«Το θέμα που απησχόλησε ολόκληρον την οικογένειαν κατά την ημέραν της παραμονής ήταν η κατασκευή της βασιλόπηττας. Η κυρία Ουρανία ευρίσκετο εις κίνησιν από δύο ημερών. Ο κύριος Μενέλαος υπεχρεώθη να φάη «εκ του προχείρου» επί τρία κατά σειράν μεσημέρια, διότι η κουζίνα ήτο απησχολημένη με τους κουραμπιέδες, τα φοινίκια και προ παντός με την βασιλόπητταν! Αυτή απετέλει το μεγάλο γεγονός των ημερών.
Η πρόληψις λέγει ότι από την επιτυχίαν της βασιλόπηττας εξαρτάται και η καλή πρόγνωσις του καινούργιου χρόνου. Ως εκ τούτου η κυρία Ουρανία έβαλε όλα τα δυνατά της και ενώ εζύμωνε το γλυκύ υποκίτρινον μίγμα εις την νεοαγορασθείσανλεκάνην διαρκώς έφτυνε «να μην το ματιάση» και χτυπούσε ξύλο!
-Ωραίο γίνεται! Της είπε θαυμαστικώς το μικρό δουλάκι.
-Φτού! Σκόρδα στα μάτια σου! Απήντησεν η κυρία Ουρανία.
Και όταν η μικρή παρέλαβε το ταψί για να το πάη στο φούρνο, δεν παρέλειψε να της τονίση:
-Να πας βόλτα. Μην περάσης από την κυρά-Κατερίνα γιατί έχει ένα μάτι ο Θεός να σε φυλάη!
-Καλά, απήντησεν εκείνη.
-Να σταθής εκεί ώσπου να την ψήση, και να του πης να προσέξη να μην «αρπάξη» από πάνω και μέσα μείνη ωμή. Τ’ άκουσες;
-Μάλιστα.
Ως που να γυρίση η μικρή της κυρίας Ουρανίας «έτρεμε το φυλλοκάρδι της»! Επί τέλους κατά το μεσημέρι επέστρεψε το δουλάκι κατέρυθρον και περίτρομον, κομίζον τη βασιλόπηττα σκασμένη και μαύρη από το κάψιμο!
-Τ’ είν’ αυτό μωρή; Ανέκραξεν έξαλλη η κυρία Ουρανία.
-Δεν την πέτυχε! Εψιθύρισενηλιθίως το δουλάκι.
-Χριστός και Παναγία! Κάρβουνο την έκανε ο παληάνθρωπος!… Κακοχρονάχη μέρα που είνε!
Λαχτάρα που μας άναψε πρωτοχρονιάτικα!… Κ’ εσύ μωρή που τα είχες τα μάτια σου;…
Ξεκουμπίσου να πας στην αστυνομία! Γρήγορα!…
Την ίδια στιγμή αφίχθη ο κύριος Μενέλαος, όστις επληροφορήθη με σχετικήναπάθειαν το δράμα.
-Μενέλαε, άστα! Αποτυχία η βασιλόπηττα!
Έ τι θες να κάνω; Να βάλω το γάιδαρο να κλαίη;
-Εμ’ έτσι αναίσθητος ήσουνα πάντα! Εσύ ο κόσμος να χαλάση καρφί δεν σου καίγεται!
-Μ’ εμένα τάβαλες τώρα;
Εντός ολίγου κατέπλευσε και η κυρά-Κατερίνα να ρωτήση «μήπως τους βρίσκεται λίγο αλεύρι περσευούμενο». Μόλις είδε την καρβουνιασμένη βασιλόπηττα, η οποία δεν είχε πάη στην αστυνομία, διότι το δουλάκι δεν απεφάσιζε να κάνη τέτοιο πραμμα, εγούρλωσε τα μάτια της με καταφανή ικανοποίησιν.
-Καλέ τ’ είν’ αυτό; Η βασιλόπηττά σας είνε; Μεγάλη γρουσουζιά κυρία Ουρανία μου!
-Στο κεφάλι σου! Εμουρμούρισε από μέσα της η κυρία Ουρανία.
Αλλά έκανε «μαύρη πρωτοχρονιά». Με μισό στόμα απαντούσε στις ευχές, κι’ όταν ήρθαν τα μεσάνυχτα και ενεφανίσθη η βασιλόπηττα μόνο που δεν την πήραν τα δάκρυα…
-Δεν την βάζετε για ανθρακίτη στη σόμπα; Είπεν ο πνευματώδης υιός της οικογενείας.
Ο κύριος Μενέλαος ανέλαβε τα καθήκοντα του πάτερ-φαμίλια σιωπηλός και επίσημος. Επήρε το μαχαίρι και άρχισε να κόβη.
-Του σπιτιού… Του φτωχού… Το δικό μου…
Αλλά εις το σημείον τούτο έκοψε το δάχτυλό του!
-Κακός οιωνός! Είπεν πάλιν ο πνευματώδης υιός.
-Σώπα παιδί μου, Χριστός και Παναγία! Επενέβη η κυρία Ουρανία.
Εκόπη τέλος η βασιλόπηττα και επηκολούθησεν «οικογενειακός μπακαρατζίκος» εις τον οποίον όμως ο κύριος Μενέλαος έχασε δραχμάςχιλίαςπεντακοσίας!
-Αμ’ τώξερα εγώ. Την είδα τη βασιλόπηττα! Εψιθύρισε περί το τέλος της επισήμου εσπέρας η κυρία Ουρανία.
-Τον κακό σου τον φλάρο! Της απήντησεν ο κύριος Μενέλαος έξαλλος αυτή τη φορά, διότι είχε χάση τις χίλιες πεντακόσιες. Εσύ με γλωσσόφαγες!… Εσύ τις κάνεις τις γρουσουζιές!…
-Και του χρόνου! Είπεν ο πνευματώδης υιός της οικογενείας!
Και απεσύρθη να κοιμηθή».
(«ΕΘΝΟΣ», 1939, «ΕΥ»)
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Διαβάστε κι άλλες ιστορίες για την Παλιά Αθήνα στην ιστοσελίδα www.paliaathina.com