«Η αξία ενός έργου Τέχνης μετριέται με τις δεκαετίες και όχι από τις ετικέτες της τελευταίας στιγμής. Μια μεγαλοφυΐα προχωράει μπροστά, αψηφώντας δημόσιες σχέσεις, μόδες και δημοσιότητες». Τώρα κατάλαβα γιατί έλεγε: «Είμαι γκαλερίστας, όχι έμπορος. Βοηθώ μόνο τους πλούσιους να συγκροτήσουν τις συλλογές τους». Μισούσε τη λέξη έμπορος και, όταν τον ρωτούσες για την τύχη της ανεκτίμητης συλλεκτικής περιουσίας του, απαντούσε: «Θα τη χαρίσω στους φίλους μου και στο κράτος». Τη Δευτέρα 2 Φεβρουάριου 1987 έφτασε στην Ελλάδα μια συγγενής του από τη Βραζιλία με το όνομα Σταυρούλα, ειδοποιημένη από την αδελφή του τη Νίκη και ανέλαβε υπηρεσία στο σπίτι της Αγίας Παρασκευής.
Είχε εγκατασταθεί στο υπνοδωμάτιό του, σε μια πολυθρόνα δίπλα στο κρεβάτι του, και έλεγχε τα τηλεφωνήματά του, τις συναντήσεις του, τις εξόδους του από το σπίτι, οι οποίες, φυσικά, είχαν ελαττωθεί. Την Πέμπτη 5 Φεβρουάριου με κάλεσε στο σπίτι του να μιλήσουμε για το βιβλίο και να μου παραδώσει ένα πρόσθετο υλικό από φωτογραφίες, δημοσιεύματα Τύπου καθώς και κάποιο αρχειακό υλικό από τις γκαλερί του στην Ευρώπη. Ήταν κακόκεφος. Η αδελφή του Ηρώ Ξενάκη, η οποία έμενε κι αυτή απέναντι από το σπίτι του -είχε το δικό της σπίτι, στο ίδιο οικόπεδο με τη Νίκη-, χειροτέρευε. Η υγεία της ήταν κλονισμένη και ο καρκίνος την είχε αφήσει μισή.
Μου ζήτησε να πάμε να τη δούμε. Είχε χάσει σχεδόν όλα της τα μαλλιά. Είχε αδυνατίσει, σε σημείο να διακρίνονται τα οστά. «Τη βλέπεις; Έρχονται τα χειρότερα σε λίγο» είπε και κατευθύνθηκε στο πιάνο που βρισκόταν στο σαλόνι. Κάθισε και έπαιξε συγκλονιστικά ένα κομμάτι από το Πουλί της Φωτιάς και μόνο, όταν η αδελφή του έβαλε τα κλάματα, σταμάτησε να παίζει.
Τη φίλησε και φύγαμε από το σπίτι. Ήθελε να περπατήσουμε λίγο στη γειτονιά.
«Δεν είμαι καλά. Η Νίκη θέλει να πάμε σε γιατρούς, νοσοκομεία και τέτοια. Στη Νέα Υόρκη. Δεν είμαι καλά. Το ίδιο και η αδελφή μου η Ηρώ. Πεθαίνει.
Την επόμενη μέρα, 6 Φεβρουάριου, έφτασε στη Ελλάδα η κόρη της Νίκης, η Sylvia de Cuevas, από τη Νέα Υόρκη και εγκαταστάθηκε στο σπίτι της μητέρας της, προκειμένου να οργανώσει το ταξίδι του στην Αμερική. «Θα πάρουμε τον Ιόλα στη Νέα Υόρκη. Πρέπει να μπει στο νοσοκομείο», μου είπε.
«Ακόμα και ψέμα να πεις, φρόντισε να είναι μεγάλο»
Το αναπάντεχο τον γοήτευε. Τον κρατούσε σε κίνηση… Φοβερός χαμαιλέων, αρκεί να έχει οποιοδήποτε συμφέρον. Άλλαζε προς όφελος του οτιδήποτε αρνητικό του συνέβαινε. Θεωρούσε φυσικό να υπάρχουν και αποτυχίες.
