Tης Eurohoops team/ info@eurohoops.net
Σχεδόν όλη η καριέρα του Κώστα Σλούκα στο… πιάτο σας, όπως την διηγείται ο ίδιος ο σταρ του Ολυμπιακού!
Οι Πειραιώτες, στο πλαίσιο της νέας, ανανεωμένης ιστοσελίδας τους, που βγήκε ανήμερα των γενεθλίων του συλλόγου, δημοσίευσαν μια τεράστια συνέντευξη του Κώστα Σλούκα, με τον Έλληνα γκαρντ να μιλάει για το ξεκίνημα της καριέρας του, την παρουσία του στην Φενέρ, αλλά και το παρόν!
Στην συνέντευξη που ακολουθεί ο Κώστας Σλούκας αναφέρεται στο ξεκίνημά του και το πώς ήρθε στον Ολυμπιακό, την βοήθεια που του έδωσε στα πρώτα του χρόνια στον Πειραιά ο Θοδωρής Παπαλουκάς, τις δυσκολίες και τις επιτυχίες στην Ευρωλίγκα, αλλά και τις συζητήσεις με τον Γιάννη Σφαιρόπουλο και τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς. Στη συνέχεια φτάνει στην απόφασή του να παίξει στην Φενέρ και στο… παράπονό του από την πρώτη του επίσκεψη στο ΣΕΦ, ενώ αναφέρεται και στο τώρα και την επιστροφή του στον αγαπημένο του σύλλογο.
Αναλυτικά ΟΛΟΚΛΗΡΗ η συνέντευξη του Κώστα Σλούκα:
Γεννήθηκε με το γονίδιο του πρωταθλητή!
Στις 15 Ιανουαρίου του 1990 οι Γιάννης και Ματούλα Σλούκα υποδέχθηκαν στον κόσμο το πρώτο τους παιδί, τον Κώστα και τρία χρόνια αργότερα (21 Ιανουαρίου του 1993), το δεύτερο, την Αναστασία. Και τα δύο τέκνα πήραν το γονίδιο του πρωταθλητισμού από τον πατέρα τους!
«Είμαι μεγαλωμένος από μια απλή οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν αστυνομικός και η μητέρα μου πωλήτρια σε γυναικεία είδη. Δεν μπορώ να πω ότι μεγάλωσα δύσκολα. Το αντίθετο. Οι γονείς μου προσπάθησαν να προσφέρουν σε εμένα και στην αδελφή μου όσα περισσότερα μπορούσαν. Ήμασταν μια μικρομεσαία οικογένεια, απλά ο πατέρας μου ήταν αθλητής. Μικρός έπαιζε ποδόσφαιρο και έπειτα ασχολήθηκε με την άρση βαρών, όπου μάλιστα ήταν και πρωταθλητής Ελλάδος. Οπότε ήταν εκείνος που ώθησε στον αθλητισμό και εμένα, αλλά και την αδελφή μου».
Παραδόξως η σχέση του με την άρση βαρών είναι ανύπαρκτη. «Δεν δοκίμασα ποτέ. Ούτε εγώ το ήθελα, αλλά ούτε και ο πατέρας μου, γιατί είναι πολύ δύσκολο άθλημα που δημιουργεί προβλήματα. Περισσότερο με προέτρεψε να ασχοληθώ με το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ. Την αδελφή μου νομίζω πως την επηρέασα λίγο περισσότερο εγώ στο να ασχοληθεί με το μπάσκετ».
Η πρώτη στρογγυλή… θεά με την οποία «φλέρταρε» είχε ασπρόμαυρη απόχρωση. «Αρχικά ασχολήθηκα με το ποδόσφαιρο, κυρίως λόγω σχετικής επιθυμίας του πατέρα μου. Έπαιζα αριστερό χαφ. Υπήρξε μια εποχή που έκανα και τα δύο, και μπάσκετ και ποδόσφαιρο, όμως, για οικονομικούς λόγους, αλλά και για εξοικονόμηση χρόνου, οι γονείς μου, μου ζήτησαν να διαλέξω ένα άθλημα. Εγώ επέλεξα το μπάσκετ γιατί μου άρεσε περισσότερο. Επίσης επηρεάστηκα αρκετά και από τον ξάδελφό μου που έπαιζε μπάσκετ. Αναφέρομαι στον Γιάννη Μητσάκη. Ξεκίνησα από μια ομάδα του κατηχητικού, ΑΕΝ λεγόταν, μετά πήγα στον Μέγα Αλέξανδρο και στην συνέχεια στον Μαντουλίδη. Ο λόγος που άλλαξα τόσες ομάδες σε τόσο μικρή ηλικία είχε να κάνει με το ότι μετακομίζαμε και η απόσταση ήταν μεγάλη. Επιπλέον ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν πιο μεγάλο σωματείο, πιο οργανωμένο».
Ο Κώστας Σλούκας ξεχώρισε από νωρίς στον αθλητισμό, αλλά και στο σχολείο. Κάποια στιγμή, ωστόσο, ο καλός αθλητής και ο καλός μαθητής έμελλε να… συγκρουστούν. «Γενικά ήμουν καλός μαθητής. Διάβαζα ως μία ηλικία. Μέχρι και Γ’ γυμνασίου έβγαζα 18,7. Απλά στην συνέχεια με κέρδιζε το μπάσκετ. Είχα πάρει και το άνευ εξετάσεων εισαγωγή σε όποιο πανεπιστήμιο ήθελα λόγω της Εθνικής ομάδας, οπότε έριξα το μεγαλύτερο βάρος στις προπονήσεις μου. Έκανα διπλές προπονήσεις και η αλήθεια είναι πως στα μαθήματα έμεινα λίγο πιο πίσω».
Το εφαλτήριο στο να κάνει μεγάλα όνειρα ένας μικρός ηλικιακά αθλητής, είναι συνήθως οι επιτυχίες κάποιου άλλου. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση του γκαρντ του Ολυμπιακού. «Θυμάμαι τον Ντέιβιντ Ρίβερς και το Ευρωπαϊκό που κατέκτησε ο Ολυμπιακός το 97. Θυμάμαι και την Εθνική, η οποία δεν είχε φέρει επιτυχίες, αλλά ήταν στις μεγάλες διοργανώσεις. Και φυσικά θυμάμαι και το 2005, όταν η Εθνική κατέκτησε το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Είχα βγει και εγώ στον Λευκό Πύργο και πανηγύριζα!». Το πραγματικό του κίνητρο, ωστόσο, για να αφοσιωθεί στο μπάσκετ και να πετύχει ήταν το προσωπικό του ‘θέλω’. «Όσο περισσότερο ασχολούμουν με το μπάσκετ συνειδητοποιούσα πως ήταν αυτό που πραγματικά μου άρεσε και αγαπούσα. Παλιότερα ήμουν χοντρούλης, είχα παραπάνω κιλάκια, για αυτό και ο πατέρας μου με ωθούσε να κάνω έξτρα προπόνηση. Για την ακρίβεια με σήκωνε επτά το πρωί και πηγαίναμε μαζί και τρέχαμε. Αυτό ξεκίνησα να το κάνω από την ηλικία των 14 ετών. Ο πατέρας μου ήταν πάντα ευθύς και μου έλεγε πως είμαι βαρύς και χρειάζομαι ταχύτητα. Καταλάβαινα πως είχε δίκιο και πως τα έλεγε για το καλό μου, παρότι μου τα έλεγε ωμά, οπότε ξεκίνησα το τρέξιμο. Μέσα από αυτή τη διαδικασία διαπίστωνα πως συνεχώς βελτιώνομαι, οπότε άρχισε να μου αρέσει».
