Κατά καιρούς έχουν ειπωθεί και έχουν γραφτεί πάρα πολλά, τα οποία κινούνται στη λεπτή γραμμή που χωρίζει την αλήθεια από το ψέμα. Πρόκειται συνήθως για αληθοφανείς ιστορίες, που προκαλούν ζωηρή εντύπωση αλλά που συνήθως δεν τεκμηριώνονται επαρκώς. Γίνονται εύκολα αποδεκτές από πολλούς και πολλές, λάτρεις των συνωμοσιών συνήθως και οι ψύχραιμες και τεκμηριωμένες γνώμες που τις αποδομούν, τις περισσότερες φορές περιθωριοποιούνται.
Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η ιστορία της μίας ψήφου για την οποία τα ελληνικά δεν έγιναν η επίσημη γλώσσα των Η.Π.Α. Έχει «ζωή», τουλάχιστον 50 ετών. Με την εμφάνιση του διαδικτύου, όπου ο καθένας μπορεί να γράφει ό,τι του κατέβει, η ιστορία εμπλουτίστηκε και με νέα στοιχεία. Παράλληλα όμως, άρχισαν να εμφανίζονται και κάποιοι που ισχυρίζονταν ότι όλα αυτά είναι μύθος. Στηριγμένοι σε πηγές, γεγονότα και λογικές εξηγήσεις, θα προσπαθήσουμε να βρούμε την πραγματικότητα.
Η αρχή της «ιστορίας»
Πότε ξεκίνησε όλη αυτή η ιστορία, είναι άγνωστο. Κάποιοι αναφέρουν ότι ξεκίνησε από τον αείμνηστο Ξενοφώντα Ζολώτα (1904-2004), που ανάμεσα σε όλα τ’ άλλα, είχε εκφωνήσει δύο λόγους στα πλαίσια των ετήσιων συναντήσεων της Παγκόσμιας Τράπεζας (1957 και 1959). Οι λόγοι ήταν γραμμένοι και εκφωνήθηκαν στα αγγλικά με τη χρήση όμως μόνο ελληνικής ετυμολογίας λέξεων (πλην βέβαια κάποιων απαραίτητων αγγλικών, όπως άρθρα, σύνδεσμοι και προθέσεις).
Οι λόγοι που εκφωνήθηκαν στην Ουάσινγκτον, προκάλεσαν τεράστια εντύπωση και ίσως οδήγησαν ορισμένους να επινοήσουν την ιστορία της μίας ψήφου. Περισσότερο σαφής, ήταν ο Αμερικανός διπλωμάτης Χένρι Τάσκα (1912-1979), πρεσβευτής των Η.Π.Α. στη χώρα μας. Ο Τάσκα, ήταν μάλιστα πρεσβευτής των Η.Π.Α. στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1974, κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Θα τον «συναντήσουμε» σ’ ένα σχετικό άρθρο που ετοιμάζουμε.
Ο Τάσκα, σκοτώθηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας στις 22 Αυγούστου 1979, σε τροχαίο δυστύχημα. Ο γιος του, μερικά χρόνια αργότερα, κατηγόρησε ευθέως τον Χένρι Κίσιντζερ, λέγοντας ότι αυτός ευθυνόταν για τον θάνατο του πατέρα του.
Ο Τάσκα, πριν έρθει στην Ελλάδα, ήταν πρέσβης των Η.Π.Α. στο Μαρόκο, από το 1965, ως το 1969. Στις 20 Δεκεμβρίου 1969, ορίστηκε ως νέος πρέσβης της χώρας του στην Ελλάδα. Στις 15 Ιανουαρίου 1970, έδωσε τα διαπιστευτήριά του. Αν και η θητεία του έληγε το 1973, μετά από παρέμβαση του Ελληνοαμερικανού επιχειρηματία Τομ Πάπας (1899-1989) ολοκλήρωσε τη θητεία του στη χώρα μας στις 16 Σεπτεμβρίου 1974.
