Με έναν, τουλάχιστο πολυσυζητημένο, αυτοκράτορα του Βυζαντίου, τον Ιουλιανό, τον αποκαλούμενο και «Παραβάτη» ή «Αποστάτη», θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο.
Οι αναφορές που γίνονται στον Ιουλιανό, τόσο στα σχολικά βιβλία όσο και γενικότερα, είναι σύντομες και, επιεικώς ,απαξιωτικές. Δεν θα προσπαθήσουμε εδώ να καταρρίψουμε τις επικρατούσες αντιλήψεις γι’ αυτόν, ούτε να τον εξυψώσουμε. Ψύχραιμα και τεκμηριωμένα, θα αναφερθούμε σε στοιχεία που δείχνουν ότι ο Ιουλιανός δεν ήταν ένας κακός αυτοκράτορας. Το αντίθετο μάλιστα. Έκανε βέβαια λάθη, ενώ είχε και εμμονές. Ως στρατιωτικός, όπως θα δούμε, ήταν εξαιρετικός. Η προσπάθειά του για αναβίωση της αρχαίας ελληνικής θρησκείας ή κάποιας παραλλαγής της, ήταν άκαιρη και καταδικασμένη να αποτύχει. Αυτή του η προσπάθεια τον «στιγμάτισε» και έφερε σε δεύτερη μοίρα τις στρατιωτικές και διοικητικές του ικανότητες.
Τα νεανικά χρόνια του Ιουλιανού
Και οι δυο για πολλά χρόνια ορίστηκε να κατοικούν σε διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας. Ο Ιουλιανός βρέθηκε αρχικά στη Νικομήδεια, στο επισκοπικό ανάκτορο του μακρινού του συγγενή Ευσέβιου. Ο Ευσέβιος, οπαδός του αρειανισμού, έδωσε στον Ιουλιανό τα πρώτα μαθήματα χριστιανικής παιδείας.
«Άλλοι μεν ίππων, άλλοι δε ορνέων, άλλοι δε θηρίων ερώσιν εμοί δε βιβλίων κτήσεως εκ παιδαρίου δεινός εντέτηκε πόθος», έγραφε χαρακτηριστικά ο Ιουλιανός. Το 348, ο Γάλλος διατάχθηκε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη. Τον ακολούθησε ο Ιουλιανός. Δίπλα στο Νικοκλή, επιδόθηκε με πάθος στη μελέτη της ρητορικής και της φιλολογίας. Η δημοφιλία που είχε αρχίσει να αποκτά, οδήγησε τον Κωνστάντιο να τον στείλει στη Νικομήδεια. Εκεί κατόρθωσε, παρά τη ρητή απαγόρευση, να διαβάζει όσα δίδασκε ο φημισμένος σοφιστής Λιβάνιο.
Σε ηλικία 20 ετών, ο Ιουλιανός ήρθε σε επαφή με τον «ελληνισμό», το θρησκευτικό ρεύμα που ξεκινούσε από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη και περιλάμβανε όλα τα φιλοσοφικά συστήματα, πλην των οπαδών του Επίκουρου και τους σκεπτικιστές και έφτανε στον Πλωτίνο και τον Ιάμβλιχο.
Ο διασημότερος μαθητής του Ιάμβλιχου, ο Καππαδόκης Αιδέσιος, δίδασκε ακόμα στην Πέργαμο και ο Ιουλιανός, αψηφώντας τις απαγορεύσεις έσπευσε εκεί για να ακούσει τις διδασκαλίες του. Κοντά στον γέροντα Αιδέσιο, τους μαθητές του Ευσέβιο Μύνδιο και Χρυσάνθιο Σαρδιανό και τον φιλόσοφο Μάξιμο ολοκληρώθηκε πνευματικά. Επέστρεψε στη Νικομήδεια και έπειτα, ως το 354 έζησε, ίσως τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής του. Σε ένα από τα πατρογονικά του κτήματα, ο Ιουλιανός αφοσιώθηκε στη μελέτη και την περισυλλογή. Παράλληλα, ασχολήθηκε με την κηπουρική και τη γεωργία, παρασκευάζοντας μάλιστα «οίνον ευώδη τε και ηδύν» για τους φίλους του, σε έναν από τους οποίους μάλιστα, χάρισε αργότερα το κτήμα. Το 354 όμως, ο Ιουλιανός έμαθε ότι θανατώθηκε ο αδελφός του Γάλλος και ο ίδιος διατάχθηκε να μεταβεί στην Κων/πόλη για να λογοδοτήσει.
