Με ένα άκρως επίκαιρο, λόγω Πάσχα και πολυσυζητημένο, από θεολογικής άποψης, θέμα, θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο. Θα παραθέσουμε τις αναφορές Γάλλων περιηγητών του 17ου αιώνα για την τελετή της αφής του Αγίου Φωτός στα Ιεροσόλυμα.
Πρόκειται για τους Jean Doubdan, τον ιππότη D’ Arvieux και τον Jean Thevenot, που συμπεριέλαβε στο βιβλίο του μία εικόνα από το εσωτερικό του ναού της Αναστάσεως την ώρα που μεταλαμπαδεύεται στους πιστούς το Άγιο φως και την οποία παραθέτουμε στο άρθρο.
Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με το αν το Άγιο Φως είναι θαύμα ή όχι. Αν χρειαστεί, θα αναφερθούμε σε αυτό,σε μελλοντικό μας άρθρο.
Ο Jean Doubdan στα Ιεροσόλυμα
Tο 1651, ο φανατικός (κατά τον Κυριάκο Σιμόπουλο) καθολικός Γάλλος κληρικός Jean Doubdan (περ. 1600-1670), επισκέφτηκε τους Άγιους Τόπους. Ας δούμε πώς περιγράφει την εμπειρία του από την παρουσία του στην τελετή της αφής του Αγίου Φωτός. Εννοείται, ότι όσες φράσεις βρίσκονται μέσα σε εισαγωγικά, αποτελούν αυτούσια περιγραφή του Doubdan.
«Το το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου, 27 Απριλίου 1651, μπήκαμε στο ναό του Αγίου Τάφου μαζί με 4.000 έως 5.000 άτομα όλων των εθνών. Ανεβήκαμε αμέσως στο θεωρείο της ροτόντας του ναού για να παρακολουθήσουμε με άνεση την τελετή. Ένα μέρος των γυναικών ανέβηκε στην αρμενική πλευρά της ροτόντας και οι άλλες αραδιάστηκαν πάνω στις εξέδρες που είχαν στηθεί για αυτό το σκοπό λίγο πιο κάτω. Όλα τα καντήλια του ναού ήταν σβησμένα, ο Άγιος Τάφος κλειδωμένος, στην πύλη φρουρούσαν έξι γενίτσαροι.
Κατά τη μία το μεσημέρι όλοι αυτοί οι σχισματικοί (θυμίζουμε ότι ο Doubdan ήταν καθολικός) και αιρετικοί Έλληνες, Αρμένιοι, Σύροι, άνδρες και παιδιά, φορτωμένοι με λαμπάδες πιάστηκαν χέρι με χέρι, ανά τρεις, τέσσερις ή πέντε και άρχισαν να σιγοτρέχουν γύρω από τον Άγιο Τάφο κραυγάζοντας «Ελέησον! Ελέησον!» Καθώς προσέρχονταν νέα πλήθη, ο αριθμός των Ελλήνων που έτρεχαν όλο και μεγάλωνε. Κι όσο περισσότεροι έμπαιναν, τόσο πιο γρήγορα έτρεχαν και τόσο δυνατότερα ξεφώνιζαν, υψώνοντας χέρια και λαμπάδες προς τον ουρανό. Κι όταν περνούσαν μπροστά στην πύλη του Αγίου Τάφου σταματούσαν λίγο, έκαναν ένα μικρό πήδημα και κραύγαζαν γοερά «Ελέησον!» Ύστερα ξανάρχιζαν το τρέξιμο με μεγαλύτερη γρηγοράδα».
Ο Γάλλος κληρικός, συνεχίζει την περιγραφή του τρεξίματος και των ουρλιαχτών, όπως γράφει, που κράτησε γύρω στις τρεις ώρες. Ακολούθως, γράφει τα εξής:
«Αλλά το πιο παράξενο, εκείνο που μ’ έκανε να σαστίσω, ήταν το περιστατικό με τα 6 περιστέρια που είχαν τις φωλιές τους στο θόλο του ναού. Τρομαγμένα από την θύελλα της οχλοβοής και το ποδοβολητό άρχισαν να φτεροκοπάνε πέρα δώθε στην εκκλησία. Οι φτωχές κι αθώες γυναικούλες πίστεψαν πως τα περιστέρια ήταν οι προπομποί του Αγίου Πνεύματος, το μήνυμα ότι, όπου να’ναι κατεβαίνει το Άγιο Φως. Δυνάμωσαν, λοιπόν, τους αναστεναγμούς και τις δεήσεις, με χειρονομίες τόσο απλοϊκές που σου έρχονταν γέλια.