Η επιτυχία, κυρίως μέσω των μικρών Εθνικών ομάδων, «χτύπησε» πολύ νωρίς την πόρτα του, όμως, παρά την τεράστια αναγνωσιμότητα τα πόδια του παρέμειναν ‘καρφωμένα’ στο έδαφος. «Είχα κάποιο ταλέντο, έτυχε και οι ομάδες που έπαιζα να είναι τέτοιες ώστε μπορούσα να φανώ. Ήρθαν και οι επιτυχίες με τις Εθνικές ομάδες, όμως, δεν ένιωθα κάποια πίεση από όλο αυτό. Ίσα ίσα μου άρεσε που οι ομάδες που έπαιζα πρωταγωνιστούσαν. Ο πατέρας μου, μου πέρασε την εξής νοοτροπία: Να δουλεύω γιατί κάποιος άλλος, κάπου αλλού δουλεύει περισσότερο από εμένα, οπότε πρέπει να κερδίζω την κάθε μέρα και να γίνομαι όλο και καλύτερος. Επίσης, μου τόνιζε πως αν έχω υπομονή μέσα από την σκληρή δουλειά θα έρθει το αποτέλεσμα. Σίγουρα χρειάζεται και η τύχη, αναφέρομαι στο να μην έχεις τραυματισμούς κτλ, όμως, το βασικότερο είναι να δουλεύεις σωστά. Είναι σημαντικό στην προπόνησή σου να υπάρχει πρόγραμμα».
Στον Θρύλο με Προεδρικό… διάταγμα!
Η επιτυχία δεν ήταν η μόνη που του «χτύπησε» νωρίς την πόρτα. Το ίδιο έκανε και ένας από τους μεγαλύτερους ευρωπαϊκούς συλλόγους (το 2008).
«Όταν ήρθα στον Ολυμπιακό ήμουν 17 στα 18 ετών. Κατέβηκα μόνος μου. Οι Πρόεδροι έδειξαν πως με ήθελαν πάρα πολύ. Η αλήθεια είναι πως στην αρχή είχα ενδοιασμούς για το αν έπρεπε να έρθω ή όχι, γιατί ναι μεν ήθελα να έρθω στον Ολυμπιακό, αλλά έβλεπα πως ήμουν ένας αθλητής Γ’ Εθνικής που θα πήγαινε σε μια ομάδα που διεκδικούσε την Ευρωλίγκα. Ήξερα πως δεν θα είχα ρόλο και σκεφτόμουν πως δεν θα κάνω ούτε προπονήσεις με την ομάδα. Παρόλα αυτά οι Πρόεδροι έδειξαν πόσο πολύ με ήθελαν και έτσι πήρα μεταγραφή. Και όντως οι δύο πρώτες χρονιές που έμεινα εδώ ήταν πολύ δύσκολες, γιατί στην ουσία δεν έκανα ούτε προπόνηση. Ήμουν σε μια ομάδα που πρωταγωνιστούσε, αλλά εγώ ήμουν θεατής. Δεν είχα συμμετοχή, ίσα, ίσα λίγο στην προπόνηση».
Το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα αποτέλεσε τη μεγαλύτερη πρόκληση στην καριέρα του, καθώς όπως εξήγησε: «Ήταν ένα πολύ δύσκολο κομμάτι αυτό, όχι μόνο επειδή ήμουν στο περιθώριο… Όταν είσαι 18 χρονών, έχεις φύγει από το σπίτι σου και έχεις χρήματα, το μυαλό μπορεί να φύγει λίγο. Και όντως έφυγε… Για τρεις τέσσερις μήνες το μυαλό μου ξέφυγε, αλλά στην πορεία επανήλθα γιατί ήξερα τι πραγματικά ήταν αυτό που ήθελα να κάνω: Ήθελα να παίξω μπάσκετ. Έκανα προπονήσεις εκείνο το διάστημα, αλλά ως 18χρονος σκεφτόμουν… Μήπως να πάω καμιά βόλτα; Μήπως να πιώ έναν καφέ; Ήμουν και αναγνωρίσιμος λόγω των επιτυχιών με τις μικρές Εθνικές ομάδες… Όμως, σε κάποιο σημείο είπα στον εαυτό μου: ‘Δεν κάνεις που δεν κάνεις προπόνηση με την ομάδα, πρέπει να βελτιώσεις το σώμα σου μέσα από ατομικές προπονήσεις’. Έτσι ξεκίνησα να κάνω μόνος μου προπόνηση, κρυφά από την ομάδα. Έτρεχα μόνος μου έξω, πήγαινα σε γυμναστήριο μόνος μου έξω. Γενικότερα προσπάθησα να δουλέψω περισσότερο μόνος μου. Τα αίτια μου με παρακίνησαν ήταν αυτά που προανέφερα. Η αφορμή ήταν ο Θοδωρής Παπαλουκάς. Μια μέρα μπήκε στα αποδυτήρια και μου είπε πως πάχυνα. Εγώ του είπα πως δεν έχω παχύνει. Εκείνος επέμεινε και στην συνέχεια με έβαλε στην ζυγαριά και όντως είχα πάρει 3-4 κιλάκια! Αυτό με έκανε να αισθανθώ άσχημα και ξεκίνησα να προσέχω ακόμη περισσότερο την διατροφή μου. Νομίζω πως από το σημείο αυτό ξεκίνησα να βελτιώνω το σώμα μου και να βελτιώνομαι ως παίκτης, όχι μόνο αγωνιστικά, αλλά και αθλητικά».
Για τον Κώστα Σλούκα του 2008 ο Θοδωρής Παπαλουκάς δεν ήταν απλός ένας αθλητής που θαύμαζε απεριόριστα. Ήταν κάτι σαν μέντοράς του… «Ο Θοδωρής ήταν εκείνος που και με πίστευε και με βοηθούσε. Είχε δει κάποια πράγματα σε εμένα, παρότι ήμουν λίγα κιλάκια παραπάνω. Ήμουν και δωμάτιο μαζί του στην προετοιμασία. Εκείνο το διάστημα αισθανόμουν πάρα πολύ περίεργα. Ήμουν δωμάτιο με έναν παίκτη που πριν 2-3 μήνες, εγώ παίκτης Γ’ Εθνικής, τον έβλεπα από την τηλεόραση στην Εθνική ομάδα. Με έναν παίκτη που έχει πάρει τα πάντα και έχει βγει MVP Ευρωλίγκας, έχει τόσες διακρίσεις στην καριέρα του, κοιμόμουν στο διπλανό κρεβάτι. Φανταστείτε πως από το άγχος μου δεν μπορούσα να κλείσω μάτι! Όμως, είναι αλήθεια πως ο Θοδωρής με βοήθησε πάρα πολύ και με πίστευε. Ακόμη κρατάμε επαφές και μιλάμε συχνά».
Και δεν ήταν μόνο ο Θοδωρής Παπαλουκάς που κοιτούσε με δέος… «Το πρώτο διάστημά μου στον Ολυμπιακό μεγαλύτερη εντύπωση από όλα μου έκαναν οι παίκτες που μέχρι πριν λίγο καιρό έβλεπα στην τηλεόραση. Όλοι αυτοί ήταν πλέον μπροστά μου και ήταν κάτι σαν παραμύθι. Επίσης μου έκανε εντύπωση η οργάνωση μιας υψηλού επιπέδου ομάδας, οι προπονήσεις που επίσης ήταν πάρα πολύ υψηλού επιπέδου και ανταγωνιστικές. Μάλιστα, θυμάμαι πως στην αρχή ζοριζόμουν πάρα πολύ να βγάλω το πρόγραμμα. Ακόμη και το πιο μικρό, το ότι πηγαίναμε προετοιμασία για δεκαπέντε μέρες μου έκανε εντύπωση. Όλο συνολικά ήταν ένα πολύ μεγάλο σοκ για εμένα. Επαναλαμβάνω από Γ’ Εθνική βρέθηκα σε ομάδα Ευρωλίγκας, που διεκδικούσε τίτλο… Είχαμε τον Τσίλντρες, είχαμε παίκτες τεράστιου βεληνεκούς».
