Αλέξανδρος Ιόλας: Ο μαικήνας της τέχνης, η συγκλονιστική ζωή και το μοναχικό τέλος (pics)

«Η πόρτα με τα χρυσά φύλλα έκλεισε απαλά, σαν να την χάϊδεψε κάποιος εκείνη την ημέρα που το συνεργείο της κρατικής τηλεόρασης μπήκε στην μυθική βίλα του Αλέξανδρου Ιόλα. Ένα σπίτι ανάκτορο με μάρμαρα από την Ραβένα, ασύλληπτα έργα τέχνης και την αύρα του ιδιοκτήτη του να διαχέεται παντού, σε όλους τους χώρους αυτής της εντυπωσιακής κατοικίας. Ούτως η άλλως η προσωπικότητά του ήταν τόσο έντονη, που δύσκολα μπορούσες να του αντισταθείς θυμούνται άνθρωποι που τον γνώρισαν και τον έζησαν, άλλοι λιγότερο, αλλοι περισσότερο».
O Νίκος Σταθούλης έζησε πολύ τον Αλεξανδρινό μαικήνα της τέχνης και στο βιβλίο «IOLAS» που κυκλοφορεί εντός των ημερών από τις εκδόσεις «Ροδολίβος» παρουσιάζει κάποια νέα άγνωστα στο ευρύ κοινό περιστατικά από τον βίο του Ιόλα.
Τα αποσπάσματα που δημοσιεύει αποκλειστικά το «protothema.gr» λαμβάνουν χώρα λίγο πριν από τον θάνατο του Αλέξανδρου Ιόλα, τον οποίο αποθέωνε ο Μαξ Ερνστ και ο Τζόρτζιο Ντε Κίρικο μεταξύ πολλών άλλων διάσημων καλλιτεχνών. Η Ελλάδα δυστυχώς τον «έσυρε» σε μια εντός των συνόρων της αποκαθήλωση, την εποχή που βασίλευε ο «Αυριανισμός», αγνοώντας το μέγεθος του Αλεξανδρινού γκαλερίστα στα διεθνή εικαστικά δρώμενα, που απεχθανόταν να τον αποκαλούν έμπορο. Κάτι που διαπιστώνει εύκολα κάποιος διαβάζοντας το απόσπασμα για τον «Μυστικό Δείπνο» όπου συνομιλεί με τον Νίκο Σταθούλη και τις ημέρες του ’87.
«Η τέχνη είναι για να χαρίζεται»
«Τι θα κάνετε με τον “Μυστικό Δείπνο”;» τον ρώτησα ένα απόγευμα στο σπίτι. «Θα τον χαρίσω!», μου απάντησε. «Πού;» ρώτησα ξανά με έκπληξη.
«Η τέχνη είναι για να χαρίζεται. Τέρμα το εμπόριο!» μου είπε με αποφασιστικό τόνο. «Αγαπάς την τέχνη; Την πληρώνεις, την παρουσιάζεις και τη χαρίζεις… Αυτά τα “πλυντήρια” με τις αγοραπωλησίες, τέλος!» είπε και ήταν η πρώτη φορά που ήταν τόσο ξεκάθαρος στο τι εννοούσε όταν έλεγε “αντιγκαλερί”.

«Η αξία ενός έργου Τέχνης μετριέται με τις δεκαετίες και όχι από τις ετικέτες της τελευταίας στιγμής. Μια μεγαλοφυΐα προχωράει μπροστά, αψηφώντας δημόσιες σχέσεις, μόδες και δημοσιότητες». Τώρα κατάλαβα γιατί έλεγε: «Είμαι γκαλερίστας, όχι έμπορος. Βοηθώ μόνο τους πλούσιους να συγκροτήσουν τις συλλογές τους». Μισούσε τη λέξη έμπορος και, όταν τον ρωτούσες για την τύχη της ανεκτίμητης συλλεκτικής περιουσίας του, απαντούσε: «Θα τη χαρίσω στους φίλους μου και στο κράτος». Τη Δευτέρα 2 Φεβρουάριου 1987 έφτασε στην Ελλάδα μια συγγενής του από τη Βραζιλία με το όνομα Σταυρούλα, ειδοποιημένη από την αδελφή του τη Νίκη και ανέλαβε υπηρεσία στο σπίτι της Αγίας Παρασκευής.

