Ήταν βράδυ, λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Σε λίγες ώρες θα ξημέρωνε η 23η Ιανουαρίου του 1973, μόνο που εκείνο το βράδυ, ο Αριστοτέλης Ωνάσης δεν ήταν πλέον ο ίδιος άνθρωπος.
Για την ακρίβεια, ήταν ένας δισεκατομμυριούχος που βίωνε τη χειρότερη τραγωδία της πολυτάραχης ζωής του, την επερχόμενη απώλεια του γιου του Αλέξανδρου.
Ενός παιδιού που θα κληρονομούσε την αυτοκρατορία που είχε στήσει ο μυθικός Σμυρνιός, ενός παιδιού που όλοι το αγαπούσαν, ενός παιδιού που αγαπούσε δύο πράγματα.
Στις 22 Ιανουαρίου έμελλε να πετάξει για τελευταία φορά με ένα Piaggio. Λίγες ώρες αργότερα ήταν στην εντατική, κλινικά νεκρός, μετά το αεροπορικό δυστύχημα που είχε.
Ο μεγιστάνας με τα γκρίζα μαλλιά κάπνιζε με το βλέμμα στο κενό, όταν πέρασε μπροστά του ένας γιατρός από την ομάδα που είχε «πέσει» πάνω στον νεαρό κληρονόμο.
Ο Ωνάσης τον έπιασε από το χέρι και τον ρώτησε: «Αν σου δώσω όλα τα λεφτά μου, όλη μου την περιουσία, ό,τι έχω και δεν έχω μπορείς να τον κάνεις καλά; Μόνο αυτό θέλω» του είπε.
Ο γιατρός του απάντησε ότι δεν υπήρχε η παραμικρή ελπίδα ανάνηψης και έφυγε αφήνοντας τον άνθρωπο που τα ήθελε όλα, να κλαίει βουβά.
Ο Αλέξανδρος ήταν ο διάδοχος της αυτοκρατορίας του, το παιδί που, όταν ήταν μικρός, τον έβλεπε σπάνια, ο έφηβος που του πήγαινε κόντρα και τον εκνεύριζε με τα ειδύλλιά του, όπως αυτό με την Φιόνα Φον Τίσεν.
Όταν έμαθε για τον δεσμό του με την βαρώνη, που ήταν μεγαλύτερή του έγινε έξαλλος και του ζήτησε να την χωρίσει.
«Μπορείς να έχεις όποια θέλεις. Παράτα την αυτήν, δεν είναι για σένα» ήταν η προτροπή-εντολή του Ωνάση στο γιο του, αρνούμενος να δεχθεί ότι ο νεαρός ήθελε να είναι με μια μόνο γυναίκα.
Ήταν διαφορετικός από τον πατέρα του, ειδικά σε θέματα που αφορούσαν τον έρωτα και την αγάπη, όπου ο Αρίστος «χτύπαγε» συνέχεια γοητευτικές γυναίκες σαν την Εβίτα Περόν και την Τζάκι Κέννεντι.
Αυτοί που έζησαν τον Ωνάση λένε ότι από την στιγμή που έδωσε την εντολή να αποσυνδέσουν τα μηχανήματα που κρατούσαν στην ζωή τον γιο του, ήταν πια ένας άλλος άνθρωπος.
Ο ψαράς και το πεντακοσάρικο
Τους επόμενους μήνες μεταλλάχθηκε σε έναν γερασμένο άνθρωπο, που έχασε κάθε επιθυμία για την ζωή μετά την πτώση του δικού του Ίκαρου.
Το μόνο που θυμόταν συχνά όταν ερχόταν η κουβέντα στον Αλέξανδρο ήταν ότι ο γιος του ζούσε παράτολμα, κόντρα στην λογική.
Αναπόλησε την ημέρα που πέταξε με το ελικόπτερο σε ένα νησί κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες για να μεταφέρει το γιο ενός ψαρά που είχε χτυπήσει πολύ σοβαρά, ψαρεύοντας με δυναμίτη.
Όταν προσγειώθηκε στο νοσοκομείο, ο πατέρας του νεαρού του έδωσε ένα πεντακοσάρικο, αγνοώντας ότι ο νεαρός πιλότος ήταν ο γιος του πιο πλούσιου ανθρώπου στον κόσμο.
Ο Αλέξανδρος το πήρε μετά από πολλά παρακάλια για να μην τον προσβάλλει και επέστρεψε στην συνήθη καθημερινότητά του.
Αυτή που διακόπηκε εκείνο το παγωμένο πρωινό του Γενάρη που το ημερολόγιο έγραφε 22 του μήνα.
Αποσυνδέθηκε από τα μηχανήματα την επομένη και μετά την νεκρώσιμο ακολουθία μεταφέρθηκε στον Σκορπιό και τάφηκε εκεί.
Μήνες αργότερα ο Ωνάσης πήγαινε στον ιδιωτικό του παράδεισο μόνο για να ανεβαίνει με ένα μπουκάλι ούζο, το μονοπάτι που οδηγούσε στο μνήμα του Αλέξανδρου.
Καθόταν με τις ώρες, του μίλαγε, έπινε και έκλαιγε για το παιδί του, τον διάδοχο, αυτόν που θα κληρονομούσε την περιουσία του.
Αυτόν που σε μια πτήση ρουτίνας με ένα παλιό υδροπλάνο Piaggio χάθηκε σε ένα περίεργο δυστύχημα, όταν η κατάρα των Ωνάσηδων αποφάσισε να χτυπήσει με τον πιο σκληρό τρόπο τον άνθρωπο που έχτισε μια αυτοκρατορία.
Του στέρησε τον διάδοχο…