Οι Αρβανιτόβλαχοι, είναι ένας ιδιαίτερος κλάδος των Βλάχων. Η διαφοροποίησή τους από τους υπόλοιπους Βλάχους οφείλεται σε ορισμένα πολιτισμικά χαρακτηριστικά.
Η ετυμολογία του ονόματός τους:
Το πιθανότερο είναι ότι ονομάστηκαν Αρβανιτόβλαχοι, για να διαχωρίζονται από τους υπόλοιπους Βλάχους. Ο Κ. Κρυστάλλης σημειώνει ότι το όνομα Αρβανιτόβλαχοι, τους δόθηκε από τους ελληνόφωνους Ηπειρώτες, λόγω των στενών σχέσεών τους με αλβανόφωνους πληθυσμούς. Οι σχέσεις αυτές φαίνεται ότι δημιουργήθηκαν καθώς η πλειοψηφία των προγόνων των Αρβανιτόβλαχων είχε κατά το παρελθόν βρεθεί να κατοικεί σε νομαδοκτηνοτροφικές κυρίως εγκαταστάσεις αλλά και σε σταθερούς οικισμούς οι οποίοι βρίσκονταν ανάμεσα σε πολυπληθέστερους αλβανόφωνους πληθυσμούς.
Οι Αρβανιτόβλαχοι, είναι επίσης γνωστοί και ως Καραγκούνοι, Καραγκούνηδες ή Γκαραγκούνοι και Φρασαριώτες ή Φαρσαριώτες.
Το όνομα Καραγκούηδες ή (Γ) Καραγκούνοι, τους δόθηκε με κάποια σκωπτική διάθεση και, όπως γράφει ο Κ. Κρυστάλλης πιθανότατα μετά την οθωμανική κατάκτηση.
Ωστόσο, οι Αρβανιτόβλαχοι δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τους, γνωστούς κι από σχετικό άρθρο μας, Καραγκούνηδες της Θεσσαλίας.
Το όνομα Φρασαριώτες ή Φαρσαριώτες, οι περισσότεροι μελετητές το σχετίζουν με το χωριό Φράσι(α)ρη (Frasher), που βρίσκεται στην περιοχή του Νταγκλί στη Βόρειο Ήπειρο. Το χωριό αυτό σήμερα, υπάγεται στην επαρχία Πρεμετής και βρίσκεται 36 χλμ. βόρεια της πόλης της Πρεμετής.
Το όνομα αυτό, οφείλεται στο ότι οι Αρβανιτόβλαχοι ή ένα μεγάλο μέρος τους, πιστεύεται ότι κατάγονται από τη Φράσαρη και τη γύρω περιοχή του Νταγκλί. Αρκετοί Αρβανιτόβλαχοι, δίχως ιδιαίτερο προβληματισμό, δέχονται τον τοπωνυμικό αυτό προσδιορισμό.
Ωστόσο ο αυτοπροσδιοριστικός όρος στην ίδια τους τη γλώσσα είναι Ρμένοι ή Ρεμένοι, με χαρακτηριστική πολλές φορές προφορά του αρχικού «ρ». Το όνομα αυτό, ταυτίζεται με το Αρμούνοι – Αρωμούνοι, που χρησιμοποιεί το μεγαλύτερο μέρος των υπόλοιπων Βλάχων για να αυτοπροσδιορισθούν.
Πάντως, υπάρχουν και Αρβανιτόβλαχοι οι οποίοι δεν αποδέχονται τον προσδιορισμό «Φρασαριώτες», καθώς υιοθετούν για τις ομάδες τους άλλα ονόματα, τοπωνυμικής πολλές φορές προέλευσης. Αυτοί οι Αρβανιτόβλαχοι, ζουν τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αλβανία και τα ονόματά τους είναι: Κεστρινιώτες (από το χωριό Κοστρέτσι), Ζαρκανιώτες (από το χωριό Ζάρκανη), Κουρτιτσάνοι (από το χωριό Κουρτέσι), Γκουμπλιάροι (από το χωριό Κομπλιάρα), Πλεασιώτες (από το χωριό Πλεάσα), Πολονάκοι, Κολωνιάτες (από την περιοχή Κολώνιας της Αλβανίας), Μουζακιαραίοι (από την περιοχή Μουζακιάς), Τσαμουρένοι (από την περιοχή Τσαμουριάς – Θεσπρωτίας) και Μιτσιντόνοι (από το χωριό Κεφαλόβρυσο – Μετζιτιέ του Πωγωνίου).
