Ήρωας ή τυχοδιώκτης; Ο αμφιλεγόμενος Μανιάτης πειρατής Λιμπεράκης Γερακάρης

Με έναν περιβόητο Μανιάτη πειρατή, κατ’ άλλους τυχοδιώκτη, τον Λιβέριο ή όπως είναι ευρύτερα γνωστός Λιμπεράκη Γερακάρη, που έδρασε κατά το β’ μισό του 17ου αιώνα θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο.

Θα ξεκινήσουμε όμως με την άγνωστη στους περισσότερους εξέγερση των Μανιατών εναντίον των Τούρκων στη διάρκεια της πολιορκίας της Κρήτης και τη συντριβή των Οθωμανών που προσπάθησαν να κυριεύσουν τη Μάνη το 1667.

Η επανάσταση των Μανιατών (1661) και η άλωση της Καλαμάτας

Από το 1645 οι Οθωμανοί ξεκίνησαν τον λεγόμενο ‘’Κρητικό πόλεμο’’ για να καταλάβουν τη μεγαλόνησο που βρισκόταν στα χέρια των Ενετών. Χωρίς καν να κηρύξουν πόλεμο ένας στόλος από 350 πλοία και 60.000 άνδρες αποβιβάστηκε κοντά στα Χανιά και μετά από πολιορκία λίγων εβδομάδων κατέλαβε την πόλη. Τα επόμενα τρία χρόνια έγιναν δεκάδες συγκρούσεις στην κεντρική Κρήτη με φονικότερη αυτή στο Γάζι. Παράλληλα το 1647 ο Ενετός πλοίαρχος Τζοβάνι Μπατίστα Γκριμάνι καταδίωξε τον οθωμανικό στόλο στην Εύβοια, στη Χίο, στη Λέσβο και αφού κυρίευσε το φρούριο του Τσεσμέ, τον πολιόρκησε στενά μέσα στο λιμάνι του Ναυπλίου. Παράλληλα το ίδιο χρονικό διάστημα οι Αλβανοί της Πελοποννήσου επαναστάτησαν και πυρπόλησαν ορισμένα τουρκικά χωριά και αφού έκαναν ορισμένες ακόμα βιαιοπραγίες, επιβιβάστηκαν στα ενετικά πλοία. Τότε ένας Έλληνας εμπνεύστηκε τη θαρραλέα απόφαση να πυρπολήσει τον εχθρικό στόλο αλλά αποκαλύφθηκε από τον Καπουδάν πασά και θανατώθηκε με βασανιστήρια. Το όνομά του δυστυχώς δεν διασώζεται. Το περιστατικό αποκαλύπτει ο Β.Νani.

Tο 1661 οι Μανιάτες ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης και λεηλάτησαν μαζί με τους Βενετούς την Καλαμάτα. Ήταν τόσο ατρόμητοι οι Μανιάτες ώστε με τις πειρατικές τους επιδρομές παρενοχλούσαν τον οθωμανικό στόλο, αλλά όταν έβρισκαν ευκαιρία λεηλατούσαν και τα βενετσιάνικα πλοία. Όπως αναφέραμε, σε συνεργασία με τους Ενετούς το 1661 επιτέθηκαν στην Καλαμάτα. Επικεφαλής των Βενετσιάνων ήταν ο ιππότης Γκριμονβίλ. Οι Τούρκοι της Καλαμάτας νικήθηκαν από το ιππικό που διοικούσε ο Γεώργιος Κορνάρος και εγκατέλειψαν την πόλη. 13.000 Έλληνες, 10.000 από τους οποίους ήταν Μανιάτες, μπήκαν στην Καλαμάτα πυρπολώντας και λεηλατώντας τα πάντα. Γλαφυρή είναι η περιγραφή του ποιητή Μπουνιαλή στη ‘’Διήγηση του εν τη Κρήτη Πολέμου’’.