Είχε εγκατασταθεί στο υπνοδωμάτιό του, σε μια πολυθρόνα δίπλα στο κρεβάτι του, και έλεγχε τα τηλεφωνήματά του, τις συναντήσεις του, τις εξόδους του από το σπίτι, οι οποίες, φυσικά, είχαν ελαττωθεί. Την Πέμπτη 5 Φεβρουάριου με κάλεσε στο σπίτι του να μιλήσουμε για το βιβλίο και να μου παραδώσει ένα πρόσθετο υλικό από φωτογραφίες, δημοσιεύματα Τύπου καθώς και κάποιο αρχειακό υλικό από τις γκαλερί του στην Ευρώπη. Ήταν κακόκεφος. Η αδελφή του Ηρώ Ξενάκη, η οποία έμενε κι αυτή απέναντι από το σπίτι του -είχε το δικό της σπίτι, στο ίδιο οικόπεδο με τη Νίκη-, χειροτέρευε. Η υγεία της ήταν κλονισμένη και ο καρκίνος την είχε αφήσει μισή.

Μου ζήτησε να πάμε να τη δούμε. Είχε χάσει σχεδόν όλα της τα μαλλιά. Είχε αδυνατίσει, σε σημείο να διακρίνονται τα οστά. «Τη βλέπεις; Έρχονται τα χειρότερα σε λίγο» είπε και κατευθύνθηκε στο πιάνο που βρισκόταν στο σαλόνι. Κάθισε και έπαιξε συγκλονιστικά ένα κομμάτι από το Πουλί της Φωτιάς και μόνο, όταν η αδελφή του έβαλε τα κλάματα, σταμάτησε να παίζει.

Τη φίλησε και φύγαμε από το σπίτι. Ήθελε να περπατήσουμε λίγο στη γειτονιά.

«Δεν είμαι καλά. Η Νίκη θέλει να πάμε σε γιατρούς, νοσοκομεία και τέτοια. Στη Νέα Υόρκη. Δεν είμαι καλά. Το ίδιο και η αδελφή μου η Ηρώ. Πεθαίνει.

Έχω τόσες εκκρεμότητες με τα σχέδιά μου, τα οποία, η κατάσταση της υγείας μου, δε μου επιτρέπει να ολοκληρώσω. Δεν έχω κουράγιο. Με φάγανε».
Ήταν αδύναμος. Στηριζόταν στο μπράτσο μου και περπατούσαμε αργά. Τον ένιωθα. Άρχισα και εγώ να βλέπω το τέλος να έρχεται περισσότερο από ποτέ.

Την επόμενη μέρα, 6 Φεβρουάριου, έφτασε στη Ελλάδα η κόρη της Νίκης, η Sylvia de Cuevas, από τη Νέα Υόρκη και εγκαταστάθηκε στο σπίτι της μητέρας της, προκειμένου να οργανώσει το ταξίδι του στην Αμερική. «Θα πάρουμε τον Ιόλα στη Νέα Υόρκη. Πρέπει να μπει στο νοσοκομείο», μου είπε.

«Ακόμα και ψέμα να πεις, φρόντισε να είναι μεγάλο»

«Τι θέλετε να λέει το βιβλίο; Τις καλές σας μόνο στιγμές; Ποιον Ιόλα θα αναφέρει;» «Θα γράψεις τα πάντα. Αλλά με τρόπο κομψό! Δεν είχα απλή ζωή. Είναι μυθιστόρημα η ζωή μου. Το παράδοξο επικράτησε στη ζωή μου ή μάλλον δεν είχα μία ζωή, πολλές είχα», είπε σκεφτικός. «Τι σκέφτεστε;» τον ρώτησα. «‘Ότι το βιβλίο πρέπει να διαβάζεται σαν μυθιστόρημα από τους καλλιτέχνες, τους ηθοποιούς, τους χορευτές, τους αλήτες, τους ζιγκολό, τους νταβατζήδες, τους γκαλερίστες και τα αφεντικά σκυλιών». Τον κοίταξα απορημένος. «Πώς το λένε παιδί μου… Πώς να σου το πω… Πρέπει να διαβάζεται ευχάριστα από οποιονδήποτε άνθρωπο ο οποίος έχει σοβαρό έργο ζωής… Ακόμα κι από τις χαρτορίχτρες».
Σάστισα για ακόμη μια φορά αλλά διέκρινα ότι έχει ενδιαφέρον αυτή η γνωριμία. Άλλωστε η ίδια η ζωή του ήταν ένα έργο τέχνης, αλλά έπρεπε να συνηθίσω τον ίδιο πρώτα. Κάθε τι πάνω του ήταν σε γερή δόση… Από τις χειρονομίες του, τις ατάκες του, τις ιστορίες του, τις πράξεις του.
«Ακόμα και ψέμα να πεις, φρόντισε να είναι μεγάλο». Επιστρέφοντας από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα μου είπε κάτι που το θυμάμαι για πάντα. «Η ζωή παιδί μου είναι σαν το θέατρο. Όλους μας θέλει. Άλλοι είμαστε γεννημένοι πρωταγωνιστές, άλλοι είναι γεννημένοι για να είναι κομπάρσοι. Αρχιτέκτονας της ζωής σου μόνος σου γίνεσαι». Ήθελα να μάθω τα πάντα για τον μοναδικό αυτόν τύπο.

