Στο θέμα των Τσάμηδων των εγκλημάτων τους στη Θεσπρωτία, έχουμε αναφερθεί σε αρκετά άρθρα μας στο protothema.gr. Αν και τα στοιχεία για τη δράση τους σε βάρος του χριστιανικού πληθυσμού της περιοχής και τη συνεργασία τους με τους Ιταλούς και Γερμανούς κατακτητές είναι συντριπτικά και προκύπτουν μάλιστα μέσα από γερμανικά αρχεία και δημοσιεύματα, εν τούτοις οι ίδιοι επιμένουν ότι είναι θύματα γενοκτονίας και ζητούν επιστροφή τους στην ελληνική επικράτεια, αποζημιώσεις κλπ. Στο βάθος όμως όλων αυτών των έωλων αιτημάτων τους, βρίσκεται ο μύχιος πόθος πολλών στη γειτονική χώρα για τη δημιουργία μιας «μεγάλης Αλβανίας».
Ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα των Τσάμηδων στη διάρκεια της Κατοχής, ήταν η σφαγή των 49 προκρίτων της Παραμυθιάς, στις 29 Σεπτεμβρίου 1943, σε συνεργασία βέβαια με τους Γερμανούς κατακτητές. Πρόκειται ουσιαστικά για τις εκτελέσεις 49 από τους επιφανέστερους κατοίκους της πανέμορφης Θεσπρωτικής κωμόπολης, σε αντίποινα για τον θάνατο 5 Γερμανών στρατιωτικών στις 24/9/1943 σε «ενέδρα ανταρτών», λίγο έξω από την Παραμυθιά.
Θα δούμε το χρονικό των γεγονότων, κυρίως μέσα από γερμανικές και αμερικανικές πηγές. Δεν θα μπορούσε κανείς να κατηγορήσει τους Γερμανούς για μεροληψία υπέρ της ελληνικής πλευράς, ούτε για διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Αν είναι φιλικά διακείμενοι προς κάποιους, αυτοί είναι οι Τσάμηδες, συνεργάτες τους στα χρόνια της Κατοχής…
Θεσπρωτία: Αύγουστος – Σεπτέμβριος 1943
Ο συνολικός πληθυσμός της Ηπείρου εκείνη την εποχή, ήταν περίπου 460.000, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν 20.000 Μουσουλμάνοι και 2.000 Εβραίοι.
Ο αξιωματικός του Γραφείου I.c. της 1ης Ορεινής Μεραρχίας Καρλ-Χάιντς Ρότφουξ, όρισε το πώς θα γινόταν η διοίκηση της Ηπείρου, ενώ πολύ σημαντικό ήταν το διάταγμα του Ρότφουξ, σύμφωνα με το οποίο έπρεπε «να ληφθούν δραστικά μέτρα για τις συνεχείς επιθέσεις εναντίον των φαλάγγων και των μελών της Βέρμαχτ» και «από τις 20 Σεπτεμβρίου 1943, για κάθε Γερμανό στρατιώτη που θα σκοτώνεται ή θα τραυματίζεται από αμάχους ή συμμορίτες (ενν. αντάρτες) θα εκτελούνται 10 Έλληνες απ’ όλα τα στρώματα του πληθυσμού».
Ταυτόχρονα, το Αρχηγείο του 3ου Τάγματος του 99ου Συντάγματος, μεταφέρθηκε στην Παραμυθιά που είχε 6.000 κατοίκους. Η παράδοση των όπλων από τον διοικητή της ιταλικής φρουράς Συνταγματάρχη Gamba στον Διοικητή του 3ου Τάγματος Friedrich von Scanzoni, έγινε ομαλά. Οι Τσάμηδες, που μέχρι τότε συνεργάζονταν με τους Ιταλούς, προθυμοποιήθηκαν να συνεργαστούν με τους Γερμανούς. Μάλιστα, οι πολιτοφύλακές τους είχαν ήδη πάρει μέρος τον Αύγουστο του 1943 επιχείρηση «August» και είχαν εξοπλιστεί με λαφυραγωγημένα όπλα (National Archives: Τ- 315/70 – 1395, Washington U.S.A., «Αναφορά κατάστασης του εχθρού αρ. 7, 25 Σεπτεμβρίου 1943).