Σε επίσημες αμερικανικές πηγές («OFFICE OF THE HISTORIAN» του STATE DEPARTMENT), δεν αναγράφεται στη συνέχεια καμία άλλη χώρα στην οποία υπήρξε πρεσβευτής ο Τάσκα ή, έστω, κάποια δραστηριότητά του ως διπλωμάτης…
Διαβάζοντας προσεκτικά τις δηλώσεις Τάσκα, που φαίνεται ότι πυροδότησαν την ιστορία που μας απασχολεί σήμερα, εντοπίζουμε δύο σημεία: «…ανεθυμήθην κάποιον, ο οποίος μου είπεν…». Κάποιος, αόριστα, του είπε κάποια πράγματα. Δεν ανέφερε επίσης πότε έγινε η περιβόητη ψηφοφορία, παρά μόνο το αποτέλεσμά της.
Το καινούργιο στοιχείο που προέκυψε από τις δηλώσεις Τάσκα, ήταν η αναφορά στον Δανιήλ Ουέμπστερ, η ψήφος του οποίου έγειρε την πλάστιγγα υπέρ της αγγλικής. Κάποιοι μάλιστα, όπως ο Κωνσταντίνος Πλεύρης, έγραψαν ότι ο Ουέμπστερ ήταν ένας «Αμερικανοεβραίος μισέλλην», κάτι που κάνει την όλη θεωρία συνωμοσίας πιο εύπεπτη. Ο Νίκος Σαραντάκος, γράφει ότι ο Ουέμπστερ ήταν υπαρκτό πρόσωπο, ήταν όμως οκτώ ή δώδεκα ετών όταν, θεωρητικά, έγινε αυτή η ψηφοφορία και δεν ήταν Εβραίος. Ας δούμε όμως ποιος ήταν πραγματικά ο Δανιήλ Ουέμπστερ ή Ντάνιελ Γουέμπστερ (Daniel Webster), όπως ήταν στα αγγλικά – αμερικάνικα το ονοματεπώνυμό του.
Ντάνιελ Γουέμπστερ: Ένας ένθερμος φιλέλληνας
Ο Ντάνιελ Γουέμπστερ (1782-1852), ήταν Αμερικανός δικηγόρος και πολιτικός, μέλος του Κογκρέσου και Υπουργός Εξωτερικών των Η.Π.Α., υπό τους προέδρους Harrison, Tyler και Fillmore. Πατέρας του ήταν ο Ebenezer Webster (1739-1808) γεωργός και πολιτοφύλακας και μητέρα του, η Abigail Webster (Eastman) (1739-1816).
Τόσο το όνομα του πατέρα του Ντάνιελ Γουέμπστερ, Εμπενίζερ, όσο και τα ονόματα των αδελφών της μητέρας του (Εζεκιήλ, Δανιήλ και Σάρα), δείχνουν ότι όντως ο Ντάνιελ είχε εβραϊκές ρίζες και εδώ διαφωνούμε με τον Νίκο Σαραντάκο.
Πότε έγινε όμως η περιβόητη ψηφοφορία με την οποία έγινε η αγγλική και όχι η ελληνική, επίσημη γλώσσα των Η.Π.Α. Αν έγινε στα τέλη του 18ου αιώνα, ο Ντάνιελ ήταν το πολύ 18 ετών. Αν υποθέσουμε ότι έγινε στις αρχές του 19ου αιώνα, υπάρχει κάτι που αποκλείει να ψήφισε σε βάρος της χώρας μας. Ο Γουέμπστερ, ήταν θερμός φιλέλληνας.
Στο βιβλίο του Μπάμπη Μαλαφούρη «Έλληνες της Αμερικής 1528-1948», που εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη το 1948 διαβάζουμε (σελ.78-82):
«Στις 8 Δεκεμβρίου 1823, ο Daniel Webster, αντιπρόσωπος από τη Μασαχουσέτη, υπέβαλε πρόταση για να ψηφισθεί από το Κογκρέσο κονδύλι για τον διορισμό ενός Αμερικανού πράκτορος ή επιτρόπου στην Ελλάδα, οποτεδήποτε θα θεωρούσε ο Πρόεδρος συμφέρον να γίνει ένας τέτοιος διορισμός.