Το αναπάντεχο τον γοήτευε. Τον κρατούσε σε κίνηση… Φοβερός χαμαιλέων, αρκεί να έχει οποιοδήποτε συμφέρον. Άλλαζε προς όφελος του οτιδήποτε αρνητικό του συνέβαινε. Θεωρούσε φυσικό να υπάρχουν και αποτυχίες.

Ζητούσε πάντοτε τη γνώμη των άλλων, από την οποία επηρεαζόταν πριν προβεί στην οποιαδήποτε επαγγελματική επιλογή. Βρισκόταν σε μια συνεχή συνομιλία με όλους τους ανθρώπους. Με αυτόν τον τρόπο έλεγχε τη δική του τελική εκτίμηση. Ένας κοινόςτόπος για το διεθνές μάρκετινγκ.

Ήταν ο άνθρωπος ο οποίος έστειλε την ίδια επιστολή υπεράσπισης σε δυο αντίδικους εχθρούς. Πάντα προηγούνταν των πράξεων της εποχής του. Οριακά αναπάντεχος. Δεν είχε ποτέ καλές σχέσεις με τους «διανοούμενους» της εποχής, τους κριτικούς τέχνης και γενικά με τους ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν μια ενιαία στάση απέναντι στην τέχνη και στη ζωή.

Η βαθιά του συγκρότηση και η συνομιλία του με τους ανθρώπους και τα πράγματα αντικατοπτρίζονταν και στο χώρο που επέλεγε και στον τρόπο που έστηνε τις εκθέσεις του. Ο Ιόλας καλλιέργησε τα οριακά του χαρακτηριστικά. O Ιόλας δεν είχε ανάγκη χρημάτων. Είχε ανάγκη συγκινήσεων… που τις πουλούσε στους άλλους.

Αποτέλεσε ηγετική μορφή στην Ιστορία της Τέχνης του 20ού αιώνα. Με μια στρατιά κυρίαρχες φυσιογνωμίες στο χώρο των τεχνών, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διεύρυνση των πνευματικών οριζόντων μας. Ο ίδιος ήταν πλήρης. Ζούσε την αίγλη της επιτυχίας με το μυαλό του κολλημένο εδώ, στην Ελλάδα, που έγινε και ο τρόπος της τραγωδίας του.

Έβλεπα αυτή τη χαρισματική προσωπικότητα να με έχει δεχθεί στη ζωή του και στις πιο προσωπικές του στιγμές. Ήταν πολύ σημαντικό για μένα να γνωρίσω αυτόν τον άνθρωπο, ο οποίος ήταν ένα ολοζώντανο έργο τέχνης. Ο ίδιος ήταν μια Δημιουργία. Ζούσε. Κινούνταν και ανέπνεε στον παλμό της τέχνης. Είναι μαέστρος. Είναι ηθοποιός. Είναι πνευματώδης. Καταφέρνει αυτός ο άνθρωπος να σε βγάζει και να σε αποδεσμεύει από την καθημερινότητα.

Κάθε λεπτό μαζί του είναι μια ευτυχισμένη στιγμή. Ο ίδιος ξεχειλίζει από δίψα και όρεξη για ζωή, για δημιουργία. Απόλυτα ενημερωμένος σε όλα τα τρέχοντα, για τη διεθνή επικαιρότητα.

Ήξερε πώς να τα βλέπει συγχρόνως όλα και από μια άλλη σκοπιά. Τοποθετεί καθετί στη σωστή του διάσταση. Με τη βοήθεια και του ανεξάντλητου πηγαίου χιούμορ που διαθέτει, δεν κολλάει ποτέ σε ασήμαντες λεπτομέρειες. Κινείται και συμπεριφέρεται σαν ένας ουσιαστικά αριστοκρατικός άνθρωπος, ενώ ταυτόχρονα είναι ευαίσθητος σαν μικρό παιδί, ή μάλλον έχει το προσόν και την αρετή να έχει διαφυλάξει μέσα του την πραγματική αλάθητη ευαισθησία ενός παιδιού. Δεν ήταν ελεύθερος ο Αλέξανδρος Ιόλας. Ήταν απελευθερωμένος.

Related Post