Από το 1937, η Ιαπωνία είχε εμπλακεί σε πόλεμο με την Κίνα και είχε καταλάβει σημαντικό μέρος των εδαφών της (από το 1931-1932 κατείχε και τη Μαντζουρία). Ωστόσο, για να μπορεί να ελέγξει την κατάσταση στην αχανής γείτονά της, περίπου 750.000 στρατιώτες της, παρέμεναν σε κινεζικά εδάφη. Μόλις ξέσπασε ο πόλεμος στην Ευρώπη, οι Ιάπωνες περιόρισαν κατά πολύ τη δράση τους στην Κίνα, καθώς άνοιξαν γι’ αυτούς νέες προοπτικές κατακτήσεων στη νοτιοανατολική Ασία και τον Ειρηνικό. Οι γερμανικές νίκες επί της Γαλλίας και της Ολλανδίας το καλοκαίρι του 1942 ενθαρρύνει τον Ιάπωνα πρωθυπουργό πρίγκιπα Κονόε στις βλέψεις του προς τις αποικίες των δύο αυτών περιοχών στην ευρύτερη περιοχή νότια της Ιαπωνίας, καθώς και για τις αμερικανικές και βρετανικές στρατηγικές θέσεις στην Άπω Ανατολή.
Εκείνο που προβλημάτιζε και φόβιζε τους Ιάπωνες στρατιωτικούς ήταν η αντίδραση των Η.Π.Α. Όταν ιαπωνικά στρατεύματα εισήλθαν στη βόρεια Ινδοκίνα, τον Σεπτέμβριο του 1940, μετά από σχετική συμφωνία με την συνεργαζόμενη με τους Γερμανούς, γαλλική κυβέρνηση του Βισί , οι Η.Π.Α αντέδρασαν. Αντίθετα η Γερμανία και η Ιταλία αναγνώρισαν την ιαπωνική ηγεμονία στην Άπω Ανατολή και υπέγραψαν μαζί της το Τριμερές Σύμφωνο (Άξονα ) στις 27 Σεπτεμβρίου 1941. Από το Σύμφωνο αυτό, οι τρεις χώρες υποχρεώνονταν να προσφέρουν βοήθεια στο μέλος εκείνο που θα δεχόταν επίθεση «από δύναμη που δεν είναι ήδη εμπόλεμη». Έχοντας υπογράφει σύμφωνο ουδετερότητας με την ΕΣΣΔ από τις 13 Απριλίου 1941, οι Ιάπωνες στις 26 Ιουλίου 1941, εφαρμόζοντας νέα συμφωνία με την κυβέρνηση του Βισί, άρχισαν να εγκαθιστούν ναυτικές και στρατιωτικές βάσεις στη νότια Ινδοκίνα.
Οι Η.Π.Α. αντέδρασαν εντονότερα . Στα τέλη του Ιουλίου «πάγωσαν» όλες τις διπλωματικές τους επαφές με την Ιαπωνία. Τα περιουσιακά στοιχεία της «χώρας του ανατέλλοντος Ηλίου» δεσμεύτηκαν. Παράλληλα αποφασίστηκε εμπάργκο πετρελαίου από τις Η.Π.Α. στην Ιαπωνία. Αυτό ήταν ένα τεράστιο πλήγμα για τους Ιάπωνες. Διαθέτοντας αποθέματα πετρελαίου μόνο για δύο χρόνια, βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Η στρατιωτική ηγεσία της Ιαπωνίας και ο υπουργός Πολέμου Χιντέκι Τόγιο , τάσσονταν υπέρ του πολέμου. Άλλοι, όπως ο αυτοκράτορας Χιροχίτο, ο πρωθυπουργός Κονόε και ο υπουργός Εξωτερικών Τογιόντα , ήταν υπέρ της διευθέτησης της κρίσης με ειρηνικά μέσα. Να σημειώσουμε ότι η επιρροή του Χιροχίτο στους στρατιωτικούς, παρά το αξίωμά του, δεν ήταν μεγάλη. Τον Αύγουστο του 1941, ο Κονόε πρότεινε στις Η.Π.Α. μια συνάντηση του ίδιου με τον Αμερικανό πρόεδρο Φ. Ντ. Ρούσβελτ στην Χαβάη ή κάπου αλλού στον Ειρηνικό. Για να γίνει μια τέτοια συνάντηση ,έπρεπε να υπάρξουν αμοιβαίες υποχωρήσεις, κάτι μάλλον δύσκολο.
