Με μεγάλη ανησυχία και έντονο προβληματισμό, διαβάσαμε στο “protothema.gr” το άρθρο για την πληθυσμιακή συρρίκνωση της χώρας μας και τον ορατό πλέον κίνδυνο το δημογραφικό πρόβλημα να απειλεί την ύπαρξη του ελληνικού κράτους.
Για μια ακόμη φορά φτάνουμε στο «παρά ένα» και μένουμε έκπληκτοι όταν το αντιλαμβανόμαστε…
Δυστυχώς, για τους περισσότερους στην Ελλάδα, ισχύει η γνωστή αρχαία φράση «των οικιών υμών εμπιπραμένων υμείς άδετε»… Ας ελπίσουμε ότι έστω και τώρα θα παρθούν μια σειρά από γενναία μέτρα που έστω και μακροπρόθεσμα, θα οδηγήσουν στην πληθυσμιακή ανάκαμψη της χώρας μας.
Με το ζήτημα του πληθυσμού μια χώρας, σχετίζεται κατά κάποιο τρόπο, το σημερινό μας άρθρο που αφορά την ευγονική. Θα δούμε τι είναι η ευγονική, μια σύντομη ιστορία της και, κυρίως, τις απόψεις των υποστηρικτών της στην Ελλάδα, ιδιαίτερα τα χρόνια του Μεσοπολέμου.
Η ιστορία της ευγονικής
Σύμφωνα με το «Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας» της Ακαδημίας Αθηνών (έκδ. 2014), ευγονική είναι ο «επιστημονικός κλάδος που μελετά μεθόδους βελτίωσης γενικών ιδιοκτήτων μέσω ελεγχόμενης, επιλεκτικής αναπαραγωγής: αρνητική (μείωση της συχνότητας των ανεπιθύμητων βιολογικών χαρακτηριστικών)/ θετική (αύξηση της εμφάνισης επιθυμητών κληρονομικών χαρακτηριστικών) – (ενν. ευγονική)».
Η λέξη ευγονική, προέρχεται από την αγγλική eugenics (πρώτη εμφάνιση 1883) ή τη γαλλική eugenique (πρώτη εμφάνιση 1883), ωστόσο είναι αντιδάνειο, προέρχεται δηλαδή από τα ελληνικά.
Ας δούμε περισσότερα στοιχεία για την ευγονική από το «ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΣΚΕΨΗΣ» (εκδ. ΠΑΤΑΚΗΣ, 2008).
Ο όρος «ευγονική», εισήχθη από τον Francis Galton (1822-1911), ξάδελφο του Δαρβίνου το 1883. Οι σχετικές ιδέες ανάγονται τουλάχιστον στον Πλάτωνα.
Στην «Πολιτεία», εξιδανικεύεται η κοινωνία στην οποία με συνεχή επιλογή βελτιώνεται το ανθρώπινο γένος και υποστηρίζει ότι η πολιτεία θα έπρεπε να ελέγχει την αναπαραγωγή στις κυρίαρχες τάξεις.
Ωστόσο, συστηματική διευκρίνιση των ιδεών αυτών, έγινε αφότου η «Καταγωγή των Ειδών» (1859), του Δαρβίνου, τοποθέτησε τον άνθρωπο στο πλαίσιο της φυσικής πορείας της εξέλιξης.
Οι υπέρμαχοι της ευγονικής τη θεωρούν επιστήμη βασισμένη στη γενετική, ωστόσο τα στοιχεία αντικειμενικής επιστημονικής σκέψης που διαθέτει, είναι ελάχιστα.
Η επίκληση της ευγονικής, χρησιμοποιήθηκε συχνά για να νομιμοποιήσει μια σειρά κοινωνικών προκαταλήψεων, ιδίως αυτών οι οποίες σχετίζονται με τη φυλή και την τάξη.
Η ευγονική έγινε αρχικά δημοφιλές κοινωνικό κίνημα στη Μεγάλη Βρετανία.