Σε κάποιους από τους Αρβανιτόβλαχους δίνεται το όνομα Ντότανοι, με σκωπτική σημασία, λόγω της συχνής χρήσης της λέξης «ντοτ», που σημαίνει «δεν, δίχως, όχι». Ακόμα και στην Αλβανία οι Βλάχοι διατηρούν τα διάφορα ονόματά τους και οι αλβανόφωνοι συντοπίτες τους, τους ονομάζουν Wlah – Βλάχοι, Coban – Τσομπάνοι ή Gog – Γκόγκοι, ακόμα και Λατσιφάτσοι, παραφράζοντας περιπαικτικά τη βλάχικη φράση «τσι φατς – τι κάνεις».
Οι βυζαντινοί χρόνοι
Οι απαντήσεις στα ερωτήματα ποιοι είναι οι Αρβανιτόβλαχοι και γιατί θεωρούνται ξεχωριστή ομάδα των Βλάχων, είναι μάλλον αδύνατο να δοθούν.
Μία από τις πρώτες αναφορές για την επιβίωση λατινόφωνων πληθυσμών κατά μήκος των ακτών της Αδριατικής, αλλά και την ενδοχώρα από το Δυρράχιο ως το Ντουμπρόβνικ, γίνεται από τον Κωνσταντίνο Ζ’ Πορφυρογέννητο και αφορά το χρονικό διάστημα γύρω στο 980-990. Ο N. Hammond, τοποθετεί χρονικά τις πρώτες επαφές των Βλάχων με τους Αλβανούς, πολύ πριν τις μαζικές μετακινήσεις των αρβανίτικων και αλβανικών πληθυσμών προς τη νότια Ελλάδα, κατά τον 13ο και 14ο αιώνα. Είναι πολύ πιθανό, κάποιοι λατινόφωνοι – βλαχόφωνοι πληθυσμοί να κατοικούσαν σε περιοχές της σημερινής κεντρικής Αλβανίας, ανάμεσα στην Αυλώνα και το Μπεράτι. Κατά τη διάρκεια των μετακινήσεών τους, σχηματίστηκαν οι βλάχικες εγκαταστάσεις των περιοχών του Νταγκλί, της Κολώνιας, της πεδιάδας της Μουζακιάς και των βλάχικων χωριών γύρω από τη Μοσχόπολη (Νίτσα, Λάγγα, Γκράμποβα, Σίπισκα κ.ά.)
Και από άλλες βυζαντινές πηγές επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι υπήρχαν βλάχικοι πληθυσμοί στη Βόρεια Ήπειρο τουλάχιστον από τον 11ο αιώνα. Από τα έργα του αρχιεπισκόπου Αχρίδας Δημητρίου Χωματιανού, πληροφορούμαστε ότι περίπου στα μέσα του 13ου αιώνα, κάποια ομάδα Βλάχων κατοικούσε στο χωριό Χοτεάχοβο της επισκοπής Βοθρωτού. Πρόκειται προφανώς για το σημερινό χωριό Χοτοχόβα (Hotove) της Πρεμετής στην περιοχή του Νταγκλί, όπου ακόμα και σήμερα ζουν Αρβανιτόβλαχοι. Από αυτές τις βλάχικες οικογένειες της Χοτοχόβας, καταγόταν και ο μεγάλος εθνικός ευεργέτης Απόστολος Αρσάκης.
Άλλες πληροφορίες, παίρνουμε από ένα χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου το 1321, σύμφωνα με το οποίο ανάμεσα στους αγρότες που δούλευαν στα κτήματα της Μητρόπολης Ιωαννίνων, υπήρχαν και πέντε ομάδες βλάχικων οικογενειών. Τα κτήματα αυτά πρέπει να βρίσκονταν κυρίως στα σημερινά Κατσανοχώρια, νότια των Ιωαννίνων. Ο Αραβαντινός που πρωτοδημοσίευσε το χρυσόβουλο, αναφέρει ότι Βλάχοι δουλοπάροικοι υπήρχαν στις περιοχές κοντά στα Γιάννενα, πριν από το 1080. Ανάμεσα στα χωριά που αναφέρονται στο χρυσόβουλο είναι και η Σούχα (σημ. Suhe) της περιοχής του Αργυρόκαστρου, όπου ζουν και σήμερα Βλάχοι, οι οποίοι χαρακτηρίζονται Αρβανιτόβλαχοι.
