Το προηγούμενο Σάββατο (13/7) γράψαμε ένα άρθρο για τους σεισμούς της Κωνσταντινούπολης με αφορμή τις έρευνες επιστημόνων στη Θάλασσα του Μαρμαρά (Προποντίδα) που δείχνουν ότι αναμένεται ισχυρότατη σεισμική δόνηση, μεγαλύτερη από 7 ρίχτερ στην Πόλη στο μέλλον (κοντινό ή μακρινό).
Δεν φανταζόμασταν βέβαια ότι μέσα σε μία εβδομάδα θα γινόταν στην Αθήνα ένας ιδιαίτερα ισχυρός σεισμός, μεγέθους 5,1 ρίχτερ (αρχικά έγινε λόγος για 5,3 ρίχτερ), που θα δημιουργούσε πανικό στους κατοίκους της πρωτεύουσας και τους χιλιάδες τουρίστες, αλλά ευτυχώς μόνο τον τραυματισμό λίγων ατόμων, την κατάρρευση ορισμένων παλαιών κτιρίων και κάποιες, όχι πολύ σοβαρές, υλικές ζημιές (πτώσεις σοβάδων, ρωγμές κλπ.).
Εκείνο που μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση είναι ότι ο σεισμός προερχόταν από τον ίδιο εστιακό χώρο με τον σεισμό των 5,9 ρίχτερ της Πάρνηθας της 7ης Σεπτεμβρίου 1999. Είναι κάτι στο οποίο λίγο πολύ συμφωνούν όλοι οι κορυφαίοι Έλληνες σεισμολόγοι. Ένας από αυτούς, ο Άκης Τσελέντης, δήλωσε ότι ο σεισμός ‘’προήλθε από το δυτικό ρήγμα του ορεινού όγκου της Πάρνηθας που δεν είχε σπάσει με τον σεισμό του 1999’’. ‘’Δεν περιμέναμε αυτό το ρήγμα να δώσει σεισμό’’ συνέχισε ο κύριος Τσελέντης.
Αυτό βέβαια είναι κατά την άποψή μας πολύ σημαντικό. Δεν θα έπρεπε, από την ώρα που οι σεισμολόγοι γνώριζαν ότι υπάρχει ένα κομμάτι του ρήγματος που δεν είχε σπάσει πριν από 20 χρόνια, να παρακολουθούν με τα κατάλληλα όργανα την περιοχή και να ενημερώνουν τους αρμόδιους φορείς της Πολιτείας; Ας μην ξεχνούν ότι στο Λεκανοπέδιο της Αττικής ζουν περισσότερα από 4 εκατομμύρια άνθρωποι.
Στο σημερινό άρθρο θα δούμε μερικούς, γνωστούς σεισμούς της Αθήνας τους προηγούμενους αιώνες και θα φέρουμε στη δημοσιότητα για πρώτη φορά στο διαδίκτυο ( ίσως και γενικά στα Μ.Μ.Ε.) την εργασία- σταθμό του μεγάλου Άγγελου Γαλανόπουλου με τίτλο ‘’Η Σεισμική Επικινδυνότης των Αθηνών’’, που ανακοινώθηκε στην Ακαδημία Αθηνών στις 22 Νοεμβρίου 1956.
Παράλληλα, επίσης για πρώτη φορά, θα παραθέσουμε στοιχεία από το άρθρο του καθηγητή Γαλανόπουλου με τίτλο ‘’Minimum and Maximum Magnitude Threshold in the Area of Attica’’ (‘’Ελάχιστο και Μέγιστο Οριακό Μέγεθος Σεισμών στην Περιοχή της Αττικής’’), όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ‘’Γεωλογικά Χρονικά των Ελληνικών Χωρών’’, καθώς και από εργασίες άλλων διαπρεπών επιστημόνων.