Πέρασε 6 μαρτυρικούς μήνες σε απομόνωση σ’ ένα χωριό κοντά στο Μεδιόλανο (Μιλάνο), περιμένοντας τη θανατική του καταδίκη. Μια μέρα όμως, εντελώς ξαφνικά, έφτασε η εντολή να επιβιβασθεί σ’ ένα πλοίο και να μεταβεί στην Αθήνα.
Ο Ιουλιανός στην Αθήνα (355)
Τον Μάιο του 355, ο Ιουλιανός έφτασε περιχαρής στην πνευματική πρωτεύουσα του αρχαίου κόσμου, την Αθήνα. Ποια ήταν όμως η κατάσταση που επικρατούσε εκεί;
“Η εκπαίδευση στην Αθήνα είχε καταντήσει πράγματι μια ταπεινή λογομαχία, που τα κυριότερα ελατήριά της ήταν η χρηματική απληστία των δασκάλων και οι κωμικοτραγικές φιλονικίες ανάμεσα στους διδασκομένους”, γράφει χαρακτηριστικά ο Κ. Παπαρρηγόπουλος.
Οι μαθητές περνούσαν τη μέρα τους παίζοντας και τη νύχτα τους ακούγοντας “γλυκόλαλες τραγουδίστριες”.
Κάποιοι μάλιστα, λήστευαν φιλήσυχους πολίτες!
Ταυτόχρονα, παρακολουθούσε τις διαλέξεις του μεγαλύτερου ρήτορα του 4ου αι, του χριστιανού Προαιρέσιου, τον οποίο εκτίμησε τόσο ώστε τον εξαίρεσε από τα μέτρα που πήρε σαν αυτοκράτορας εναντίον των χριστιανών δασκάλων. Ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πρίσκος και ο σπουδαίος σοφιστής Ιμέριος που βρίσκονταν στην Αθήνα εκείνο το διάστημα, συνδέθηκαν φιλικά με τον Ιουλιανό ως το τέλος της ζωής του.
“Από παλιά είχα καταλάβει τις διαθέσεις του Ιουλιανού, όταν βρισκόμουν μαζί του στην Αθήνα… Τότε λοιπόν δεν παρατήρησα καμιά κακή συμπεριφορά του άνδρα παρόλο που δεν υπήρχε ούτε ένας απ’ άσους ασχολούνταν με αυτόν που να συμπεριφέρεται καλά. Αλλά με έκανε να υποψιαστώ η ανωμαλία στο ήθος του και η αλλοπαρμένη όψη του…”
Ο Ιουλιανός γίνεται Καίσαρας
Σύντομα ο Ιουλιανός βρέθηκε πάλι δέσμιος στο Μιλάνο.
Και πάλι όμως η παρέμβαση της Ευσεβίας ήταν καταλυτική. Παρότρυνε τον Κωνστάντιο να του κάνει Καίσαρα και να τον στείλει στη Γαλατία που υπέφερε από τις επιδρομές των γερμανικών φύλων. Ο Κωνσταντίνος δέχτηκε τη συμβουλή της και στις 6 Νοεμβρίου 355, παρουσίασε τον, μόλις 24 ετών Ιουλιανό, στις λεγεώνες που επικύρωσαν την εκλογή του ως Καίσαρα.
Τις επιτυχίες του Ιουλιανού ως Καίσαρα, περιγράφει ο Ζώσιμος στη “Νέα Ιστορία” του με πλήθος λεπτομερειών.