Ο Αραβαντινός, θεωρεί ότι τον 10ο αιώνα οι πρόγονοι των Αρβανιτόβλαχων αποκόπηκαν από τον κύριο κορμό των Βλάχων και εγκαταστάθηκαν στις γειτονικές με την Ήπειρο περιοχές της Μακεδονίας, δηλαδή με τις περιοχές δυτικά και νότια των Πρεσπών και της Αχρίδας. Στη συνέχεια πιέστηκαν από τους Αλβανούς να εγκατασταθούν στην περιοχή του Νταγκλί ανάμεσα σε αλβανόφωνους. Έτσι, μετά τη συμβίωσή τους με τους αλβανόφωνους πληθυσμούς, έγιναν δίγλωσσοι: βλαχόφωνοι και αλβανόφωνοι. Η διγλωσσία τους αυτή, έγινε αιτία να ονομαστούν Αρβανιτόβλαχοι.
Στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας (ως το 1821)
Όταν οι Οθωμανοί έκαναν την εμφάνισή τους στην Ήπειρο, οι πρόγονοι των Αρβανιτόβλαχων φαίνεται ότι κατοικούσαν στις περιοχές του Νταγκλί (Dangelli) και της Κολώνιας (Kolonje) με επίκεντρο το βουνό Ραντομίτ.
Τον 16ο αιώνα, σύμφωνα με τον Αραβαντινό, οι σπαχήδες στα χέρια, των οποίων είχαν περάσει ως τιμάρια πολλά χωριά του Νταγκλί, διατάχθηκαν να εγκατασταθούν μόνιμα σε αυτά. Έτσι οι καταπιέσεις των χριστιανικών πληθυσμών που κατοικούσαν εκεί, έγιναν αιτία να αποχωρήσουν από την περιοχή του Νταγκλί. Πολλοί από αυτούς ήταν Βλάχοι. Στη θέση τους εγκαταστάθηκαν αλβανικοί πληθυσμοί, που ήταν ή έγιναν μωαμεθανοί. Είναι γνωστό επίσης ότι την ίδια περίπου εποχή ένας σημαντικός αριθμός αλβανόφωνων χριστιανικών πληθυσμών από τις περιοχές του Βορείου Ηπείρου, έφυγε και κατευθύνθηκε προς τα ανατολικά, όπου δημιούργησε τους αρβανίτικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις της Ανατολικής Θράκης, των νησιών της θάλασσας του Μαρμαρά και της ΒΔ Μικράς Ασίας (Βιθυνίας) που υπήρχαν ως την ανταλλαγή των πληθυσμών (1922-24).
Βέβαια, Αρβανιτόβλαχοι υπήρχαν και σε άλλες περιοχές.
Όπως αναφέρει ο Ι. Λαμπρίδης, από τον ποταμό Καλαμά μέχρι τα παράλια του Ιονίου, οι Αρβανιτόβλαχοι είχαν χειμαδιά για τα κοπάδια τους.
Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, φαίνεται ότι είχαν παγιωθεί οι συνθήκες που γέννησαν τον κλάδο των Αρβανιτόβλαχων. Στα τέλη του 18ου – αρχές 19ου αιώνα, ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων, χρησιμοποίησε τους Αρβανιτόβλαχους για να εξυπηρετήσει την εποικιστική πολιτική του.
Έτσι, θέλησε να δημιουργήσει μια πόλη, στο χωριό Βαργιάδες, νοτιοδυτικά των Ιωαννίνων, μεταφέροντας 10 οικογένειες από τη Χιμάρα και 100 οικογένειες νομάδων κτηνοτρόφων, πιθανότατα Αρβανιτόβλαχων.
Ωστόσο, οι νομάδες αυτοί πέθαναν λίγο αργότερα από επιδημία ευλογιάς. Την ίδια περίοδο, ο Αλή δημιούργησε έναν άλλο οικισμό νομάδων, οι οποίοι ήταν σίγουρα Αρβανιτόβλαχοι. Ο οικισμός αυτός ονομαζόταν Μπιτσικόπουλο και βρισκόταν στις νότιες πλαγιές του όρους Νεμέρτσικα (ή Δούσκο), πολύ κοντά στα σημερινά ελληνοαλβανικά σύνορα. Το Μπιτσικόπουλο το οποίο στα χρόνια της ακμής του είχε 650 οικογένειες, εγκαταλείφθηκε ύστερα από ληστρικές
επιθέσεις γύρω στο 1840.
Επίσης, ο Αλή Πασάς, μετέφερε πολλούς Αρβανιτόβλαχους, στις περιοχές της Κονίσπολης και των Αγίων Σαράντα.