Η γεωλογική «σύσταση» του Λεκανοπεδίου της Αττικής
Μέχρι πριν λίγα χρόνια επικρατούσε η άποψη ότι η Αττική στερείται σεισμούς που να προέρχονται από την ίδια (‘’αυτοθιγενών’’ γράφει η Ε. Δάβη) και ότι η περιοχή της Αθήνας είναι σεισμικά απρόσβλητη. Έρευνες όμως του καθηγητή Άγγελου Γαλανόπουλου από το 1956 για τη σεισμική επικινδυνότητα της Αθήνας απέδειξαν ότι και το ρηξιγενές πεδίο της Αθήνας φιλοξενεί εστίες τοπικών σεισμών. Όπως γράφει ο Μιχαήλ Φουμέλης στη Διδακτορική του Διατριβή, το Λεκανοπέδιο Αθηνών αποτελεί ένα σύνθετο νεοτεκτονικό βύθισμα ΒΑ- ΝΔ διεύθυνσης που πληρώθηκε κυρίως με λιμνοχερσαίες και ποταμοχερσαίες αποθέσεις από το Ανώτερο Μειόκαινο μέχρι σήμερα (Freyberg, 1951).
Η ευρύτερη περιοχή της Αθήνας καλύπτεται τόσο από αλπικούς όσο και μεταλπικούς σχηματισμούς. Οι αλπικοί σχηματισμοί απαντούν κυρίως στους περιφερειακούς ορεινούς όγκους του Υμηττού, της Πάρνηθας, της Πεντέλης, του Ποικίλου όρους και του Αιγάλεω και λιγότερο στους λόφους που αναπτύσσονται στο εσωτερικό των λεκανών. Οι μεταλπικές αποθέσεις βρίσκονται κυρίως στο εσωτερικό του λεκανοπεδίου, καθώς και στη λεκάνη του Θριάσιου Πεδίου, όπου καλύπτουν ασύμφωνα τους υποκείμενους αλπικούς σχηματισμούς.
Ένας από τους πρώτους ερευνητές που ασχολήθηκαν με τη στρωματογραφία και την περιγραφή των γεωλογικών σχηματισμών του Λεκανοπεδίου της Αττικής ήταν ο Bittner (1880). Στη συνέχεια ο Lepsius (1893) κατασκεύασε λεπτομερή χάρτη της Κεντρικής και Νότιας Αττικής, καθώς και της Αθήνας. Η λιθοστρωματογραφική διάρθρωση που πρότεινε παραμένει σε μεγάλο βαθμό αποδεκτή από τους περισσότερους νεότερους ερευνητές.
(Μιχαήλ Φουμέλης, ‘’ΜΕΛΕΤΗ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΗΣ ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΑΘΗΝΩΝ ΒΑΣΕΙ ΔΙΑΦΟΡΙΚΩΝ ΜΕΤΡΗΣΕΩΝ GP SΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΟΜΕΤΡΙΑΣ ΡΑΝΤΑΡ, ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ, Αθήνα 2009).
Το χρονικό των σεισμών της Αθήνας
Θα αναφερθούμε στη συνέχεια στους σεισμούς που προκάλεσαν ζημιές στην Αθήνα ως το 1938 (σεισμός Ωρωπού).
Ήδη το 480 π.Χ. λίγο πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, έγινε ισχυρός σεισμός με επίκεντρο τη Σαλαμίνα. Το μέγεθός του υπολογίζεται σε 6,3 R και η έντασή του σε VIII (8 βαθμούς της δωδεκαβάθμιας κλίμακας Μερκάλι). Ο Ηρόδοτος δεν αναφέρει όμως άλλες λεπτομέρειες.
