Θα ξεφύγουμε από τα στενά ελληνικά πλαίσια και θα αναφερθούμε σε έναν από τους σημαντικότερους στρατιωτικούς ηγέτες της αρχαιότητας, τον Καρχηδόνιο Αννίβα και τους πολέμους μεταξύ Ρώμης και Καρχηδόνας. Θα ξεκινήσουμε με μια σύντομη αναφορά στην Καρχηδόνα και την ιστορία της.
Η Καρχηδόνα ήταν αρχαία πόλη της Βόρειας Αφρικής. Χτίστηκε από Φοίνικες αποίκους τον 9ο π.Χ. αιώνα, ίσως το 814 π.Χ., σε μια πολύ σημαντική γεωγραφική θέση, 18 χιλιόμετρα ΒΑ της σημερινής Τύνιδας της Τυνησίας.
Βρισκόταν στην άκρη μιας χερσονήσου που χωρίζεται από τη στεριά με λιμνοθάλασσες και δέσποζε σε όλες τις θαλάσσιες οδούς που συνδέουν τις δύο λεκάνες της Μεσογείου. Η πόλη είχε δυο λιμάνια. Το εμπορικό της λιμάνι κάλυπτε έκταση 40 στρεμμάτων και ο πολεμικός της ναύσταθμος διπλάσια.
Από τον 7ο π.Χ. αιώνα και έπειτα η Καρχηδόνα αφού υπέταξε τους γηγενείς πληθυσμούς της αφρικανικής ενδοχώρας, συγκέντρωσε σταδιακά υπό την κηδεμονία της όλες τις αποικίες των Φοινίκων και επέκτεινε την κυριαρχία της στην Ισπανία και τα νησιά της Δυτικής Μεσογείου. Τον 5ο και τον 4ο π.Χ. αι. η Καρχηδόνα βρέθηκε επικεφαλής μιας πραγματικής αυτοκρατορίας χάρη στον ισχυρό στρατό και τον στόλο της που απαρτιζόταν κυρίως από ξένους μισθοφόρους.
Όμως κατά την επέκτασή της αυτή βρέθηκε αντιμέτωπη με τους Έλληνες που ήδη από τον 7ο αι. π.Χ. είχαν εγκατασταθεί στις βόρειες ακτές της δυτικής Μεσογείου. Η Καρχηδόνα κατάφερε να έρθει σε συμφωνία με τη Μασσαλία για τον καθορισμό των ζωνών επιρροής στην Ισπανία, δεν μπόρεσε όμως να κάνει το ίδιο με τις Συρακούσες, τον Τάραντα και τις κυριότερες πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας. Οι Καρχηδόνιοι που είχαν καταλάβει την Κορσική και τη Σαρδηνία γύρω στο 480 π.Χ. εγκαταστάθηκαν στη Σικελία και οχυρώθηκαν στο δυτικό τμήμα του νησιού. Μετά από αιματηρούς πολέμους δυο αιώνων κατά τους οποίους η Καρχηδόνα μόλις γλίτωσε την καταστροφή (310 π.Χ.) κι ενώ φαινόταν ότι οι Καρχηδόνιοι θα επικρατούσαν οριστικά στη λεκάνη της Μεσογείου, επενέβηκε η Ρώμη η οποία μετά την ταχεία επέκτασή της προς της νότια Ιταλία τα πρώτα χρόνια του 3ου π.Χ. αιώνα, κυριάρχησε στις πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας και αντικατέστησε τους Έλληνες στους αγώνες εναντίον της Καρχηδόνας.