Στο μεταξύ οι ανιχνευτές του, τον ενημέρωσαν ότι κοντά στην πόλη Αργέντορα (το σημερινό Στρασβούργο), αμέτρητα πλήθη βαρβάρων είχαν περάσει τον Ρήνο.
Ένα γεγονός που αναφέρει ο Ζώσιμος, είναι άκρως εντυπωσιακό. Ο Ιουλιανός στήριζε πολλά σε μια ίλη 600 ιππέων άριστα εκπαιδευμένων και με εμπειρίες από πολεμικές συγκρούσεις. Ωστόσο στη διάρκεια της μάχης, που εξελισσόταν νικηφόρα για τους Ρωμαίους, αυτοί οι άνδρες τράπηκαν σε φυγή, παρά τις εκκλήσεις του ίδιου του Ιουλιανού. Μετά το τέλος της μάχης, ο Ιουλιανός δεν τους τιμώρησε με ποινές που προβλεπόταν από τους στρατιωτικούς κανονισμούς, αλλά τους έντυσε με γυναικεία ρούχα και τους διαπόμπευσε στο στρατόπεδο. Ο εξευτελισμός όσων φυγομάχησαν ήταν μεγάλος. Στις επόμενες μάχες με τους Γερμανούς ξεπέρασαν σε ανδρεία όλους τους άλλους, θέλοντας έτσι να ξεπλύνουν την ντροπή τους.
Ο Ιουλιανός ενίσχυσε τον στρατό και επιτέθηκε ο ίδιος εναντίον των Γερμανών, περνώντας τον Ρήνο και τους συνέτριψε. Τους καταδίωξε μέχρι τον Ερκύνιο δρυμό και συνέλαβε τον γιο του αρχηγού τους Βαδομάριο, τον οποίο έστειλε στον Κωνστάντιο.
Οι βάρβαροι τρομοκρατήθηκαν και έστειλαν πρεσβευτές στον Ιουλιανό για να ζητήσουν την φιλία του και να δηλώσουν ότι ποτέ πια δεν θα στρέφονταν εναντίον των Ρωμαίων. Ο Ιουλιανός τους ζήτησε πρώτα να επιστρέψουν όλους όσους είχαν αιχμαλωτίσει από πόλεις που είχαν εκπορθήσει στο παρελθόν. Πραγματικά, πέτυχε να απελευθερωθούν οι περισσότεροι από αυτούς.
Ο Κωνστάντιος βλέποντας τις επιτυχίες του Ιουλιανού, ένιωσε μεγάλο φθόνο. Πιστεύοντας ότι αυτές οφείλονται στην ευφυΐα και τις ικανότητες του Σαλούστιου, ενός από τους συμβούλους του Ιουλιανού, τον ανακάλεσε με το πρόσχημα ότι θα του ανέθετε υποθέσεις της Ανατολής. Ο Ιουλιανός άφησε τον Σαλούστιο να φύγει χωρίς να προβάλλει καμία αντίρρηση. Στο μεταξύ, ενώ όλοι σχεδόν οι βάρβαροι είχαν σταματήσει κάθε δράση τους, κάποιοι απ’ αυτούς, οι Σάξονες, έστειλαν τους Κουάδους, μία από τις φυλές τους, να εισβάλλουν σε ρωμαϊκά εδάφη.
Στο μεταξύ, στην Ανατολή, οι Πέρσες με αρχηγό τον Σαπώρ είχαν αρχίσει να λεηλατούν τη Μεσοποταμία. Έφτασαν στα περίχωρα της Νίσιβης τα οποία κατέστρεψαν και πολιόρκησαν την πόλη. Αυτή σώθηκε όμως από τις δυνάμεις του στρατηγού Λουκιλλιανού.
Στα πέντε χρόνια που ήταν Καίσαρας, ο Ιουλιανός κατάφερε να συντρίψει τους βάρβαρους αλλά και να γίνει ιδιαίτερα αγαπητός στους στρατιώτες του, καθώς ζούσε λιτά και πολεμούσε πάντα στην πρώτη γραμμή, σαν απλός στρατιώτης.