Το πρώτο φάιναλ φορ της καριέρας του (Παρίσι: σεζόν 2009-10) το παρακολούθησε με πολιτικά, στην άκρη του πάγκου. Η λογική λέει πως οποιοσδήποτε στην θέση του θα ονειρευόταν να βρεθεί την επόμενη σεζόν στο ίδιο επίπεδο, αλλά στο παρκέ. Όχι εκείνος, όμως… «Τότε πίστευα μέσα μου πως αυτό δεν είναι το σκαλοπάτι… Εννοώ πως δεν είχα την ψευδαίσθηση πως ξαφνικά θα γίνει κάτι και θα παίξω στον Ολυμπιακό και στο φάιναλ φορ. Είχα συνειδητοποιήσει πως έχω αφήσει σκαλοπάτια που δεν τα έχω περάσει. Εκείνα τα δύο χρόνια προσπαθούσα να δουλεύω μόνος μου έξτρα και να κερδίσω κάτι από αυτές τις χρονιές. Αν δεν κερδίσω μπασκετικά, γιατί η αλήθεια είναι πως δεν είχα αγώνες και υπήρχαν άλλοι παίκτες της ηλικίας μου που έπαιζαν σε άλλες ομάδες και ήταν πιο μπροστά αγωνιστικά από εμένα, να βελτιώσω το σώμα μου, την ταχύτητά μου… Στοιχεία που θα με βοηθούσαν αργότερα όταν θα χρειαστεί να παίξω. Ήξερα πως δεν θα με έπαιρνε ο προπονητής μόνος του να με βάλει κατευθείαν στην ομάδα του Ολυμπιακού και είναι κάτι πολύ δύσκολο».
Το σκαλοπάτι που αναζητούσε ήρθε το 2010 και ήταν ο Άρης. «Με βοήθησε πάρα πολύ το γεγονός ότι με άφησαν να φύγω έναν χρόνο ως δανεικός στον Άρη. Ζήτησα να φύγω, γιατί ο προπονητής έτσι και αλλιώς δεν με υπολόγιζε. Και ήταν λογικό γιατί η ομάδα είχε πολύ μεγάλο μπάτζετ εκείνη τη χρονιά και υπήρχαν πολλοί και καλοί παίκτες στο ρόστερ. Δεν υπήρχε καθόλου χώρος για εμένα. Ήταν ο Παπαλουκάς, ο Σπανούλης, ο Τεόντοσιτς, ο Γκόρντον… Οπότε πήγα στον Άρη, όπου και εκεί δεν ήταν εύκολα. Προπονητής ήταν ο Σαρόν Ντρούκερ. Στην αρχή δεν έπαιζα πολύ, μετά κατέληξα να παίζω σαράντα λεπτά, όμως, γίνεται αλλαγή προπονητή, έρχεται ο Σούμποτιτς και δεν έπαιζα πάλι! Τελικά μέρα με τη μέρα κατάφερα να τον κερδίσω και έπαιζα ξανά σαράντα λεπτά. Εκείνη τη χρονιά είχαμε και πάρα πολύ καλή ομάδα. Είχαμε τον Πι Τζέι Τάκερ, Μπόμπι Μπράουν, Ντάνστον, Χαραλαμπίδη, Χατζηβρέττα, Ταπούτο… Είχαμε πάρα πολύ καλή ομάδα. Τερματίσαμε τέταρτοι στο πρωτάθλημα. Σε προσωπικό επίπεδο είχα κάνει μια πολύ καλή χρονιά και είχα ψηφιστεί ως ο καλύτερος νέος του πρωταθλήματος!».
Όταν το σύμπαν συνωμοτεί…
Με τον τίτλο του καλύτερου νέου παίκτη και με την φιλοδοξία πως ήρθε η ώρα να διεκδικήσει τη θέση του στο ερυθρόλευκο ρόστερ, το καλοκαίρι του 2011 επέστρεψε στον Πειραιά.
«Η αλήθεια είναι πως η διοίκηση είχε στο πρόσωπό μου μια ιδιαίτερη εκτίμηση και αυτό ήταν αμοιβαίο. Οι Πρόεδροι πίστευαν στο ταλέντο μου. Επιπλέον, ήταν η τελευταία χρονιά του συμβολαίου μου, ο Ολυμπιακός ήθελε να ελληνοποιήσει το ρόστερ του και για εμένα το level του Άρη το είχα περάσει. Τι να έκανα; Να έμενα εκεί; Θεώρησα πως η καλύτερη επιλογή ήταν να γυρίσω και να προσπαθήσω από τη στιγμή που πατούσα πιο γερά στα πόδια μου να παλέψω για μια θέση στην 12άδα και την ομάδα».
Και χρειάστηκε να παλέψει πολύ, ώστε με την βοήθεια και της τύχης (ή πιο σωστά ατυχίας για κάποιους άλλους), να του δοθεί μια ευκαιρία… «Είναι γνωστό πως δεν ήμουν μέσα στις επιλογές του κόουτς Ίβκοβιτς. Δεν ξέρω τι δεν του άρεσε. Γενικότερα δεν ήμουν στα πλάνα του. Το 2010 είχα βγει καλύτερος νέος παίκτης του πρωταθλήματος. Είχα έρθει, λοιπόν, με φιλοδοξίες, ότι θα μπορέσω να κάνω κάτι… Ο κόουτς μιλούσε με έναν έναν, τους παίκτες προσωπικά. Σε εμένα ήρθε τελευταίος και μου είπε: ‘Δεν έχω χρόνο για εσένα’. Ήταν κάτι που το εκτίμησα, γιατί μου αρέσουν οι ειλικρινείς συζητήσεις. Εγώ του απάντησα, πως εσύ θα κάνεις ότι καταλαβαίνεις, απλά αυτό που θέλω είναι να μην βγαίνω από την προπόνηση. Και όντως δεν έβγαινα καθόλου, έκανα όλη την προπόνηση. Αυτή τη συζήτηση είχαμε εκείνον τον Σεπτέμβρη. Μεσολάβησαν τρεις μήνες που δεν έπαιζα καθόλου, μόνο σε κάποια εύκολα παιχνίδια, μέχρι που φτάσαμε αν θυμάμαι καλά Δεκέμβρη. Επρόκειτο να ταξιδέψουμε για Γαλλία και κλασσικά θα ήμουν εκτός δωδεκάδας. Όμως, την παραμονή της αναχώρησης χτύπησε ο Σπανούλης, αν δεν κάνω λάθος ήταν εκτός και ο Κατσίβελης, οπότε μπήκα στην 12άδα. Όπως είπα και πριν όλο αυτό το διάστημα έκανα και μόνος μου προπόνηση, γιατί ήξερα πως κάτι θα γίνει και θα μου δοθεί η ευκαιρία να δείξω ότι αξίζω. Εκείνη την περίοδο, λοιπόν, ήμουν έτοιμος και πολύ καλά προπονημένος. Κατά τη διάρκειά εκείνου του ματς με την Νανσί ο Μάντζαρης υπέστη θλάση, το ίδιο και ο Λούκας και αν δεν κάνω λάθος δέχθηκε και ο Πελεκάνος μια αγκωνιά και βγήκε εκτός. Μπήκα στο γήπεδο, ίσως και λόγω έλλειψης επιλογών. Εγώ γενικά ήμουν καλός και κερδίσαμε. Ακολούθησε ένα δίμηνο τρίμηνο που έπαιζα πάρα πολύ καλά και ήμουν στο ροτέισον γιατί είχαμε πολλούς τραυματίες, όταν όμως άρχισαν να έρχονται και έγινε και η προσθήκη του Έισο Λο, άρχισα σιγά σιγά να βγαίνω και πάλι από το ροτέισον. Παρόλα αυτά είχα δείξει πως μπορώ να σταθώ, όχι κάτι ιδιαίτερο και οι Πρόεδροι με δική τους πρωτοβουλία με ανανέωσαν για τα επόμενα τρία χρόνια. Στο τέλος πήραμε και την Ευρωλίγκα και το πρωτάθλημα και ήμασταν όλοι χαρούμενοι».