Οφειλόταν κυρίως στην ανησυχία των επαγγελματιών μεσοαστών, η οποία μεγάλωνε από τον φόβο ότι η αργή πρόοδος της Βρετανίας στον πόλεμο των Μπόερς (στη Νότια Αφρική) οφειλόταν στον εκφυλισμό της αυτοκρατορικής φυλής.
Το 1906 η ευγονική ήταν ένας από τους τέσσερις κλάδους της κοινωνιολογίας στη Μ. Βρετανία. Η βρετανική βιβλιογραφία, είχε σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη λαϊκών κινημάτων και κέντρων ευγονικής σε Η.Π.Α., Ρωσία, Σουηδία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Στις Η.Π.Α., σε αντίθεση με την Βρετανία θεσπίστηκαν απόψεις αρνητικής ευγονικής. Το 1943, τριάντα Πολιτείες επέτρεπαν την στείρωση ατόμων που κρίνονταν γενετικά «ακατάλληλα», κυρίως τροφίμων ψυχιατρείων. Μάλιστα οι περισσότεροι από τους νόμους αυτούς επέτρεπαν τον καταναγκασμό όταν ήταν αναγκαίος.
Καθώς η ευγονική συνδέθηκε με τον ναζισμό, αντιμετωπίζεται με καχυποψία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ωστόσο οι ιδέες της διατηρούνται άθικτες και επηρεάζουν τις αντιλήψεις σχετικά με τους μετανάστες, το δικαίωμα των ψυχικά ασθενών κλπ. να τεκνοποιούν.
Επίσης, το γεγονός ότι οι ναζί ενστερνίστηκαν τις ιδέες της ευγονικής, είχε σαν αποτέλεσμα να περάσει σε δεύτερη μοίρα το γεγονός ότι και «προοδευτικοί» υπήρξαν θιασώτες της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι Φαβιανοί στη Μεγάλη Βρετανία, οι οποίοι υποστήριζαν την επικράτηση του σοσιαλισμού με «ήπια μέσα», μέσω της διείσδυσης στους ήδη υπάρχοντες θεσμούς και το «αναπόφευκτο της σταδιακής προόδου».
Σήμερα η ευγονική δεν είναι συνήθως θεσμοθετημένη, αλλά επηρεάζει τις αποφάσεις μεμονωμένων γραφειοκρατών και γιατρών.
Η «φυλετική υγιεινή» στην Ελλάδα
Η «φυλετική υγιεινή», αποτέλεσε το γερμανικό μοντέλο ευγονικής, το οποίο διατυπώθηκε αρχικά από τους Wilhelm Schallmayer (1857-1919) και Alfred Ploetz (1860-1940), το 1895.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του μοντέλου αυτού, ήταν το αίτημα φυλετικής ένωσης των λευκών λαών που θεωρούνταν φορείς του πολιτισμού (Kulturvolker), με στόχο την προστασία τους από την απειλούμενη παρακμή και, συνεπώς, τη βελτίωση του ανθρώπινου είδους.
Η «φυλετική υγιεινή» συνδέθηκε με τα ναζιστικά επεκτατικά σχέδια στην ανατολική και νοτιοανατολική Ευρώπη και με την πρόθεση να συμπεριληφθούν στη Γερμανία τα εδάφη στα οποία ζούσαν «στοιχεία του γερμανικού λαού» (volkish).
Η άνοδος του εθνικοσοσιαλισμού, οδήγησε στη ριζοσπαστικοποίηση της γερμανικής ευγονικής που εγκαινιάστηκε με το νόμο περί υποχρεωτικών στειρώσεων (1933/1934).
Στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπάρχουν αναφορές στη φυλετική υγιεινή τις δεκαετίες του 1920 και του 1930 από πανεπιστημιακούς, οι οποίοι συνδέονταν ακαδημαϊκά με τον γερμανόφωνο χώρο.