Οι προσπάθειες για ειρηνική επίλυση της κρίσης
Στις 7 Αυγούστου ο Κονόε έδωσε εντολή στον πρεσβευτή της χώρας στην Ουάσιγκτον Κιτσισαμπούρο Νομούρα , να προχωρήσει το θέμα της συνάντησης με τον Ρούζβελτ. Ο Αμερικανός πρόεδρος, από τις 9 έως τις 12 Αυγούστου συναντήθηκε με τον Ουίνστον Τσόρτσιλ στον Καναδά. Ο Βρετανός πρωθυπουργός, , του ζήτησε να κρατήσει σκληρή στάση απέναντι στην Ιαπωνία , όμως ο Ρούζβελτ προτίμησε να κρατήσει στάση αναμονής. Ο Αμερικανός πρέσβης στην Ιαπωνία Τζόζεφ Γκριού , ήταν από τους λίγους οπαδούς της ειρήνης στη χώρα του.
Από τις 16 Αυγούστου οι Ιάπωνες επιτελείς , είχαν αρχίσει να καταστρώνουν σχέδια για άμεση πολεμική εμπλοκή με τις Η.Π.Α., τη Βρετανία και την Ολλανδία. Και οι Αμερικανοί όμως, ιδιαίτερα ο υπουργός Εξωτερικών Κόρντελ Χαλ , ήταν θιασώτες της πολεμικής σύγκρουσης με την Ιαπωνία. Στις 16 Οκτωβρίου το 1941 ο Ιάπωνας πρωθυπουργός Κονόε παραιτήθηκε. Τον διαδέχθηκε ο στρατηγός Τόγιο , ο οποίος, έλαβε εντολή από τον Χιροχίτο, να βρεθεί η χρυσή τομή στην κρίση με τις Η.Π.Α. . Ο Τόγιο , διόρισε υπουργό Εξωτερικών τον φιλειρηνιστή διπλωμάτη Σιγκενόρι Τόγκο. Ωστόσο φαινόταν ότι η πορεία προς την πολεμική σύγκρουση, ήταν μη αναστρέψιμη. Ειδικά στις Η.Π.Α. , οι μυστικές υπηρεσίες των οποίων, είχαν εντοπίσει ιαπωνικές πολεμικές προετοιμασίες υπήρχε ένα έντονο ρεύμα υπέρ του πολέμου.
Από τις αρχές Νοεμβρίου 1941, οι Ιάπωνες αποφάσισαν να ξεκινήσουν τις πολεμικές επιχειρήσεις την 1η Δεκεμβρίου 1941,εκτός αν ως τότε υπήρχε θετική έκβαση των διαπραγματεύσεων.
Οι πολεμικές προετοιμασίες των Ιαπώνων
Οι Ιάπωνες σχεδίαζαν να επιτεθούν στη Μαλαισία, τις Φιλιππίνες και τις Ολλανδικές Δυτικές Ινδίες, ενώ ταυτόχρονα θα εξουδετέρωναν τους Αμερικανούς στον Ειρηνικό. Χώριζαν τον Ειρηνικό σε δύο τμήματα : ανατολικό, που με εξαίρεση τη Χαβάη, δεν είχε μεγάλες εκτάσεις ξηράς και επομένως πολύτιμες βάσεις και το δυτικό, με τα πολλά νησιά. Αν κατόρθωναν να εξαπολύσουν γρήγορες και συντονισμένες επιθέσεις, θα κυρίευαν ολόκληρο τον δυτικό Ειρηνικό και την νοτιοανατολική Ασία. Ο ναύαρχος Ισορούκου Γιαμαμότα, είχε προτείνει επιδρομή στη καρδιά του αμερικανικού στόλου του Ειρηνικού, στο Περλ Χάρμπορ της Χαβάης, από τον Μάιο του 1941. Η εκπόνηση του τολμηρού σχεδίου, ανατέθηκε στον Υποναύαρχο Μινόρου Γκέντα. Κάποιες τελευταίες προσπάθειες διπλωματικής επίλυσης της κρίσης, ναυάγησαν. Το πάγιο αίτημα των Αμερικανών για αποχώρηση των Ιαπώνων από την Κίνα, αποτελούσε τροχοπέδη για εξεύρεση λύσης. Ο Τόγκο στις 29 Νοεμβρίου, παραδέχθηκε ότι η διπλωματία είχε εξαντλήσει τις δυνατότητες της.
