Τον Μάρτιο του 1143, ο Ιωάννης Β’, πήγε στην οροσειρά του Ταύρου για να κυνηγήσει. Με κάποιο τρόπο, ένα από τα δηλητηριασμένα βέλη, του γρατζούνισε το χέρι. Αρχικά, αγνόησε το τραύμα, σύντομα όμως έπαθε σηψαιμία. Προαισθανόμενος το τέλος του, έχρισε διάδοχό του τον νεότερο ηλικιακά γιο του Μανουήλ, που διακρινόταν για την ηρεμία και τη λογική του. Ο Ιωάννης πέθανε σε ηλικία 53 ετών, λίγο μετά από τη στιγμή που έλαβε τη Θεία Μετάληψη, έχοντας διεξαγάγει 25 πολιορκίες στα χρόνια που έμεινε στον θρόνο. Σύμφωνα με τον λόρδο Norwich: «Κανένας αυτοκράτορας δεν είχε δουλέψει ποτέ σκληρότερα ούτε είχε αυτοθυσιαστεί με τέτοια συνέπεια για το καλό της αυτοκρατορίας του». Ο Browning θεωρεί ότι ο Ιωάννης Β’ δολοφονήθηκε.
Στις αρχές του 12ου αιώνα, επικρατούσε στην Ευρώπη και τη Μικρά Ασία χάος. Ο μουσουλμανικός κόσμος ήταν κατακερματισμένος, βρισκόταν σε αναταραχή και ήταν ιδιαίτερα επιθετικός. Οι Βούλγαροι, οι Ούγγροι και οι Νορμανδοί εποφθαλμιούσαν την πλούσια Ανατολή. Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ο παπισμός, βρισκόταν σε σοβαρή αντιπαράθεση.
Στη Γαλλία οι βασιλιάδες δεν είχαν καταφέρει να επιβληθούν στην ανυπάκουη αριστοκρατία. Μόνο στην Αγγλία, με τον Γουλιέλμο τον Κατακτητή και τους διαδόχους του, βρίσκουμε την εξελισσόμενη συγκεντρωτική μοναρχία, της οποίας υπόδειγμα στην Ανατολή, ήταν το Βυζάντιο.
Ο Μανουήλ Α’ Κομνηνός στον θρόνο (1143)
Ο Μανουήλ, είχε δείξει δείγματα των ικανοτήτων του, το 1140, στο φρούριο της Νεοκαισάρειας, σε μια επιδρομή κατά του Ντανισμεντίδη ηγέτη Μωάμεθ. Έτσι, όταν πήρε το χρίσμα από τον πατέρα του, θέλησε να εξασφαλίσει ότι ο μεγαλύτερος αδελφός του Ισαάκιος (ιδιαίτερα οξύθυμος και με αμφισβητήσιμη αφοσίωση στον πατέρα του) που βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη δεν θα έπαιρνε τον θρόνο. Τα δύο άλλα αδέρφια τους, ο Αλέξιος και ο Ανδρόνικος, είχαν πεθάνει, το 1142 μετά από ασθένεια με πυρετό. Ο Μανουήλ, έστειλε εσπευσμένα στην Κωνσταντινούπολη τον Μεγάλο Δομέστικο Ιωάννη Αξούχο με εξουσίες αντιβασιλέα, ο οποίος συνέλαβε τον Ισαάκιο πριν προλάβει να κάνει οτιδήποτε.
Ο Ιωάννης Αξούχος ήταν Τούρκος στην καταγωγή που αιχμαλωτίστηκε από τους Βυζαντινούς, απέκτησε πάλι την ελευθερία του και έφτασε ως το ανώτατο στρατιωτικό αξίωμα του Δομέστικου των Σχολών της Ανατολής.
