Tης Eurohoops team/ info@eurohoops.net
Ο Αρλάουκας ξεκίνησε μάλιστα τη συζήτηση λέγοντας πως ο Ράις ήταν ο παίκτης που τον ενέπνευσε μετά το τέλος της καριέρας του ώστε να αγαπήσει ξανά το μπάσκετ:
“Δεν μου άρεσε το μπάσκετ εκείνη την εποχή. Ήθελα να ξεφύγω. Και τότε σε είδα απέναντι στο Νορθ Καρολάινα να βάζεις 34 πόντους στο πρώτο ημίχρονο. Φίλε, ήταν η πρώτη φορά που ενθουσιάστηκα ξανά με το μπάσκετ. Περίμενα αυτή μας τη συζήτηση για να στο πω. Ήσουν κατά κάποιον τρόπο αυτός που με επανέφερε στο μπάσκετ”.
Ο Ταϊρίς Ράις άρχισε την ιστορία του λέγοντας στον Τζο Αρλάουκας:
«Άρχισα να παίζω μπάσκετ όταν ήμουν 4 ή 5 χρονών. Έπαιζα κόντρα σε μεγαλύτερους, επτά, οκτώ, εννιά χρονών. Έπαιζα σε πρωταθλήματα όταν ήμουν μικρός. Οι παππούδες μου έχουν βίντεο από αυτά τα παιχνίδια!».
Ο Ράις έγινε πατέρας στον Ασόν στα 18 του μόλις χρόνια κι αυτό έπαιξε μεγάλο ρόλο για το που θα έπαιζε κολεγιακό μπάσκετ. Ένας λόγος που επέλεξε το Μπόστον Κόλετζ ήταν επειδή τα ταξίδια στο Νορθ Καρολάινα και τη Βιρτζίνια του έδιναν την ευκαιρία να επισκεφτεί το γιο του. Είπε επίσης πως παραλίγο να τα εγκαταλείψει όλα, αλλά η μητέρα του και η οικογένεια της μαμάς του γιου του, τον έπεισαν να συνεχίσει για το επόμενο επίπεδο:
«Ξέρουν πόσο το εκτίμησα αυτό. Δεν υπάρχει κάτι που δεν θα έκανα για τη μητέρα μου εφόσον μου το ζητούσε. Δεν υπάρχει κάτι που η οικογένεια της που δεν θα έκανα, απλά επειδή καταλαβαίνω ότι χωρίς αυτούς δεν θα ήμουν εκεί που βρίσκομαι σήμερα».
Ο Ράις μίλησε και για το περίφημο παιχνίδι κατά του Ολυμπιακού στο οποίο πέτυχε 41 πόντους:
“Η ενέργεια σε αυτό το παιχνίδι ήταν κάτι το ξεχωριστό. Δεν μου αρέσει να μιλάω για τον εαυτό μου. Είχα καταλάβει πάντως από το πρώτο ημίχρονο πως εκείνη ήταν η βραδιά μου. Δεν περίμενα βέβαια πως θα πετύχω 41 πόντους, αλλά το παιχνίδι ήταν κλειστό. Περνούσε η ώρα και βρισκόμουν στη «ζώνη», κάθε καλάθι μετρούσε περισσότερο. Δεν ήταν ας πούμε ένα χαλαρό παιχνίδι κι απλά έβαλα 41 πόντους. Προσπάθησα να βγω μπροστά και να κάνω ό,τι καλύτερο γινόταν.
Αυτό το παιχνίδι ήταν τρελό. Ακόμη και το να ετοιμάζεσαι για το γήπεδο ήταν τρελό. Συνήθως πάω στο γήπεδο περίπου δύο ώρες πριν από το τζάμπολ και δεν υπάρχει άνθρωπος. Εκείνη τη μέρα το πάρκινγκ ήταν γεμάτο πολύ ώρα πριν την έναρξη. Πήγα για τα αναγνωριστικά σουτάκια και το γήπεδο ήταν ήδη μισογεμάτο. Μου ταίριαξε εκείνο το ματς. Ήταν μια εμπειρία την οποία μπορώ να συγκρίνω μόνο με το Final Four. Τα συναισθήματα που μπαίνουν σ’ αυτό το ματς είναι κάτι τρελό».
Ο Ράις διάλεξε και μερικούς παίκτες για την ομάδα της δεκαετίας, ξεχωρίζοντας δύο Έλληνες:
“Διαμαντίδης και Σπανούλης σίγουρα ξεχωρίζουν για μένα. Ο Χουάν Κάρλος κι ο Μίλος θα έμπαιναν σίγουρα. Θα έβαζα και τον Ντε Κολό. Ο Ντέβιν Σμιθ θα έμπαινε στην ομάδα, είναι ο άνθρωπος μου, αλλά κι ο Βίκτορ Χριάπα. Ο Κάιλ είναι η επιλογή μου στο «πέντε».
Ο Ράις έπαιξε σε τέσσερις διαφορετικές ομάδες της Ευρωλίγκας: Μακάμπι, Χίμκι, Μπαρτσελόνα και τώρα στον Παναθηναϊκό. Έχει μέσο όρο 11,2 πόντους και 4,2 ασίστ, αλλά ξεκίνησε υπό τον κόουτς Μπλατ που δεν είχε σταθερό χρόνο συμμετοχής. Έδειξε όμως αφοσίωση στο πλάνο και γύρισε υπέρ του τη σεζόν (2014) κατακτώντας τον τίτλο με τη Μακάμπι:
«Αναρωτήθηκα: θα είσαι δυστυχισμένος, θα το δείχνεις και δεν θα παίζεις; Ή θα είσαι δυστυχισμένος, αλλά θα προσπαθήσεις να φτιάξεις αυτήν την κατάσταση; Πάντα ήμουν από αυτούς που πιστεύουν ότι η σκληρή δουλειά σε ξεπληρώνει. Ότι θα συμβεί κάποια στιγμή κι έτσι άλλαξα την προσέγγιση μου. Έβλεπα πολλά βίντεο κι έλεγα: Οκ, μπορώ να βοηθήσω εδώ. Μπορώ να βοηθήσω αλλού. Άρχισα να παίζω με απόλυτη αυτοπεποίθηση και να μην ανησυχώ αν θα έπαιζα πέντε ή 25 λεπτά. Και τότε νομίζω, άρχισαν να αλλάζουν τα πράγματα».
Ο Ράις μίλησε και για το ξεκίνημα της ευρωπαϊκής του καριέρας με τον Πανιώνιο:
«Ο ατζέντης μου με έπεισε ότι ήταν η καλύτερη κατάσταση. Θα παίζαμε στο Eurocup, αλλά τελικά αυτό δεν συνέβη. Το ελληνικό πρωτάθλημα ήταν τότε το δεύτερο καλύτερο. Ήταν εξαιρετικοί παίκτες στη λίγκα. Το πρόβλημα είναι ότι ήμουν για πρώτη φορά μακριά από το σπίτι μου».