Ο Α’ Καρχηδονιακός Πόλεμος μεταξύ Ρώμης και Καρχηδόνας ξεκίνησε το 264 π.Χ. με αφορμή μια διαμάχη που εκδηλώθηκε στη Μεσσήνη μεταξύ δύο πολιτικών παρατάξεων, οι οποίες για να απαλλαγούν από την πολιορκία του βασιλιά των Συρακουσών Ιέρωνα ζήτησαν τη βοήθεια η μία των Ρωμαίων και η άλλη των Καρχηδονίων. Ο πόλεμος αυτός σύντομα εξελίχθηκε σε σύγκρουση για την κυριαρχία στην κεντρική Μεσόγειο. Πολύ γρήγορα η Ρώμη συγκρότησε αξιόλογο στόλο με πληρώματα κυρίως από Έλληνες και πέτυχε δυο νίκες: την πρώτη το 260 π.Χ. στις Μύλες χάρη στον Γάιο Δουίλιο και τη δεύτερη το 256 π.Χ. κοντά στο ακρωτήριο Έκνομο χάρη στον Μάρκο Ατίλιο Ρήγουλο, ο οποίος στη συνέχεια μετέφερε τον πόλεμο σε αφρικανικό έδαφος και αρχικά κατάφερε να επικρατήσει, όμως οι καρχηδονιακές δυνάμεις αναδιοργανώθηκαν από τον Σπαρτιάτη Ξάνθιππο και επικράτησαν. Η αποφασιστική ναυμαχία του 241 π.Χ. στις Αιγάδες Νήσους βορειοδυτικά της Σικελίας έληξε με νίκη των Ρωμαίων. Η Καρχηδόνα υπέγραψε ειρήνη με τη Ρώμη αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να πληρώσει πολεμική αποζημίωση και να αποσυρθεί αρχικά από τη Σικελία και αργότερα από τη Σαρδηνία και την Κορσική.
Ο Αμίλκας Βάρκας
Κατά τον Α’ Καρχηδονιακό Πόλεμο ,διακρίθηκε ο Καρχηδόνιος στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης Αμίλκας Βάρκας (η επωνυμία Βάρκας στα φοινικικά σήμαινε κεραυνός). Μετά την ήττα της Καρχηδόνας ξέσπασαν στην πόλη εσωτερικές συγκρούσεις που την οδήγησαν στην αναρχία. Η κυβέρνηση αρνήθηκε να πληρώσει τους μισθοφόρους που είχαν πολεμήσει κάτω απ΄ τις διαταγές του Αμίλκα. Αυτοί εξεγέρθηκαν και με αρχηγό τον έμπειρο στρατιωτικό Μάτο βρήκαν υποστήριξη από τους υποτελείς λαούς της Καρχηδόνας ιδιαίτερα τους Λίβυους. Σχημάτισαν στρατό με αρχηγό τον Σπένδιο ένα δούλο από τη Νάπολη και πολιόρκησαν την πόλη.
Οι Καρχηδόνιοι ζήτησαν από τον Αμίλκα να παρέμβει. Εκείνος δεν ήθελε να αναμετρηθεί με τους παλιούς συμπολεμιστές του. Όταν όμως εκείνοι έκοψαν τα πόδια και έσπασαν τα χέρια του φίλου του Κέσκου και παράλληλα έθαψαν ζωντανούς εφτακόσιους Καρχηδόνιους ο Αμίλκας ανέλαβε δράση. Κάλεσε στα όπλα όσους νέους υπήρχαν μέσα στα τείχη της πολιορκημένης πόλης και με μια σύνθετη και ταχύρυθμη εκπαίδευση επιτέθηκε με 2.000 μόνο άνδρες εναντίον των μισθοφόρων που ήταν περίπου 40.000. Ο Αμίλκας όμως κατάφερε να τους εγκλωβίσει