Οι Τσάμηδες, είχαν πιστέψει στις υποσχέσεις των Γερμανών ότι μετά τον πόλεμο, ο νομός Θεσπρωτίας θα εντασσόταν σε «μια ελεύθερη, αυτόνομη Αλβανία».
Όπως οι Ιταλοί, έτσι και οι Γερμανοί υποδαύλιζαν την παμπάλαια εχθρότητα μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων στη Θεσπρωτία. Ο Υποστράτηγος Walter Stettner, πρότεινε να «πάρουν τους Αλβανούς (ενν. τους Τσάμηδες) με το μέρος των Γερμανών με τη βοήθεια επιδέξιας προπαγάνδας και την υπόσχεση ενός ελεύθερου αλβανικού κράτους».
Όπως έχουμε ξαναγράψει, ηγέτες των Τσάμηδων ήταν ο Νεμπίλ Ντίνο «μέλος του φασιστικού αλβανικού κοινοβουλίου» και ο Τζεμίλ Ντίνο «κυβερνητικός επίτροπος του νομού Θεσπρωτίας». (Στοιχεία από Staatsarchiv Munchen: Εισαγγελία 37.657/1, φάκελος δίκης 315/1946, σελ. 162).
Μετά τη λήξη της επιχείρησης «August» ο διοικητής του 99ου Συντάγματος Αντισυνταγματάρχης Γιόζεφ Ρέμολντ σχημάτισε και άλλα «τάγματα εθελοντών.Τον υποστήριξε ιδιαίτερα ο κτηνίατρος Νουρί Ντίνο, τα αδέλφια του οποίου Ρετζέπ και Μαζάρ ήταν κι αυτοί σύνδεσμοι των Γερμανών.
Ο Μαζάρ ήταν επίσης αστυνομικός στην Παραμυθιά.
Ο Ρέμολντ επαίνεσε τους Τσάμηδες γιατί «με τις γνώσεις τους για την περιοχή είχαν αποδείξει πλήρως την αξία τους στις αναγνωριστικές επιχειρήσεις» των Γερμανών. Όμως, οι ναζί απέτυχαν στις παράλληλες «διαπραγματεύσεις με απεσταλμένους των Βλάχων της Ηπείρου» τους οποίους εσφαλμένα αποκαλούσαν «Ρουμάνους» λόγω της αρωμουνικής τους γλώσσας. Στόχος τους ήταν να τους χρησιμοποίησαν για τη φύλαξη των οδών ανεφοδιασμού. Όμως οι Βλάχοι, αρνήθηκαν να συνεργαστούν.
Στο μεταξύ, οι αντάρτες του ΕΔΕΣ είχαν καταφέρει να καταλάβουν καίριες θέσεις στα περίχωρα της Παραμυθιάς, κάτι που ανάγκασε τους Γερμανούς να στείλουν στην Θεσπρωτική κωμόπολη στις 23 Σεπτεμβρίου δύο επιπλέον Λόχους του 54ου Τάγματος Ορεινού Μηχανικού και το 631ο Απόσπασμα Ελαφρού Πυροβολικού.
Οι αντάρτες έκαναν συνεχώς επιθέσεις στον δρόμο που οδηγούσε από τα Γιάννενα στην Ηγουμενίτσα μέσω του χωριού Μενίνα – Τσούκα, από την οποία ξεκινούσε η διακλάδωση του δρόμου για την Παραμυθιά, η άμυνα του κόμβου αυτού ήταν μεγάλης στρατηγικής σημασίας.
