Η γυναίκα στην ελληνική γλώσσα και λεξικογραφία!

2019-01-26T03:08:21+00:00 2019-01-25T19:02:22+00:00.

Σταύρος Μπαρμπαρούσης

26/Jan/19 03:08

Eurohoops.net

Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα – Υπάρχουν στερεότυπα εναντίον των γυναικών στην ελληνική γλώσσα; – Πώς «αντιμετωπίζουν» την γυναίκα τα ελληνικά λεξικά…

Τις τελευταίες μέρες, με αφορμή τη δήλωση του Γάλλου συγγραφέα Yann Moix, ότι «οι γυναίκες 50 ετών και άνω είναι πολύ μεγάλες για να αγαπηθούν», έχουν ξεκινήσει ατέρμονες συζητήσεις, τόσο στη Γαλλία όσο και άλλες χώρες, ανάμεσά τους και η Ελλάδα. Έχει δίκιο ο Moix ή όχι;

Βέβαια πρόκειται για ένα θέμα που δεν είναι καινούργιο, τώρα όμως ήρθε στην επιφάνεια με εκκωφαντικό τρόπο.

moix
Yann Moix

Με αφορμή τις συζητήσεις γύρω από το θέμα αυτό, σκεφτήκαμε να γράψουμε ένα άρθρο για το ποια είναι η αντιμετώπιση της γυναίκας στον λόγο. Υπάρχουν άραγε στερεότυπα, σεξιστικά και άλλα, όπως λένε πολλές γυναίκες; Και τι γίνεται με τα ελληνικά λεξικά; Μήπως εκεί θα βρούμε μειωτικούς χαρακτηρισμούς για τις γυναίκες, που απάδουν με τον επιστημονικό χαρακτήρα τέτοιων έργων;

Τα παιδιά…και τα κορίτσια

Ήδη από την αρχαιότητα υπήρχαν προκαταλήψεις σε βάρος της γυναίκας. Από το περίφημο «πυρ, γυνή και θάλασσα» (τα τρία κακά του κόσμου), το οποίο έχει κάνει διεθνή καριέρα σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες (Μ. Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία κλπ.) και το αποδιδόμενο στον Πυθαγόρα, ότι η δημιουργία του άνδρα συνδέεται με την τάξη και το φως, ενώ της γυναίκας με το χάος και το σκοτάδι, έως την έκφραση «έχω δυο παιδιά και τρία κορίτσια», την οποία συναντάμε στην Απολλόδωρου Βιβλιοθήκη 3,14,2,1ος-2ος μ.Χ. αι.

wommen

Σε πάπυρο του 1ου π.Χ. αιώνα σώζεται επιστολή ενός εργάτη προς την έγκυο γυναίκα του: «Εάν πολλά πολλών τέκης, εάν ην άρσενον, άφες, εάν ην θήλεα, έκβαλε»!

Αυτή η νοοτροπία, που οφείλεται στην πατριαρχική δομή της νεοελληνικής κοινωνίας, έχει φτάσει ως τις μέρες μας, σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας.

Έτσι, παιδιά είναι μόνο τα αγόρια, ενώ τα κορίτσια είναι απλώς κόρες, θυγατέρες ή «τσούπρες» (Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ»).

wbook

Όπως γράφει στο ίδιο βιβλίο ο κορυφαίος σύγχρονος Έλληνας γλωσσολόγος, ένας από τους πιο ενδιαφέροντες επιστημονικούς κλάδους της γλωσσολογίας που άρχισε να αναπτύσσεται με ταχύτατο ρυθμό τα τελευταία χρόνια, είναι αυτός που εξετάζει τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη γλώσσα και το φύλο.

Πρόκειται για τη λεγόμενη «φεμινιστική γλωσσολογία» (feministische Linguistik), όρος που υπάρχει στον Th. Lewandowski το 1984.