Πιθανότατα λόγω του ότι ο βενετσιάνικος στόλος ήταν αλλού απασχολημένος, αναβλήθηκε η γενίκευση της επανάστασης στον Μοριά.

Ωστόσο, οι Μανιάτες απτόητοι συνέχιζαν να αποτελούν εφιάλτη για τον οθωμανικό στόλο. Γύρω στα τέλη του 1667 έφτασαν στο σημείο να εισχωρήσουν νύχτα ανάμεσα στον οθωμανικό στόλο που πολιορκούσε την Κρήτη πυρπολώντας και λεηλατώντας κάτω από τα κανόνια του μεγάλου βεζίρη, ο οποίος νωρίτερα είχε συλλάβει ορισμένους Μανιάτες και τους είχε σουβλίσει, κατά τη γνωστή πρακτική των Τούρκων.

Ο Αχμέτ Κιουπρουλής, ο μεγάλος βεζίρης της οθωμανικής αυτοκρατορίας (1635- 1676), βλέποντας ότι δεν μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει τους Μανιάτες, τους πρότεινε να συνεργαστούν προσφέροντάς τους διπλάσιο μισθό απ’ ότι έπαιρναν οι στρατιώτες στον πόλεμο. Οι Μανιάτες αρνήθηκαν και συνέχισαν τις πειρατικές τους επιδρομές, στις οποίες θα αναφερθούμε εκτενέστερα στο τελευταίο μέρος του άρθρου. Έξαλλος ο Κιουπρουλής διέταξε τον διαβόητο πειρατή Χασάν Μπαμπά, που ήταν ο καλύτερος Τούρκος ναυτικός, να πάει στα παράλια της Μάνης και να υποτάξει τους βουνίσιους και σκληροτράχηλους κατοίκους της.

Πραγματικά ο Χασάν Μπαμπάς έφτασε στον Λακωνικό Κόλπο με άρτια εξοπλισμένο στόλο καιυψώνοντας λευκή σημαία πρότεινε στους Μανιάτες αμνηστία αν του έδιναν μερικούς ομήρους. Αντί για απάντηση δέχτηκε καταιγισμό πυρών από τους Μανιάτες, οι οποίοι με κήρυκες καλούσαν τους κατοίκους σε γενική συνέλευση στην Ανδρουβίστα ή στις Κιτριές. Τα γυναικόπαιδα διατάχθηκαν για λόγους ασφαλείας να κινηθούν προς τα βουνά. Τελικά οι γυναίκες μπήκαν επικεφαλής των πολεμιστών από την Ανδρουβίστα και τις Κιτριές την ώρα που ο Χασάν Μπαμπάς επιχειρούσε απόβαση. ‘’Οι απειλητικές φωνές των γυναικών που έφταναν ως τον ουρανό και οι άγριοι αλαλαγμοί των ανδρών ανάγκασαν τον Χασάν να μην διακινδυνεύσει την αποστολή’’ (Κ. Σάθας). Τη νύχτα δέκα Μανιάτες ρίχτηκαν στη θάλασσα κι έκοψαν τα σχοινιά από τις άγκυρες των πλοίων του στολίσκου. Δύο απ’ αυτά έπεσαν πάνω στους βράχους και διαλύθηκαν. Οι Μανιάτες τα λεηλάτησαν κι αιχμαλώτισαν πολλούς Τούρκους. Ντροπιασμένος ο Χασάν Μπαμπάς έφυγε αφού μόλις κατάφερε να σωθεί.

Οι Μανιάτες πήραν ακόμα μεγαλύτερο θάρρος από αυτή τους την επιτυχία (που μας θύμισε την πανωλεθρία του Ιμπραήμ στη Βέργα και τον Πολυάραβο 150 χρόνια αργότερα, το 1826, καθώς και τότε οι Μανιάτισσες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον ελληνικό θρίαμβο, δείτε περισσότερα στο άρθρο μας στις 21/10/2017). Έτσι συνέχισαν να μάχονται μανιασμένα εναντίον των Οθωμανών που πολιορκούσαν την Κρήτη.

