της διώρυγας του Σουέζ (1869), Φερντινάντ ντε Λεσέψ, όμως η κατασκευή έγινε με αναθεωρημένα σχέδια του Ούγγρου μηχανικόυ Μπέλα Γέρστερ.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Άγγλοι, καθώς υποχωρούσαν τον Απρίλιο του 1941, ανατίναξαν τη γέφυρα της διώρυγας και έκαναν αδύνατη τη διέλευση πλοίων από αυτή. Ιταλοί και Γερμανοί όμως, συνεργάστηκαν εντατικά και στις 2 Αυγούστου 1941, η διώρυγα λειτούργησε εκ νέου. Με τη σειρά τους, οι Γερμανοί, αποχωρώντας τον Οκτώβριο του 1944, έριξαν στην κοίτη της διώρυγας περισσότερα από 500.000 m3 χώματος και μεγάλο αριθμό σιδηροδρομικών βαγονιών…
Για 5 χρόνια η διώρυγα ήταν εκτός λειτουργίας. Στις 19 Δεκεμβρίου 1948 λειτούργησε ξανά η σιδηροδρομική γέφυρα και το 1949, με αμερικανική οικονομική βοήθεια, η διώρυγα αποδόθηκε σε κοινή χρήση.
Η σημασία της διώρυγας
Η συντόμευση του πλου από το Ιόνιο προς τον Πειραιά, αποτελεί το μεγαλύτερο κέρδος από τη λειτουργία της διώρυγας. Αναφέρουμε ενδεικτικά:
Κέρκυρα – Πειραιάς 270 ν.μ., ενώ με τον γύρο της Πελοποννήσου 370.
Πρίντεζι – Πειραιάς 333 ν.μ., έναντι 464 ν.μ.
Πάτρα – Πειραιάς 100 ν.μ. και 295 ν.μ. αντίστοιχα.
Πορθμός Μεσσήνης – Πειραιάς, 403 ν.μ., έναντι 477 ν.μ.
Υπολογίζεται, ότι κάθε χρόνο περνούν από τη διώρυγα της Κορίνθου 12.000 πλοία.