Ο Μανουήλ, λάτρης του γυναικείου φύλου και με αρκετές ερωμένες, μετά από μακρές διαπραγματεύσεις, παντρεύτηκε την κουνιάδα του βασιλιά της Γερμανίας Κορράδου Γ’, Βέρθα του Sulzbach. Η Βέρθα, πήρε το όνομα Ειρήνη και ο γάμος έγινε τον Ιανουάριο του 1046. Ο Μανουήλ έβλεπε ότι οι βυζαντινογερμανικές σχέσεις έπρεπε να ενισχυθούν, για να αντιμετωπίσουν τον κοινό τους εχθρό, τους Νορμανδούς.
Η βυζαντινογερμανική αυτή επιγαμία, υπήρξε η αρχή για μια σειρά από συνοικέσια μεταξύ Βυζαντινών πριγκίπων και δυτικών πριγκιπισσών, κάτι που δείχνει την ανάγκη του Βυζαντίου να δημιουργεί δεσμούς με ευρωπαϊκές Αυλές.
Την 1η Δεκεμβρίου 1145, ο Πάπας Ευγένιος Γ’, εξέδωσε τη βούλα Quantum Predecessores, το πρώτο παπικό έγγραφο με το οποίο κηρυσσόταν Σταυροφορία. Αφορμή, αποτέλεσε η κατάληψη από τον κυβερνήτη της Μοσούλης και του Χαλεπίου Ζένγκι, της Έδεσσας, που ήταν έδρα του παλαιότερου από τα κράτη της λατινικής Ανατολής και η σφαγή των Ευρωπαίων κατοίκων της (όχι όμως και των Σύρων Χριστιανών). Η Β’ Σταυροφορία (1147-1149), είχε πενιχρά αποτελέσματα, ωστόσο προκάλεσε πολλά προβλήματα στις σχέσεις του Βυζαντίου με τους Δυτικούς.
Το ίδιο χρονικό διάστημα, οι Νορμανδοί, με επικεφαλής τον βασιλιά Ρογήρο Β’ κατέλαβαν την Κέρκυρα και στη συνέχεια λεηλάτησαν την Πελοπόννησο, την Εύβοια και τη Στερεά Ελλάδα. Παράλληλα, ο Νορμανδός βασιλιάς, μετέφερε βίαια μεταξουργούς από τη Θήβα και την Κόρινθο στο Παλέρμο, γεγονός που επιβάρυνε οικονομικά το Βυζάντιο.
Ο βυζαντινός στρατός, έπρεπε να παρακολουθεί την πορεία των σταυροφόρων, να αντιμετωπίσει τους Κουμάνους, στις παραδουνάβιες επαρχίες και να στραφεί και κατά των Νορμανδών, έχοντας ως μόνους συμμάχους τους Βενετούς, παλιούς αντίζηλους των Νορμανδών.
Το 1149 ανακαταλήφθηκε η Κέρκυρα και το 1152 πέθανε ο Κορράδος, σύμμαχος του Μανουήλ που, θυμίζουμε ότι είχε παντρευτεί την αδελφή της γυναίκας του. Ο διάδοχός του Φρειδερίκος Α’ Βαρβαρόσας, δεν είχε καθόλου καλές σχέσεις με το Βυζάντιο και λέγεται ότι προέτρεπε τους Σελτζούκους να κινηθούν εναντίον του.
Ευτυχώς για τους Βυζαντινούς, το 1154 πέθανε ο Ρογήρος και η αυτοκρατορία απαλλάχτηκε από την άμεση νορμανδική απειλή. Ο Μανουήλ, βρήκε την ευκαιρία να νικήσει τους Κουμάνους. Νωρίτερα (1149-1150), εκστράτευσε στη Σερβία όπου νίκησε τον ζουπάνο της Ρασκίας Ούρεση, σύμμαχο των Νορμανδών. Πολλοί Σέρβοι εγκαταστάθηκαν τότε στη σημερινή Σόφια της Βουλγαρίας.
Και οι Ούγγροι κινήθηκαν με τη σειρά τους κατά του Βυζαντίου. Ο Μανουήλ εκστράτευσε εναντίον τους και ο βασιλιάς των Μαγιάρων Γέιζα Β’, προτίμησε τη σύναψη ειρήνης με τους Βυζαντινούς.