«Μπορεί να χαρακτηριστεί μια γλώσσα ως «σεξιστική» (sexist), ότι δηλαδή έχει προκαταλήψεις απέναντι σε ένα από τα δύο φύλα, κυρίως όμως απέναντι στο γυναικείο ή μήπως είναι οι άνθρωποι εκείνοι οι οποίοι χρησιμοποιούν τη γλώσσα για να εκφράσουν μια ορισμένη στάση απέναντι στον άνδρα ή τη γυναίκα;», αναρωτιέται στη συνέχεια ο Χ. Χαραλαμπάκης.

Δυσφημιστικές λέξεις για την εξωτερική εμφάνιση και τα άτομα…κάποιας ηλικίαςcousimode

Η αθανασία και η αιώνια νεότητα αποτελούν πανάρχαια επιθυμία του ανθρώπου. Η προχωρημένη ηλικία και οι συνέπειές της, αποτελούν αντικείμενα σχολιασμού.

Ο «ρατσισμός της ηλικίας», δεν υπάρχει σε μεγάλο βαθμό στη χώρα μας, σε αντίθεση με τις αγγλόφωνες χώρες όπου γίνεται ευρεία χρήση του όρου ageism.

Ένας δύσμορφος άνδρας, χαρακτηρίζεται συχνά ως «κουασιμόδος», ενώ ο όρος «μπάζο» περιγράφει τον πολύ άσχημο άνθρωπο, ανεξαρτήτως φύλου. Για τις γυναίκες, κυρίως, χρησιμοποιείται λέξη «μπαζόλα» (1.370 εμφανίσεις στο Google).

Ένα παχουλό άτομο, χαρακτηρίζεται ως μπόγος, πατσοκοιλιάς (ο άνδρας), φώκια (η γυναίκα) κλπ. Ακόμα πιο ακραίες είναι φράσεις όπως «κεφτές με πόδια»…

Τα άτομα κάποιας ηλικίας…ακούν ή διαβάζουν πλήθος μειωτικών ή ειρωνικών επιθέτων: σιτεμένος/-η, ξεκουτιασμένος/-η, ξεμωραμένος/-η, πουρό (και πουρόγερος, πουρόγρια), μουστόγρια, σάψαλο κλπ.

Ένας ηλικιωμένος άνδρας που…προσπαθεί να εμφανίζεται ως νέος, λέγεται πουρέιτζερ (και πουροτινέιτζερ), γεροτεκνό κλπ. Γυναίκα κάποιας ηλικίας που αναζητά νεαρούς ερωτικούς συντρόφους, λέγεται τεκνατζού!

Για να επανέλθουμε όμως στον Yann Moix, ας θυμηθούμε την ευρέως χρησιμοποιούμενη τα τελευταία χρόνια λέξη μιλφ (‹αγγλ. milf) (και μιλφάρα), που δηλώνει την ώριμη (όχι σιτεμένη γυναίκα) που αποτελεί αντικείμενο ερωτικού πόθου.

Και για πιο… προχωρημένες ηλικίες υπάρχει το τζιλφ (<αγγλ. gilf).

Υβριστικοί χαρακτηρισμοί για γυναίκες

Πριν από μερικές δεκαετίες, συμπατριώτης μας καταδικάστηκε μετά από μήνυση της πεθεράς του επειδή την αποκάλεσε… λινάτσα (ίσως να μην το θυμάται ούτε ο ίδιος…). Υπάρχει λοιπόν και δεδικασμένο, οπότε προσέξτε πώς εκφράζεστε! Φυσικά η ευρηματικότητα σε χαρακτηρισμούς είναι ανεξάντλητη: (μ)πετουγια, παντόφλα, μπουρούχα, φακλάνα, που είναι ήδη μεσαιωνικό, το άκρως πρωτότυπο “κυρά κομπρέσα” που ειπώθηκε σε ένα επεισόδιο του σίριαλ “Της Αγάπης Μαχαιριά” κλπ.