Το 1694, σύμφωνα με ‘’ενθύμηση’’ που αναφέρει ο Σπυρίδων Λάμπρος, στις 16 Σεπτεμβρίου (κατ’ άλλους 28 Σεπτεμβρίου) έγινε ισχυρός σεισμός στην Αθήνα, μεγέθους 6,4 Rκαι έντασης VII βαθμών, που προκάλεσε αρκετές βλάβες. Παραθέτει το εξής απόσπασμα χρονικού της μονής των Αγίων Αναργύρων: ‘’Τω έτει τούτω μέγας σεισμός εγένετο και άπαντες οι οίκοι εσείσθησαν και η εκκλησία του Αγίου Διονυσίου εις δύο εσχίσθη και ο του αρχιερέως οίκος κλόνω μέγα και λίθω εκ του βράχου, προσβληθείς το ανώγειον εκρημνίσθη. Τούτο δε εγένετο το εσπέρας του αγίου Χαρίτωνος∙ πολλοί τε οίκοι της του Σωτήρος Νικοδήμου μονής (πρόκειται για τη γνωστή Ρωσική Εκκλησία της οδού Φιλελλήνων που χτίστηκε γύρω στο 1030) κατεκριμνήσθησαν και η βασιλική εκκλησία ερράγη τη Τρίτη μέρα εις την Μητρόπολιν ο Δημήτριος κεραυνώ βληθείς ετελεύτησεν αφήσας ορφανά και χήραν’’. Κατά μία άλλη εκδοχή ο σεισμός έγινε το 1701.
Σύμφωνα με τον Sieberg (1932), στις 16- 17 Νοεμβρίου 1805 έγινε στην Αττική ισχυρός σεισμός (μέγεθος 6 R, ένταση VII), που προκάλεσε σημαντικές βλάβες στην πόλη και στον Παρθενώνα. Κατά τον Σπυρίδωνα Λάμπρο, ο σεισμός έγινε στις 5 Σεπτεμβρίου (με το παλαιό ημερολόγιο). Κατά τον Άγγλο περιηγητή Dodwell, προηγήθηκαν αποπνικτική ζέστη και στη συνέχεια σφοδρές καταιγίδες με αστραπόβροντα, που διήρκεσαν 26 ώρες!
Ο Ιλισός, που πριν δεν είχε δει καθόλου νερό, μεταβλήθηκε σε ορμητικό ποτάμι που ξεχείλισε και κατέκλυσε τις γύρω περιοχές αποτελώντας ‘’θέαμα άξιον λόγου διά τους συγχρόνους Αθηναίους οίτινες συνέρρεαν παμπληθείς ίνα θαυμάσωσιν το έκτακτον τούτον ρουν του ποταμού’’.
Ένας σεισμός στην Ύδρα στις 20 Μαρτίου 1837 (6,2 Rκαι VII βαθμοί) έγινε έντονα αισθητός στην Αθήνα και προκάλεσε την κατάρρευση μεγάλων μαρμάρινων τεμαχίων από το τετρακίονιο της αρχαίας Αγοράς.
Στις 17 Ιανουαρίου 1874 , όπως αναφέρει ο Άγγελος Γαλανόπουλος, ισχυρός σεισμός κατέστρεψε μέρος του τείχους που είχε χτίσει στην Ακρόπολη ο Οδυσσέας Ανδρούτσος το 1822.
Στις 22 Ιανουαρίου 1889 νέος ισχυρός σεισμός προκάλεσε μερική κατάρρευση ετοιμόρροπου σπιτιού στην Αθήνα και αρκετές βλάβες στην ιστορική Μονή Δαφνίου (Α. Γαλανόπουλος)
Στις 20 Ιουλίου 1938 και ώρα 00.23.35 έγινε με επίκεντρο τον Ωρωπό ισχυρότατος σεισμός 6Rκαι έντασης VIII βαθμών. 18 άνθρωποι σκοτώθηκαν, 17 τραυματίστηκαν σοβαρά και 90 ελαφρά.
8.000 άνθρωποι έμειναν άστεγοι. Ζημιές προκλήθηκαν στη Μαλακάσα, στη Σκάλα Ωρωπού, τα Νέα Παλάτια, το Χαλκούτσι, το Καπανδρίτι και την Ερέτρια. Ο σεισμός έγινε αισθητός στη Σκύρο, τον Βόλο και την Πάτρα. Στον Ωρωπό καταστράφηκαν δημόσια κτίρια, ανάμεσά τους και οι φυλακές και πολλά σπίτια.
Όπως αναφέρουν εφημερίδες της εποχής, πολλοί πήδησαν από τα παράθυρα των σπιτιών τους την ώρα του σεισμού και άλλοι έπαθαν νευρικό κλονισμό και μεταφέρθηκαν σε νοσοκομεία.
