Μία από τις συγκλονιστικότερες σελίδες της βυζαντινής ιστορίας, είναι αναμφίβολα η επίθεση Αβάρων, Σλάβων και Περσών εναντίον της Κωνσταντινούπολης, το καλοκαίρι του 626 μ.Χ.
Δεν είναι γνωστό πότε Άβαροι και Πέρσες ήρθαν σε συμφωνία για κοινή επιχείρηση εναντίον της Βασιλεύουσας.
Οι Άβαροι φημίζονταν για την απληστία τους. Είχαν υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τους Βυζαντινούς, έναντι γενναίων ανταλλαγμάτων, όμως οι τάσεις ανεξαρτητοποίησης που είχαν εκδηλωθεί από ορισμένες φυλές (Σέρβους και Χρωβάτους, δηλαδή Κροάτες,πιθανότατα με υποκίνηση των Βυζαντινών), είχαν εξαγριώσει τον χαγάνο των Αβάρων. Οι Πέρσες, που την ίδια εποχή πολεμούσαν με τους Βυζαντινούς στα νότια σύνορα της αυτοκρατορίας, καθώς διέθεταν άφθονο χρυσό, πιθανότατα εξαγόρασαν τους Αβάρους οι οποίοι έδειχναν αποφασισμένοι να πολεμήσουν μέχρι τέλους για την κατάληψη της Κων/πολης.
Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος, ένας από τους σημαντικότερους του Βυζαντίου, που έμεινε στον θρόνο από το 610 ως το 641, στα τέλη Απριλίου του 626, βρισκόταν στη Σεβάστεια. Είχε πληροφορηθεί τα σχέδια Αβάρων και Περσών, αλλά δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, καθώς σκόπευε να χτυπήσει τους Πέρσες στην ίδια τους τη χώρα. Αρχικά, έδωσε εντολή να σταλεί στον χαγάνο των Αβάρων ο πατρίκιος Αθανάσιος με ειρηνευτικές προτάσεις. Ταυτόχρονα, διέταξε να ενισχυθεί ο στόλος για να εμποδιστεί η μεταφορά των Περσών στην ευρωπαϊκή ακτή, να επισκευασθούν οι οχυρώσεις της Κων/πόλης, να φτιαχτούν πολεμικές μηχανές και να εξασφαλισθεί η τροφοδοσία της Πόλης. Έστειλε μέσω της θάλασσας 10.000 – 15.000 άνδρες για να ενισχύσουν τη φρουρά της πρωτεύουσας, ενώ ανέθεσε στον αδελφό του Θεόδωρο την αποστολή να συντρίψει τη στρατιά του Πέρση σατράπη Σαήν και να κατευθυνθεί προς την Κων/πολη για να ενισχύσει την άμυνά της. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας με ένα μικρό στρατιωτικό τμήμα, ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει εναντίον των Περσών.
Ο Θεόδωρος, ήταν πλέον απερίσπαστος να κινηθεί προς την Κωνσταντινούπολη. Μόνο που ο ίδιος και άνδρες του, έπρεπε να διανύσουν μια απόσταση μεγαλύτερη από 1.000 χιλιόμετρα!
Στο μεταξύ, στα μέσα Ιουνίου, ο Πέρσης σατράπης Σαρβαραζάς (Sahrbaraz = ο αγριόχοιρος της αυτοκρατορίας), είχε φτάσει στη Χαλκηδόνα, έξω από την Κωνσταντινούπολη, περιμένοντας τους Αβάρους.
Η αποτυχία των διαπραγματεύσεων – Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης .
Ο χαγάνος, στρατολόγησε χιλιάδες πολεμιστές από τα σλαβικά, ταταρομογγολικά και ουννικά φύλα, έφτιαξε πολλές πολιορκητικές μηχανές,, συγκέντρωσε τεράστιο πλήθος από υποζύγια και έδωσε εντολή στους Σλάβους, να κατασκευάσουν μονόξυλα, για να έχει έτσι έναν αξιόμαχο στόλο.
Αρχικά κινήθηκε εναντίον της Θεσσαλονίκης, την οποία πολιόρκησε μάταια για 33 ημέρες. Επειδή έπρεπε να συναντηθεί με τους Πέρσες σε καθορισμένο χρόνο, εγκατέλειψε την πολιορκία (που είχε ξεκινήσει τέλη Απριλίου – αρχές Μαΐου του 626) και κινήθηκε προς την Κωνσταντινούπολη.