Οι νομάδες αυτοί, σύμφωνα με τον Pouqueville, κατοικούσαν ως τότε στη Θεσσαλία, στα παράλια του Παγασητικού Κόλπου. Επίσης, δημιουργήθηκε το χωριό Βορτόπι, νότια του Μπερατίου. Στο Βορτόπι (Vortop), ζουν έως σήμερα Αρβανιτόβλαχοι. Εκεί, οι Αρβανιτόβλαχοι συνάντησαν τους Μουζακιαραίους, που προέρχονταν από τις πεδινές εκτάσεις της Μουζακιάς στην κεντρική Αλβανία. Αυτοί μιλούσαν κυρίως βλάχικα και αλβανικά.
Οι Αρβανιτόβλαχοι στην Ήπειρο και την Αλβανία μετά το 1821
Παρά τις διώξεις και τις μετακινήσεις τους, οι περισσότεροι Αρβανιτόβλαχοι παρέμειναν στην Ήπειρο και την Αλβανία.
Στα μέσα του 19ου αιώνα, ο Αραβαντινός υπολογίζει ότι αυτοί ήταν περίπου 1.500-2.000 οικογένειες.
Το 1853, οι οθωμανικές αρχές δημιούργησαν ένα νέο οικισμό για τους Αρβανιτόβλαχους του Μπιτσικόπουλου, όχι πολύ μακριά απ’ αυτό.
Το χωριό ονομάστηκε Μετζιτιέ, προς τιμήν του τότε σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ Α’. Πρόκειται για το σημερινό Κεφαλόβρυσο του Πωγωνίου. Το 1878, πολλοί Αρβανιτόβλαχοι πήραν μέρος στο επαναστατικό κίνημα εναντίον των Τούρκων και μετά την αποτυχία του, έφυγαν για την Κέρκυρα και τη Λευκάδα.
Στην Κέρκυρα, οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στη Γατίτσα. Ο G. Weigand, το 1889, γράφει ότι οι Αρβανιτόβλαχοι της Κέρκυρας αριθμούσαν περίπου 2.000 οικογένειες. Το 1905, στη στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αναφέρονται 1.352 βλάχικες οικογένειες στην επικράτεια της Μητρόπολης Βελεγραδών και 799 βλάχικες οικογένειες στην επικράτεια της Μητρόπολης Δυρραχίου.
Η οριστική χάραξη των συνόρων μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας, δημιούργησε προβλήματα στους Αρβανιτόβλαχους. Πολλοί έμειναν στις κεντρικές και νότιες περιοχές της Αλβανίας. Μέχρι το 1914, Αρβανιτόβλαχοι ήταν οι μόνοι κάτοικοι της νήσου Σάσων. Όπως έχουμε γράψει, η Σάσων δόθηκε με νόμο (!) στην Αλβανία το 1914 και οι Αρβανιτόβλαχοι σφαγιάστηκαν από τους Αλβανούς…
Άλλοι πάλι Αρβανιτόβλαχοι, πέρασαν σε ελληνικά εδάφη, κυρίως στη Θεσπρωτία και την περιοχή του Πωγωνίου του νομού Ιωαννίνων.
Οι Αρβανιτόβλαχοι στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία
Οι πρώτες μετακινήσεις Αρβανιτόβλαχων προς τη Μακεδονία, έγιναν μετά το 1820. Πολλοί εγκαταστάθηκαν στο Μορίχοβο (σήμερα στη FYROM), άλλοι δημιούργησαν τον θερινό οικισμό Τσιακούρα ή Τσεκούρα, στην περιοχή του όρους Βόρας. Άλλοι εγκαταστάθηκαν στο Βέρμιο και άλλοι στα Πιέρια. Άλλοι Αρβανιτόβλαχοι, πήγαν στην Κορυτσά, στη Νιζόπολη (δίπλα στο Μεγάροβο της FYROM). Σήμερα βρίσκουμε Αρβανιτόβλαχους και σε πολλά χωριά της Φλώρινας και της Καστοριάς.
Στη Θεσσαλία, οι πρώτοι Αρβανιτόβλαχοι φαίνεται ότι εγκαταστάθηκαν στα τέλη του 18ου αιώνα, κοντά στον Παγασητικό. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα (1881), πολλοί Αρβανιτόβλαχοι εγκαταστάθηκαν στον Αλμυρό και διάφορα χωριά της Μογνησίας.
Μετά το 1912, είχαμε εγκαταστάσεις Αρβανιτόβλαχων σε χωριά του Κάτω Ολύμπου και των Τρικάλων.
