Μεσάνυχτα 5ης προς 6 Δεκέμβρη, μιας άλλης εποχής. Άνθρωποι με κεριά στα χέρια. Σκιές ζωής που βαδίζουν μέσα στη νύχτα ήσυχα, άλαλα, ταπεινά και συνάμα λεβέντικα. Δεν κρατούν ρολόγια στα χέρια, δεν έχουν τέτοια.
Το βάθος της νύχτας τους υπαγορεύει την ώρα και τη μετρημένη λευτεριά τους. Δίπλα τους, γύρω τους, πάνω τους, στέκει άγρυπνος ο τουρκικός ζυγός, αυτός που ορίζει τη διάρκεια της ζωής τους αλλά όχι το μέγεθος της πίστης τους. Η τελευταία είναι αδούλωτη, χωρίς τον παραμικρό βηματισμό φόβου.
Στον Αϊ Νικόλα, το νεκροταφείο της Καρύταινας, στα ριζά του ιστορικού φράγκικου κάστρου
Όλοι μαζί, σαν φιγούρες μιας τεράστιας παρέλασης, κατηφορίζουν τώρα στον πίσω Μαχαλά, εκεί όπου βρίσκεται η βυζαντινή εκκλησία του Άι-Νικόλα. Τα κεριά γεμίζουν με φως τις εικόνες, η κάπνα τους με οξυγόνο τα πνευμόνια των πιστών. Στέκουν μπροστά από τις εικόνες των αγίων, γονατίζουν μπροστά τους κι ύστερα ορθώνουν το ανάστημα της ελπίδας μιας άλλης, λεύτερης ζωής. Η προσευχή τους κρατά όσο και η νύχτα. Αν ξημερώσει, τα γιαταγάνια θα τους πάρουν τα κεφάλια και ο ναός θα γίνει παρανάλωμα. Οι Τούρκοι δεν έχουν το θεό τους, ο δικός τους Θεός είναι όμως εκεί για να τους προστατέψει από τη μανία του κατακτητή και να μεγαλώσει την πίστη τους σε κάθε αδύνατο που μπορεί να γίνει δυνατό…
Ο βυζαντινός ναΐσκος μετά την ολοκλήρωση των αναστυλωτικών εργασιών
Σήμερα, στη γραφική και ιστορική Καρύταινα. Τη στεφανωμένη από ένα επιβλητικό φράγκικο κάστρο, τη σμιλεμένη με δέντρα και ποτάμια, την προικισμένη με ιστορία και πολιτισμό. Σ’ αυτόν το μαγικό τόπο την Τρίτη τα μεσάνυχτα, ξημερώματα 6 Δεκεμβρίου, ανήμερα της εορτής του προστάτη των ναυτικών, στον ίδιο τόπο, στον ίδιο ναό, ο χρόνος θα γυρίσει πίσω για να μας θυμίσει πόσο απόλυτα και κατανυκτικά, το χθες, μπορεί να ορίσει το σήμερα και το αύριο. Ο ιστορικός Βυζαντινός Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου που χτίστηκε τον 11ο αιώνα, ύστερα από μία πολυετή διακοπή λόγω των εκτεταμένων έργων του Μνημείου από την 25η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, θα ξαναλειτουργήσει με απόλυτη τήρηση μιας παράδοσης που κρατά από την εποχή της τουρκοκρατίας χαρίζοντας στους επισκέπτες του και στους πιστούς μία ανεπανάληπτη εμπειρία.
Εικόνα από την περίοδο των εργασιών
Ο ναός αυτός φέρεται να ανεγέρθηκε γύρω στο 1100, «βίωσε» όλες τις μπόρες των κατακτητών, Φράγκων Ιπποτών και Τουρκαλβανών. Ωστόσο, όλοι οι κατακτητές σεβάστηκαν τη μεγαλοπρέπειά του και δεν τον κατέστρεψαν. Οι Τούρκοι επέτρεπαν στους Χριστιανούς την ημέρα της μνήμης του Αγίου Νικολάου να πηγαίνουν εκεί και να λειτουργούν αλλά υπό έναν όρο: να προσεύχονται μόνο τη νύχτα. Αν δεν σέβονταν την παραπάνω διαταγή, αν το φως της ημέρας τους έβρισκε εκεί, τότε οι Τούρκοι θα σκότωναν τους ίδιους και θα κατέστρεφαν τον ναό. Έτσι, οι πιστοί βρίσκονταν εκεί από τα μεσάνυχτα προκειμένου να προσευχηθούν στον Άγιο και να γλιτώσουν από τη μανία των κατακτητών.