σε μια στενή κοιλάδα της οποίας απέκλεισε τις εξόδους και περίμενε οι επαναστάτες να πεθάνουν από την πείνα. Πραγματικά οι στασιαστές έφαγαν πρώτα τα άλογα, έπειτα τους αιχμαλώτους και στο τέλος τους σκλάβους. Απελπισμένοι έστειλαν τον Σπένδιο να ζητήσει ειρήνη. Όμως ο Αμίλκας τον σταύρωσε. Οι μισθοφόροι επιχείρησαν έξοδο και σφαγιάστηκαν. Ο Μάτος θανατώθηκε με αργό μαστίγωμα. Ο πόλεμος αυτός που κράτησε πάνω από τρία χρόνια ήταν κατά τον Πολύβιο ”ο πιο σκληρός και απάνθρωπος πόλεμος της ιστορίας”. Και η Ρώμη όμως είχε τα δικά της προβλήματα. Ο στρατός της είχε αποδεκατιστεί και το νόμισμα είχε υποτιμηθεί κατά 83%. Αφού ξεκαθάρισαν τη Σικελία από τα υπολείμματα των Καρχηδονίων και την εξασφάλισαν με φρουρές και αποίκους, με εξαίρεση το βασίλειο των Συρακουσών που οι Ρωμαίοι άφησαν στον πιστό τους Ιέρωνα και έχοντας στην κατοχή της τη Σαρδηνία και την Κορσική όπως αναφέραμε ,αποφάσισαν να επεκτείνουν τα όριά τους πέρα από τα Απέννινα της Τοσκάνης, που αποτελούσαν τα βόρεια σύνορά τους.
Η Ρώμη ξεκίνησε από τους Λιγουρούς, που εξολόθρευσε μέσα σε πέντε χρόνια ,από το 238 π.Χ. ως το 233 π.Χ. Ακολούθησαν οι Γαλάτες που οι Ρωμαίοι συνέτριψαν στη Θαλαμόνη. 40.000 σκοτώθηκαν και άλλες 20.000 αιχμαλωτίστηκαν. Πλέον ολόκληρη η Ιταλία μέχρι τις Άλπεις βρισκόταν κάτω από την κυριαρχία της Ρώμης. Τέλος με την επικράτηση επί των Ιλλυριών στην άλλη πλευρά της Αδριατικής η Ρώμη απέκτησε ορμητήριο για τις μετέπειτα εκστρατείες της στην Ανατολή.
Από την άλλη πλευρά, ο Αμίλκας προετοίμαζε πυρετωδώς την εκδίκησή του. Μετά την κατάπνιξη της εξέγερσης ζήτησε από την κυβέρνηση να του διαθέσει στρατό για να ανορθώσει το κύρος της Καρχηδόνας στην Ισπανία και να οργανώσει εκεί μια βάση επιχειρήσεων εναντίον της Ιταλίας.
Τελικά, πήρε μια διμοιρία, αν και είχε ζητήσει ένα σώμα στρατού. Πριν φύγει, οδήγησε στο ναό τους γιους του Αννίβα, Ασδρούβα και Μάγωνα και τον γαμπρό του Ασδρούβα, επίσης, που είχε παντρευτεί την κόρη του Σοφονίβα (Σαλαμπό) και τους έβαλε να ορκιστούν μπροστά στο θυσιαστήριο του Βάαλ Χαμάν πως θα έπαιρναν εκδίκηση για την Καρχηδόνα.
Έπειτα, επιβιβάστηκαν στα πλοία και ξεκίνησαν για την Ισπανία, όπου υπέταξαν τις εξεγερμένες πόλεις και άρχισαν τη στρατολόγηση ιθαγενών, δημιουργώντας έτσι ένα πραγματικά αξιόμαχο στρατό.
Ο Αμίλκας εκμεταλλεύτηκε τα ορυχεία της Ισπανίας.