Το 1155, οι Βυζαντινοί εκστράτευσαν στην Ιταλία και κυριάρχησαν εύκολα στην Απουλία. Όμως Γερμανοί, Βενετοί και Νορμανδοί συνασπίστηκαν εναντίον τους και το 1158 ο Μανουήλ αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την Ιταλία. Το 1160, πέθανε η σύζυγός του Ειρήνη και το 1161, ο Μανουήλ παντρεύτηκε την κόρη του πρίγκιπα της Αντιόχειας Ραϊμόνδου, Μαρία. Με αυτό το συνοικέσιο, απόκτησε συγγενική σχέση με τον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Ζ’. Ενώ στο «δυτικό μέτωπο», τα πράγματα φαίνεται να είχαν ομαλοποιηθεί, στην Ανατολή, ο τουρκικός κίνδυνος άρχισε σιγά σιγά να κάνει την (επαν)εμφάνισή του…
Οι βυζαντινοτουρκικές σχέσεις
Στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, ο Μανουήλ είχε μια σειρά από επιτυχίες εναντίον των Τούρκων. Να σημειώσουμε ότι όταν ο πατέρας του Μανουήλ Ιωάννης, είχε απελευθερώσει από τους Τούρκους τα νησιά της λίμνης Πουσγκούς(σήμερα Μπέισεχίρ), δυτικά του Ικονίου, οι κάτοικοί τους που αναγνώριζαν τον σουλτάνο και είχαν αναπτύξει ικανοποιητικές σχέσεις συμβίωσης με τους Τούρκους, αρνήθηκαν να δεχθούν τον αυτοκράτορα, ο οποίος κατέλαβε τα νησιά με τη βία… (F. Uspenski, «Istoriia Vizantiiskoi Imperii», Μόσχα – Λένινγκραντ 1948). Χαρακτηριστικό δείγμα ίσως, της αντίστροφης πορείας, προς τον εκτουρκισμό – εξισλαμισμό της Ανατολίας.
Στην εκστρατεία του εναντίον των Τούρκων (1146), ο Μανουήλ νίκησε τον στρατό του σουλτάνου στο Ακροϊνό, στο Καλογραίας Βουνό και στο Φιλομήλιο. Έκαψε το Φιλομήλιο και ελευθέρωσε τους Έλληνες που ήταν για χρόνια αιχμάλωτοι. Προχώρησε μέχρι το Ικόνιο και «βεβήλωσε τα κοιμητήρια των μουσουλμάνων που βρίσκονταν έξω από τα τείχη» (Σπύρος Βρυώνης, «Η Παρακμή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού στη Μικρά Ασία και η Διαδικασία Εξισλαμισμού, 11ος – 15ος αιώνας»). Λόγω άφιξης ενισχύσεων όμως για τους Σελτζούκους, ο Μανουήλ αναγκάστηκε να υποχωρήσει προς τη Βιθυνία, όπου εγκατέστησε τους Έλληνες από το Φιλομήλιο και έχτισε φρούριο στις Πύλες.
Το 1147, ο Μανουήλ και ο Σελτζούκος σουλτάνος Μασούντ κατέληξαν σε συμφωνία, με την οποία οι Βυζαντινοί ξανακέρδιζαν τα Πράτανα, που είχαν καταλάβει οι Σελτζούκοι καθώς και άλλες περιοχές.
Το 1152, ο Αρμένιος Θώρος άρχισε να καταλαμβάνει περιοχές της Κιλικίας που ανήκαν στους Βυζαντινούς, όπως την Ταρσό και τη Μοψουεστία. Ο Μασούντ, μετά από προτροπή το Μανουήλ κινήθηκε εναντίον του Θώρου, αλλά νικήθηκε. Το 1155, ο Μασούντ πέθανε και τον διαδέχθηκε ο Κιλίτζ Αρσλάν ο Β’, ο οποίος κατέλαβε τις πόλεις Παννούρα και Σίβυλα που ανήκαν στους Βυζαντινούς το 1157.