Ο Λιμπεράκης Γερακάρης

Ο μέγας βεζίρης Κιουπρουλής βλέποντας ότι δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τους Μανιάτες με κανέναν τρόπο χτύπησε στην αχίλλειο πτέρνα της ελληνικής φυλής. Στη διχόνοια, η οποία είχε δυστυχώς κάνει την εμφάνισή της και στη Μάνη, όπου πάλευαν για τα πρωτεία δύο φατρίες: των Γιατράκων και των Στεφανόπουλων. Ανάμεσα στους υποστηρικτές των Γιατράκων ήταν και η οικογένεια των Κοσμάδων. Από την οικογένεια αυτή καταγόταν και ο Λιβέριος ή Λιμπεράκης, όπως είναι ευρύτερα γνωστός, Γερακάρης. Γεννήθηκε στη Μάνη γύρω στο 1645. Από την ηλικία των 15 ετών,υπηρέτησε στον βενετικό στόλο ως κωπηλάτης, γρήγορα όμως απέκτησε δικό του πλοίο και επιδόθηκε στην πειρατεία. Ο Γερακάρης αρραβωνιάστηκε την κόρη του Γιακουμή Γιατράκου, την οποία είχε ζητήσει νωρίτερα να παντρευτεί ο Μιχάλης Λεμηθάκης από την αντίπαλη οικογένεια των Στεφανόπουλων. Ο Λεμηθάκης μετά τον αρραβώνα του Γερακάρη με την κόρη του Γιατράκου ‘’άρπαξε σαν ληστής την κόρη’’, όπως γράφει ο Κ. Σάθας. Αυτό το γεγονός οδήγησε σε μια μεγάλη βεντέτα στη Μάνη μεταξύ Γιατράκων, οι οποίοι κατάγονταν από τον ηγεμονικό οίκο των Medici (Μεδίκων) της Φλωρεντίας (ο πρώτος που ήρθε στην Ελλάδα από την οικογένεια αυτή ήταν ο Πέτρος Μέδικος το 1311, ο οποίος εξελλήνισε το επώνυμό του σε Ιατρός, το οποίο στη Μάνη μετατράπηκε σε Γιατράκος) και των Στεφανόπουλων.

Ο Γερακάρης λόγω της δράσης του είχε φυλακιστεί από τους Τούρκους. Ο Κιουπρουλής (τουρκ. Koprulu Fazil Ahmed Pasa) θεώρησε ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον Γερακάρη για να υποτάξει τους ατίθασους Μανιάτες. Πραγματικά τον ελευθέρωσε και του έδωσε άφθονα χρήματα, ενώ παράλληλα ο Γερακάρης έλαβε και μυστικές οδηγίες. Επιστρέφοντας στη Μάνη ο Γερακάρης χρησιμοποίησε τα χρήματα εναντίον της φατρίας των Στεφανόπουλων. Οι πράκτορες του Κιουπρουλή που είχαν σκορπιστεί στη Μάνη διέδωσαν στον λαό και ιδιαίτερα στους ιερείς και τους μοναχούς, ότι ο μέγας βεζίρης θα επιτρέψει να χρησιμοποιούν τις καμπάνες στους ναούς και θα τους δώσει το δικαίωμα να έχουν σταυρό στην κορυφή των κωδωνοστασίων, ότι θα τους απαλλάξει από το παιδομάζωμα, θα τους χαρίσει το μισό χαράτσι και επίσης ότι κανένας Τούρκος δεν θα κατοικήσει στον τόπο τους.