Γύρω στις πέντε η ώρα, όταν ο ναός γέμισε εντελώς και το παραλήρημα έφθασε στο αποκορύφωμά του οι Έλληνες άρχισαν την τελετή τους. Μπροστά μπροστά βάδιζαν δώδεκα ρασοφόροι κρατώντας μικρά λάβαρα κι ακολουθούσαν άλλοι 15 ή 16 με πελώριες λαμπάδες.
Ύστερα πρόβαλαν 25 ή 30 αρχιεπίσκοποι, μητροπολίτες και ιερείς, ντυμένοι με πλούσια φαιλόνια ελληνικού τύπου και κρατώντας ένα μικρό Σταυρό στο ένα χέρι και στο άλλο μία δέσμη κεριά δεμένα με πολύχρωμες μεταξωτές κορδέλες. Ανάμεσά τους βάδιζαν και πολλοί προσκυνητές φορτωμένοι λαμπάδες.
Ακολουθούσαν τέσσερις διάκονοι που οπισθοχωρώντας θυμιάτιζαν αδιάκοπα τον Πατριάρχη κι ύστερα άλλοι δύο διάκονοι που κρατούσαν το επιγονάτιον μπροστά του.
Ο Πατριάρχης ήταν ντυμένος με βελουδένια χρυσοκέντητα άμφια, ασημοΰφαντο φαιλόνιο κι είχε ολόχρυση μίτρα στο κεφάλι…
Τελικά ο Πατριάρχης με πέντε ή έξι μονάχα μητροπολίτες ζυγώνει στην πύλη του Αγίου Τάφου όπου του αφαιρούν το φαιλόνιο για να μπει. Εκείνη τη στιγμή ξεσπάει καινούργιο πανδαιμόνιο. Αντηχεί τόσο βροντερά που είναι αδύνατο ν’ ακούσεις και τους φοβερότερους κεραυνούς. Χιλιάδες στόματα κραυγάζουν με μανία, ουρλιάζουν. «Ελέησον! Ελέησον!» Μέσα σ’ αυτή την οχλοβοή, ο Πατριάρχης μπαίνει στον Άγιο Τάφο. Οι γενίτσαροι φρουρούν αυστηρά την είσοδο ώστε να μην δει κανείς τι συμβαίνει στο εσωτερικό. Εκεί ο Πατριάρχης με ένα τσακμάκι (αυτό γράφει ο Doubdan) δίνει φωτιά κι ανάβει τα καντήλια με μία δέσμη λαμπάδες που κρατάει στα χέρια του.
Βλέποντας τον τα πλήθη να βγαίνει με το πολυφίλητο φως ξεσπούν σε επιφωνήσεις ευτυχίας, σε κραυγές χαράς, σε ομαδικό παραλήρημα ενθουσιασμού που είναι αδύνατο να περιγραφεί…
Μερικοί, είτε από κάποια ειδική εύνοια, είτε ύστερα από μερικούς ραβδισμούς, είτε με μερικά πιάστρα, (νομίσματα ίσα με το 1/100 της τουρκικής και της αιγυπτιακής λίρας), που δίνουν στους γενίτσαρους μπαίνουν στον ίδιο τον Άγιο Τάφο, ανάβουν τις λαμπάδες από τα ίδια τα καντήλια που πρωτοδέχτηκαν το Άγιο Φως και βγαίνουν υπερήφανοι και πανευτυχείς. Δεν λογαριάζουν ούτε τους κόπους ούτε τα χρήματα που τους στοίχισε αυτή η επιτυχία.
Μέσα σε ένα τέταρτο της ώρας άναψαν όλα τα καντήλια του ναού (τα υπολόγισα σε οχτακόσια)».
Ο Γάλλος κληρικός συνεχίζει την αφήγηση του με όσα έγιναν το Πάσχα του 1651 στην Ιερουσαλήμ.