Για την ιστορία να αναφέρουμε πως ο αγώνας… σταθμός για τον Κώστα Σλούκα ήταν το Νανσί – Ολυμπιακός 74-79, στο οποίο σε αγωνίστηκε 18:20 λεπτά, πέτυχε 8 πόντους (2/2 βολές, 3/4 δίποντα, 0/2 τρίποντα), μάζεψε 1 ριμπάουντ, έδωσε 1 ασίστ και έκανε 1 κόψιμο.
Ο τίτλος του 2012 στην Κωνσταντινούπολη ήταν κυριολεκτικά ομαδική υπόθεση. Τα «πιτσιρίκια» έκαναν την ανατροπή, οι έμπειροι «καθάρισαν» και ο Κώστας Σλούκας βίωσε την απόλυτη δικαίωση. «Στον τελικό η ΤΣΣΚΑ είχε ξεφύγει με 17 πόντους και ο προπονητής, δεν ξέρω για ποιο λόγο, ίσως για να κάνει το παιχνίδι ‘ροντέο’, μας έριξε στο παρκέ. Είπαμε πάμε να παίξουμε τα επόμενα δώδεκα λεπτά και ότι γίνει. Το ματς θεωρητικά ήταν χαμένο, ήμασταν στο -17 με αντίπαλο τη μακράν καλύτερη ομάδα. Στο δικό μου μυαλό, βέβαια, τίποτα δεν είχε χαθεί. Ήταν το ματς φάση φάση. Πάμε να παίξουμε ελεύθερα και ότι βγει. Και με τρία συνεχόμενα τρίποντα γύρισε το παιχνίδι, έφτασε εκεί που έπρεπε να φτάσει, δηλαδή στους 4-5 πόντους. Ως εκείνο το σημείο εμείς είχαμε κάνει τη δουλειά μας και μπήκαν οι Σπανούλης και Πρίντεζης ως πιο έμπειροι και με πιο καθαρό μυαλό και ‘καθάρισαν’.
Ξεκινώντας τη χρονιά δεν πήγαινε κανενός το μυαλό σε κάτι τέτοιο. Όλοι λέγαμε βήμα βήμα. Όπως αποδείχθηκε, όμως, τρώγοντας έρχεται η όρεξη. Μπήκαμε στην 8άδα, περάσαμε στο φάιναλ φορ και από κει και πέρα θεωρώ πως ένα συν ήταν το ότι ήμασταν το αουτσάιντερ. Δεν μας περίμενε κανείς και ήμασταν ήδη πετυχημένοι. Εμείς, όμως, γνωρίζαμε τις δυνατότητές μας! Ένιωσα τεράστια ικανοποίηση, μεγάλη χαρά, ήταν κάτι που εκείνη την ώρα σκεφτόμουν πως ίσως δεν θα το ξαναζήσω! Είναι ο μεγαλύτερος διασυλλογικός τίτλος που μπορείς να κατακτήσεις στην Ευρώπη και εγώ τα κατάφερα, όπως και πολλοί συμπαίκτες μου πάρα πολύ νωρίς. Υπάρχουν πολλοί μεγάλοι παίκτες και ιερά τέρατα που ελληνικού μπάσκετ που δεν κατάφεραν να το βιώσουν. Εγώ σε ηλικία 21 ετών είχα πανηγυρίσει μια Ευρωλίγκα. Ήταν απίστευτο! Δεν ήταν εύκολο να το συνειδητοποιήσω. Ακόμη και τώρα όταν σκέφτομαι τι έχουμε ζήσει συγκινούμαι. Αυτές οι στιγμές και ιδιαίτερα με ελληνική ομάδα είναι κάτι απερίγραπτο. Είναι μοναδικό το να βλέπεις ανθρώπους στους δρόμους να πανηγυρίζουν, η επιστροφή από την Κωνσταντινούπολη ήταν κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Είναι κάτι συγκλονιστικό και δεν νομίζω πως μπορεί κανείς να το περιγράψει με λόγια».
Ακόμη, πάντως, και σε εκείνες τις στιγμές της απόλυτης δόξας, παρέμεινε προσγειωμένος. «Εγώ κοιτάω τη στιγμή. Κοιτάω τις προσωπικές νίκες. Τι είχα πει; Ότι θέλω να είμαι μέλος αυτής της ομάδας. Ήμουν μέλος αυτής της ομάδας. Αργότερα έβαλα στόχο και θέλω να είμαι ενεργό μέλος αυτής της ομάδας. Ήμουν ενεργό μέλος αυτής της ομάδας. Αυτό κάνω συνήθως. Δεν κοιτάω μακρινά. Βάζω κοντινούς στόχους που μπορώ να τους πετύχω. Δεν πετάνε τα μυαλά μου, του τύπου να πω ότι θα γίνω ο καλύτερος παίκτης στην Ευρώπη και θα παίξω φάιναλ φορ ξαφνικά. Ήξερα όταν ήμουν 18 χρονών πως δεν πρόκειται να βρεθώ ξαφνικά στο παρκέ στο φάιναλ φορ έτσι όπως ήμουν. Αυτό θεωρώ πως με έχει φέρει ως εδώ. Σίγουρα, όμως, ήταν μια προσωπική δικαίωση και έξτρα χαρά γιατί ξεκίνησε η χρονιά και ήμουν εκτός 12άδας και έφτασα στον τελικό του φάιναλ φορ να είμαι μέσα στην 5άδα που γύρισε το ματς. Επίσης, αυτό που μου έχει μείνει πιο έντονα από εκείνη τη χρονιά ήταν το πολύ ωραίο κλίμα που είχαμε ως ομάδα. Και στα αποδυτήρια και μέσα στο γήπεδο, ο καθένας είχε τον δικό του ρόλο, οι ξένοι γνώριζαν τον δικό τους ρόλο, είχαμε κάνει ένα μείγμα συμπαγές, όχι ιδιαίτερα ταλαντούχο, αλλά πάλευε και ήταν δύσκολο να νικηθεί».
Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς αποχώρησε από το Λιμάνι ο Γιώργος Μπαρτζώκας τον διαδέχθηκε και παρά την κατάκτηση της δεύτερης σερί Ευρωλίγκας, ο Κώστας Σλούκας, δεν ένιωθε να έχει βρει απόλυτα τον ρόλο του στην ομάδα. «Για εμένα έμπρακτα με την αλλαγή του κόουτς δεν άλλαξε κάτι. Με θεωρούσαν όλοι δεύτερο γκαρντ πίσω από τον Βασίλη, ότι δεν μπορούσα να παίξω πλέι μέικερ. Πίστευα ότι αυτό ήταν λάθος και νομίζω πως απέδειξα πλέον πως είμαι πλέι μέικερ. Επειδή, λοιπόν, δεν με υπολόγιζαν ως πλέι μέικερ αναγκαστικά λόγω του ότι ο Βασίλης ήταν ο καλύτερος παίκτης στην Ευρώπη, δεν μου έμενε πολύς χρόνος συμμετοχής. Μου έμεναν 10 με 15 λεπτά maximum. Οπότε αυτά τα 15 λεπτά προσπαθούσα να δίνω ότι μπορώ για την ομάδα μου και να δείξω ότι αξίζω. Ήταν πολύ δύσκολη εποχή. Παρόλα αυτά, προσπαθούσα να βρω τον ρόλο μου όπως μπορούσα και κυρίως να μην πάει χαμένη καμία μέρα. Έκανα έξτρα προπόνηση, συνέχισα να τρέχω μόνος μου… Εκείνη τη χρονιά τραυματίστηκε σοβαρά ο Μάντζαρης, η ομάδα έφερε τον Πέρκινς για να τον αντικαταστήσει, όμως, δεν ‘ταίριαξε’ στο πλάνο του κόουτς Μπαρτζώκα και με έβαλε εμένα πλέι μέικερ. Παίξαμε με τον Βασίλη μαζί και φτάσαμε στον τίτλο του Λονδίνου. Ήταν ο Λο μαζί με εμένα στον άσσο και ο Σπανούλης στο ‘2’».
H Βack2Βack κατάκτηση της Ευρωλίγκας ήταν ένας άθλος, αλλά και μια ακόμη προσωπική δικαίωση για τον Κώστα Σλούκα. «Ήταν κάτι που δεν είχε κάνει σχεδόν κανείς! Η Μακάμπι μόνο… Εκείνη την περίοδο ήμασταν πολύ φορμαρισμένοι, είχαμε κερδίσει την ΤΣΣΚΑ, που ήταν και πάλι το φαβορί, με 30 πόντους διαφορά. Οπότε υπήρχε και αυτοπεποίθηση και πίστη στις δυνατότητές μας. Σκεφτόμασταν πως αφού το κάναμε πέρυσι, γιατί να μην το κάνουμε και φέτος; Δεν υπήρχε κανένα άγχος γιατί γνωρίζαμε πως πάλι φτάσαμε στο φάιναλ φορ και τον τελικό. Ξεκίνησε και ο αγώνας, όπως είχε ξεκινήσει στην Κωνσταντινούπολη που χάναμε 15 πόντους στο πρώτο δεκάλεπτο, οπότε η ομάδα ήταν με την πλάτη στον τοίχο και έπρεπε πάλι να παλέψει και να παίξει τα ρέστα της. Και το έκανε στα επόμενα τριάντα λεπτά και κέρδισε με 100 πόντους και 10 πόντους διαφορά μια Ρεάλ που ήταν σε πάρα πολύ καλή κατάσταση».
Για μια ακόμη χρονιά υπήρξε αλλαγή σκυτάλης στον πάγκο του Ολυμπιακού. Ο Γιώργος Μπαρτζώκας αποχώρησε στο ξεκίνημα της σεζόν 2013-14 και ο Γιάννης Σφαιρόπουλος ανέλαβε τα ηνία. «Τον Σφαιρόπουλο τον εκτιμώ πολύ ως προπονητή και ως άνθρωπο. Πήρε μια ομάδα που ήδη είχε την δομή της. Ο Μάντζαρης ήταν ο βασικός πλέι μέικερ, ο Βασίλης ήταν το 2άρι της ομάδας, εγώ κλασικά έπαιζα ως ‘2’ πίσω από τον Σπανούλη, πάλι δέκα με 15 λεπτά. Εγώ, όμως, ένιωθα και ήξερα πως άξιζα πολλά περισσότερα. Δεν παίζει ρόλο αν ήμουν εγώ πιο μπροστά από τον Βαγγέλη στις μικρές Εθνικές. Αυτό που έπαιζε ρόλο είναι πως είχε στοιχεία τα οποία ταίριαζαν περισσότερο με τον Σπανούλη. Δεν είναι θέμα καλύτερου ή χειρότερου. Εκείνη την εποχή οι προπονητές θεωρούσαν πως τα στοιχεία που είχε ο Βαγγέλης ταίριαζαν περισσότερο με εκείνα του Βασίλη, οπότε εκείνος έπαιζε δίπλα στον Βασίλη. Εμένα με πείραζε, αλλά επειδή πατάω στην γη και καταλαβαίνω μπάσκετ, ήξερα πως ο Βασίλης ταίριαζε περισσότερο με τον Βαγγέλη. Παρόλο που πίστευα πως και εγώ αν έπαιζα θα μπορούσα να φέρω αποτέλεσμα, όπως έγινε στο Λονδίνο».
Το «αντίο» παρά την υπερπροσπάθεια των Προέδρων
Το αγωνιστικό κομμάτι και περιορισμένος ρόλος του ήταν τελικά εκείνα που τον οδήγησαν στην… εξώπορτα των «ερυθρολεύκων».
«Ήταν μόνο ο χρόνος συμμετοχής στο μυαλό μου. Ποτέ δεν σκέφτηκα τα χρήματα. Βασικά δεν είχα καν στο μυαλό μου να φύγω από την Ελλάδα, όμως, έτσι όπως διαμορφώθηκαν οι συνθήκες… Εκείνη τη χρονιά πήγαμε φάιναλ φορ, πήραμε το πρωτάθλημα, ήμουν και αρκετά καλός, βγήκα στην καλύτερη 5άδα του πρωταθλήματος και στο τέλος της σεζόν κάνω μια συζήτηση με τον κόουτς και πολύ ειλικρινά μου λέει και το εκτιμώ πολύ αυτό, πως δεν με θεωρεί πλέι μέικερ, όχι όπως τουλάχιστον το είχε εκείνος στο μυαλό του. Μου είπε: ‘Έχεις τον ρόλο που πιστεύω πως μπορείς να έχεις’. Εγώ, όμως, δεν ήμουν ευχαριστημένος με αυτό. Έψαχνα το βήμα παραπάνω. Ήθελα να κάνω κάτι άλλο, να ανέβω το σκαλοπάτι που πάντα βάζω ως στόχο. Και ποιο ήταν αυτό στην προκειμένη περίπτωση; Μέχρι τότε δεν είχα σκεφτεί ποτέ να φύγω, δεν υπήρχε καμία άλλη ομάδα για εμένα, μόνο ο Ολυμπιακός… Έκατσα πολλά βράδια, το σκέφτηκα πολύ καλά και είπα ότι πρέπει να φύγω γιατί πιστεύω πως αξίζω πολύ περισσότερα από τον τρόπο που με χρησιμοποιούσαν».