Με νέα εκστρατεία, ο Μανουήλ ανακατέλαβε πόλεις της Ελάσσονος Φρυγίας και της Κιλικίας (Κίστραμο, Ανάζαρβο, Λογγινιάδα, Ταρσό και Τίλι). Από το 1159 ως το 1161, εκστράτευσε εναντίον των Τουρκομάνων. Το 1161, νίκησε τον Κιλίτζ Αρσλάν, ο οποίος υποχρεώθηκε σε σύναψη ειρήνης με τους Βυζαντινούς και το 1162, επισκέφθηκε των Κωνσταντινούπολη. Ο Μανουήλ τον υποδέχθηκε με μεγάλες τιμές. Τα επόμενα χρόνια, ο Κιλίτζ Αρσλάν βρήκε την ευκαιρία να αντιμετωπίσει τους εσωτερικούς εχθρούς και ο Μανουήλ να θωρακίσει αμυντικά τις περιοχές κοντά στην Πέργαμο.
Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας, έβλεπε την κατάσταση που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται στην Ανατολή και αποφάσισε να κινηθεί εναντίον του Κιλίτς Αρσλάν και να τον αιχμαλωτίσει, χτυπώντας την ίδια την πρωτεύουσά του, το Ικόνιο.
Ξεκίνησε, με εκστρατεία εναντίον των Τουρκομάνων στην περιοχή του Δορύλαιου (σημερινό Εσκί Σεχίρ). Το Δορύλαιο, τον 10ο και τον 11ο αιώνα, ήταν μία από τις πλέον σημαντικές και ευημερούσες πόλεις της Ανατολής. Όμως οι Τουρκομάνοι την κατέστρεψαν και ανάγκασαν τους κατοίκους της να την εγκαταλείψουν. Όταν ο Μανουήλ έφτασε εκεί, εκδίωξε τους νομάδες (1175-1176). Νοτιότερα, ξανάχτισε την οχυρή πόλη Χώμα – Σούβλαιον.
Η μάχη του Μυριοκέφαλου (17 Σεπτεμβρίου 1176)
Για το χτύπημα εναντίον των Σελτζούκων, ο Μανουήλ στρατολόγησε πολλούς άνδρες, ιδιαίτερα Λατίνους και Ούζους από τις περιοχές του Δούναβη. Έστειλε ένα απόσπασμα με αρχηγό τον ανιψιό του Ανδρόνικο Βατάτζη για να καταλάβει τη Νεοκαισάρεια και ο ίδιος, οδήγησε το μεγαλύτερο τμήμα του στρατού του προς το νότο.
Ο στρατός του Μανουήλ, συνοδευόμενος από ένα τεράστιο αριθμό πολιορκητικών μηχανών και εφοδίων, τα μεταφορικά υποζύγια των οποίων έφθαναν σε φάλαγγα πορείας τα 15-16 χιλιόμετρα, σύμφωνα με επιστολή του ίδιου του Μανουήλ προς τον Ερρίκο Β’ της Αγγλίας, προχώρησε προς τη Λάμπη, τις Κελαινές-Απάμεια κοντά στον Άνω Μαίανδρο (ποταμό), έπειτα στο πρόσφατα ξαναχτισμένο φρούριο στο Χώμα-Σούβλαιον και τελικά στο εγκαταλειμμένο κάστρο στο Μυριοκέφαλο (σήμερα Asar Kalesi) που πήρε την ονομασία του από τις εκατοντάδες βουνοκορφές που ορθώνονται πίσω του.
Η πορεία του Μανουήλ ήταν σταθερή αλλά πολύ αργή επειδή πολλοί άοπλοι άνδρες συνόδευαν τα μεταγωγικά. Ταυτόχρονα, η εμφάνιση Τουρκομάνων, «πολυάριθμων σαν ακρίδες», που παρενοχλούσαν τον βυζαντινό στρατό, δημιουργούσε πρόσθετες δυσχέρειες. Περίπου 50.000 μάλιστα από αυτούς, λεηλάτησαν το στρατόπεδο του Μανουήλ.