Άραγε όλα αυτά προέρχονται από τη μεγαλύτερη εξοικείωση των ανδρών με τις λεγόμενες λέξεις ταμπού; Είναι… θέμα γλωσσικής ικανότητας ή προχωρημένης φαντασίας;

Από την άλλη μεριά οι γυναίκες αρκούνται σε παραδοσιακές λέξεις ταμπού όταν θέλουν να βρίσουν έναν άντρα. Επίσης οι γυναίκες θεωρούνται φλύαρες: γλωσσού, γλωσσοκοπάνα κλπ. και κουτσομπόλες. Η αδιάκριτη, χαμηλού επιπέδου και η κουτσομπόλα γυναίκα λέγεται “κατίνα” (από το γαλλικό catin). Σχετικές είναι και οι λέξεις κλώσσα, κότα, τσόκαρο κλπ.

Τα τελευταία χρόνια, καθώς η γυναίκα έχει αρχίσει σιγά-σιγά να βρίσκει τη θέση που της αξίζει στην κοινωνία, να στέκεται δηλαδή ίση προς ίσον δίπλα στον άντρα υπάρχει σαφώς ένας περιορισμός των απαξιωτικών χαρακτηρισμών και μία αντίδραση, έστω και υπερβολική μερικές φορές, από πλευράς του “ωραίου φύλου”.

Περί παρθενίας…

Πριν από 30 χρόνια περίπου, ο αείμνηστος Αντώνης Τρίτσης προκάλεσε αίσθηση και σάλο με τη δήλωση του “δεν υπάρχουν παρθένες στην Αθήνα σήμερα”. Είναι γνωστό ότι κατά το παρελθόν η διαφύλαξη της παρθενίας από μία γυναίκα και η τελετουργική και… πανηγυρική παραβίαση της την πρώτη νύχτα του γάμου ήταν σχεδόν θεσμός. Οι προγαμιαίες σχέσεις ήταν για μία γυναίκα κάτι το απαράδεκτο και σφοδρά κατακριτέο.

Ο Ζακύνθιος ευγενής Πέτρος Αλαμάνος (1612-1685) έπεισε έναν από τους γιους του να διώξει την επόμενη μέρα του γάμου τη σύζυγό του συκοφαντώντας την ότι δεν ήταν παρθένα. Μετά από αυτό το γεγονός, οι γιοι του άρχισαν να πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλον, κάτι που ο Αλαμάνος απέδωσε στη θεία δίκη.

Η ιστορία του ενέπνευσε τους Ελισαβέτιο Μαρτινέγκο που έγραψε ένα ποίημα 1.190 στίχων και τον Αντώνιο Μάτεση που έγραψε μία μπαλάντα.

Η “χαλασμένη κοπέλα” αποτελούσε άτομο περιθωριακό που γνώριζε ειρωνεία, χλεύη και όχι μόνο. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν μία χήρα ήθελε να ξαναπαντρευτεί ήταν υποχρεωμένη να δώσει στον δεύτερο σύζυγό της προίκα ,το αγριλίκι (<τουρκ. agirlik, προγαμιαία δωρεά) ή παλικαριάτικο, ενώ γνωστό είναι και το “αργομουνιάτικον”, ο… φόρος της χήρας για την “εικαζόμενη αργία των απόκρυφων της”.

Για όλα φταίνε (;) οι γκόμενες

Μία λέξη που ξεκίνησε μάλλον από το περιθώριο και η χρήση της ήταν προσβλητική για μία γυναίκα είναι η λέξη γκόμενα. Για την ετυμολογία της έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Ο κορυφαίος νεοέλληνας φιλόλογος Ν. Ανδριώτης ετυμολογεί τη λ. γκόμενα από το ιταλικό gomena, το σχοινί που δένουν τα πλοία. Στα ελληνικά το σχοινί αυτό λέγεται γούμενα. Οι ερμηνείες που δίνονται “επειδή ο εραστής δένει τη γυναίκα για να μην του φύγει” και “επειδή ο άντρας που πιάνει γκόμενα βάζει θηλιά στο λαιμό του” είναι επιεικώς απαράδεκτες.

Παλαιότερα ήταν διαδεδομένη η άποψη ότι η λέξη γκόμενα προέρχεται από την αργεντίνικη λακ gomina που κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 1926 και έκανε θραύση στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου. Όμως η εύρεση από το Νίκο Σαραντάκο της λέξης γκόμενα στο μυθιστόρημα ‘Οι μυστηριώδεις Νυχτοκλέπται’ του Μηνά Χαμουδόπουλου που κυκλοφόρησε το 1870 στη Σμύρνη άλλαξε άρδην τα δεδομένα.