Ζητούσε πάντοτε τη γνώμη των άλλων, από την οποία επηρεαζόταν πριν προβεί στην οποιαδήποτε επαγγελματική επιλογή. Βρισκόταν σε μια συνεχή συνομιλία με όλους τους ανθρώπους. Με αυτόν τον τρόπο έλεγχε τη δική του τελική εκτίμηση. Ένας κοινόςτόπος για το διεθνές μάρκετινγκ.
Ήταν ο άνθρωπος ο οποίος έστειλε την ίδια επιστολή υπεράσπισης σε δυο αντίδικους εχθρούς. Πάντα προηγούνταν των πράξεων της εποχής του. Οριακά αναπάντεχος. Δεν είχε ποτέ καλές σχέσεις με τους «διανοούμενους» της εποχής, τους κριτικούς τέχνης και γενικά με τους ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν μια ενιαία στάση απέναντι στην τέχνη και στη ζωή.
Η βαθιά του συγκρότηση και η συνομιλία του με τους ανθρώπους και τα πράγματα αντικατοπτρίζονταν και στο χώρο που επέλεγε και στον τρόπο που έστηνε τις εκθέσεις του. Ο Ιόλας καλλιέργησε τα οριακά του χαρακτηριστικά. O Ιόλας δεν είχε ανάγκη χρημάτων. Είχε ανάγκη συγκινήσεων… που τις πουλούσε στους άλλους.
Αποτέλεσε ηγετική μορφή στην Ιστορία της Τέχνης του 20ού αιώνα. Με μια στρατιά κυρίαρχες φυσιογνωμίες στο χώρο των τεχνών, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διεύρυνση των πνευματικών οριζόντων μας. Ο ίδιος ήταν πλήρης. Ζούσε την αίγλη της επιτυχίας με το μυαλό του κολλημένο εδώ, στην Ελλάδα, που έγινε και ο τρόπος της τραγωδίας του.
Έβλεπα αυτή τη χαρισματική προσωπικότητα να με έχει δεχθεί στη ζωή του και στις πιο προσωπικές του στιγμές. Ήταν πολύ σημαντικό για μένα να γνωρίσω αυτόν τον άνθρωπο, ο οποίος ήταν ένα ολοζώντανο έργο τέχνης. Ο ίδιος ήταν μια Δημιουργία. Ζούσε. Κινούνταν και ανέπνεε στον παλμό της τέχνης. Είναι μαέστρος. Είναι ηθοποιός. Είναι πνευματώδης. Καταφέρνει αυτός ο άνθρωπος να σε βγάζει και να σε αποδεσμεύει από την καθημερινότητα.
Κάθε λεπτό μαζί του είναι μια ευτυχισμένη στιγμή. Ο ίδιος ξεχειλίζει από δίψα και όρεξη για ζωή, για δημιουργία. Απόλυτα ενημερωμένος σε όλα τα τρέχοντα, για τη διεθνή επικαιρότητα.
Ήξερε πώς να τα βλέπει συγχρόνως όλα και από μια άλλη σκοπιά. Τοποθετεί καθετί στη σωστή του διάσταση. Με τη βοήθεια και του ανεξάντλητου πηγαίου χιούμορ που διαθέτει, δεν κολλάει ποτέ σε ασήμαντες λεπτομέρειες. Κινείται και συμπεριφέρεται σαν ένας ουσιαστικά αριστοκρατικός άνθρωπος, ενώ ταυτόχρονα είναι ευαίσθητος σαν μικρό παιδί, ή μάλλον έχει το προσόν και την αρετή να έχει διαφυλάξει μέσα του την πραγματική αλάθητη ευαισθησία ενός παιδιού. Δεν ήταν ελεύθερος ο Αλέξανδρος Ιόλας. Ήταν απελευθερωμένος.