Μετά την άλωση του Χάνδακα (Ηρακλείου Κρήτης) το 1669 ο Κιουπρουλής έστειλε ολιγόλογη επιστολή από τη Χίο προς τους Μανιάτες, με την οποία τους έδινε αμνηστία, τους χάριζε τους καθυστερούμενους φόρους και τους καλούσε να υποταγούν, απειλώντας τους ότι θα τους εξολόθρευε αν αρνούνταν. Ταυτόχρονα έστειλε τον Κεζέ Αλή πασά με 6.000 άνδρες που είχαν στρατολογηθεί από την Αθήνα, τη Ναύπακτο και την Εύβοια, ο οποίος αποβιβάστηκε στη Ζαρνάτα, έχτισε ένα φρούριο στο Πόρτο Κάγιο και δύο ακόμα στο Οίτυλο και τον Κελεφά, ενώ παράλληλα φερόταν φιλικά προς τους Μανιάτες λέγοντάς τους ότι τα φρούρια χτίζονταν για την ελευθερία του εμπορίου και όχι για την κατοχή.

Μετά την κατασκευή των φρουρίων οι άνδρες του Λιμπεράκη συνέλαβαν ορισμένους από τους σημαντικότερους εχθρούς τους (Στεφανόπουλους αλλά και ορισμένους από τους Γιατράκους). Οι Οθωμανοί, οι οποίοι στην πραγματικότητα είχαν υποκινήσει αυτές τις συλλήψεις εμφανίζονταν αδιάφοροι. Στη δίκη που έγινε τηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες και οι συλληφθέντες χαρακτηρίστηκαν ως ‘’ταραξίες της κοινής ησυχίας’’, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν. Η εκτέλεση της ποινής έγινε στο όνομα και στην εξουσία όλου του σώματος των Μανιατών. Μετά τις εκτελέσεις αυτές ακολούθησε η φυγή των Στεφανόπουλων στην Κορσική.

Σύντομα όμως οι Μανιάτες κατάλαβαν ότι οι Τούρκοι τους εξαπάτησαν και κήρυξαν πόλεμο εναντίον τους. Ο Γερακάρης, που είχε γίνει πλέον λαομίσητος, θέλοντας κατά κάποιο τρόπο να εξιλεωθεί ξεκίνησε πάλι τις πειρατικές επιδρομές εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι όμως τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν στο Μπάνιο (Ναύσταθμο) της Κων/πολης.

Νέος ενετοτουρκικός πόλεμος – Ο Γερακάρης αναλαμβάνει πάλι δράση

Το 1684 ξέσπασε νέος ενετοτουρκικός πόλεμος. Οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν εναντίον των Οθωμανών. Επικεφαλής των Βενετών ήταν ο φημισμένος Φραγκίσκος Μοροζίνι. Τότε καταλήφθηκε από τους Ενετούς με την πολύτιμη βοήθεια κυρίως των υπόλοιπων Επτανήσιων η Λευκάδα, που είχε βρεθεί σε τουρκικά χέρια. Οι κάτοικοι της Αιτωλοακαρνανίας κυρίως αυτοί του Βάλτου και του Ξηρόμερου αναθάρρησαν και εξεγέρθηκαν μετά τις προτροπές των αρματολών Αγγέλη Σουμίλα (ή Βλάχου) από τα Γιάννενα, του Πάνου Μεϊ(ν)τάνη από την Κατούνα της Ακαρνανίας και του Μικρού Χορμόπουλου (έτσι τον αναφέρει ο Σάθας) από τα Άγραφα. Εκδίωξαν τους Τούρκους και ζήτησαν να τεθούν κάτω απ’ την προστασία της Ενετικής Δημοκρατίας.