Βασικοί «εκφραστές» της, ήταν ο καθηγητής υγιεινής Κωνσταντίνος Μουτούσης (1892-1963), ο διεθνούς φήμης υγιεινολόγος και ευγονιστής Σταύρος Τσουρουκτσόγλου, (1896-1966), με σύντομη αλλά ενδιαφέρουσα παρουσία στον ελληνικό ακαδημαϊκό χώρο, καθώς έκανε καριέρα στην Ελβετία και ο καθηγητής φυσικής ανθρωπολογίας Ιωάννης Κούμαρης (1879-1970).
Ο Κωνσταντίνος Μουτούσης ήταν διδάκτορας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Βιέννης (1914), όπου απέκτησε ερευνητική εμπειρία σε πανεπιστημιακά εργαστήρια, ανάμεσά τους και στο εργαστήριο υγιεινής (1913-1915). Το 1915, επέστρεψε στην Αθήνα, όπου έγινε προϊστάμενος του μικροβιολογικού εργαστηρίου του Ευαγγελισμού (1915-1923) και επιμελητής του εργαστηρίου υγιεινής και μικροβιολογίας του πανεπιστημίου (1919-1923).
Το 1933 εκλέχθηκε καθηγητής της νεοσύστατης έδρας υγιεινής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1939 κατέλαβε την επίσης νεοσύστατη έδρα δημόσιας και κοινωνικής υγιεινής.
Ο όρος «φυλετική υγιεινή», αναφέρεται στο εναρκτήριο μάθημά του στο Πανεπιστήμιο, σε σχέση με τον επαπειλούμενο εκφυλισμό από τη μια και τις σύγχρονες έρευνες περί κληρονομικότητας από την άλλη, που είχαν διεξαγάγει πρωτοπόροι της φυλετικής υγιεινής όπως τους κατονομάζει ο Μουτούσης: Eugen Fischer, (1874-1967), Erwin Baur (1875-1933), Fritz Lenz (1887-1976) και Ernst Rudin (1874-1952).
Ο Μουτούσης αναφέρει συγκεκριμένα:
«Δυστυχώς το κληρονομικόν δένδρον των γενεών της σύγχρονης κοινωνίας είναι επιβεβαρημένον βιολογικώς δια πολλών νοσηρών προδιαθέσεων και ιδία ψυχικής φύσεως. Η εκτίμησις και η κατάταξις των προδιαθέσεων τούτων είναι το προέχον μελέτημα των ασχολουμένων εις την φυλετικήν υγιεινήν και την ευγονίαν».
Ο Σταύρος Τσουρουκτσόγλου, ασχολήθηκε κυρίως με τις έρευνες για τη σχέση μεταξύ υγιεινής και ευγονικής. Υπήρξε μάλιστα συνδιαμορφωτής των ευγονικών ιδεών και της φυλετικής υγιεινής. Η παρουσία του στην Ελλάδα ήταν σύντομη αλλά αισθητή, καθώς δεν μπόρεσε να καταλάβει κάποια πανεπιστημιακή έδρα.
Γεννήθηκε στη Σμύρνη και ήταν μέλος επιφανούς ελληνικής οικογένειας. Μετά την αποφοίτησή του από το ιδιωτικό ελληνογαλλικό Λύκειο Αρώνη της Σμύρνης (1915), πήγε στο Βερολίνο για σπουδές ιατρικής. Συνέχισε τις σπουδές του στη Γενεύη, τη Βέρνη και το Μόναχο με τους καθηγητές Max von Gruber (1853-1927) και Ignaz Kaup (1870-1944) στους τομείς της μικροβιολογίας, της υγιεινής, της κοινωνικής υγιεινής, την ευγονικής, την επιστήμη της κληρονομικότητας και την ιατρική στατιστική. Το 1924-25 έζησε στην Αθήνα. Από το 1927 και μετά έζησε στη Βέρνη και εργάστηκε ως βοηθός του καθηγητή Georg Sobernheim (1865-1963).