Το καλοκαίρι του 2015 ακούστηκαν και γράφτηκαν πολλά. Για αυτό και ο ίδιος θέλησε να ξεκαθαρίσει το τι ακριβώς συνέβη. «Ο κόσμος δεν γνωρίζει την αλήθεια. Τι είχε γίνει; Εκείνο το καλοκαίρι είμαι ελεύθερος παίκτης, δεν έχω συμβόλαιο. Μέσα στην χρονιά ήθελα να ανανεώσω, όμως, η τακτική της ομάδας ήταν να μην ανανεώνει πρόωρα τα συμβόλαια. Δεν είναι θέμα αν είναι σωστή ή λάθος γιατί πολλές φορές κάποιοι μπορεί να ανανεώσουν κι αυτό να αποδειχθεί λάθος στη συνέχεια. Ήρθε το τέλος της σεζόν, λοιπόν, και ήμουν ελεύθερος. Μπορούσα να υπογράψω όπου ήθελα, δεν είχα κάποια δέσμευση. Παρόλα αυτά δεν είχα κάνει κάτι πίσω από την πλάτη του Ολυμπιακού όπως ακούστηκε. Μιλάω με την διοίκηση η οποία όντως με ήθελε, όμως, προσωπικά πάντα αφήνω τα χρήματα σε δεύτερη μοίρα. Μιλάω με τον προπονητή ο οποίος με θέλει στην ομάδα, αλλά με τον ρόλο που είχα, κάτι που εμένα δεν με κάλυπτε. Ήθελα να παίξω πλέι μέικερ. Μίλησα δηλαδή και με την διοίκηση και με τον προπονητή. Δεν έμεινα ευχαριστημένος γιατί δεν θα έπαιζα πλέι μέικερ. Στην συνέχεια με πήρε τηλέφωνο ο καλύτερος προπονητής για εμένα στην Ευρώπη και μου λέει: ‘Ξέρω πως είσαι ελεύθερος, θέλω να μιλήσω μαζί σου’. Δεν είχα καμία άλλη επαφή με κάποιον από την Φενέρμπαχτσε, μόνο το τηλεφώνημα του Ζέλικο Ομπράντοβιτς. Μου είπε, λοιπόν, σε εκείνο το τηλεφώνημα πως ήταν στην Αθήνα και ήθελε να βρεθούμε να μιλήσουμε. Τι ποιο φυσιολογικό να μιλήσει ένας ελεύθερος παίκτης με έναν προπονητή που τον θέλει; Συναντήθηκα μαζί του είκοσι λεπτά, μιλήσαμε πέντε λεπτά για την ομάδα και δεκαπέντε μου έλεγε για την Ελλάδα, την Χαλκιδική, την Μύκονο κτλ. Μέσα στα πέντε λεπτά, όμως, μου είπε δύο πράγματα: ‘Είσαι το πλέι μέικερ που θέλω και θα παίξεις’. Δεν μιλήσαμε καν για χρήματα. Εγώ του απάντησα: ‘Εδώ είναι το σπίτι μου, η οικογένειά μου, είμαι επτά χρόνια στον Ολυμπιακό, έχω δεθεί με την ομάδα, έχω πανηγυρίσει τίτλους… Είμαι στο σπίτι μου και είμαι πολύ καλά. Αυτό που θέλω να ξέρω είναι, αν τα αφήσω όλα αυτά θα παίξω; Και μου απάντησε πως θα παίξω. Από εκεί και πέρα δεν είχα κάτι να ακούσω… Δεν συμφώνησα εκεί, απλά ήξερα μέσα μου πως εκεί θα είναι το επόμενο βήμα μου».
Ακολούθησε ένα ακόμα ραντεβού. «Πήγα να ανακοινώσω στους Προέδρους την απόφασή μου, γιατί άξιζαν μια ειλικρινή συζήτηση μαζί μου. Και θα πρέπει να πω πως στο τέλος οι Πρόεδροι μου έδιναν απίστευτα χρήματα για να με κρατήσουν. Αυτό δείχνει το πόσο με πίστευαν και πόσο ήθελαν να με κρατήσουν. Ήταν μια συναισθηματικά φορτισμένη συνάντηση γιατί οι Πρόεδροι με είχαν βοηθήσει πάρα πολύ στην καριέρα μου. Όμως, τους είπα σε εκείνη τη συζήτηση πως όσα χρήματα και αν μου έδιναν δεν θα υπέγραφα γιατί έψαχνα το κίνητρο. Τα χρήματα δεν με συγκινούν. Με συγκινεί η προοπτική, το να έχω κίνητρο… Τους ανακοίνωσα, λοιπόν, πως θα συνεχίσω στην Φενέρμπαχτσε».
Η Φενέρ, η επιστροφή στο ΣΕΦ και η δικαίωση
Το κάθε αρχή και δύσκολη με κάποιον περίεργο ήταν πάντα… ταυτισμένο με την καριέρα του, καθώς ο πρώτος του χρόνος στην Τουρκία συνοδεύτηκε όχι μόνο με τραυματισμό, αλλά και αμφισβήτηση.
«Η πρώτη χρονιά εκτός Ελλάδος ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Επτά χρόνια στον Ολυμπιακό όλα γινόντουσαν αυτοματοποιημένα… Που λέει ο λόγος το αυτοκίνητο ερχόταν μόνο του στο ΣΕΦ και η ρουτίνα ήταν συγκεκριμένη. Και μέσα σε λίγους μήνες άλλαζα προπονητή, συμπαίκτες, αποδυτήρια, γήπεδο, χώρα, πόλη, απαιτήσεις, τα πάντα… Και επιπλέον εκεί έπαιζα σαν ξένος. Υπάρχει συνεχής κριτική. Επίσης, είχα αρκετούς τραυματισμούς. Υπήρχε αμφισβήτηση στο πρόσωπό μου, ιδιαίτερα στην αρχή, αλλά υπήρχε και εμπιστοσύνη από τον προπονητή και τους συμπαίκτες μου. Την πρώτη σεζόν φτάσαμε στον τελικό της Ευρωλίγκας, χάσαμε στην παράταση από την ΤΣΣΚΑ, πήραμε το πρωτάθλημα, πήραμε το Κύπελλο Τουρκίας και ήταν μια επιτυχημένη χρονιά. Προσωπικά για εμένα ήταν μια πολύ μέτρια χρονιά με πάρα πολλούς τραυματισμούς». Παρόλα αυτά δεν του πέρασε ποτέ από το μυαλό ούτε σαν σκέψη η επιστροφή στα… σίγουρα. «Γενικότερα για ότι αποφάσεις παίρνω δεν μετανιώνω, γιατί τις παίρνω μετά από πολλή σκέψη. Για την ακρίβεια πιστεύω πως δεν υπάρχει σωστή επιλογή. Υπάρχει η επιλογή με το μυαλό σου, αυτή που βάζεις κάτω όλα τα δεδομένα, αποφασίζεις και από κει και πέρα δίνεις το 100% σου και όπου σε βγάλει. Δεν υπάρχουν δεύτερες σκέψεις. Οπότε δεν πέρασε από το μυαλό μου να επιστρέψω σε ένα οικείο περιβάλλον. Είπα αυτό επέλεξα και θα γίνει».
Μια από τις πιο δύσκολες στιγμές του ως μέλος της τουρκικής ομάδας ήταν και η επιστροφή του στο ΣΕΦ. «Ήταν κάτι πάρα πολύ δύσκολο. Για εμένα ο Ολυμπιακός ήταν το σπίτι μου για επτά χρόνια, φέραμε επιτυχίες. Ήμουν ένας Έλληνας που πάλεψε για τη φανέλα, αγάπησε την ομάδα, πονούσε την ομάδα, δεν κοιμόταν το βράδυ όταν χάναμε… Με πείραξε πάρα πολύ όταν γύρισα και ενώ ήμουν συμπαίκτης με τον Πέρο (Άντιτς) και στην Φενέρμπαχτσε, εκείνος χειροκροτήθηκε και τραγουδήθηκε το όνομά του, ενώ εμένα που ήμουν επτά χρόνια στην ομάδα και Έλληνας με αποδοκίμασαν. Να ξεκαθαρίσω πως δεν θέλω να πω κάτι για τον Άντιτς. Ίσα, ίσα δύο χρόνια έδωσε και την ψυχή του για τον Ολυμπιακό. Όμως, εμένα αυτό με πείραξε. Δεν κατακρίνω τον κόσμο, δεν ήξερε πως έγιναν τα πράγματα και τις σκέψεις μου. Ο κόσμος έχει τη δική του άποψη και καλά κάνει. Την κριτική την ακούω, αλλά δεν με επηρεάζει. Εμένα με νοιάζουν οι κοντινοί μου άνθρωποι. Η οικογένειά μου και όσοι συνεργάζομαι ή συνεργάστηκα τι άποψη έχουν για εμένα. Αυτό είναι το βασικότερο. Παρόλα αυτά με πείραξε. Θεωρώ πως επηρεάστηκε ο κόσμος. Εκείνη την περίοδο το κλίμα ‘μπαρουτιάστηκε’ περισσότερο από όσο έπρεπε. Ίσως βέβαια επειδή ήμουν αγαπητός στον κόσμο, να πείραξε το ότι έφυγα».