Η σύλληψη και η εκτέλεση 9 χωρικών
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1943, ανιχνευτική περίπολος Γερμανών και Τσάμηδων στάλθηκε στα αποκαλούμενα (από τους ίδιους) «συμμοριτοχώρια» Ελαταριά, Σέλλιανη,Ελευθεροχώρι και Αγία Κυριακή. Λίγο πριν τη Σέλλιανη η ανιχνευτική περίπολος συνάντησε μια ομάδα αγροτών και στη συνέχεια μία δεύτερη, που κατευθύνονταν στο παζάρι της Παραμυθιάς. Ο Διοικητής Παραμυθιάς Karl Broecher (31 ετών τότε), έγραψε σχετικά με τις ανακρίσεις των χωρικών:
«Όταν οι δικοί μας και οι Αλβανοί (ενν. οι Τσάμηδες) φρουροί σταμάτησαν τους αγρότες περίπου 10 από αυτούς προσπάθησαν να διαφύγουν. Οι Αλβανοί άνοιξαν πυρ για να τους εμποδίσουν. Την ίδια στιγμή συμμορίτες (ενν. αντάρτες) που ήταν κρυμμένοι στα δυτικά του Ελευθεροχωρίου άνοιξαν πυρ εναντίον των σκοπών μας. Από την ανάκριση διαπιστώθηκε πως ορισμένοι από τους συλληφθέντες δραστηριοποιούνταν στον ανεφοδιασμό των συμμοριτών στη γραμμή Πλακωτή-Ροδοστίβα-μονή Παναγιάς-Παραμυθιάς και πάλι πίσω.
Ο ανεφοδιασμός παραδιδόταν στη μονή και από εκεί τροφοδοτούνταν οι συμμορίτες. Κατά διαστήματα στο μοναστήρι βρίσκονταν μέχρι και 300 συμμορίτες».
(National Archives (NA): T-315/70-638 και ΝΑ: Τα-315/70-616)
Στις 19 Σεπτεμβρίου 1943, ημέρα Κυριακή, εκτελέστηκαν δια τυφεκισμού στην αυλή του δημοτικού σχολείου Παραμυθιάς οι: Μαρία, χήρα Β. Κουτούπη και οι αγρότες Δ. Σταυρόπουλος, Μ. Βασιλείου ή Γεωργίου, Θ. Βασιλείου ή Γεωργίου, Σ. Πέτσης, Ε. Πέτσης, Ε. Διαμάντης, Σ. Ρίζος και Γ. Λάμπρος.
Την επόμενη μέρα σε επιχειρήσεις Γερμανών και Τσάμηδων, σκοτώθηκαν συνολικά 16 αντάρτες.
Η Σφαγή της Παραμυθιάς
Στις 24 Σεπτεμβρίου 1943, μια εξαμελής ομάδα Γερμανών έκανε περιπολία ρουτίνας έξω από την Παραμυθιά. Επικεφαλής ήταν ο 26χρονος υπαξιωματικός Hermann Dornchen. Οι υπόλοιποι ήταν ο υποδεκανέας Karl Ducke (23 ετών) και οι στρατιώτες Willi Buschner(34 ετών), Χέρμπερτ Φίσερ (22 ετών), Erwin Mailwald (30 ετών) και Paul Grundwald. Λίγο αργότερα, επέστρεψε στη βάση του μόνος ο Grundwald που ανέφερε ότι έπεσαν σε «ενέδρα ανταρτών» και αιχμαλωτίστηκαν κοντά στο πέρασμα της Σκάλας.
Ο ίδιος κατάφερε να γλιτώσει την τελευταία στιγμή αλλά είδε τους συναδέλφους του «να υποχρεώνονται να γδυθούν και να θανατώνονται με χτυπήματα».
Ο Λοχαγός Χίντελαντ διέταξε τον δεκανέα Βίλχελμ Κόκοτ να αναζητήσει τους αγνοούμενους. Επειδή η αποστολή ήταν επικίνδυνη, ο Κόκοτ ανάγκασε «γυναίκες που έρχονταν από την πόλη» να προπορεύονται της ομάδας του ως προστατευτική, ανθρώπινη ασπίδα. Ωστόσο η ομάδα του δέχτηκε επίθεση και τρεις άνδρες του τραυματίστηκαν από σφαίρες. Την επόμενη, βρέθηκαν τα πτώματα «κακοποιημένα και ακρωτηριασμένα». Λόγω των ανοικτών τραυμάτων από χτυπήματα», ο υποδεκανέας Gerhard Michalsky και ο Επιλοχίας του Λόχου Διοίκησης Helmut Gotte κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «οι στρατιώτες δέχτηκαν πυρά και στη συνέχεια ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου».