Από το 1927 και έπειτα, αναγνωρίστηκε ως ειδικός σε θέματα κατανάλωσης αλκοόλ στην Ελβετία. Διατήρησε ωστόσο σχέσεις με ελληνικούς ακαδημαϊκούς κύκλους και το 1939 έγινε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Τα ευγονικά μέτρα που προτείνει να εφαρμοστούν ο Τσουρουκτσόγλου για τη διαχείριση του πληθυσμιακού ζητήματος, οδηγούν ουσιαστικά στην καταστολή της ανθρώπινης ζωής. Ως επιμελητής και συγγραφέας ενός συλλογικού τόμου σχετικά με τις στειρώσεις που κυκλοφόρησε τη δεκαετία του 1930, υποστήριξε την υποχρεωτική στείρωση στην περίπτωση που με βάση το οικογενειακό ιστορικό υπάρχουν πολλές πιθανότητες να έρθουν στον κόσμο απόγονοι υποδεέστερης αξίας.
Ο πιο ένθερμος υποστηρικτής της φυλετικής υγιεινής στην Ελλάδα, ήταν ο Ιωάννης Κούμαρης. Από το 1915 ως το 1950, ήταν διευθυντής του Ανθρωπολογικού Μουσείου, από το 1925 έως το 1950 κατείχε την έδρα φυσικής ανθρωπολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ το 1924 ίδρυσε την Ελληνική Ανθρωπολογική Εταιρεία, της οποίας υπήρξε διευθυντής ως το θάνατό του.
Ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1930 μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Κούμαρης υποστήριζε θερμά την καθαρότητα του ελληνικού αίματος, την οποία έβλεπε να απειλείται από πιθανές φυλετικές προσμείξεις που μπορούσαν να συμβούν λόγω της αποδημίας των Ελλήνων και, κυρίως, των Ελληνίδων.
Παρά το ότι ο Κούμαρης προσπαθούσε να εμφανιστεί επιστημονικά ουδέτερος και αντικειμενικός, έδειχνε σαφή προτίμηση στον γερμανικό φυλετικό λόγο. Το 1954 συμμετείχε ως συγγραφέας στον εορταστικό τόμο προς τιμήν του διαβόητου Γερμανού ανθρωπολόγου Eugen Fisher, ο οποίος ανήκε στο επιστημονικό επιτελείο των ναζί, ωστόσο δεν λογοδότησε ποτέ γι’ αυτό.
Ο «ευγονικός λόγος» στην Ελλάδα: Ι. Κούμαρης, Δ. Ελευθεριάδης, Ν. Λούρος
Η ευγονική διέγραψε μια τεράστια τροχιά κατά τον 20ο αιώνα. Από εξυμνούμενη πρακτική πληθυσμιακής μηχανικής, σε αποκηρυγμένη πρόγονο των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η ευγονική (όπως και η φυλετική υγιεινή), «απονομιμοποιήθηκαν» και εξοβελίστηκαν από τον επιστημονικό λόγο και τον κοινωνικό μεταρρυθμισμό.
Στον Ιωάννη Κούμαρη, αναφερθήκαμε και προηγουμένως. Παραθέτουμε κάποιες από τις απόψεις του:
«…κύριος παράγων καταπτώσεως των φυλών δεν είναι τυχόν η διαφθορά, ο πλούτος, η αμεριμνησία, οι οποιαδήποτε νεωτεριστικαί ιδέαι κλπ. αλλ’ η μεταβολή του αίματος, η αλλοίωσης δηλαδή της συνθέσεως των βασικών πυρήνων της φυλής, δια της μείξεως, της διασταυρώσεως με ξένας φυλάς»
(Ιωάννης Κούμαρης, «Η Ελληνική φυλή Εκτός Ελλάδος», Πρακτικά Συνεδρίου της Ελληνικής Ανθρωπολογικής Εταιρείας, 1940, σελ. 7).
Ο βακτηριολόγος και υγιεινολόγος, καθηγητής Κοινωνικής Βιολογίας στην Πάντειο Σχολή Δημοσθένης Ελευθεριάδης (1885-1964), υιοθετεί αντικομμουνιστική ρητορική τη δεκαετία του 1940. Κατά τον Ελευθεριάδη η κομμουνιστική κίνηση, ορίζεται ως:
«…μία επίθεσις του υπανθρώπου κατά παντός ό, τι ωραίον και υψηλόν εδημιούργησαν τα υπέροχα πνεύματα των αιώνων, επίθεσις έχουσα ως αφετηρίας το συναίσθημα της κατωτερότητας και της αδυναμίας προσαρμογής… κτηνώδης προσπάθεια υποβιβασμού όλων των ανθρώπων εις την στάθμην της διανοητικής και ψυχικής δυναμικότητος την κληρονομικώς υποδεέστερων στοιχείων…».