Η επίθεση στο Περλ Χάρμπορ
Το λιμάνι του Περλ 4, στο νησί Οάχου της Χαβάης, «φιλοξενούσε» στις αρχές Δεκεμβρίου 1941 οκτώ θωρηκτά :τη ναυαρχίδα του στόλου «Pennsylvania» και τα : «Arizona», «Nevada» , «Oklahoma», «Tennessee», «California», «Maryland» και «West Virginia», οκτώ καταδρομικά: «New Orleans», «San Francisco»,«Raleigh», «Detroit», «Phoenix»,«Honolulu», «Saint Louis» και «Helena»
Στις 7 Δεκεμβρίου 1941, η ναυτική δύναμη των Ιαπώνων, που περιλάμβανε τα έξι αεροπλανοφόρα,έφτασε 275 ναυτικά μίλια βόρεια της Χαβάης, χωρίς να επισημανθεί από κανένα αναγνωριστικό αεροπλάνο.
Γύρω στις 6.00 π.μ. απονηώθηκαν τα πρώτα αεροσκάφη από τα ιαπωνικά αεροσκάφη. Στο πρώτο αυτό «κύμα», περιλαμβάνονταν 182 αεροσκάφη. Στις 7.00 π.μ. περίπου, απονηώθηκαν τα αεροσκάφη του δεύτερου «κύματος», 171 συνολικά.
Από τα 1.000 διαθέσιμα αντιαεροπορικά όπλα των Αμερικανών, μόνο τα 250 ήταν επανδρωμένα.
Ο επικεφαλής των Ιαπώνων αεροπόρων, πλωτάρχης Μιτσούο Φουτσίντα, έστειλε στο αεροπλανοφόρο «Akagi» στις 7.53 π.μ. το ιστορικό σήμα «Tora! Tora! Tora!». «Tora» στα ιαπωνικά σημαίνει «τίγρης», αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση, προερχόταν από τις λέξεις «TOtsugeki» (=επιτίθεμαι) και «RAigeki» (=επιτίθεμαι με τορπίλες). Η τριπλή εκφώνηση της λέξης ενημέρωνε τους ανωτέρους του ότι οι Αμερικανοί αιφνιδιάστηκαν πλήρως.
Οι απώλειες των Αμερικανών ήταν μεγάλες: 2.403 νεκροί και 1.280 τραυματίες. 20 πλοία καταστράφηκαν. Οι Ιάπωνες είχαν 64 νεκρούς, ενώ ο σημαιοφόρος Καζούο Σακαμάκι πιάστηκε αιχμάλωτος.
Τα αποτελέσματα της επίθεσης στο Περλ Χάρμπορ
Παρά την αναμφισβήτητη ιαπωνική επιτυχία, οι συνέπειες της επίθεσης στο Περλ Χάρμπορ ήταν τελικά αρνητικές για τους Ιάπωνες. Μόνο τα θωρηκτά «Utah» και «Arizona» καταστράφηκαν ολοσχερώς και οι επισκευές στο «Oklahoma» δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Οι Ιάπωνες έκαναν το μοιραίο λάθος να μην βομβαρδίσουν τις δεξαμενές που περιείχαν 4,5 εκατομμύρια βαρέλια καυσίμων.
Η κοινή γνώμη στις Η.Π.Α. συσπειρώθηκε εναντίον της Ιαπωνίας και ο πρόεδρος Ρούζβελτ, που χαρακτήρισε «ημέρα ατιμίας» την 7η Δεκεμβρίου, κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Ιαπωνίας.
Ο διοικητής του στόλου του Ειρηνικού, Ναύαρχος Κίμελ και ο Αντιστράτηγος Σορτ, διοικητής των δυνάμεων του Αμερικανικού Στρατού στη Χαβάη, αντιμετώπισαν σοβαρές κατηγορίες για πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων τους και αποστρατεύθηκαν το 1942. Ο Υποστράτηγος Μάρτιν, διοικητής του Αεροπορικού Σώματος του Αμερικανικού Στρατού (US Army Air Corps) στη Χαβάη «έπεσε» στα μαλακά. Όπως εύστοχα διέβλεψε ο Ιάπωνας Αρχιναύαρχος Ισορούκου Γιαμαμότο, που γνώριζε άριστα τους Αμερικανούς, μετά την αρχική ταραχή και σαστισμάρα, θα περνούσαν στην αντεπίθεση.
Οι Αμερικανοί, δεν συγχώρησαν ποτέ αυτή την ταπείνωση και οι Ιάπωνες πλήρωσαν πολύ ακριβό τίμημα για την επίθεσή τους στο Περλ Χάρμπορ…
Πηγές: «ΟΙ ΦΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ», τόμος 5, έκδοση του περιοδικού «ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», NORMAN STONE, «ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ», εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ, 2016. ΕΓΚ/ΔΕΙΑ «ΠΑΠΥΡΟΣ-ΛΑΡΟΥΣ-ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ», τόμος 50