Το επίκεντρο του σεισμού ήταν το πιο κοντινό γνωστό στην Αθήνα (μέχρι βέβαια το 1999).
Η σεισμολογία στην Ελλάδα – Ο Άγγελος Γαλανόπουλος
Ό άνθρωπος που έθεσε τις βάσεις της σεισμολογίας στην Ελλάδα ήταν ο Γερμανός Friedrich Julius Schmidt, διευθυντής του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών από το 1858 ως το θάνατό του, το 1884. Τον διαδέχτηκε ο Δημήτριος Κοκκίδης, που παρέμεινε στη θέση αυτή ως το 1890, οπότε διευθυντής του Εθνικού Αστεροσκοπείο Αθηνών ανέλαβε ο Δημήτριος Αιγινήτης, ο οποίος θεωρείται ένας από τους κορυφαίους Έλληνες επιστήμονες του τέλους του 19ου αιώνα και των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα.
Οι πρώτες ενόργανες καταγραφές των σεισμών στη χώρα μας, ξεκίνησαν το 1911 με την εγκατάσταση του πρώτου σεισμόμετρου στην Αθήνα. Τα προγενέστερα στοιχεία που αφορούν τη σεισμική δραστηριότητα, βασίζονται κυρίως σε περιγραφές μακροσεισμικών αποτελεσμάτων. Το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, ιδρύθηκε το 1893, επί Δημητρίου Αιγινήτη.
Ο επιστήμονας που άλλαξε τον ρου της σεισμολογίας στην Ελλάδα, ήταν ο Άγγελος Γαλανόπουλος από τον Ρίολο Αχαῒας (1910-2001). Ένα χρόνο πριν, το 1909, γεννήθηκε στην Πάτρα και ο κορυφαίος Έλληνας φυσικός του 20ου αιώνα, ο Καίσαρ Αλεξόπουλος (1909-2010), που συνέδεσε το όνομά του και με την συσκευή Β.Α.Ν. ( Βαρώτσος – Αλεξόπουλος – Νομικός).
Επανερχόμαστε στον Άγγελο Γαλανόπουλο, ο οποίος σπούδασε φυσικές επιστήμες στην Αθήνα, την Οτάβα και την Καλιφόρνια. Το 1944, έγινε υφηγητής στο ΕΜΠ, το 1953 έκτακτος και το 1959 τακτικός καθηγητής στην έδρα της Σεισμολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1949, ανέλαβε τη διεύθυνση του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, όπου η προσφορά του ήταν τεράστια.
Πολύ σημαντική ήταν η συνεισφορά του Άγγελου Γαλανόπουλου, στην «κατάρριψη» του μύθου της «ασεισμικής» Αθήνας. Οι ανακοινώσεις του στην Ακαδημία Αθηνών (της οποίας έγινε μέλος το 1983), στη Συνεδρία της 22ας Νοεμβρίου 1956 και μεταγενέστερες έρευνές του, απέδειξαν ότι το ρηξιγενές πεδίο της Αθήνας φιλοξενεί εστίες τοπικών σεισμών.
Στις 22 Νοεμβρίου 1956, έγινε στη Συνεδρία της Ακαδημίας Αθηνών, η ανάγνωση από τον ακαδημαϊκό Μάξιμο Μητσόπουλο, της μελέτης του Άγγελου Γαλανόπουλου: ” Η Σεισμική Επικινδυνότης των Αθηνών” .
Θα μεταφέρουμε εδώ τα κυριότερα σημεία της, προσαρμοσμένα στη δημοτική.
“ Ως το 1932, επικρατούσε η γνώμη ότι η περιοχή των Αθηνών είναι σεισμικά απρόσβλητη. Η γνώμη αυτή, που ακόμα και σήμερα υποστηρίζεται από τους μη σεισμολόγους, προήλθε από τους εξής λόγους :
Η πόλη της Αθήνας, παλαιότερα στηριζόταν, θεμελιωνόταν ( ηρείδετο αναφέρεται στο πρωτότυπο), σχεδόν εξ ολοκλήρου στον σχιστόλιθο της Αθήνας, που ανήκει στο θεμελιώδες στρώμα του φλοιού που δεν παρουσιάζει πρόσθετες επιταχύνσεις. Ο δομικός πολιτισμός της Αθήνας ήταν πάντοτε σε σχετικά ψηλότερη στάθμη.