Στη Φενέρμπαχτσε ο Κώστας Σλούκας συνεργάστηκε με τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς για τον οποίο τρέφει μεγάλη εκτίμηση: «Ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς ήταν ο μόνος που πίστεψε τόσο πολύ σε εμένα και στις δυνατότητές μου. Ποτέ άλλοτε δεν είχα υπάρξει το παιδί του προπονητή. Ίσως να ήμουν στο δημοτικό ή στο γυμνάσιο. Δεν μπορώ να πω πως εκτός γηπέδου είχαμε κάτι παραπάνω από τις τυπικές σχέσεις. Είχαμε πολύ καλή σχέση γενικότερα, όμως, ήταν προπονητής μου και κρατούσαμε τις ισορροπίες. Ήταν ο προπονητής και εγώ ήμουν ο παίκτης. Κέρδισα πάρα πολλά από τη συνεργασία μας».
Στην πρώτη του χρονιά στην Φενέρμπαχτσε έφτασε στην πηγή χωρίς να πιει νερό. Στην δεύτερη, όμως, γεύτηκε το νέκταρ της επιτυχίας, καθώς κατέκτησε την 3η Ευρωλίγκα στην καριέρα του. «Η δεύτερη χρονιά ήταν λίγο καλύτερη. Πάλι αντιμετώπισα ένα τραυματισμό, οπότε δεν ήμουν έτοιμος στο τελείωμα. Ίσα ίσα πρόλαβα πλέι οφ και φάιναλ φορ. Δεν ήμουν έτοιμος. Παρόλα αυτά η ομάδα πέτυχε τον βασικό της στόχο που ήταν να πάρει την Ευρωλιγκα. Επίσης δεν θα ξεχάσω πως εκείνη τη χρονιά έγινε κάτι παρόμοιο με τον Ολυμπιακό. Φορμαριστήκαμε την κατάλληλη στιγμή στα πλέι οφ με τον Παναθηναϊκό, τον οποίο αποκλείσαμε με μειονέκτημα έδρας με 3-0. Αν δεν κάνω λάθος από τότε και μετά κάναμε 20 σερί νίκες και πήραμε Ευρωλίγκα, αλλά και Τουρκικό πρωτάθλημα. Η χαρά ήταν πολύ μεγάλη, όπως και η ικανοποίηση, γιατί η Τουρκία δεν είχε βιώσει ποτέ κάτι τέτοιο. Καμία τουρκική ομάδα δεν είχε καταφέρει να πάρει Ευρωλίγκα. Και σίγουρα εκείνη τη στιγμή βλέπεις να ανταμείβεσαι για την προσπάθεια και τους κόπους όλης της χρονιάς. Για εμένα ήταν η τρίτη Ευρωλίγκα. Εννοείται ότι χάρηκα πάρα πάρα πολύ και ήταν κάτι συγκινητικό, όμως, παρότι χαιρόμουν για εμένα ήταν πιο ξεχωριστή η Ευρωλίγκα με τον Ολυμπιακό. Γιατί ήταν το σπίτι μου, η χώρα μου, η ομάδα μου. Είναι διαφορετικά το συναίσθημα όταν την κατακτάς με ελληνική ομάδα».
Η Ελλάδα, η Τουρκία και στην… μέση ο Σλούκας
Τα ελληνοτουρκικά ζητήματα ήταν ανέκαθεν ένα ευαίσθητο θέμα και για τους δύο λαούς. Και παρότι ο Κώστας Σλούκας προσπάθησε να τα χειριστεί με σεβασμό, βρέθηκε -μοιραία- στο στόχαστρο και των δύο πλευρών.
Τα πρώτα… πυρά που δέχθηκε ήταν ελληνικά. «Για την Φενέρ δεν έχω να πω κάτι. Και ο οργανισμός και ο κόσμος της με σεβάστηκαν. Όταν γυρίσαμε στην Κωνσταντινούπολη μετά την κατάκτηση της Ευρωλίγκας, είχε γίνει από κάποιους θέμα στην Ελλάδα γιατί δεν πανηγύρισα με την ελληνική σημαία την ώρα που άλλοι συμπαίκτες μου κρατούσαν τις σημαίες των δικών τους χωρών. Αναρωτιόντουσαν, λοιπόν, γιατί ο Σλούκας, ο Ελληνάρας δεν σήκωσε την ελληνική σημαία μέσα σε 25.000 χιλιάδες Τούρκους. Έπραξα έτσι καθαρά από σεβασμό. Εγώ είμαι πιο πολύ Έλληνας από εκείνους που έγραψαν ή μίλησαν για αυτό το περιστατικό. Είμαι στην Εθνική ομάδα από τα δέκα μου. Πήγαινα στα κλιμάκια, πάλευα για την Εθνική ομάδα, έχω παίξει με ένα πόδι για την Εθνική. Οι Τούρκοι, όμως, κατάλαβαν περισσότερο από όλους όσοι θέλησαν να δημιουργήσουν ίντριγκα με την κίνησή μου και όταν παίξαμε το πρώτο παιχνίδι στα πλέι οφ του τουρκικού πρωταθλήματος σήκωσαν όλοι ελληνικές σημαίες μέσα στο γήπεδό μας. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη νίκη για εμένα. Εκείνη την ώρα η αλήθεια είναι πως συγκινήθηκα, ανατρίχιασα και δάκρυσα. Οι Τούρκοι αναγνώρισαν την προσπάθειά μου περισσότερο από κάποιους Έλληνες. Ναι, εμένα με πείραξε και αυτό».
Υπήρξε, ωστόσο, και κάποια στιγμή που μερίδα Τούρκων στράφηκε εναντίον του. Αιτία το γεγονός ότι δεν κράτησε πριν από ματς της ομάδας του πανό για τον Κεμάλ Ατατούρκ. «Σε κάθε περίπτωση παίρνω αποφάσεις βάσει της δικής μου λογικής. Εκείνη τη στιγμή το σκέφτηκα έτσι: ‘Ναι είμαι Έλληνας, αλλά πρέπει να σεβαστώ τη χώρα που ζω και πληρώνομαι. Το ότι δεν κράτησα τη σημαία μας δεν σημαίνει πως δεν είμαι Έλληνας. Από την άλλη, όμως, όταν έγινε το περιστατικό με το πανό για τον Κεμάλ Ατατούρκ, όφειλα να σεβαστώ και την καταγωγή μου και την ιστορία της χώρας μου. Η γιαγιά μου είναι από την Σμύρνη. Διώχθηκε από τον Ατατούρκ. Ε, δεν μπορούσα να σηκώσω εγώ το πανό για τα 85 χρόνια από τον θάνατό του. Η Τουρκία έχει την ιστορία της, σεβαστή, αλλά έχω και εγώ δική μου ιστορία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γίνω μάγκας για τους Έλληνες και στην Τουρκία να με βρίζουν. Για εμένα έτσι όπως έγιναν τα πράγματα, έτσι έπρεπε να γίνουν. Θεωρώ πως και σε αυτή την περίπτωση έγινε περισσότερο σούσουρο από ότι έπρεπε. Για να πω την αλήθεια όλο αυτό μου ήρθε πολύ ξαφνικό. Ήταν ένα πανό κάτω. Εμείς μαζευόμαστε στο κέντρο για να φωνάξουμε όπως συνηθίζεται ‘Φενέρμπαχτσε’ και να ξεκινήσουμε ζέσταμα. Μας λένε βγείτε με το πανό έξω. Εγώ, όμως, δεν είχα ενημερωθεί για τί ακριβώς πρόκειται. Όπως βγαίναμε, λοιπόν, ρώτησα τον αρχηγό τι γράφει το πανό και τότε έμαθα το περιεχόμενο. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα απροστάτευτος. Θεώρησα σωστό να σταθώ δίπλα στους συμπαίκτες μου, αλλά να μην το κρατήσω. Η Τουρκία έχει τη δική της ιστορία και το σέβομαι. Και η Ελλάδα, όμως, έχει τη δική της ιστορία, η οποία συγκρούεται με εκείνη της Τουρκίας. Εγώ είμαι Έλληνας και έχω τη δική μου ιστορία. Ήταν ένας μήνας δύσκολος εκείνος που ακολούθησε, όμως, η ομάδα μου με στήριξε 100% και δεν έχω κανένα παράπονο. Η Φενέρμπαχτσε με στήριξε και στα δύσκολα και στα εύκολα. Ήταν πάντα δίπλα μου».
