Ο καθεδρικός της Παναγίας των Παρισίων, μετά την πυρκαγιά που ξέσπασε το βράδυ της Δευτέρας (15/4), στέκει όρθιος αλλά πληγωμένος.
Εκτός από τις ζημιές που έγιναν στον σκελετό του κτιρίου, εν αναμονή και της ολοκλήρωσης του ελέγχου στο εσωτερικό του, οι αρχές γνωρίζουν ήδη κάποιους από τους θησαυρούς που χάθηκαν αλλά και τα μοναδικά έργα τέχνης που σώθηκαν από τις φλόγες.
Το βέλος του καθεδρικού, ύψους 93 μέτρων, που είχε προστεθεί από τον αρχιτέκτονα Εζέν Βιολέ-Λε-Ντίκ το 1859-60, κατέρρευσε τη Δευτέρα, λίγα λεπτά πριν τις 21.00. Στην κορυφή του βέλους, ο χάλκινος κόκκορας έλιωσε: στο εσωτερικό του φυλάσσονταν, σύμφωνα με την Εκκλησία, λείψανα της Αγίας Γενεβιέβης και του Αγίου Διονυσίου, καθώς και ένα τμήμα από το Ακάνθινο Στεφάνι του Χριστού, τα οποία προστάτευαν τους Παριζιάνους.
Σημαντικές ζημιές έχει υποστεί ο θόλος, ένα μέρος του οποίου κατέρρευσε, όπως ανέφερε ο εκπρόσωπος της πυροσβεστικής υπηρεσίας Γκαμπριέλ Πλις. Όμως ο υπουργός Πολιτισμού Φρανκ Ριστέρ εκτιμά ότι ο θόλος “θα αντέξει”.
Το πελώριο εκκλησιαστικό όργανο του 15ου αιώνα με τις πέντε σειρές πλήκτρων και τους 8.000 σωλήνες σώθηκε, αν και καλύφθηκε από σοβάδες, σκόνη και νερό. Το μικρό εκκλησιαστικό όργανο, που βρισκόταν ακριβώς κάτω από το βέλος, υπέστη σοβαρές ζημιές από τη φωτιά, σύμφωνα με έναν από τους τρεις οργανίστες του καθεδρικού, τον Φιλίπ Λεφέβρ, ο οποίος εργάζεται εδώ και 35 χρόνια στη Νοτρ Νταμ.
Τα δύο κωδωνοστάσια, που φιλοξενούν τις τέσσερις καμπάνες του καθεδρικού σώθηκαν. Μια ενδεχόμενη κατάρρευσή τους θα σήμαινε ανεπανόρθωτη καταστροφή για το κτίριο, αφού θα σωριάζονταν πάνω του δεκάδες τόνοι μπρούτζου – η μεγαλύτερη από τις καμπάνες ζυγίζει 13 τόνους.
Σώθηκε επίσης ένα από τα σημαντικότερα λείψανα του χριστιανισμού, το Ακάνθινο Στεφάνι του Χριστού, διαμέτρου 21 εκατοστών. Μαζί με αυτό, γλίτωσαν από τις φλόγες ένα κομματάκι Τίμιου Ξύλου και ένα καρφί από τον σταυρό.
Σώθηκαν και όλα τα έργα τέχνης, μοναδικοί θησαυροί του καθεδρικού, όπως η Επίσκεψη, ο μπαρόκ πίνακας του Ζαν Ζουβενέ (1716). Η μνημειώδης Πιετά του γλύπτη Νικολά Κουστού, πίσω από την Αγία Τράπεζα, με την Παρθένο να κρατά στην αγκαλία της το σώμα του Ιησού μετά την Αποκαθήλωση, βγήκε ανέπαφη. Το έργο φιλοτεχνήθηκε μεταξύ 1712-1728, κατά παραγγελία του Λουβοδίκου ΙΔ΄, κατόπιν επιθυμίας του πατέρα του.
Τα δεκαέξι αγάλματα των Αποστόλων και των Ευαγγελιστών, που κοσμούσαν τη στέγη, είχαν μόλις σταλεί στο Περιγκέ προκειμένου να συντηρηθούν και δεν έπαθαν απολύτως τίποτα. Τα αγάλματα είχαν τοποθετηθεί εκεί την περίοδο που κατασκευαζόταν το βέλος από τον Βιολέ-λε-Ντικ.
Οι τρεις ρόδακες, τα βιτρό που κατασκευάστηκαν τον 13ο αιώνα, γλίτωσαν παρά τις αρχικές φήμες που τα ήθελαν να έχουν διαλυθεί. Οι ρόδακες της βόρειας και της νότιας πλευρές, οι δύο μεγαλύτεροι, έχουν διάμετρο 13 μέτρα.