Αυτές και πολλές ακόμα επιτυχίες των Βενετών, όπως η άλωση της Πρέβεζας, πάντα με την πολύτιμη συνδρομή των Ελλήνων, θορύβησαν την Υψηλή Πύλη. Ο σουλτάνος απελευθέρωσε τον Λιμπεράκη και τον αναγόρευσε ηγεμόνα της Μάνης κατά το παράδειγμα των Χριστιανών ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας. Ο Γερακάρης μόλις απελευθερώθηκε δεν λησμόνησε τις παλιές πειρατικές του συνήθειες. Στην πόλη έμενε η ωραία Ελληνίδα Αναστασία, που καταγόταν από τον ευγενικό οίκο των Βουχουζεστίδων και ήταν ανιψιά του πρώην ηγεμόνα της Μολδαβίας Δούκα. Αυτή ερωτεύτηκε σφοδρά τον Γερακάρη και τον αρραβωνιάστηκε μυστικά. Όμως δεν ήθελε να εκτεθεί στους κύκλους των ευγενών της Κων/πολης και να δείξει ότι παντρεύεται έναν άνθρωπο που μέχρι πριν λίγο καιρό βρισκόταν στις φυλακές.

Με ένα τέχνασμα, το οποίο περιγράφει αναλυτικά ο Σάθας, ο Γερακάρης παντρεύτηκε την Αναστασία. Έζησε όμως μαζί της μόνο για 20 μέρες, γιατί ο μεγάλος βεζίρης του έδωσε σημαία χωρίς ουρά και 5.000 Οθωμανούς στρατιώτες. Ο Λιμπεράκης αναχώρησε μέσω ξηράς για την Ελλάδα αφού εγγυήθηκε για την πίστη του ο ονομαστός ομογενής Κοπάνης. Η Αναστασία απαρηγόρητη για την αισχρή συμπεριφορά του Γερακάρη ντυνόταν πλέον σαν χήρα και τελικά έφυγε πρόωρα απ’ τη ζωή.

Στο μεταξύ ο Γερακάρης αφού ενώθηκε με τον σερασκέρη  της Ελλάδας Μισιρλιζαδέ κατασκήνωσε γύρω απ’ τη Θήβα και τα Μέγαρα. Από εκεί εξέδιδε προκηρύξεις προς όλους τους Έλληνες να επιστρέψουν στη σουλτανική κυριαρχία. Ο Λοκατέλι διασώζει μία από αυτές τις προκηρύξεις:

Από εμέ τον μπέην της Μάνης προς εσάς ιερείς και προεστούς και όλους τους Αθηναίους και τους κατοικούντας τας νήσους Σαλαμίνα και Αίγιναν. Άμα λάβετε το παρόν μου πρέπει να επιστρέψητε εις τας πατρίδας σας, καθώς πρότερον, και εγώ ας έχω εις την ψυχήν μου ό,τι κακόν φαντάζεσθε πως θα σας κάμουν οι Τούρκοι. Έχω σουλτανικά διατάγματα, διά των οποίων σας δίδεται αμνηστεία διά τα πραχθέντα. Μετ’ ολίγον θα έλθω αυτού, θεού ευδοκούντος, με μεγάλας δυνάμεις, και όστις εισακούσει τους λόγους μου θέλει απολαύσει της ευνοίας μου. Όσοι όμως παρακούσουν εις την διαταγήν μου ας ήνε βέβαιοι πως μήτε η Σαλαμίς, μήτε η Αίγινα, μήτε κανείς άλλος τόπος θα τους διαφυλάξει από την δικαίαν μου οργήν.

Μια πρώτη προσπάθεια να εισβάλλουν στην Πελοπόννησο ο Γερακάρης με τον σερασκέρη απέτυχε παταγωδώς, καθώς τράπηκαν σε φυγή αμέσως μόλις αντίκρυσαν τους Κροάτες (!) που έστειλε εναντίον τους ο γενικός προβλεπτής της Βενετίας Αντόνιο Ζένο.

Τον Ιούλιο του 1692 όμως ο Γερακάρης με 5.000 στρατιώτες κατέλαβε την Κόρινθο παραδίδοντας τα πάντα στη φωτιά και το σίδερο. Αφού κατέστρεψε και το Άργος έφυγε για το Ναύπλιο και έστειλε διάφορα σώματα προς την Τρίπολη, το Αίγιο, τα Καλάβρυτα και την Πάτρα. Επειδή όμως οι επίκαιρες θέσεις που οδηγούσαν στις πόλεις ήταν καλά οχυρωμένες οι άνδρες του δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν προς αυτές.