Από την άλλη πλευρά, ο Κιλίτζ Αρσλάν στρατολόγησε πολλούς Τούρκους από τη Μεσοποταμία και τις ανατολικές περιοχές. Καθώς ο βυζαντινός στρατός προχωρούσε, ο σουλτάνος έκαιγε και αποσυρόταν. Έκαψε χωριά και βοσκοτόπια και κατέστρεψε ό, τι μπορούσε να φανεί χρήσιμο στους Βυζαντινούς. Επίσης, οι Σελτζούκοι μόλυναν όλα τα πηγάδια, τις δεξαμενές και τις πηγές με πτώματα γαϊδάρων και σκυλιών κι έτσι λίγο πριν τη μάχη, οι περισσότεροι Βυζαντινοί στρατιώτες υπέφεραν από δυσεντερία.
Αν και όπως έδειχναν τα πράγματα, οι Σελτζούκοι ήταν σε πλεονεκτική θέση, ο Κιλίτζ Αρσλάν έστειλε πρεσβεία στον Μανουήλ με όρους ειρήνης, ευνοϊκούς μάλιστα για τους Βυζαντινούς, όμως ο αυτοκράτορας άκουσε κάποιους «θερμοκέφαλους νεαρούς» που αδημονούσαν να πολεμήσουν και όχι τους έμπειρους στρατηγούς του που τον συμβούλευαν να δεχτεί την πρόταση του σουλτάνου.
Για να φτάσει στο Ικόνιο, την πρωτεύουσα των Σελτζούκων, όμως ο βυζαντινός στρατός, προτιμήθηκε το στενό πέρασμα του Τσιβριτζή. Το ίδιο πέρασμα είχε ακολουθήσει ο βυζαντινός στρατός το 1146. Ήταν γεμάτο στροφές, με μήκος 24 χιλιόμετρα και δασωμένο σε πολλά σημεία του. Αυτό ακριβώς εκμεταλλεύτηκε ο σουλτάνος, στήνοντας ενέδρες σε 7 διαφορετικά σημεία κατά μήκος μικρών χειμάρρων δίπλα ή μέσα από τους οποίους περνούσε ο δρόμος.
Η δύναμη των Σελτζούκων, μας είναι άγνωστη. Οι Βυζαντινοί υπολογίζεται ότι ήταν τουλάχιστον 25.000 άνδρες και 3.000 άμαξες.
Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, η διάταξη του βυζαντινού στρατού ήταν η εξής: μετά την εμπροσθοφυλακή, που την αποτελούσε κυρίως πεζικό των αυτοκρατορικών μονάδων, ακολουθούσε η κύρια δύναμη που την αποτελούσαν τα τάγματα της Δύσης και της Ανατολής, η δεξιά πτέρυγα, υπό τον Βαλδουίνο της Ιερουσαλήμ, αδελφό της συζύγου του αυτοκράτορα Μαρίας, τα μεταγωγικά ανεφοδιασμού, οι πολιορκητικές μηχανές και στη συνέχεια ακολουθούσε η αριστερή πτέρυγα. Έπονταν οι επίλεκτες μονάδες και οι σωματοφύλακες του αυτοκράτορα και τη διάταξη έκλεινε η οπισθοφυλακή την οποία διοικούσε ο έμπιστος ανώτατος αξιωματικός Ανδρόνικος Κοντοστέφανος.
Ο Μανουήλ διέπραξε στρατηγικά σφάλματα. Δεν υπολόγισε το δύσβατο του εδάφους, δεν έστειλε ανιχνευτές για να εντοπίσει πιθανές ενέδρες και δεν έγινε αναδιανομή φορτίου στα βαρυφορτωμένα μεταγωγικά έτσι ώστε να εξασφαλιστεί ο ίδιος ρυθμός πορείας.