(Δημοσθένης Ελευθεριάδης, «Μαθήματα Κοινωνικής Βιολογίας», Αθήνα 1948, σελ. 130-131).
Πολλά από τα ευγονικά μέτρα τα οποία στο παρελθόν είχε κατά περίπτωση αποκηρύξει ο Ελευθεριάδης (προγαμιαία πιστοποιητικά υγείας, στείρωση κλπ.), πλέον τα αναφέρει ως «θεωρητικώς ορθά», έστω κι αν η εφαρμογή τους αποτελεί «χιμαιρική ουτοπία».
Βασικός εκφραστής του ευγονικού λόγου στη μεταπολεμική Ελλαδα, υπήρξε ο Νικόλαος Λούρος (1898-1986).
Από το 1935 ήταν τακτικός καθηγητής της Μαιευτικής και Γυναικολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, και ιδρυτής (1953) της Ελληνικής Εταιρείας Ευγονικής, η οποία τη δεκαετία του 1970 μετονομάστηκε σε Ελληνική Εταιρεία Ευγονικής και Γενετικής του Ανθρώπου.
Συντηρητικών αρχών (από το 1974 ως το 1964, υπήρξε γιατρός της βασιλικής οικογένειας), ακαδημαϊκός από το 1966(πρόεδρος της Ακαδημίας το 1976), με αντιστασιακό φρόνημα (δεν δέχτηκε να υπηρετήσει τις δωσιλογικές κυβερνήσεις αν και ήταν γνωστές οι διασυνδέσεις του με τον γερμανικό ακαδημαϊκό χώρο), έγκλειστος στο Χαϊδάρι μαζί με τους συναδέλφους του Πέτρο Κόκκαλη και Κωνσταντίνο Χωρέμη (1944), δημοτικιστής (γνωστή η ενεργός του συμπαράσταση σε συναδέλφους του που βάλλονταν από το κατεστημένο, όπως ο Ιωάννης Κακριδής στη «Δίκη των Τόνων», 1941-1942), πρωταγωνίστησε στην ίδρυση τμημάτων Ιατρικής σε Πάτρα, Γιάννενα και Αλεξανδρούπολη, ως υπουργός Εθνικής Παιδείας στην πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση εθνικής ενότητας υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Από τις αρχές της σταδιοδρομίας του ο Νικόλαος Λούρος αντιτίθεται με κάθε τρόπο στη γενικευμένη πρακτική της έκτρωσης, την οποία θεωρεί έγκλημα. Ακόμα και από το βήμα της Ακαδημίας Αθηνών επικεντρώνει την προσοχή του στο πρόβλημα των εκτρώσεων (Δεκέμβριος 1967).
Μετά την κατοχύρωση της ισότητας και της ισοτιμίας των δύο φύλων από το Σύνταγμα του 1975, εξακολουθεί να πιστεύει ότι οι διαφορισμένες βιολογικές λειτουργίες επιφέρουν διαφορετικές επαγγελματικές σταδιοδρομίες.
Εκείνο το στοιχείο που διαφοροποιεί ουσιαστικά τη στάση του Ν. Λούρου από τον σκληρό πυρήνα του ευγονισμού είναι η αμφισβήτηση της ακραίας αιτιοκρατίας από την οποία τον προστάτευσαν ο ιδεαλισμός, η θρησκευτικότητα και η πίστη του στην ανθρωπιστική βάση του ιατρικού λειτουργήματος.