Έβγαζε σίδηρο που τον επεξεργαζόταν και έφτιαχνε όπλα. Για να χρηματοδοτήσει τον στρατό του, μονοπώλησε το εμπόριο του σιδήρου. Ο Αμίλκας όμως σκοτώθηκε το 228 π.Χ. σε μάχη εναντίον μιας φυλής που είχε εξεγερθεί. Λίγο πριν ξεψυχήσει, όρισε διάδοχό του τον γαμπρό του Ασδρούβα, ο οποίος κράτησε τη διοίκηση για οχτώ χρόνια και έχτισε μια πόλη στην περιοχή των μεταλλείων που ονομάζεται μέχρι σήμερα Καρθαγένη. Όταν ο Ασδρούβας δολοφονήθηκε, οι στρατιώτες ανακήρυξαν αρχηγό τον μεγαλύτερο από τους γιους του Αμίλκα, τον Αννίβα.
Ο Αννίβας είχε γεννηθεί το 247 π.Χ. Σε ηλικία 26 ετών ανέλαβε την ηγεσία των Καρχηδονίων. Δεκαεπτά από τα χρόνια της ζωής του τα είχε περάσει μαζί με τους στρατιώτες στο στρατόπεδο και ποτέ δεν ξέχασε τον όρκο που είχε δώσει μετά την προτροπή του πατέρα του…
Ο Αννίβας και ο Β’ Καρχηδονιακός Πόλεμος
Πολλοί θεωρούν τον Αννίβα, ως τον πιο εύστροφο στρατιωτικό ηγέτη της αρχαιότητας και την τοποθετούν στο ίδιο επίπεδο με τον Μέγα Ναπολέοντα.
Πριν φύγει για την Ισπανία, ο πατέρας του του είχε δώσει εξαιρετική μόρφωση. Ήξερε ιστορία, ελληνικά και λατινικά και από τις αφηγήσεις του Αμίλκα γνώριζε πολύ καλά τη Ρώμη, τα θετικά και τα αρνητικά της σημεία.
Ήταν ρωμαλέος, λιτοδίαιτος και γενναίος. Όπως γράφει ο Τίτος Λίβιος, ήταν ο πρώτος που έμπαινε σε μια μάχη και ο τελευταίος που την εγκατέλειπε. Οι Ρωμαίοι ιστορικοί γράφουν ότι ήταν φιλάργυρος και δεν είχε ενδοιασμούς. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητός ανάμεσα στους στρατιώτες του. Ζούσε μαζί μ’ αυτούς, ντυνόταν σαν στρατιώτης και μοιραζόταν μαζί τους τις κακουχίες. Ήταν επίσης εξαιρετικός διπλωμάτης και πρωτοπόρος της κατασκοπίας.
Το 218 π.Χ., ξεκίνησε του Β’ Καρχηδονιακό Πόλεμο, επιτιθέμενος στη Ζάκανθα (σημ. Σαγούντο της Ισπανίας), η οποία είχε ιδρυθεί από τους Ζακυνθινούς τον 7ο π.Χ. αι. Ο Αννίβας έμεινε 8 μήνες κάτω από τα τείχη της Ζάκανθας και την κυρίευσε. Έπειτα, αφού άφησε εκεί τον αδελφό του Ασδρούβα, πέρασε τον ποταμό Έβρο (της Ιβηρικής) με τριάντα ελέφαντες, 50.000 πεζικάριους και 9.000 ιππείς. Ήταν σχεδόν όλοι Ισπανοί και Λίβυοι, ενώ ανάμεσά τους δεν υπήρχαν μισθοφόροι. Οι δυσκολίες άρχισαν μετά τη διάβαση των Πυρηναίων. Οι γαλατικές φυλές, αντέταξαν σθεναρή αντίδραση.
Τρεις χιλιάδες από τους άνδρες του, δεν θέλησαν να τον ακολουθήσουν όταν έμαθαν ότι θα περνούσαν τις Άλπεις. Ο Αννίβας τους απάλλαξε από τα καθήκοντά τους ενώ άλλους επτά χιλιάδες που φάνηκαν διστακτικοί τους έστειλε πίσω στα σπίτια τους.