Η εμπροσθοφυλακή μπήκε στη στενωπό. Οι Σελτζούκοι μάλλον αιφνιδιάστηκαν και δεν έκαναν επίθεση. Η πορεία μέσα από τη διάβαση διαρκούσε πέντε με έξι ώρες. Όταν η εμπροσθοφυλακή έβγαινε από τη στενωπό, τα τελευταία τμήματα του βυζαντινού στρατού έμπαιναν σ’ αυτή. Οι άνδρες του Κιλίτζ Αρσλάν, εξαπέλυσαν την επίθεσή τους από τα γύρω υψώματα. Στόχος τους ήταν κυρίως η δεξιά πτέρυγα των Βυζαντινών με τα μεταγωγικά. Τα βυζαντινά στρατεύματα έχασαν τη συνοχή τους και ούτε καν οι τοξότες δεν απώθησαν τις σελτζουκικές επιδρομές. Πολλοί στρατιώτες προσπάθησαν να βρουν προστασία σ’ ένα λοφίσκο και πολλοί σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν πέφτοντας σ’ ένα βαθύ ξεροπόταμο που χώριζε το πέρασμα από τα γύρω υψώματα. Ο Βαλδουίνος σκοτώθηκε. Η εμπροσθοφυλακή βγήκε αλώβητη απ’ το πέρασμα και στρατοπέδευσε σ’ ένα γειτονικό λόφο. Γενικότερα, όπως γράφει ο Χωνιάτης, οι Σελτζούκοι δεν ασχολήθηκαν καθόλου με τις δυνάμεις που πέρασαν από το Τζιβριτζή.
Σύμφωνα πάντα με το Νικήτα Χωνιάτη, μέσα στο πέρασμα, μια τρομερή αμμοθύελλα είχε ελαττώσει την ορατότητα τόσο πολύ, ώστε Βυζαντινοί και Σελτζούκοι σκότωναν στα τυφλά, μην μπορώντας να ξεχωρίσουν εχθρούς από φίλους. Βλέποντας ότι βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση, οι άνδρες του Κιλίτζ Αρσλάν φώναζαν στους Χριστιανούς Τούρκους να εγκαταλείψουν τον Μανουήλ πριν να είναι αργά.
Παραδόξως, ο σουλτάνος διέταξε να σταματήσει η μάχη και έστειλε έναν αξιωματικό του, τον Γαβρά, να προτείνει ειρήνη στον Μανουήλ, την οποία ο αυτοκράτορας υποδέχτηκε ασμένως. Μοναδικοί όροι της ειρήνης, ήταν να γκρεμίσουν οι Βυζαντινοί τα πρόσφατα χτισμένα φρούρια στο Δορύλαιο και το Χώμα- Σούβλαιον. Για ποιους λόγους όμως το έκανε αυτό ο Κιλίτζ Αρσλάν;
Ο Νικήτας Χωνιάτης δίνει τις εξής εκδοχές:
i. Οι σύμβουλοι του σουλτάνου πληρώνονταν σε καιρό ειρήνης από τον αυτοκράτορα κι αυτοί έπεισαν τον Κιλίτς Αρσλάν, να σταματήσει τη μάχη
ii. Παρόλο ότι οι Σελτζούκοι ήταν αναμφίβολα νικητές, οι Βυζαντινοί υποχωρώντας, παρατήρησαν ότι οι Σελτζούκοι είχαν γδάρει τα κεφάλια και κόψει τα γεννητικά όργανα πολλών νεκρών. Έτσι, δεν ξεχώριζαν χριστιανοί από μουσουλμάνους και πιθανότατα και οι Τούρκοι είχαν βαριές απώλειες
iii. Παρά την καταστροφική ήττα των Βυζαντινών, μεγάλα τμήματα του στρατού και οι αρχηγοί τους μπόρεσαν να ανασυσταθούν γύρω απ’ τον αυτοκράτορα. Καθώς ο Μανουήλ υποχωρούσε, δεχόταν συνεχώς επιδρομές από Τουρκομάνους και μόνο όταν έφτασαν στις Χώνες οι Βυζαντινοί, αισθάνθηκαν ασφαλείς.