Ήταν φανερό ότι ο Κωνστάντιος έψαχνε τρόπο να εξοντώσει τον Ιουλιανό, ο οποίος βρισκόταν στο Παρίσι (“Γερμανίας δε αύτη πολίχνη”, κατά τον Ζώσιμο, Φεβρούαριος 360). Όταν κάποιοι στρατιωτικοί διοικητές βεβαιώθηκαν για τις προθέσεις του Κωνστάντιου, τις μετέφεραν και στους στρατιώτες, που εξαγριώθηκαν και ανακήρυξαν τον Ιουλιανό αυτοκράτορα “επί τινός ασπίδος μετέωρον άραντες ανείπον τε σεβαστόν αυτοκράτορα, και επέθεσαν συν βία το διάδημα τη κεφαλή”.
Ο Ιουλιανός όμως ήταν επιφυλακτικός και έστειλε απεσταλμένους στον Κωνστάντιο. Του ζητούσε μόνο να τον αναγνωρίσει ως το νεότερο Αύγουστο και να του αφήσει πλήρη κυριαρχία στη Γαλατία. Ο Κωνστάντιος δεν δέχθηκε. Η Ευσεβία και η Ελένη πέθαναν σχεδόν ταυτόχρονα και αυτό επιτάχυνε τις εξελίξεις. Ο Ιουλιανός αποφάσισε να κινηθεί εναντίον του Κωνστάντιου. Αφού νίκησε τους Φράγκους του Κάτω Ρήνου και του Αλαμαννούς που εισέβαλλαν στα ρωμαϊκά εδάφη, ξεκίνησε με τις δυνάμεις της Γαλατίας για την Ανατολή.
Ανέθεσε στους έμπειρους στρατηγούς Νευίτα και Ιοβίνο να καταλάβουν τη Ραιτία (επαρχία στις Άλπεις) και την Ιταλία και ο ίδιος, επικεφαλής 3.000 στρατιωτών θα κατέβαινε τον Δούναβη. Ο Ιουλιανός βρισκόταν στην πλώρη ενός καραβιού και αποθεωνόταν από τους κατοίκους των περιοχών που περνούσε και οι οποίοι είχαν παραταχθεί στις όχθες του ποταμού.
Ο Ιουλιανός αυτοκράτορας
Στις 11 Δεκεμβρίου 361, η Σύγκλητος και ο λαός υποδεχόταν τον Ιουλιανό έξω από την πόλη. Γράφει χαρακτηριστικά ο Αμμιανός: “… ο μικρόσωμος αυτός νέος που τα τόσα ανδραγαθήματα του είχαν παραστήσει θεόρατο στη λαϊκή φαντασία, μετά την καταστροφή βασιλέων και εθνών, πετώντας από πόλη σε πόλη και αυξάνοντας τη δύναμη και την εξουσία του με το απλό του πέρασμα από κάθε μεριά της γης, είχε κατακτήσει κάθε γωνιά απ΄ όπου διάβηκε, γοργόφτερος σαν τη φήμη, ώσπου τελικά, οι ουράνιες δυνάμεις του προσέφεραν την αυτοκρατορική εξουσία χωρίς η πολιτεία να υποστεί την παραμικρή βλάβη”.
Ο Ιουλιανός έσπευσε να προσκυνήσει τη σορό του Κωνστάντιου που είχε μεταφερθεί στην Πόλη και φρόντισε να αποδοθούν οι τιμές της αποθέωσης στον προκάτοχό του. Αμέσως μετά, έβαλε σε εφαρμογή τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του. Τρεις ήταν οι βασικοί στόχοι του: η ριζική διοικητική αναδιάρθρωση του κράτους, η θρησκευτική και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και η εξουδετέρωση περσικού κινδύνου. Ξεκίνησε με την κάθαρση των ανακτόρων καθώς έδωσε διαταγή να απολυθεί η πλειονότητα του αυλικού προσωπικού.