Έτσι, ξεκίνησε την ανάβαση προς την κατεύθυνση της Βιέννης. Δεν είναι βέβαιο από πού πέρασε τις Άλπεις. Άλλοι λένε από τον Άγιο Βερνάρδο και άλλοι από το Μοντζινέβρο. Τον Σεπτέμβριο του 218 π.Χ. έφτασε στην κορυφή που τη βρήκε σκεπασμένη με χιόνια. Τότε παραχώρησε στους άνδρες του διήμερη ανάπαυση. Είχε χάσει χιλιάδες άνδρες από το κρύο, την κούραση, τις κατολισθήσεις και τις επιθέσεις των Κελτών.
Την πορεία του Αννίβα και των στρατιωτών του στις Άλπεις περιγράφει μοναδικά ο Πολύβιος. Μετά τη στάση των δύο ημερών, ο Αννίβας και οι άνδρες του ξεκίνησε την κατάβαση των Άλπεων που ήταν ακόμα πιο δύσκολη λόγω των ελεφάντων. Στην πεδιάδα του Πάδου, έφτασαν είκοσι έξι χιλιάδες στρατιώτες, οι λιγότεροι από τους μισούς απ’ όσους είχαν ξεκινήσει. Οι Γαλάτες που συνάντησαν, τους φέρθηκαν φιλικά, τους ανεφοδίασαν και συμμάχησαν μαζί τους σφάζοντας και καταδιώκοντας τους Ρωμαίους της Κρεμόνας και της Πιατσέντζας.
Η Σύγκλητος αιφνιδιάστηκε. Κάλεσε στα όπλα 300.000 άνδρες, συγκέντρωσε 14.000 άλογα και ανέθεσε την αρχηγία στον Σκιπίωνα. Τον Οκτώβριο του 218 ο Αννίβας συνέτριψε τους Ρωμαίους στον ποταμό Τιτσίνο. Ακολούθησε η μάχη στη λίμνη Τρασιμένη, με νέο θρίαμβο του Αννίβα και 15.000 Ρωμαίους νεκρούς (217 π.Χ.) και η μεγάλη μάχη των Καννών (215 π.Χ.) όπου ο Βάρων με τον Σκιπίωνα έπαθαν νέα πανωλεθρία από τον Αννίβα.
Ο δρόμος για τη Ρώμη ήταν πλέον ανοιχτός. Η φράση «Hannibal ante portas Roma» («Ο Αννίβας προ των πυλών της Ρώμης») έμεινε στην ιστορία. Ο Αννίβας όμως δεν κινήθηκε προς τη Ρώμη αλλά κατευθύνθηκε στη Νότιο Ιταλία, άγνωστο γιατί. Ίσως είχε πρόβλημα ανεφοδιασμού. Μήπως περίμενε ενισχύσεις; Πίστευε ότι η Ρώμη θα ζητήσει ειρήνη. Μέχρι σήμερα δεν έχει απαντηθεί αυτό το ερώτημα. Οι Ρωμαίοι ανασυγκροτήθηκαν και το 211 π.Χ. νίκησαν τον Ασδρούβα στην Ισπανία και ανακατέλαβαν την Καπούη.
Νωρίτερα, οι Σαμνίτες, οι Αμπρούτσιοι, οι Λουκανοί είχαν ξεσηκωθεί. Στον Κρότωνα, στους Λοκρούς, το Μεταπόντιο έσφαξαν τις ρωμαϊκές φρουρές. Ο Φίλιππος Ε’ της Μακεδονίας συμμάχησε με τους Καρχηδόνιους. Οι Ρωμαίοι κατόρθωσαν να επαναφέρουν στην τάξη ορισμένους από αυτούς.
Το 204 π.Χ., οι Ρωμαίοι έκαναν απόβαση στη Β. Αφρική και το 202 π.Χ. ο Σκιπίων ο Αφρικανός βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Αννίβα κοντά στη Ζάμα της Β. Αφρικής. Οι δύο στρατηλάτες συναντήθηκαν σε μια απέλπιδα προσπάθεια να λύσουν ειρηνικά τις διαφορές τους.