Τα πτώματα «ακρωτηριάστηκαν σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην είναι πλέον αναγνωρίσιμα» ενώ «δεν είχαν ούτε ίχνος ρουχισμού πάνω τους». (Καταθέσεις Κόκοτ 1962, Michalsky 1962 και Gotte 1965).
Σταδιακά στην Παραμυθιά δημιουργήθηκε ο μύθος ότι οι έξι Γερμανοί συνοδεύονταν από Τσάμηδες που επέστρεψαν μόνοι τους (W. Bachsteffel και S. Loser, “Paramythia sag mir, wo die Kinder sind”). Έτσι, ορισμένοι, ανάμεσά τους και ο μητροπολίτης Παραμυθιάς Δωρόθεος (Νάσκαρης), συμπέραναν ότι οι Τσάμηδες ήταν υπεύθυνοι για τον θάνατο των Γερμανών. Όμως μαρτυρίες των Γερμανών αλλά και καταθέσεις Ελλήνων μεταξύ 1945 και 1947, επιβεβαίωσαν ότι στο απόσπασμα μετείχαν αποκλειστικά Γερμανοί χωρίς τη συνοδεία Τσάμηδων. Οι πέντε Γερμανοί τάφηκαν στα όρια της Παραμυθιάς, ενώ στελέχη του Επιτελείου της 1ης Ορεινής Μεραρχίας που έφτασαν από τα Γιάννενα ορκίζονταν εκδίκηση. «Οι Έλληνες θα μου το πληρώσουν αυτό!» δήλωσε χαρακτηριστικά στον επικήδειο που εκφώνησε Γερμανός αξιωματικός.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1943, ο διοικητής του αποσπάσματος πυροβολικού Στέκερτ, ηγήθηκε προσωπικά της επιχείρησης αντιποίνων στην οποία συμμετείχαν και Τσάμηδες. Το βράδυ ο 1ος Λόχος του 54ου Τάγματος Ορεινού Μηχανικού ανέφερε: «24 νεκροί συμμορίτες, 8 τραυματίες, υπολογίζονται άλλες 15-20 ακόμη απώλειες. Κανένα λάφυρο. Πυρπολήθηκαν τα ακόλουθα χωριά: Σέλλιανη, Σεμέλικα, Ελευθεροχώρι. Στην επιχείρηση έλαβαν μέρος 150 Αλβανοί που τα πήγαν πολύ καλά» (ΝΑ: Τα-315/70-1330).
Την επόμενη μέρα καταστράφηκε το χωριό Άγιος Νικόλαος. Ο ίδιος ο Στέκερτ επαίνεσε τους «100 Αλβανούς (Τσάμηδες) που στάθηκαν καλά».
Αυτά όμως δεν ήταν αρκετά. Γύρω στις 23.00 της 27ης Σεπτεμβρίου «τμήμα ένοπλων Τσάμηδων χτένισε την κωμόπολη (Παραμυθιά) υπό την ηγεσία ενός Γερμανού υπαξιωματικού». Ο Μαζάρ Ντίνο κρατούσε μια κατάσταση με ονόματα, με βάση την οποία κατά τη διάρκεια της νύχτας, συνελήφθησαν 53 κάτοικοι της Παραμυθιάς που κλείστηκαν στο υπόγειο του δημοτικού σχολείου.
Ο δάσκαλος Σωτήρης Εύοχος ισχυρίστηκε ότι την κατάσταση είχαν συντάξει οι «Τουρκοτσάμηδες». Τη νύχτα προς την 28η Σεπτεμβρίου δεν την ξέχασε ποτέ: «Μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες αντηχούσαν τα κλάματα και οι οδυρμοί των γυναικών και των παιδιών που τους είχαν πάρει τους συζύγους και τους πατεράδες τους».
