Κάποιος εκδρομεύς των τελευταίων ημερών μας διηγείτο πράγματα που δεν θα του συνέβαιναν διαφορετικά εις χώραν αγρίων.
-Πρώτα-πρώτα η συστηματική επαιτεία κύριοι. Μόλις γκρεμοτσακισθή κανείς στον θαυμάσιον αυτόν τόπον υφίσταται επιδρομήν ζητιάνων. Από τα μικρά παιδιά ως τους μεγάλους, όλοι οι κάτοικοι ζητιανεύουν. Ένα σμήνος αγοράκια και κοριτσάκια, αφού μας έφεραν διάφορα βρωμολούλουδα, με την απαίτησιν ν’ ακριβοπληρωθούν για την φιλοφροσύνην, όταν δεν είχαν πιά λουλούδια να μας φέρουν, μας έφερναν από ένα χαμομήλι ή μια παπαρούνα κ’ επερίμεναν το αντίτιμον.
Έπειτα ήρθαν οι μεγάλοι. Για την παραμικρότερη εκδούλευση λεφτά. Κάποιος της συντροφιάς μας, ζήτησε να του δείξουν ένα σπίτι. Δεν απείχε παρά δύο βήματα. και τον ωδήγησεν ένας μαθητής του γυμνασίου. Όταν ετελείωσεν η αποστολή του ζητούσε να πληρωθή «για τον κόπο του».
-Έπειτα μας γέλασε με τρόπον ληστρικώς εκβιαστικόν, ο ξενοδόχος του δήθεν ξενοδοχείου, όπου κατελύσαμεν. Αφού, ξέροντας από άλλους τι μας περίμενε, τον βάλαμε και υπέγραψε έγγραφον συμφωνίαν για τις δύο ημέρες που θα μέναμε, το άλλο πρωί μας είπε ότι έγινε λάθος, ότι αυτός εννοούσε τόσα την ημέρα και μας ζητούσε τα διπλά, δηλαδή ένα υπέρογκον ποσόν.
Όταν του είπαμεν ότι το συμφωνητικόν είνε για δύο ημέρες και ότι το υπέγραψεν ο ίδιος, τι νομίζετε πως μας απήντησεν ο αναιδέστατος: «Εγώ είμαι αγράμματος άνθρωπος. Με γελάσατε και με βάλατε και υπέγραψα». Φαντασθήτε. Τον είχαμεν εξαπατήσει εμείς.
Και έφθασεν αμέσως έπειτα στα ζητήματα της … καθαριότητος.
-Αρκεί να σας πω, ότι στο τραπέζι μας σερβίριζε ένα γκαρσόνι που άρπαζε τα κοψίδια απ’ την πιατέλα με ένα είδος τσιμπίδας που την εσχημάτιζε μ’ ένα πηρούνι και με το μεγάλο του δάχτυλο. Όταν του είπαμε να σερβίρη μόνο με το πηρούνι, μας είπε ότι αν δεν βάλη και το δάχτυλο δεν γίνεται τίποτε.
Εννοείτε ότι ύστερα απ’ όλα αυτά, περιωριστήμαμε στο γιαούρτι, που ήτανε πράγματι θαυμάσιο. Μια κυρία όμως της συντροφιάς μας, που είχε την περιέργεια να μπή στο δωμάτιο απ’ όπου έφθαναν τα γιαούρτια και που είχε την αγγλοπρεπή επιγραφήν «Μπαθ Ρούμ» είδε ένα παιδί ανασκουμπωμένον ως τους αγκώνες που βουτούσε τα χέρια του μέσα σε ένα κάδο με γιαούρτι, έπαιρνε με τις χούφτες του και γέμιζε τα πιάτα.
Όταν η κυρία ρώτησε το παιδί γιατί δεν παίρνει ένα κουτάλι, της είπε ότι το κουτάλι του είχε πέσει μέσα στο γιαούρτι κ’ έψαχνε να το βρή.
Και ο κύριος συνεπλήρωσε.
-Ευτυχώς γλυτώσαμε από τα καρφιά κ’ έτσι μπορέσαμε να φύγουμε.
-Ποια καρφιά;
-Τα καρφιά που ρίχνουν οι χωριάτες συστηματικά στο δρόμο για να τρυπούν τα λάστιχα των αυτοκινήτων.
-Και γιατί τα τρυπούν;
-Πρώτον γιατί έχουν κάποιον στο χωριό τους, που κολλάει τα λάστιχα, με μυθικές τιμές, και δεύτερον για να κρατούν περισσότερο τους ξένους στον τόπο τους.
Αυτά διηγείτο ο κύριος, που θα μπορούσαν να τα διηγηθούν και πολλοί ξένοι που περνούν από κεί…».
(«Εστία», 1935, Παύλος Νιρβάνας)
Θωμάς Σιταράς, Αθηναιογράφος-Συγγραφέας