Στις 29 Ιουνίου 626, η εμπροσθοφυλακή των Αβάρων από 30.000 άνδρες, έφτασε έξω από τα τείχη της Πόλης. Πυρπόλησαν πλήθος χωριών και ναών και η Κωνσταντινούπολη κατακλύστηκε από χιλιάδες πρόσφυγες. Ο χαγάνος έστειλε δύναμη 1.000 ανδρών στις Συκές, οι οποίοι με συνθηματικές φωτιές ήρθαν σε επαφή με τους Πέρσες. Ο πατρίκιος Αθανάσιος στο μεταξύ, επέστρεψε άπρακτος από τις διαπραγματεύσεις με τον χαγάνο. Στάλθηκε όμως και πάλι στους Αβάρους, με νέες προτάσεις, οι οποίες επίσης απορρίφθηκαν.
Στις 29 Ιουλίου 626, ολόκληρος πλέον ο στρατός των Αβάρων (110.000 – 150.000 άνδρες), βρισκόταν έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης.
Οι υπερασπιστές της Πόλης, ήταν περίπου 12.000, ωστόσο ενισχύονταν από απλούς πολίτες που εκδήλωναν τη διάθεση να πολεμήσουν. Επικεφαλής της άμυνας της Κων/πόλης, ήταν ο μάγιστρος Βώνος, ο οποίος συνεχώς περιόδευε, στα τείχη εμψυχώνοντας τους υπερασπιστές της και ο Πατριάρχης Σέργιος, που μαζί με άλλους κληρικούς, κρατώντας την εικόνα της Θεοτόκου, έδινε θάρρος στους Βυζαντινούς.
Παράλληλα, σλαβικά τμήματα προσπάθησαν να καταλάβουν την εκκλησία και τη μονή της Πηγής, αλλά αποκρούστηκαν από τους Βυζαντινούς οι οποίοι τους προκάλεσαν μεγάλες απώλειες. Νέα επίθεση των Αβάρων με ελεπόλεις και άλλες πολιορκητικές μηχανές, απέτυχε παταγωδώς.
Ο χαγάνος ζήτησε εκ νέου την παράδοση της Πόλης, ενισχύοντας την επιχειρηματολογία του με την αναφορά στους Πέρσες συμμάχους του. Πρόσφερε εγγυήσεις, ότι οι κάτοικοι της Βασιλεύουσας θα μπορούσαν να αποχωρήσουν ασφαλείς μαζί με όσα υπάρχοντα τους ήταν σε θέση να πάρουν μαζί τους.
Τόνισε μάλιστα, ότι οι πολιορκημένοι δεν είχαν καμία ελπίδα σωτηρίας, εκτός αν γίνονταν ψάρια για να φύγουν κολυμπώντας ή πουλιά για να πετάξουν στον ουρανό. Ο Πατρίκιος Γεώργιος, απάντησε ότι δεν πρόκειται να παραδοθεί η Κωνσταντινούπολη και κατηγόρησε τους Πέρσες, ότι έκρυβαν τον ερχομό του Θεόδωρου με σημαντικό αριθμό στρατιωτών.
Να σημειώσουμε ότι οι Πέρσες μέχρι τότε, παρέμεναν αδρανείς, πιθανότατα καθώς δεν διέθεταν πολιορκητικές μηχανές.
Τα επινίκια
Αξιωματούχοι, κλήρος και λαός στην Κωνσταντινούπολη, μετά τη νίκη, έσπευσαν στην εκκλησία της Παναγίας των Βλαχερνών για να ευχαριστήσουν τη Θεοτόκο στην οποία απέδωσαν τη νίκη.
Πολλοί ορκίζονταν ότι είχαν δει την Παναγία να περπατά πάνω στα τείχη στη διάρκεια της πολιορκίας.
Ο Ακάθιστος Ύμνος, ψάλθηκε τότε για πρώτη φορά. Γράφτηκε προς τιμήν της Θεοτόκου από τον Πατριάρχη Σέργιο ή τον Γεώργιο Πισίδη, σε ανάμνηση της μεγάλης νίκης των Βυζαντινών. Στην περιοχή των Βλαχερνών, που αποδείχθηκε ασθενές σημείο της άμυνας, χτίστηκε «μονότειχον» πάχους 3,70 μέτρα με 20 πύργους στο οποίο περιλήφθηκε και η ομώνυμη εκκλησία της Παναγίας.
Πηγές: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», τόμος Ζ’, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ JOHN C. CARR, «Οι Πολεμιστές Αυτοκράτορες του Βυζαντίου», εκδόσεις Ψυχογιός, 2016