Ανάμεσα στους 53, δεν συμπεριλαμβάνονταν ο δήμαρχος Παραμυθιάς Στρούγγαρης που έφυγε για τα Γιάννενα αμέσως μετά την κηδεία των Γερμανών «φοβούμενος τους Μωαμεθανούς και τους Γερμανούς», ο συμβολαιογράφος Γεώργιος Βαλασκάκης και ο γραμματέας Προκόπης Μητσιώνης, εγκατέλειψαν έγκαιρα την Παραμυθιά.
Στις 23 Σεπτεμβρίου 1943, έφτασε στα Γιάννενα ο νέος Μητροπολίτης Παραμυθιάς Δωρόθεος. Μετά από μια σειρά ανακρίσεων καθώς «μέχρι τότε δεν υπήρχε καμία εγγύηση για τη νομιμοφροσύνη του ελληνικού κλήρου», γράφει ο Καρλ – Χάιντς Ρότφουξ, αφέθηκε ελεύθερος υπό στενή όμως παρακολούθηση.
Ο Δωρόθεος έκανε μια απέλπιδα προσπάθεια να σώζει τις ζωές των Παραμυθιωτών κάνοντας διάβημα στον Στρατηγό Λαντς. Οι αδελφοί Μαζάρ και Νουρί Ντίνο «οι άσπονδοι εχθροί του ελληνικού πληθυσμού της Παραμυθιάς», έφυγαν από τα Γιάννενα για την θεσπρωτική κωμόπολη, προκειμένου με τον Γερμανό διοικητή Μπρέκερ, να κανονίσουν τις λεπτομέρειες της εκτέλεσης.
Στο μεταξύ, στην Παραμυθιά αφέθηκαν ελεύθεροι οι δύο ξυλουργοί Σταύρος Σακαρέλης και Γρηγόρης Μαραγκός, ο 18χρονος Δημήτριος Ράπτης και ο 63χρονος Ιωάννης Γιαννάκης.
Αυτοί ενημέρωσαν τους συγγενείς των υπολοίπων, ότι ο ιερέας Ευάγγελος Τσαμάτος, ένας απ’ τους 49, προετοίμαζε τους άλλους για τον θάνατό τους, ψάλλοντας τη νεκρική ακολουθία.
Γύρω στις 4.000 π.μ., οι Γερμανοί κατέβηκαν στο υπόγειο του σχολείου και όπως κατέθεσε ο Γερμανός Γκέτε το 1965: «Οι όμηροι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν το υπόγειο, να βγουν στην αυλή και να στηθούν εκεί…
Ένας διερμηνέας διάβασε στη συνέχεια από μια κατάσταση τα ονόματα όσων επρόκειτο να εκτελεστούν. Έκαναν ένα βήμα μπροστά. Έπρεπε να τους μεταφέρουμε στον τόπο της εκτέλεσης. Ήταν έξω από την Παραμυθιά. Είχε ήδη ανοιχτεί ένας λάκκος, μπροστά στον οποίο έπρεπε να σταθούν οι όμηροι. Η εκτέλεση έγινε με καραμπίνες. Απ’ ό,τι θυμάμαι όλοι οι όμηροι σκοτώθηκαν αμέσως. Η εκτέλεση έγινε από απόσταση 5-6 μέτρων. Χαριστικές βολές δεν δόθηκαν».
Το εκτελεστικό απόσπασμα αποτελούσαν οκτώ Γερμανοί εθελοντές (μόνο ο εικοσάχρονος τότε υποδεκανέας Gerhard Garbacziok δήλωσε αργότερα ότι εξαναγκάστηκε να λάβει μέρος) και έξι Τσάμηδες.
Οι εκτελέσεις έγιναν στο χωράφι του Τσαμάτου στη συνοικία του Άγιου Γεωργίου. Τον μαζικό τάφο, τον είχαν ανοίξει αγρότες που είχαν υποχρεωθεί σε καταναγκαστική εργασία.