Αναζητώντας με τον κύριο Χ. Χαραλαμπάκη την ετυμολογία της λέξης “γκόμενα”, βρήκαμε ότι όντως ήταν σε χρήση στη Σμύρνη το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αντικαθιστώντας την παλαιότερη λέξη μετρέσα (=ερωμένη). Προφανώς από τη Σμύρνη ήρθε και στην υπόλοιπη Ελλάδα, ειδικά μετά τη μικρασιατική καταστροφή.

Ήδη το 1931, στο τραγούδι του Μιχάλη Σκουλούδη “Αντε ρε Μόρτη Πειραιώτη” (πρώτη ερμηνεία Αντώνης Διαμαντίδης) υπάρχει η λέξη γκόμενα: “… μ’ αυτή την τόση λεβεντιά σου ποτέ δεν λείπει γκόμενα από κοντά σου”.

Σήμερα η λέξη έχει χάσει την περιθωριακή χρήση της ενώ υπάρχει και ευρεία χρήση της από γυναίκες. Ας μην ξεχνάμε τον πρόσφατο χαρακτηρισμό “τι γκόμενος είσαι…!” ,από μία κυρία προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Η γυναίκα στην ελληνική λεξικογραφία

Η αντιμετώπιση της γυναίκας από τους Ελληνες λεξικογράφους στο παρελθόν δεν ήταν και η καλύτερη. Στο Μεγάλο Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας του Α. Γεωργοπαπαδάκου (εκδ. 1984) στο ρ. χαλώ σημ. 7 διαβάζουμε: μαραίνομαι ασχημαίνω: Η γυναίκα μόλις περάσει τα σαράντα της, αρχίζει να χαλάει (sic).

Και στο Ιστορικό Λεξικόν της Νέας Ελληνικής της Ακαδημίας Αθηνών Τόμος Πέμπτος, Τεύχος 2ο, ΈΚΔΟΣΗ 1989, στη σημ. 4 διαβάζουμε: Κατά πληθ. γυναίκες ελευθερίων ηθών, ιερόδουλοι: Πάει στις γυναίκες. Τρώει τα λεφτά του στις γυναίκες. Πήγε στις γυναίκες και κόλλησε αρρώστιες.

Επίσης μία σειρά από φράσεις και παροιμίες άκρως μειωτικές για τις γυναίκες:

“Η γυναίκα άμα παντρευτεί και το μουλάρι άμα σαμαρωθεί, φαίνονται οι πληγές τους”, “Η γυναίκα είναι κόλλα και γυρεύει από όλα”, “Ο αέρας και η γυναίκα δεν κλειδώνονται” κ.ά.

Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια η ισότητα των δύο φύλων έχει αρχίσει να περνάει και στην ελληνική λεξικογραφία. Και κλείνουμε με μία απορία. Όταν ένας άντρας κάποιας ηλικίας βάφει τα μαλλιά του λέγεται βαψομαλλιάς (ειρωνικός και μειωτικός χαρακτηρισμός). Γιατί όμως δεν λέγεται σχεδόν ποτέ βαψομαλλού(σα) η γυναίκα σχετικά μεγάλης ηλικίας που βάφει τα γκρίζα ή άσπρα της μαλλιά; Να διευκρινίσουμε ότι όλοι οι μειωτικοί χαρακτηρισμοί που χρησιμοποιήσαμε δεν σκοπεύουν να μειώσουν τις γυναίκες. Καταγράφουν μία πραγματικότητα την οποία δεν μπορούμε να αποκρύψουμε.
Πηγές: Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, “Νεοελληνικός Λόγος”, Γ’ έκδοση, Επανεκτύπωση 2001.
Μαρία Καμηλάκη, Γεωργία Κατσούδα, Μαρία Βραχιονίδου, “Πιπέρι στο Στόμα”, Εκδόσεις Καλλιγράφος, 2015.

Πηγή: protothema.gr

×