Για την εφαρμογή της θρησκευτικής μεταρρύθμισης, είχε συμβούλους και αρωγούς τον Ορειβάσιο και τον Ευήμερο. Είχε επίσης πάρει κοντά του και τον ιεροφάντη των Ελευσινίων μυστηρίων, τον οποίο μόλις ανέβηκε στον θρόνο έστειλε με πολλά δώρα και με συνοδούς τους παλιούς του δασκάλους να αναλάβει την επιμέλεια των ιερών της Ελλάδας. Για τις προθέσεις του, είχε φροντίσει να ενημερώσει από τη Ναϊσό με επιστολές τη Βουλή και τον Δήμο των Αθηναίων τους Κορίνθιους και τους Λακεδαιμόνιους.
Μάλιστα στην Αθήνα, μετά την ενημέρωση από τον Ιουλιανό και ενώ ζούσε ακόμα ο Κωνστάντιος άνοιξαν οι ναοί των αρχαίων θεών που είχαν κλείσει, ξαναχτίστηκαν οι βωμοί και έγιναν θυσίες και γιορτές με τα αρχαία, πατροπαράδοτα έθιμα.
Ο Ορειβάσιος, γιατρός και φίλος του Ιουλιανού ,όταν αυτός έγινε αυτοκράτορας ,διατάχθηκε να πάει στους Δελφούς για να ανορθώσει το ιερό του Απόλλωνα. Ο χρησμός όμως που δόθηκε από την Πυθία και διασώθηκε από τον Γεώργιο Κεδρηνό, σίγουρα τον απογοήτευσε…
“Είπατε τω βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά. Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφνην ου παγάν λαλέουσαν. Απέσβετο και λάλον ύδωρ”. (“Να πείτε στον βασιλιά ότι γκρεμίστηκε η περίτεχνη αυλή. Ο Απόλλωνας δεν έχει πια καλύβα, ούτε προφητική δάφνη ούτε πηγή που να μιλάει. Στέρεψε και το νερό που μιλούσε”).
Παρ’ όλα αυτά, ο Ιουλιανός έδωσε διαταγή να αναστηλωθούν η Νικόπολη και η Ελευσίνα. Έγιναν πάλι οι αγώνες και οι γιορτές στους Δελφούς, το Άργος και την Αντιόχεια, τα γυμναστήρια γέμισαν αθλητές, ενώ ιδιαίτερα προστατεύτηκαν από τον αυτοκράτορα οι φιλοσοφικές σχολές.
Αυτό οδήγησε ορισμένους να αποδώσουν τερατώδεις και συκοφαντικές κατηγορίες στον αυτοκράτορα: “Ο Ιουλιανός χάραξε 10.000 γυναίκες που εγκυμονούσαν και αφαίρεσε το συκώτι των εμβρύων και πολλά παιδιά έσφαζε και τα θυσίαζε στα είδωλα”, γράφει ο Γεώργιος Κεδρηνός, κάτι που δεν έγινε ποτέ.
Εκείνο που έκανε είναι ότι αφαίρεσε από τον χριστιανικό κλήρο τα μεγάλα προνόμιά του, τα οποία άλλωστε δεν επανέφεραν οι επόμενοι αυτοκράτορες. Απέκλεισε τους Χριστιανούς απ’ όλα τα ανώτερα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα και τους απαγόρευσε να σπουδάζουν γραμματική, ρητορική, ιατρική, ακόμα και καλές τέχνες.
Όταν πυρπολήθηκε ο ναός του Απόλλωνα στη Δάφνη καταδιώχτηκαν οι Χριστιανοί. Επεισόδια που ξέσπασαν στην Έδεσσα της Συρίας, με πρωταγωνιστές αρειανούς, έκαναν τον Ιουλιανό να τους δημεύσει όλη την εκκλησιαστική περιουσία, τα κτήματά τους να τα κάνει δημόσια και τα χρήματα να τα μοιράσει στους στρατιώτες. Η κατάσταση ήταν τεταμένη και ελλόχευε ο κίνδυνος να ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος στην αυτοκρατορία.