«Την άλλη μέρα, 28 Απριλίου, Κυριακή του Πάσχα (όπως και φέτος!) γι’αυτούς τους σχισματικούς (εννοεί τους Ορθόδοξους) και αιρετικούς, έγινε η καθιερωμένη λειτουργία στο ναό του Αγίου Τάφου.
Πρώτα άρχισαν οι Έλληνες να χτυπούν επί ένα τέταρτο τα σήμαντρα τους (μια μεγάλη σανίδα και μια σιδερένια μπάρα) και αμέσως βάλθηκαν να ψέλνουν. Τους ακολούθησαν σε αυτήν τη θορυβώδη εισαγωγή οι Αρμένιοι. Πήραν ύστερα σειρά οι Κόπτες, οι Σύροι και οι Αβησσυνοί (Αιθίοπες) που χτυπούσαν με ζήλο τα τύμπανα. Επί μία ώρα αντηχούσε στο ναό βρόντος κι ένα αλλόκοτο βουητό που σε ξεκούφαινε».
O J. Doubdan ακολουθεί στην περιγραφή του τις απόψεις των Καθολικών που κατηγορούσαν τους Ορθόδοξους για ανίερη σκηνοθεσία και βαρβαρότητα. Γράφει σχετικά:
«Με θαυμασμό και έκπληξη έβλεπαν οι χριστιανοί το Ουράνιο Φως να πετάει από καντήλι σε καντήλι και να τ’ ανάβει το ένα ύστερα από το άλλο». Αλλά όπως βεβαιώνουν άλλοι συγγραφείς το θαύμα σταμάτησε εδώ και τριακόσια ή τετρακόσια χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, οι πανούργοι σχισματικοί ανατολικοί ιεράρχες ανάβουν κρυφά τη λυχνία του Αγίου Τάφου με τσακμάκι και αφήνουν να πιστεύουν οι Χριστιανοί ότι το φως κατέβηκε αθέατο από τον ουρανό ώστε να τρέχουν οι προσκυνητές στην Ιερουσαλήμ από όλα τα σημεία του κόσμου.
Ο Γάλλος κληρικός ισχυρίζεται ότι το θαύμα του Αγίου Φωτός σταμάτησε μετά τις Σταυροφορίες όταν δηλαδή οι Φράγκοι μοναχοί έχασαν τον έλεγχο των προσκυνημάτων της Ιερουσαλήμ.
Ο Κυριάκος Σιμόπουλος γράφει ότι τα προσκυνήματα των Αγίων Τόπων παραχωρήθηκαν στους Έλληνες από τον περιβόητο Σαλαντίν, τον νικητή των σταυροφόρων. «Ο Πατριάρχης των Ελλήνων θα είναι ο κύριος του Καμαρέ (του ναού του Αγίου Τάφου) και αυτός θα παίρνει από τον τάφο του Ικάς το Άγιο Φως για να το μοιράσει στους Ναζωραίους (Χριστιανούς)».
Ο ιππότης D’ Arvieux στα Ιεροσόλυμα
Το 1653, επισκέφθηκε τους Άγιους Τόπους ο Γάλλος περιηγητής, ιππότης D’ Arvieux. Παρακολούθησε την τελετή του Αγίου Φωτός και γράφει τα εξής:
«Μας έδωσαν θέση πίσω από το κουβούκλιο κι έτσι βλέπαμε με άνεση ό, τι συνέβαινε μέσα στην εκκλησία. Στις 8 το πρωί όλα τα καντήλια του ναού έσβησαν. Και τότε όλοι οι Χριστιανοί της Ανατολής που είχαν πλημμυρίσει την εκκλησία άρχισαν να τρέχουν σαν τρελοί γύρω από τον Άγιο Τάφο, ουρλιάζοντας σαν λύκοι χωρίς ίχνος σεβασμού για τον ιερό χώρο. Και κάθε φορά που περνούσαν μπροστά στον Άγιο Τάφο κραύγαζαν «Ελέησον!» με όλη τους τη δύναμη…
Αυτή η αταξία, αυτό το πανδαιμόνιο κράτησε ως τις 3 το μεσημέρι. Τότε δύο Έλληνες αρχιεπίσκοποι και δύο μητροπολίτες ντυμένοι με τα άμφιά τους βγήκαν από το ναό. Τους ακολουθούσε ολόκληρος ο κλήρος. Άρχισε η πομπή γύρω από τον Πανάγιο Τάφο. Οι γενίτσαροι άνοιγαν δρόμο με τα ραβδιά τους επιβάλλοντας, όσο μπορούσαν, τάξη και ησυχία. Τους Έλληνες ακολουθούσαν οι Αρμένιοι και οι Κόπτες επίσκοποι με τους ιερείς τους.