Συνέπειες και αποτίμηση της μάχης στο Μυριοκέφαλο
Ο Μανουήλ διέπραξε τραγικά λάθη στη συγκεκριμένη μάχη όπως είδαμε. Ένα ακόμα, πολύ σημαντικό, ήταν ότι παρά τις παραινέσεις των συμβούλων του να δείξει προσοχή σε ενέδρες στο Τσιβριτζή, αποφάσισε να επιτεθεί μετωπικά, παραβλέποντας ότι υπήρχε μια τουλάχιστον εναλλακτική διαδρομή καθώς μπορούσε να οδηγήσει τον στρατό στην πεδιάδα κοντά στο Φιλομήλιο (σημερινό Άκσεχιρ). Τον δρόμο αυτό ακολούθησαν το 1190 οι σταυροφόροι της Τρίτης Σταυροφορίας. Ίσως σκέφτηκε ότι δεν θα μπορούσαν να τροφοδοτηθούν επαρκώς οι δυνάμεις του ή ότι οι Σελτζούκοι θα τους περίμεναν στην πεδιάδα μετά την έξοδο από το Τσιβριτζή.
Η μάχη στο Μυριοκέφαλο ήταν πολύ σημαντική. Πολλοί ιστορικοί την παρομοιάζουν με εκείνη στο Μαντζικέρτ (1071). Άλλωστε, κατά τον Χωνιάτη, ο ίδιος ο Μανουήλ «ταυτοπαθή πως εαυτόν Ρωμανώ τω Διογένει κατανομάζων». Η αυτοκρατορία υπέστη μια βαριά ήττα και ο στρατός είχε σοβαρές απώλειες.
Ήδη, το θέατρο της μάχης, σε σχέση με το Μαντζικέρτ, είχε μετατοπιστεί κατά εκατοντάδες χιλιόμετρα δυτικότερα, πράγμα που έδειχνε τη διείσδυση των Σελτζούκων στη Μικρά Ασία και η οποία συνεχίστηκε και μετά το 1176.
Η τελευταία ελπίδα για εξουδετέρωση των Τούρκων εξανεμίστηκε και το ηθικό όχι μόνο του αυτοκράτορα αλλά και των κατοίκων των περιοχών της Ανατολίας που ανήκαν ακόμα στο Βυζάντιο, καταρρακώθηκε.
Ακόμα, η απώλεια των πολιορκητικών μηχανών και των σκευοφόρων ήταν άκρως σημαντική για τον Μανουήλ. Βραχυπρόθεσμα, οι Σελτζούκοι δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευθούν τη νίκη τους στο Μυριοκέφαλο, κάτι που επισημαίνει κι ο Γάλλος βυζαντινολόγος Σαρλ (Κάρολος) Ντιλ.
Μάλιστα, τον επόμενο χρόνο, οι Βυζαντινοί συνέτριψαν τους Σελτζούκους στο Υέλιον και στη Λειμμόχειρα και κράτησαν τα Βαλκάνια αλώβητα.
Ωστόσο, οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της ήττας στο Μυριοκέφαλο αποδείχθηκαν σημαντικές.
Ο Μανουήλ πέθανε το 1180 και με την κατάρρευση του συστήματος διπλωματικών ισορροπιών που είχε οικοδομήσει, ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για το Βυζάντιο…
Η περιοχή του Μυριοκέφαλου σήμερα
Πηγές:
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», τόμος Θ’, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ.
JOHN HALDON, «ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ», εκδόσεις Τουρίκη, 2004 (από το βιβλίο αυτό προέρχονται οι περισσότερες λεπτομέρειες της μάχης στο Μυριοκέφαλο).
JOHN C. CARR, «ΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ», εκδόσεις Ψυχογιός, 2016.
ΣΠΥΡΟΣ ΒΡΥΩΝΗΣ, «Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΜΟΥ (11ος-15ος ΑΙΩΝΑΣ)», ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, 2008.