Ο Γουέμπστερ είχε υπ’ όψιν του για τη θέση αυτή τον φίλο του και φίλο του Κοραή Edward Everett από τον οποίο ζήτησε στοιχεία σχετικά με την Ελλάδα για να ετοιμάσει τον περίφημο λόγο που εξεφώνησε στο Κογκρέσο στις 19 Ιανουαρίου 1824, για να υποστηρίξει την πρότασή του. Στη μνημειώδη εκείνη αγόρευσή του, που ο Γουέμπστερ την αγαπούσε περισσότερο από κάθε άλλο πνευματικό του δημιούργημα, ο μεγάλος ρήτωρ δεν περιορίσθη στο ζήτημα της Ελλάδος υπό την στενή τοπική του σημασία, αλλά ανέλυσε τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων πολύ πλατύτερα, εξέφρασε τις ιδέες του για την πολιτική της «Ιεράς Συμμαχίας» και επετέθη κατά των απολυταρχικών συστημάτων των μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης».
Τις απόψεις του Γουέμπστερ, υποστήριξαν οι αντιπρόσωποι Κουκ από το Ιλινόις, Χένρι Ντουάιτ και Φράνσις Μπέιλις από τη Μασαχουσέτη και Πάτρικ Φάρελι από την Πενσιλβάνια. Εναντίον του, ήταν ο Μπάρτλετ από το Νιου Χαμσάιρ και ο Τζον Ράντολφ από τη Βιρτζίνια.
Ο Γουέμπστερ, βρήκε όμως σύμμαχο στο πρόσωπο του Henry Clay από το Κεντάκι, ο οποίος αν και πολιτικός του αντίπαλος τόνισε ότι δεν μπορούσε να μείνει αδιάφορος στην πρόταση αυτή και θεωρούσε καθήκον του να υποστηρίξει την πρόταση του πολιτικού του αντιπάλου. Θεωρώντας ότι οι ομιλίες των Webster και Clay είναι ιστορικές, τις παραθέτουμε, όπως υπάρχουν μεταφρασμένες στο βιβλίο του Μπάμπη Μαλαφούρη για να τις μελετήσουν και οι αναγνώστες μας.
Επανερχόμενοι στο θέμα Webster – ελληνική γλώσσα, πιστεύουμε ότι είναι αδιανόητο ο συγκεκριμένος ένθερμος φιλέλληνας να πήρε θέση εναντίον της χώρας μας σε κάποια ψηφοφορία.
Πώς «μπλέχτηκε» από τον Τάσκα το όνομά του, και μάλιστα με αρνητική αναφορά, στην όλη ιστορία, δεν το γνωρίζουμε…
Τι έγινε στην πραγματικότητα;
Οι πρωτοπόροι της ανεξαρτησίας των Η.Π.Α., ήταν θαυμαστές της αρχαίας Ελλάδας. Θυμίζουμε ότι ο Τόμας Τζέφερσον, μάθαινε ελληνικά με τη βοήθεια του Θεσσαλονικιού Ιωάννη Παραδείση (John Paradise). Έχουμε γράψει γι’ αυτό σε πρόσφατο άρθρο μας για τους πρώτους Έλληνες στην Αμερική. Δεν υπάρχει όμως καμία επίσημη αναφορά, κανένα έγγραφο, που να αποδεικνύει ότι έγινε κάποια στιγμή ψηφοφορία για το ποια θα ήταν η επίσημη γλώσσα των Η.Π.Α.
Ο Νίκος Σαραντάκος, γράφει ότι ανάλογες ιστορίες κυκλοφορούν και σε άλλες παραλλαγές «όπου στη θέση της ηττημένης για μία ψήφο γλώσσας είναι τα εβραϊκά (που δήθεν είχαν επιλεγεί ως γλώσσα της Παλαιάς Διαθήκης), τα γαλλικά (ως γλώσσα του ορθού λόγου), τα πολωνικά ή τα γερμανικά, που είναι και η πιο συχνή παραλλαγή».
Πάντως, σύμφωνα με τον Νίκο Σαραντάκο, όντως έγινε μια ψηφοφορία στο Κογκρέσο για γλωσσικό θέμα. Στις νεοσύστατες Η.Π.Α., ζούσαν πολλοί πολίτες γερμανικής καταγωγής που γνώριζαν ελάχιστα αγγλικά. Τον Μάρτιο του 1794, μια ομάδα Γερμανών που ζούσαν στην πολιτεία της Βιρτζίνια, υπέβαλαν αναφορά στο Κογκρέσο, να μεταφράζονται οι ομοσπονδιακοί νόμοι στα γερμανικά. Η πρόταση αυτή συζητήθηκε στο Κογκρέσο στις 13 Ιανουαρίου 1795.