Ως ελάχιστο φόρο τιμής στους 49 αδικοχαμένους κατοίκους της Παραμυθιάς που εκτελέστηκαν από Γερμανούς και Τσάμηδες, παραθέτουμε κατάλογο με τα ονοματεπώνυμα τους και τα επαγγέλματά τους, όπως τα βρήκαμε στο βιβλίο του Θ.Γ. Παπαμανώλη «ΚΑΤΑΚΑΥΜΕΝΗ ΗΠΕΙΡΟΣ»…
Τιμωρήθηκε κανείς για τη σφαγή της Παραμυθιάς;
Μετά τον πόλεμο, η εισαγγελία του Κέμπτεν έκανε εξονυχιστικές έρευνες και ανακρίσεις για το ποιος έδωσε την εντολή για τις εκτελέσεις. Αρχικά, θεωρήθηκε υπεύθυνος ο Λοχαγός Alfred Hindelang. Ο ίδιος παραδέχτηκε ότι έδωσε εντολή για τον σχηματισμό του αποσπάσματος, αλλά δεν δέχτηκε ότι συμμετείχε στις εκτελέσεις.
Ορισμένοι από τους Γερμανούς αξιωματικούς, είχαν σκοτωθεί στη συνέχεια του πολέμου. Ο Στρατηγός Λαντς, αρνήθηκε οποιαδήποτε συμμετοχή στην εκτέλεση των 49. Φαίνεται ότι «εμπνευστής» της σφαγής, ήταν ο διοικητής της Παραμυθιάς Μπρέκερ, ο οποίος όμως δεν αναζητήθηκε ποτέ!
Στο μεταξύ, ο Ναπολέων Ζέρβας το 1947, κατέθεσε ότι δεν υπήρχε «ούτε μία περίπτωση κακοποίησης Γερμανών αιχμαλώτων πολέμου από τον ΕΔΕΣ».
Ο Λαντς, στη δίκη της Νυρεμβέργης σχολίασε ότι «η αναλογία νεκρών Γερμανών και εκτελεσθέντων) δεν έφτανε ακριβώς το 1 προς 10 (ήταν 1: 9,8…), άρα ήταν μέσα στο πλαίσιο του τότε ισχύοντος διεθνούς δικαίου».
Στις 10 Φεβρουαρίου 1948 ο Α, Τούσσης, ξεκίνησε έρευνα για μια σειρά Ιταλούς, Γερμανούς και Αλβανούς (αριθμ. 315/1946). Οι έρευνες έδειξαν ότι 201 κάτοικοι της Παραμυθιάς και των γύρω περιοχών είχαν δολοφονηθεί και 19 κοινότητες είχαν πυρποληθεί. Στις 10/4/1965, η υπόθεση έκλεισε χωρίς να τιμωρηθεί κανένας.
Λίγο αργότερα, στις 8/7/1965 και ο εισαγγελέας του Κέμπτεν Beck, διέκοψε την έρευνα με το εξής σκεπτικό:
«Κίνητρα, τρόπος διεξαγωγής και στόχος της ενέργειας δεν προσδίδουν στο αδίκημα το χαρακτήρα δολοφονίας (Mord) αλλά το πολύ ανθρωποκτονίας (Totschlag)».
Ως εκ τούτου το αδίκημα είχε παραγραφεί πριν ακόμη από την κατάθεση της καταγγελίας, οπότε η διαδικασία διακόπηκε χωρίς περαιτέρω ενέργειες.
Οι ηθικοί αυτουργοί της δολοφονίας των 49 προκρίτων της Παραμυθιάς, αδελφοί Ντίνο, διατήρησαν μετά τον πόλεμο άριστες σχέσεις με πολλούς ναζί. Ο Ρετζέπ, παντρεύτηκε μια Βερολινέζα και άνοιξε κατάστημα με χαλιά στην πλατεία «Ότο» του Μονάχου. Τα καταπληκτικά κιλίμιά του, τα προμηθευόταν από τον αδελφό του Νουρί που μετά τον πόλεμο μετανάστευσε στην Τουρκία…
Πηγή μας για το άρθρο αυτό, ήταν το βιβλίο του Χέρμαν Φρανκ Μάγερ(1940-2009) «ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΟ ΕΝΤΕΛΒΑΪΣ» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2009). Ο Μάγερ, είχε χάσει τον πατέρα του, αξιωματικό της Βέρμαχτ στην Ελλάδα, συνεπώς δεν είχε κανένα λόγο να είναι μεροληπτικός υπέρ των Ελλήνων.