Ακραίες και καταδικαστικές απόψεις επιστημόνων με το «πρόσχημα» της ευγονικής
Ο «εκφυλισμός» αποτελούσε πάντα ιδεοληψία που αποτελεί πολιτισμική και φυλετική έκπτωση της Ελλάδας αλλά και του δυτικού πολιτισμού. Στο πλαίσιο της καταπολέμησής του με ευγονικά μέτρα, αναπτύχθηκαν από σοβαρούς κατά τα άλλα επιστήμονες, ακραίες θεωρίες. Ας δούμε μερικές:
«Οι χασισοπόται και οι τοξικομανείς να χαρακτηρισθούν ως παράφρονες και να εγκλεισθούν εις τα θεραπευτήρια»
(Σιμωνίδης Βλαβιανός, νευρολόγος, ψυχίατρος, Πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών το 1932-1933, στην Ιατρική Εφημερίδα , φ. 273, 16/7/1933)
Ο Θρασύβουλος Βλησίδης (1886-1964) καθηγητής Δασολογίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης θίγει το 1929 το πρόβλημα των «μη καταλλήλων προς παραγωγήν απογόνων» στην οποία συμπεριλαμβάνονται «βλάκες και ηλίθιοι, ψυχασθενείς, χρόνια ασθενείς από σεξουαλικά ή μεταδοτικά νοσήματα («συφιλιδικοί», «φθισικοί», «φυματιώντες») καθώς και αλκοολικοί, φορείς όλοι και ταυτόχρονα πρόξενοι του στίγματος του εκφυλισμού».
(«Εκφυλίζονται οι νεώτεροι πολιτισμένοι λαοί;», άρθρο του Θ. Βλησίδη στο «Ελεύθερον Βήμα», αρ.φ. 2637, 11/8/1929)
Τέλος, ο Κωνσταντινουπολίτης Νικόλαος Δρακουλίδης (1900-1985) με σπουδές σε Αθήνα, Βιέννη και Παρίσι, ειδικός στα αφροδίσια νοσήματα γνωστός και με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Άγγελος Δόξας (υπήρξε συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας) αναφέρεται στα αφροδίσια νοσήματα (τέλη της δεκαετίας του 1920 – αρχές της δεκαετίας του 1930):
Από αυτά πάσχει το 75% του πληθυσμού (!) ενώ το 12% (από το 75%) πάσχει από σύφιλη. Ωστόσο υπολογίζει ότι σε χωριά και επαρχίες η σύφιλη πλήττει το 50-80% του πληθυσμού. Αιτία γι’ αυτό; Οι κοινές γυναίκες. Τις υπολογίζει (1929) σε 55.000-60.000 σε Αθήνα και Πειραιά…
Οι περισσότερες από αυτές είναι ανήλικα κορίτσια, μαθήτριες σχολείων, υπάλληλοι καταστημάτων, ακόμα και έγγαμες γυναίκες. Πολλές απ’ αυτές «εκδίδονται λαθραίως εις μυστικούς οίκους» ενώ η κρυφή πορνεία είναι «λίαν διαδεδομένη παρ’ ημίν και δη εις την κάτω των 20 ετών ηλικία».
Ο Δρακουλίδης τη δεκαετία του 1930, στο βιβλίο του «Η προ του Γάμου Ιατρική Εξέτασις» προτείνει την καθιέρωση προγαμιαίου πιστοποιητικού υγείας με σκοπό να αποτρέψει «την αποσύνθεσιν της φυλής και τον εκφυλισμόν του ανθρωπίνου γένους» αποκλείοντας από τη διαιώνισή τους όσους υποφέρουν από «ανοικτή» φυματίωση, σύφιλη, φρενοπάθεια, αλκοολισμό, τοξικομανία, επιληψία και λέπρα…
Πηγές: «Η ΦΥΛΕΤΙΚΗ ΥΓΙΕΙΝΗ ΣΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΝ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ», Σεβαστή Τρουμπέτα «ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΥΓΟΝΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ», Γιώργος Κόκκινος-Μάρκος Καρασαρίνης, όπως και το προηγούμενο, στο συλλογικό έργο «ΦΥΛΕΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2017. «ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΣΚΕΨΗΣ», εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ 2008