Τον Οκτώβριο του 1692, ο Χαλίλ πασάς των Ιωαννίνων και ο Γερακάρης με 500 άνδρες, επιχείρησαν να καταλάβουν τη Ναύπακτο, όμως ο προβλεπτής Μάρκο Βενιέρι, με τη βοήθεια του γενικού προβλεπτή των Επτανήσων Μπεντραμίνο, κατόρθωσαν να τους αποκρούσουν.

Το 1694, ο Γερακάρης προσπάθησε να εισβάλει με τον Χαλίλ (σερασκέρη) στην Κόρινθο. Τελικά, αποφάσισε να κινηθεί προς τη Στερεά Ελλάδα. Με μεγάλες δυνάμεις, στρατοπέδευσε στο Καρπενήσι και έγραψε φιλική επιστολή στον αρματολό Μποζίνα που μαζί με τον Σλάβο Λουμποζόβιτς (πηγή: Κ. Σάθας), ήταν διοικητές του μεγάλου αρματολικιού του Καρπενησίου, ζητώντας του να μοιράσουν τον τόπο πληρώνοντας στον σουλτάνο το καθορισμένο χαράτσι, απαλλάσσοντας έτσι στο μέλλον τους ομοθρήσκους τους από οποιαδήποτε τουρκική ενόχλησα.Να σημειώσουμε ότι την ίδια εποχή,ένας άλλος Σλάβος,ο Ηλίας Δαμιανόβιτς,ήταν συνδιοικητής στο αρματολίκι του Λιδορικίου. Ο Μποζίνας απάντησε αόριστα. Ο Γερακάρης τότε, εισέπραξε εκβιαστικά από τους κατοίκους της περιοχής του Καρπενησίου τους φόρους και άρχισε να στρατολογεί ντόπιους. Επίσης, διόρισε ως πρωτοπαλίκαρό του, τον αρματολό Κώστα Ράβδα. Για να αποκτήσει τοπική επιρροή, παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο μία πλούσια και ωραία νέα από το χωριό Μαυρύλο, από την οικογένεια του Χατζη Οικονόμου,η οποία είχε «ισχυρές» γνωριμίες στην Ευρυτανία και την Υπάτη. Παράλληλα, άρχισε να χτίζει εκκλησίες, όπως την Αγία Τριάδα στο Καρπενήσι.

Οι Ενετοί βλέποντας ότι ο Γερακάρης ήταν πολύ επικίνδυνος, αποφάσισαν να έρθουν σε συνεννόηση μαζί του. Έστειλαν στο Βραχώρι (σημ. Αγρίνιο), τον λοχαγό Ιωάννη Λάμπη, που υπηρετούσε στον στρατό τους και είχε βοηθήσει κάποτε τον Γερακάρη να δραπετεύσει από τη ναυαρχίδα του καπουδάν πάσα, για να συναντήσει τον Λιμπεράκη. Ο Λάμπης που βρισκόταν στη Ναύπακτο, έστειλε αγγελιοφόρο στο Βραχώρι, που συνάντησε τον Γερακάρη και του μετέφερε το μήνυμά του. Ο Γερακάρης, απάντησε ότι με μεγάλη του χαρά θα έβλεπε τον παλιό του φίλο. Λίγες μέρες αργότερα, ο Λάμπης έφτασε στο Βραχώρι.

Ο Γερακάρης τον υποδέχτηκε εγκάρδια. Στη συζήτηση που ακολούθησε, ο Λάμπης τον κάλεσε να εγκαταλείψει τους Τούρκους και να πάει με το μέρος των Ενετών που του πρόσφεραν αξιώματα και πολλά χρήματα. Ο Γερακάρης του απάντησε ότι οι Έλληνες δεν είχαν να περιμένουν καμία ωφέλεια από τους Ενετούς και ότι ο ίδιος, είχε σταλεί στην Ελλάδα με την εγγύηση ομογενών, όπως του Κοπάνη, που θα πλήρωναν με το κεφάλι τους τυχόν παρασπονδία του. Παρά τις εκκλήσεις του Λάμπη, ο Γερακάρης υποσχέθηκε μόνο ότι θα τον ενημερώνει με κάποιο τρόπο για τις επόμενες κινήσεις των Τούρκων.