Οι Αρβανιτόβλαχοι στη Ρούμελη
Μετά την καταστροφή του Μπιτσικόπουλου από Τουρκαλβανούς το 1840, πολλοί Αρβανιτόβλαχοι, για ασφάλεια κατέβηκαν στην Αιτωλοακαρνανία. Από τις χαμηλές περιοχές του Ξηρόμερου ως τις εκβολές του Αχελώου. Ο L. Heuzey, αναφέρει ότι το 1856, αριθμούσαν 800 οικογένειες (4.000 – 5.000 άτομα).
Από το 1865 ως το 1875 άρχισαν να δημιουργούν μονιμότερες εγκαταστάσεις. Στο περιοδικό «Πανδώρα», διαβάζουμε ότι στην Αιτωλοακαρνανία ζούσαν 2.000 Αρβανιτόβλαχοι που είχαν 100.000 πρόβατα. Ο G. Weigand, ανεβάζει τον αριθμό τους σε 2.625 (1888-1889). Ο Π. Αραβαντινός, γράφει πως ήδη από την εποχή του Αλή Πασά υπήρχαν Αρβανιτόβλαχοι σε Ακαρνανία και Ευρυτανία. Σύντομα, αυτοί εξαπλώθηκαν σε όλη την Ανατολική Στερεά, από την Όθρη μέχρι την ύπαρξη Αρβανιτόβλαχων στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα (π.χ. στην Αταλάντη).
Ο Edmond About, συνάντησε νομαδοκτηνοτρόφους Βλάχους (πιθανότατα Αρβανιτόβλαχους) στα περίχωρα της Αττικής, οι οποίοι προμήθευαν με αρνιά για το Πάσχα τους Αθηναίους (1852-1854). Αυτοί μιλούσαν μια παραφθαρμένη λατινογενή γλώσσα. Ο F. Lenormant, γράφει ότι κάποιοι από αυτούς, έφταν αν για να διαχειμάσουν ως τη Μονή Δαφνίου.
Αρβανιτόβλαχοι, υπήρχαν και στη Φθιώτιδα (Ανθήλη, Μενδενίτσα, Μώλος, Έξαρχος).
Το 1851, άλλοι Αρβανιτόβλαχοι δημιούργησαν μια θερινή εγκατάσταση στις νότιες πλαγιές της Όθρης κοντά στο χωριό Πελασγία. Ο υπέργηρός τσέλιγκάς τους που ονομαζόταν Πούλιος, είπε στον νεαρό, τότε, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη (γιο του Γενναίου Κολοκοτρώνη, γιου του «Γέρου του Μοριά»), ότι ήταν συμπολεμιστής με τον παππού του και τον Κωνσταντή Κολοκοτρώνη και φίλος του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Συνεπώς, Αρβανιτόβλαχοι στη Ρούμελη υπήρχαν πιθανότατα και πριν το 1821.
Ο H. Belle, ανάμεσα στο 1861 και το 1874, ταξίδεψε σχεδόν σε όλη την Ελλάδα. Αναφέρει ότι οι Βλάχοι που ζούσαν στην Ακαρνανία, τα Άγραφα και την Οίτη, ήταν γύρω στις 12.000. Ο Cousinery το 1831, γράφει για Αρβανιτόβλαχους στο Άργος.
Ο Pouqueville αναφέρει ότι στα τέλη του 18ου αρχές του 19ου αιώνα, κάποιοι άλλοι βλάχικοι πληθυσμοί οι Μπούιοι ή Μπογιάνοι Βλάχοι, ζούσαν σε πολλά χωριά της Ρούμελης, κυρίως γύρω από την Υπάτη, νοτιοανατολικά του Καρπενησίου και βόρεια της Λαμίας. Τους υπολογίζει σε 11.000. Απ’ αυτούς προέρχονταν και οι «Αμπλιανίτες βλάχοι», κάτοικοι του χωριού Σταυροπηγή Ευρυτανίας.
Κλείνοντας, να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με στοιχεία της «Ένωσης Βλάχων Αλβανίας» και τον Χρήστο Γκότση, τέως βουλευτή Κορυτσάς, ο αριθμός των Βλάχων της Αλβανίας, κατά προσέγγιση, το 1997, ήταν 250.000.
Πηγές: ΑΣΤΕΡΙΟΣ Ι. ΚΟΥΚΟΥΔΗΣ: «Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά των Βλάχων». Εκδόσεις Ζήτρος 2.000: Ορέστης Δ. Κουρέλης, «ΒΛΑΧΟΦΩΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ», ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Αδελφών Κυριακίδη α.ε., 2011, ΓΙΩΡΓΗΣ ΕΞΑΡΧΟΣ, «ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΒΛΑΧΟΙ» (ΑΡΜΑΝΟΙ)», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, 2001