Υπήρξε αμοιβαία συμπάθεια και εκτίμηση και λέγεται ότι στην ερώτηση του Σκιπίωνα ποιον θεωρεί κορυφαίο στρατηλάτη, ο Αννίβας απάντησε τον Αλέξανδρο ή τον Πύρρο.
Στη μάχη που ακολούθησε, ο Αννίβας μονομάχησε με τον Σκιπίωνα και τον τραυμάτισε. Τραυμάτισε επίσης τον Μασσανάσση, ηγεμόνα της Νουμιδίας. Όμως οι Ρωμαίοι ήταν οι τελικοί νικητές.
Οι συμπατριώτες του Σκιπίωνα τον πίεζαν να τους φέρει το κεφάλι του Αννίβα. Για να αποφύγει τη σύλληψη και την παράδοση, εκείνος έφυγε νύχτα και πήγε στην Ταρσό, αφού διέσχισε καλπάζοντας πάνω από 200 χιλιόμετρα. Από εκεί, με πλοίο πήγε στην Αντιόχεια, και έγινε σύμβουλος του βασιλιά Αντίοχου. Όταν αυτός ηττήθηκε απ’ τους Ρωμαίους, ο Αννίβας ξέφυγε στην Κρήτη και μετά στη Βιθυνία.
Το 183 π.Χ. περικυκλώθηκε από τους Ρωμαίους στο κρησφύγετό του στη Λίμπισα, κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Για να μην πέσει στα χέρια των Ρωμαίων, έδωσε τέλος στη ζωή του με δηλητήριο. Λίγο πριν πεθάνει, είπε: «Ας ξαναδώσουμε την ησυχία στους Ρωμαίους, που δεν έχουν την υπομονή να περιμένουν το τέλος ενός γέρου σαν και μένα».
Ο Β’ Καρχηδονιακός Πόλεμος, έληξε με τη μάχη της Ζάμας (202 π.Χ.). Το κεφάλαιο των συγκρούσεων μεταξύ Ρώμης και Καρχηδόνας, έκλεισε με τον Γ’ Καρχηδονιακό Πόλεμο (149-146 π.Χ.), όταν ο Σκιπίων ο Αιμιλιανός κυρίευσε την Καρχηδόνα και την ισοπέδωσε.
Όπως πολύ εύστοχα γράφει ο κορυφαίος λατινιστής και ακαδημαϊκός Θεόδωρος Παπαγγελής στο βιβλίο του «Η Ρώμη και ο Κόσμος της», έτσι η Μεσόγειος έγινε ρωμαϊκή πισίνα. Ο δε Σκιπίωνας, δάκρυσε μεγαλόψυχα πάνω στα ερείπια της Καρχηδόνας, γιατί συλλογίστηκε ότι και η πανίσχυρη Ρώμη θα μπορούσε κάποτε να υποκύψει στην ίδια μοίρα.
«Η ιστορία επιβεβαιώνει ότι όλες οι υπερδυνάμεις έχουν ημερομηνία λήξεως, αλλά λίγοι στρατηγοί έχουν τη σοφία του Σκιπίωνα όσο ακμάζει η δύναμή τους», γράφει ο Θ. Παπαγγελής. Και η υπερδύναμη Ρώμη, μερικούς αιώνες αργότερα, πέρασε με τη σειρά της στην ιστορία…
Πηγές: ΙΝΤΡΟ ΜΟΝΤΑΝΕΛΛΙ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ», εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ 2008, ΠΟΛΥΒΙΟΣ ΑΠΑΝΤΑ 3, «Ιστοριών Γ’», εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ,
Θ. Παπαγγελής, «Η Ρώμη και ο Κόσμος της» ΙΝΣ, 2005.