Ο Λάμπης επέστρεψε στη Ναύπακτο και ο Γερακάρης προσπάθησε να περάσει τον Αχελώο. Αποκρούστηκε όμως από τους αρματολούς Σπαθόγιαννο και Μεϊ(ν)τάνη και τον Συνταγματάρχη Λουδορέκα. Στη συνέχεια, στράφηκε με απειλητικές διαθέσεις προς τα Σάλωνα (σημ. Άμφισσα).
Και εκεί όμως, γνώρισε συντριβή από τους αρματολούς που είχαν επικεφαλής τον Κούρμο και τους ντόπιους, με μπροστάρη τον Επίσκοπο Φιλόθεο, ο οποίος τραυματίστηκε θανάσιμα στη μάχη. Λίγο πριν πεθάνει, ζήτησε από τον αδελφό του Δημήτριο Χαριτόπουλο «να κρύψει τα κόκαλά του και όταν πλέον παγιωθεί η ελληνική ανεξαρτησία να τα θάψει με πομπή στην εκκλησία της πατρίδας τους».

Το 1694, ο Λιμπεράκης ενώθηκε στη Θήβα με τον Χαλίλ πασά και αφού πέρασε τον Ισθμό κατευθύνθηκε προς την Αργολίδα.
Ο διοικητής του Μοριά Μικιέλι, έστειλε τον Συνταγματάρχη Τορτού στο Καρπενήσι. Αυτός, σε συνεργασία με τον Λουδορέκα, λεηλάτησε την πόλη και έκαψε το σπίτι του Γερακάρη πού βρισκόταν σ’ αυτή.

Μαζί με τ’ άλλα λάφυρα ο Τορτού, πήρε 50 αιχμαλώτους και 150 κεφάλια σκοτωμένων και επέστρεψε στη βάση του.

Ο Γερακάρης τότε, μαζί με τον νέο σερασκέρη Ιμπραήμ πασά κινήθηκε πάλι προς τον Μοριά. Αφού έτρεψε σε φυγή τα ελληνικά στρατεύματα των Λάσκαρη και Μόρου, έφτασε ως την Τρίπολη και το Λεοντάρι κάνοντας λεηλασίες. Στη συνέχεια πυρπόλησε και την Καρύταινα.

Ο Γερακάρης στην υπηρεσία των Ενετών

Οι Βενετοί, διέταξαν τον έκτακτο προβλεπτή της Πελοποννήσου Ιουστίνο Ρίμπα, να ξαναρχίσει τις διαπραγματεύσεις με τον Γερακάρη. Παράλληλα και ο Λάμπης άρχισε ξανά να επικοινωνεί με τον Λιμπεράκη. Οι Τούρκοι, αποφάσισαν να εξοντώσουν τον Γερακάρη με δηλητήριο διαλυμένο στον καφέ του. Ο πονηρός Μανιάτης όμως, με εύσχημο τρόπο απέφυγε να πιει τον καφέ!
Με κάποιο πρόσχημα και 30 πιστούς άνδρες, έφυγε για τη Ναύπακτο όπου επιβιβάστηκαν στις βενετσιάνικες γαλέρες που περίμεναν. Οι Ενετοί, χάρηκαν αφάνταστα.

Τίμησαν τον Γερακάρη με τον τίτλο του «τοπάρχη της Ρούμελης» (Livadia) και τον ονόμασαν «ιππότη του Αγίου Μάρκου». Του πρόσφεραν αδαμαντοκόλλητο σταυρό και του επέτρεψαν να έχει σωματοφυλακή από 15 άνδρες, ανάμεσά τους και ο αδελφός του Γεώργιος.