Έτσι, γι’ αυτούς τους δύο λόγους, τα αποτελέσματα των σεισμών στα κτίρια της Αθήνας δεν φαίνεται να υπήρξαν ποτέ ιδιαίτερα σοβαρής μορφής, λόγω δε της μικρής, σχετικά,σεισμικής συχνότητας της Αθήνας και της τάσης του ανθρώπου να λησμονεί όλα τα ατυχήματα, ιδιαίτερα δε τις σεισμικές καταστροφές, εύκολα ρίζωσε η γνώμη ότι η Αθήνα δε διατρέχει κανένα σεισμικό κίνδυνο.
Ήδη όμως τα τελευταία μικροσεισμικά και μακροσεισμικά δεδομένα του σταθμού της Αθήνας αποδεικνύουν κατά τρόπο αναμφισβήτητο την ύπαρξη τουλάχιστον δύο σεισμικών εστιών κοντά στην Αθήνα».
Στη συνέχεια, ο Γαλανόπουλος αναφέρεται σε έναν « αρκούντως ζωηρόν σεισμόν» στις 13 Σεπτεμβρίου 1952, που έγινε «αισθητός ως ασθενής» σε Πεντέλη, Μπογιάτι ( Άγιο Στέφανο), Μπάφι , Χασιά (Φυλή), Αγία Παρασκευή και Σπάτα, ελαφρά αισθητός σε Αθήνα και Μαραθώνα και πολύ ελαφρός στο Κορωπί. Φαίνεται ότι η εστία του βρισκόταν στη βόρεια πλευρά της Πεντέλης, μεταξύ Κηφισιάς – Εκάλης.
Από αυτή ακριβώς την εστία, φαίνεται ότι προήλθε και η ασθενής δόνηση της 4ης Ιανουαρίου 1956, που έγινε ελαφρά αισθητή σε Αθήνα και Χαϊδάρι. Από τον Φεβρουάριο ως τον Μάρτιο του 1953 η εστία αυτή είχε δώσει ένα σμήνος 222 μικροδονήσεων. Φαίνεται, ότι από την εστία αυτή προήλθαν και οι σεισμοί της 18ης Οκτωβρίου 1923 και της 17ης Φεβρουαρίου 1928, που έγιναν ελαφρά αισθητοί σε Αθήνα και Κηφισιά.
Στις 13 Απριλίου 1956, η εστία μετατοπίστηκε βορειότερα, στη βορειοανατολική πλαγιά της Πάρνηθας, μεταξύ Μαλακάσας, Καλάμου και Αφιδνών. Ο σεισμός αυτός, προκάλεσε ελαφριές βλάβες σε Μαλακάσα και Κάλαμο, έγινε δε αισθητός σε Αφίδνες και Αυλώνα και λιγότερο σε Καπανδρίτι, Σταμάτα, Μαραθώνα και Τανάγρα. Στις 23 Ιουλίου 1956, νέα δόνηση, πιθανότατα από την ίδια εστία, έγινε αισθητή σε Μαραθώνα, Άγιο Στέφανο, Αυλώνα, Αφίδνες, Κηφισιά, Αθήνα και Νέα Στύρα Ευβοίας. Η Ελευθερία Δάβη, αναφέρει ότι με τον σεισμό του 1964, αποκαλύφθηκε μία ακόμα νέα εστία σεισμών, στη νότια πλευρά της Πεντέλης, δυτικά της Ραφήνας.