Οι σελίδες με την περιγραφή του Φώτη Κόντογλου είναι από το βιβλίο «Καρύταινα, το Μετερίζι του ΄21» του Καρυτινού ιστορικού συγγραφέα Γιάννη Αντωνόπουλου
Εφέτος, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, η παράδοση αναβιώνει όχι υπό την απειλή του φόβου, αλλά από τη δύναμη της παράδοσης που οι άνθρωποι της Καρύταινας κρατούν αναλλοίωτη στον χρόνο και ζωντανή στη μνήμη όλων. Η κατανυκτική λειτουργία, μέσα στον ναό αυτό ο οποίος έχει δημιουργηθεί εσωτερικά και εξωτερικά από απλούς ανθρώπους μιας άλλης εποχής, θα ξεκινήσει ξημερώματα Τετάρτης 6ης Δεκεμβρίου και θα τελειώσει λίγο πριν οι πρώτες χαράξει. Εκεί, στο πίσω μέρος του Κάστρου, στον πίσω Μαχαλά, το μυστήριο, η κατάνυξη και η αγάπη θα φωτίσουν ξανά τη νύχτα, θα κάνουν το σκοτάδι φως και θα μαρτυρήσουν για ακόμη μια φορά ότι το ισχυρότερο συναίσθημα σ’ αυτή τη ζωή είναι η πίστη και οι αξίες που κάποιοι άλλοι μας μετέδωσαν για να μπορούμε εμείς σήμερα να κοιτάζουμε τα πάντα με μια ψυχή όλο φως…
O συγγραφέας Γιάννης Αντωνόπουλος παραθέτει στο βιβλίο του «Καρύταινα, το μετερίζι του ΄21» απόσπασμα από περιγραφή του ναού από τον λογοτέχνη, ζωγράφο και αγιογράφο Φώτη Κόντογλου (1895-1965), το οποίο παρατίθεται πιο κάτω, διατηρώντας τη γλώσσα και την ορθογραφία του γράφοντος:
«Μέσα στον κουμπέ (σ.σ. τρούλος, θόλος), γράφει ο Κόντογλου, ξεχωρίζει φωλιασμένος ο Παντοκράτορας, έχοντας γύρω του τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, μαζί με τα τάγματα των Αγγέλων κι Αρχαγγέλων με φλάμπουρα στα χέρια κι ολοτρόγυρα γραμμένα γράμματα, με τούτα τα λόγια:
“Ίδετε, ίδετε, ότι εγώ ειμί και ουκ εστί Θεός πλην εμού. Εγώ εποίησα γην και άνθρωπον επ΄αυτής. Εγώ τη χειρί μου εστερέωσα τον ουρανόν.”
Ούλοι οι τοίχοι, από πάνου ως κάτου είναι ιστορημένοι με ζωγραφική. Κάθουμαι και συλλογίζουμαι. Τι χέργια τα δουλέψανε με τόση πίστη που να φέρνουνε τέτοιο σέβας στον άνθρωπο!
Τάχα ναναι η μαστοργιά τους η μεγάλη; Στις χώρες της Ευρώπης βρίσκονται μες τις εκκλησιές ζουγραφιές φημισμένες για την τέχνη τους, και μολαταύτα δεν έχουνε το΄/υτο το μυστήριο και τούτη την κατάνυξη. Αγράμματοι και απλοί άνθρωποι τάχανε δουλεμένα. Κι οι μπογές που μεταχειριζόντουσαν ήτανε φτηνές και ταπεινές σαν κι εκείνους.
Όξω απ΄ τα στεφάνια κι απ΄ τα Χρυσογάιτανα, ούλα είναι χωματένια. Το κρέας στα πρόσωπα και στα χέργια τόχουνε δουλεμένο με κιτρινόχρωμα.
Τα πιο πολλά ρούχα με λουλάκι και με κόκκινο βόλο του βουνού, τον κάμπο με μαβί και τα ψηφιά με ασβέστη. Ωστόσο, κείνα τα πρόσωπα είναι ολοζώντανα, κείνα τα χέργια πιάνουνε τα ρούχα που ανεμίζουνε στον αγέρα, τα μουστάκια τα μουστάκια κατεβαίνουνε σεμνά σμίγοντας με τις κόχες που σκεδιάζει το σφαλιχτό στόμα, το σαγώνι στρογγυλεύει μ΄ ένα βαθύ αυλάκι και απ΄ τ΄ αχείλι, τα στίγμα φρύδια τραβάνε σαν γαϊτάνια ίσαμε τα μιλίγγια, σκεπάζοντας δύο μάτια μελανιασμένα και πικραμένα, που κοιτάνε λοξά, άγρια μα πονεμένα.
Αλλού, βλέπεις καβαλάρηδες απάνου σε μολυβιά για κόκκινα άτια να περπατάνε καμαρωτά μέσα σ΄ ερημιές και σε ντερβένια, αλλού βασιλιάδες να κάθονται θρονιασμένοι και να κρίνουνε τον κόσμο, αλλού στρατιώτες με κοντάρια και σπαθιά, αλλού ασκητάδες με ραβδιά, αλλού Πατριαρχάδες στολισμένους με κορώνες και πατερίτσες. Μα τα πιο πολλά δεν τα ξεχωρίζεις καλά-καλά απ΄ τα χρόνια κι απ΄ την καπνιά…».