Aρχιστράτηγους της εκστρατείας όρισε τον Ορμίσδα και τον Βίκτωρα και ξεκίνησε για την Αντιόχεια (Ιούνιος 362). Τον Μάρτιο του 363, αναχώρησε από την πόλη με 65.000 άνδρες για να χτυπήσει τους Πέρσες. Θα αναφερθούμε επιγραμματικά στα γεγονότα της εκστρατείας αυτής. Ο Ζώσιμος στη “Νέα Ιστορία”, που έχουμε στη διάθεσή μας, τα περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια.
Ο Ιουλιανός κατασκεύασε πολυάριθμο στόλο πάνω στον Ευφράτη και όρμησε εναντίον της Μεσοποταμίας. Κυρίευσε όσες πόλεις της επιχείρησαν να του αντισταθούν, πέρασε τον Τίγρη και πολιόρκησε την Κτησιφώντα. Δεν μπόρεσε όμως να καταλάβει αυτή την οχυρή πόλη και συνέχισε την πορεία του προς το εσωτερικό της Περσίας, αναζητώντας τον βασιλιά Σαπώρ. Εκεί κάπου έχασε τον προσανατολισμό του και υποχώρησε . Τότε έκανε την εμφάνισή του ο περσικός στρατός. Ο Ιουλιανός δεν δίστασε και δεν δείλιασε. Προετοιμάστηκε για τη μεγάλη σύγκρουση με τις δυνάμεις του Σαπώρ. Όμως μια μέρα, έμαθε ότι οι Πέρσες είχαν χτυπήσει την οπισθοφυλακή του και πήγε στο πεδίο της μάχης χωρίς θώρακα. Χτυπήθηκε από λόγχη που του τρύπησε το συκώτι.
Επίλογος – Αποτίμηση της προσωπικότητας του Ιουλιανού
Ο Ιουλιανός ήταν χαρισματική προσωπικότητα. Ο Ζώσιμος τον ονόμασε ‘’μέγα’’. Βέβαια κάποιες συγκρίσεις του Ιουλιανού με τον Μέγα Αλέξανδρο, είναι τουλάχιστον άστοχες… Οι πολεμικές επιτυχίες του στη Δύση, ήταν σημαντικές. Το ίδιο και ορισμένες αλλαγές στην αυτοκρατορία. Έκανε ένα ξεκαθάρισμα στα ανάκτορα όπου κατά τον Λιβάνιο βρήκε “χίλιους μαγείρους, όχι λιγότερους κουρείς, περισσότερους οινοχόους, σμήνη τραπεζοκόμων και ευνούχους περισσότερους από τις μύγες που βρίσκονται κοντά στους βοσκούς την άνοιξη’’. Ο ίδιος ο Ιουλιανός, που άφησε και αξιόλογο συγγραφικό έργο, δεν θεωρεί ότι έβλαψε τους Χριστιανούς (τους οποίους ονομάζει Γαλιλαίους) : “Θεώρησα τον εαυτό μου προστάτη των Γαλιλαίων και μου χρωστάνε μεγαλύτερη χάρη απ’ ότι στον προκάτοχό μου” (εννοεί τον Κωνστάντιο).
Ο Ιουλιανός έμεινε στην ιστορία ως “Παραβάτης” ή “Αποστάτης” και κανένας άλλος αυτοκράτορας του Βυζαντίου στο μέλλον δεν πήρε το όνομά του…
Πηγές: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τόμος 2, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ. ΖΩΣΙΜΟΣ, “ΝΕΑ ΙΣΤΟΡΙΑ”, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΥΡΑΘΕΝ, 2007. Κ.ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ, “ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ”, Τόμος 8, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΚΤΟΣ. JOHN C.CARR, «Οι Πολεμιστές Αυτοκράτορες του Βυζαντίου», εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ, 2016.