Ύστερα από τρεις γύρους ένας Έλληνας αρχιεπίσκοπος, ένας Αρμένιος και ένας Κόπτης μπήκαν στον Πανάγιο Τάφο για να ανάψουν το ουράνιο φως με τσακμάκια που είχαν στις τσέπες τους.
Αφού έμειναν οι τρεις αρχιερείς κάμποσο στον ιερό χώρο, ο Έλληνας αρχιεπίσκοπος βγήκε πρώτος με σκυμμένο το κεφάλι, σαν να ντρεπόταν για την απάτη που έκανε, κρατώντας στα χέρια του αναμμένα κεριά. Μόλις πρόβαλε στην πόρτα, ο κόσμος χύμηξε κατεπάνω του με ορμή που ήταν περισσότερο μανία παρά ευσέβεια για ν’ ανάψουν τις λαμπάδες τους.
Αυτοί οι πιστοί θα ποδοπατούσαν και θα έλιωναν τον αρχιεπίσκοπο αν δεν τον έσωζαν οι γενίτσαροι με τα ραβδιά τους συνοδεύοντάς τον ως την πύλη του Ιερού».
Και ο Doubdan και ο D’ Arvieux γράφουν για άναμμα του Αγίου Φωτός με τσακμάκια χωρίς όμως να έχουν δει τι γίνεται μέσα στον Πανάγιο Τάφο. Φανατικοί Καθολικοί και οι δύο, δεν ξεχνούσαν ότι κατά την εποχή του Καρλομάγνου, τα προσκυνήματα των Αγίων Τόπων είχαν δοθεί από τους Άραβες του Χαρούν αλ Ρασίντ στους παπικούς μοναχούς.
Και μάλλον δεν είχαν συμβιβαστεί με την ιδέα ότι είχαν παραχωρηθεί στους Έλληνες που μάλιστα εκείνη την εποχή (γύρω στο 1650) ήταν υπόδουλοι των Οθωμανών.
Τέλος, το 1655, περιγράφει την τελετή του Αγίου Φωτός ο Ζαν ντε Τεβενό (1633-1677). Ουσιαστικά, αντιγράφει με ελάχιστες παραλλαγές την αφήγηση του D’ Arvieux. Προσθέτει μόνο μερικούς χαρακτηρισμούς για τις εκδηλώσεις των Ελλήνων γύρω από το κουβούκλιο του Αγίου Τάφου: «ούρλιαζαν σαν τρελοί», «έκαναν σαν σεληνιασμένοι», «χοροπηδούσαν σαν διάβολοι».
Την καθολική λειτουργία που έγινε σε ειδική εξέδρα έξω από το ναό της Αναστάσεως παρακολούθησαν όπως γράφει ο Τεβενό και πολλοί γενίτσαροι «που κάπνιζαν αρειμανίως». Ένας μάλιστα από αυτούς «άναψε το τσιμπούκι του από τη λαμπάδα του βωμού». Να συμπληρώσουμε ότι ο Τεβενό δύο χρόνια νωρίτερα (1653) είχε επισκεφθεί τα νησιά του Αιγαίου. Αφιερώνει περίπου 50 σελίδες στις εντυπώσεις του από αυτά. Διακρίνεται από απέχθεια για τους Έλληνες που τους χαρακτηρίζει «φιλοχρήματους, αμαθείς, άπιστους, δολερούς και μεγάλους σοδομίτες». Οι Ελληνίδες τον ενθουσίασαν αν και γράφει ότι ήταν «παχιές και ξιπασμένες».
Φυσικά, για το Άγιο Φως έχουν γραφτεί και ειπωθεί πάρα πολλά. Πιστεύουμε ότι τα κείμενα που παρουσιάσαμε αποτυπώνουν, παρά τις υπερβολές τους, το κλίμα στον ναό της Αναστάσεως πριν από 360 και πλέον χρόνια.
Πηγή: Κυριάκος Σιμόπουλος, «ΞΕΝΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 1500-1700», ΤΟΜΟΣ Α2.