Δεν τέθηκε θέμα να γίνουν τα γερμανικά επίσημη γλώσσα, αλλά να μεταφράζονται σ’ αυτά οι ομοσπονδιακοί νόμοι. Μια επιτροπή του Κογκρέσου, πρότεινε να μεταφράζονται στα γερμανικά οι νόμοι σε μικρότερο αριθμό αντιτύπων. Αυτή η σύσταση της επιτροπής δεν έγινε δεκτή.
Ακολούθησε ψηφοφορία για την πρόταση των υποστηρικτών των γερμανικών να μην ληφθεί αμέσως απόφαση, η οποία καταψηφίστηκε με 42-41 (να η περιβόητη διαφορά της μίας ψήφου)! Καθοριστική, ήταν η ψήφος του προέδρου του Κογκρέσου Frederick Muhlenberg, ο οποίος είχε γεννηθεί στη Γερμανία, αλλά όντας οπαδός της αφομοίωσης της αγγλικής, δεν ψήφισε την πρόταση!
Επίλογος
Μέχρι σήμερα, πουθενά στο Σύνταγμα των Η.Π.Α. ή σε άλλο θεσμικό ή νομοθετικό κείμενο της χώρας, δεν υπάρχει ορισμός επίσημης γλώσσας. Τα αγγλικά είναι η εκ των πραγμάτων επίσημη γλώσσα των Η.Π.Α. χωρίς θεσμική κατοχύρωση. Τα τελευταία χρόνια, πληθαίνουν οι φωνές για να γίνει κάτι τέτοιο (θεσμική κατοχύρωση των αγγλικών), ως ανάχωμα στη δημογραφική άνοδο των ισπανόφωνων.
Όπως είδαμε, στα πρώτα χρόνια ύπαρξης των Η.Π.Α. υπήρχε συμπάθεια προς τη χώρα μας που εκδηλώθηκε με την παρουσία Αμερικανών φιλελλήνων στον Αγώνα του ‘21 και με την αποστολή τροφίμων κλπ από τις Η.Π.Α. προς τη χώρα μας. Αν και στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα οι Έλληνες στις Η.Π.Α. ήταν ελάχιστοι, η αίγλη της αρχαίας Ελλάδας, επηρέαζε σε μεγάλο βαθμό σημαίνοντες Αμερικανούς πολιτικούς. Πάντως, η πρώτη χώρα που αναγνώρισε επίσημα την ανεξαρτησία της Ελλάδας, ήταν η Αϊτή, το… Χαΐτιον όπως ονομαζόταν τότε(1822).
Αν και ο διαπρεπής Βρετανός ιστορικός Richard Clogg, στο έργο του «A Concise History of Greece, 1770-2000» («Συνοπτική Ιστορία της Ελλάδας, 1770-2000») γράφει στην πρώτη σελίδα:
«Ο σεβασμός που είχε εξασφαλίσει η γλώσσα και ο πολιτισμός του αρχαίου ελληνικού κόσμου σε όλη την Ευρώπη (αλλά και στις τότε νεοσύστατες Ηνωμένες Πολιτείες, όπου τα αρχαία ελληνικά παραλίγο να υιοθετηθούν ως επίσημη γλώσσα)…», στη νεότερη έκδοσή του, που κυκλοφόρησε το 2013 στα αγγλικά, διαφοροποιείται: «…some of the founding fathers were nurtured on the classics» («…ορισμένοι από τους ιδρυτές του κράτους είχαν κλασική παιδεία»).
Η περίφημη ψηφοφορία λοιπόν, κατά την άποψή μας, αποτελεί μύθο. Αν κάποια ή κάποιος έχουν τεκμηριωμένα στοιχεία ότι αυτή έγινε, μπορούν να τα παραθέσουν για να μελετήσουμε περαιτέρω το θέμα.
Πηγές: Μπάμπης Μαλαφούρης, «Έλληνες της Αμερικής, 1528-1948», Νέα Υόρκη 1948, Νίκος Σαραντάκος, «ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΛΑΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ», Εκδόσεις ΕΑΠ, 2019.