Το ρήγμα της Πάρνηθας
Η ίδια καθηγήτρια , ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, γράφει ότι με τους σεισμούς
του 1966, ανακαλύφθηκε μία ακόμα εστία σεισμών, στη νοτιοδυτική πλευρά της Πάρνηθας, κοντά στη Φυλή. Συνεπώς το ρήγμα της Πάρνηθας, ήταν γνωστό στους επιστήμονες, τουλάχιστον από το 1966. Στους υπόλοιπους, έγινε γνωστό με τραγικό τρόπο, στις 7 Σεπτεμβρίου 1999 και στους πολύ νέους ή όσους ξεχνούν γρήγορα, υπενθύμισε την παρουσία του χθες, 19 Ιουλίου 2019.
Αναζητήσαμε περισσότερα στοιχεία γι’ αυτούς τους σεισμούς, δεν βρήκαμε όμως απολύτως τίποτα στο διαδίκτυο. Τελικά, ανακαλύψαμε μία πολύ σημαντική μελέτη του Άγγελου Γαλανόπουλου, όπως αναφέραμε και παραπάνω, με τίτλο “Minimum and Maximum Magnitude Threshold in the Area of Attica”, δημοσιευμένη το 1971 στο περιοδικό «Γεωλογικά Χρονικά των Ελληνικών Χωρών», τ.23.
Ο μεγάλος αυτός σεισμολόγος, ανάμεσα στα άλλα, καταγράφει τους σεισμούς του 1966, που είναι δεκάδες. Από τις γεωγραφικές συντεταγμένες (γεωγραφικό πλάτος, περίπου 38ο και γεωγραφικό μήκος, περίπου 23ο ), βρήκαμε ότι όλοι σχεδόν, προέρχονται από τον ευρύτερο χώρο του ρήγματος της Πάρνηθας.
Εκφράζουμε κάποιες απλές απορίες : Κανείς δεν θορυβήθηκε από τους σεισμούς αυτούς; Γιατί δεν υπήρχε κάποια στοιχειώδης ενημέρωση του κόσμου; Ακόμα και μετά το 1981 ( σεισμοί Αλκυονίδων), δεν γινόταν καμία αναφορά στο ρήγμα της Πάρνηθας, που προφανώς θα έδωσε και άλλους σεισμούς τα επόμενα χρόνια.
Και κάτι ακόμα που γράψαμε και στην αρχή. Αφού ένα κομμάτι του ρήγματος της Πάρνηθας δεν είχε «σπάσει» το 1999, δεν θα έπρεπε να υπάρχει παρακολούθηση με ειδικά όργανα, έτσι ώστε να «ανιχνευθεί» οποιαδήποτε νέα σεισμική δραστηριότητα;
Οι Έλληνες σεισμολόγοι θα πρέπει ν΄ αφήσουν τις προσωπικές διαφορές και τις φιλοδοξίες τους και να συνεργαστούν, για να μπορέσουν να προσφέρουν ουσιαστικές υπηρεσίες στη χώρα, που τόσο πολύ δεινοπαθεί από τους σεισμούς. Και ας μην διεκδικούν το μονοπώλιο στην επιστήμη τους. Διαπρεπείς φυσικοί, όπως ο καθηγητής Βαρώτσος και ο αείμνηστος Καίσαρ Αλεξόπουλος, μαθηματικοί αλλά και ειδικοί στην πληροφορική, σίγουρα μπορούν να τους βοηθήσουν.
Κλείνοντας, ελπίζουμε να μην χρειαστεί να γράψουμε και άλλο άρθρο για σεισμούς και τις συνέπειές τους. Η αφελής προτροπή, να μάθουμε να ζούμε με τους σεισμούς, σίγουρα δεν βρήκε και δεν θα βρει κανέναν και καμία που να την ενστερνίζεται…
Πηγές: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ, ΕΤΟΣ 1956, ΤΟΜΟΣ 31ος. Παναγιώτη Σπυρόπουλου, « ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΣΕΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ από την αρχαιότητα», Εκδόσεις ΔΩΔΩΝΗ 1997. ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ – ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΖΑΧΟΥ, «ΟΙ ΣΕΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΖΗΤΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1999. Ελευθερία Δάβη, ΣΕΙΣΜΟΛΟΓΙΑ (της Αθήνας), στο λ. ΑΘΗΝΑ, της Εγκ/δειας ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ – ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