Το 1697, οι Βενετοί αποφάσισαν να επιτεθούν στον σερασκέρη στη Θήβα. Για αντιπερισπασμό, ο Γερακάρης, πήγε στα Σάλωνα, ενώ 1.800 Αλβανοί κατέστρεψαν τα πάντα από τη Θήβα ως την Αθήνα. Ο Γερακάρης με τους αρματολούς της Στερεάς, πέρασε τη Φθιώτιδα και την Ευρυτανία και έφτασε στην Ήπειρο. Στις 27 Αυγούστου λεηλάτησε απάνθρωπα την Άρτα. Οι κάτοικοί της, πληροφόρησαν τον Δόγη της Βενετίας για το γεγονός αυτό. Ο Σάθας γράφει ότι ο Γερακάρης, ύστερα απ’ αυτό, είτε γιατί φοβούμενος τιμωρία απ’ τους Βενετούς, είτε για να θεραπεύσει την ποδάγρα που τον ταλαιπωρούσε εγκατέλειψε τις πολεμικές δραστηριότητες και πέθανε ύστερα από λίγο. Σύμφωνα με άλλες μεταγενέστερες πηγές, συνελήφθη και φυλακίστηκε στην Μπρέσια, όπου και πέθανε το 1710.

Αυτός ήταν ο πολυτάραχος βίος του περιβόητου ληστοπειρατή και τυχοδιώκτη Λιμπεράκη Γερακάρη.

Ίσως ούτε ο ίδιος ήξερε γιατί και για ποιον πολεμούσε.

Θα μπορούσε να προσφέρει πολύ περισσότερα στον τόπο του, αλλά η απληστία του και η φιλοδοξία τον οδήγησε σε λαθεμένες αποφάσεις και ενέργειες. Και όπως είπε στον Λάμπη στην συνάντησή τους στο Βραχώρι: «Το μέλλον βρίσκεται στα χέρια του Θεού, ο οποίος ας το διαθέσει για το καλύτερο».

Η πειρατική δράση των Μανιατών

Την ίδια εποχή με τον Γερακάρη πολλοί συμπατριώτες του ζούσαν αποκλειστικά από την πειρατεία.

Ο Guilletiere,γράφει το 1675:” Το σπουδαιότερο επίτευγμα των Μανιατών είναι η πειρατεία και το μεγαλύτερο εμπόριό τους είναι η πώληση αιχμαλώτων.

Το Οίτυλο ονομαζόταν Μέγα Αλγέρι. Παντού αιχμαλωτίζουν πουλώντας τους Χριστιανούς στους Τούρκους και τους Τούρκους στους Χριστιανούς”. Και στη συνέχεια: “Αλλά και οι ιερείς και οι μοναχοί των Μανιατών έπαιρναν μέρος στην πειρατεία… Πολλοί απ’ αυτούς τους ιερωμένους επέβαιναν και στα καταδρομικά πλοία”.

Ο Γάλλος Τεβενό που περιηγήθηκε την Ανατολή στα μέσα του 17ου αιώνα, γράφει ότι οι Μανιάτες πειρατές έφταναν λεηλατώντας ως το Πολύκανδρο (Φολέγανδρο).

Ο Ενετός γερουσιαστής και ιστοριογράφος Φοσκαρίνι, γράφει ότι οι αρχηγοί των Μανιατών θεωρώντας ότι όλοι είναι ίσοι μεταξύ τους, δεν αναγνώριζαν κανέναν ως ανώτερο και εξαιτίας αυτού ό,τι ένας αρνιόταν να πράξει, οι άλλοι το εκτελούσαν πρόθυμα.
Πηγές: Κωνσταντίνου Σάθα “Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα”, Εκδόσεις “ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ” Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ. Kωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου,”ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ”,Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ.

Πηγή: protothema.gr

Related Post