Με εξαίρεση το παραπάνω περιστατικό ο Κώστας Σλούκας έχει τα καλύτερα να θυμάται όχι μόνο από τη θητεία του στην Φενέρμπατσε, αλλά και την παραμονή του στην γείτονα χώρα. «Η ζωή μου ήταν καλή στην Τουρκία. Με σέβονταν και με αγαπούσαν. Δεν έχω κανένα παράπονο από κανέναν. Ποτέ δεν ήρθε να μου πει κάποιος κάτι άσχημο, παρόλο που υπάρχει αυτό το Ελλάδα Τουρκία. Από την άλλη θεωρώ πως και εγώ ως άνθρωπος δεν προκαλώ, οπότε αμητοί άλλο σέβονταν αυτό αν δεν τους άρεσα. Έπαιζα για την ομάδα, έχανα, κέρδιζα, έκανα σωστές επιλογές, έκανα λάθος επιλογές, αλλά πάντα έδινα το 100% μου. Νομίζω πως δεν μπορούσε να μου πει κάποιος κάτι».
«Ντροπή να λένε ότι δεν έχω καλές σχέσεις με τον Βασίλη»
Όλα τα ωραία έχουν ένα τέλος. Και ο έμπειρος γκαρντ είχε αποφασίσει να ρίξει τίτλους τέλους στην σχέση του με την Φενέρμπαχτσε -ανεξάρτητα με το αν θα παρέμενε ή όχι στον πάγκο ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς- για χάρη του Ολυμπιακού!
«Ήταν μια περίεργη κατάσταση, δεν είχε καταλάβει κανείς τι είχε στο μυαλό του ο κόουτς. Αλλά αυτό που έχει σημασία και πρέπει να ειπωθεί είναι πως έμενε δεν έμενε, εγώ είχα αποφασίσει ό,τι ο κύκλος μου έχει ολοκληρωθεί στην Φενέρμπαχτσε. Πήγα ως ρολίστας πλέι μέικερ των 15-20 λεπτών, μετά από τρία χρόνια ήμουν στην καλύτερη πεντάδα της Ευρωλίγκας, σε μια ομάδα που είχε κάθε χρόνο θέση στον τελικό της Ευρωλίγκας, έχει πρωταθλήματα. Αν έμενα εκεί τι θα μπορούσα να κάνω; Να ήμουν πιθανώς πάλι στην καλύτερη 5άδα; Στην καλύτερη δεύτερη 5άδα; Πάλι φάιναλ φορ; Ήθελα κάτι άλλο. Ήθελα κίνητρο. Είναι πολύ σημαντικό αυτό για εμένα. Το επόμενο βήμα ήταν ξεκάθαρα ο Ολυμπιακός. Το γνωρίζουν αυτοί οι Πρόεδροι γιατί είχαμε κάνει συζητήσεις. Τους Προέδρους τους σεβόμουν και τους σέβομαι 100%, όπως και εκείνοι. Υπάρχει αλληλοσεβασμός. Νομίζω πως κατάλαβαν για ποιο λόγο έφυγα, νομίζω πως όλη η Ελλάδα κατάλαβε για ποιο λόγο έφυγα. Δεν υπήρχε κάτι άλλο. Και το λέω αυτό γιατί έχουν ακουστεί διάφορα, όπως πως δεν έχω καλές σχέσεις με τον Βασίλη. Αυτό είναι ντροπή. Απέδειξα γιατί έφυγα. Επειδή πίστευα πως μπορούσα να κάνω πολλά περισσότερα. Και τα έκανα. Ήρθα στον Ολυμπιακό, όχι για να τον σώσω, γιατί ο Ολυμπιακός είναι πολύ μεγάλη ομάδα. Ήρθα για να βοηθήσω όσο μπορώ, γιατί είμαι στην καλύτερή μου ηλικία, στην καλύτερη κατάσταση που μπορώ να βρεθώ και έχω την εμπειρία ώστε να κάνουμε όλοι μαζί κάτι καλό. Να βρεθούμε σε ένα φάιναλ φορ. Αυτό θα με γέμιζε».
Η συντριπτική πλειοψηφία των άρθρων του καλοκαιριού που αναφέρονταν στην μεταγραφή του συνοδεύονταν με την… ταμπέλα του «ηγέτη». Μια ταμπέλα που ο ίδιος αρνείται να ‘χρεωθεί’ και εξηγεί το γιατί: «Δεν με αγγίζει το ηγετικό. Δεν με αγγίζει το είσαι ηγέτης. Τι πάει να πει αυτό; Δηλαδή στην Φενέρ δεν ήμουν ηγέτης; Τι είναι ο ηγέτης; Δεν στέκει αυτό. Απλά εδώ θα ήμουν με Έλληνες συμπαίκτες, σε μια ελληνική ομάδα, που έχει να πάει φάιναλ φορ τέσσερα χρόνια, έχει να πάρει τίτλο τρία χρόνια και ναι θέλω να βοηθήσω τον Ολυμπιακό να επιστρέψει στους τίτλους. Όχι ότι εγώ θα τον φέρω. Όλοι μαζί, όλος ο οργανισμός θα παλέψει για το καλύτερο και εγώ μαζί. Αυτό είναι. Δεν υπάρχει αυτό με το είναι δεν είναι ηγέτης. Στην Φενέρμπατσε τρία χρόνια ηγέτης ήμουν. Στην καλύτερη 5άδα δύο χρόνια. Τι πάει να πει ηγέτης;».
«Με πλησίασε ο Παναθηναϊκός, αλλά δεν υπήρχε λόγος να πάω εκεί»
Στην μάχη για την απόκτησή του, ο Ολυμπιακός «κοντραρίστηκε» με πολύ δυνατούς αντιπάλους… «Και η Ρεάλ και η Μπαρτσελόνα και η ΤΣΣΚΑ με είχαν πλησιάσει. Όλες οι προτάσεις οικονομικά ήταν καλύτερες σε σχέση με εκείνη του Ολυμπιακού. Όμως, όπως είπα και νωρίτερα εμένα το κίνητρό μου είναι αυτό που με οδηγεί. Όπως και όταν έφυγα και πήγα στην Φενέρμπαχτσε, τα χρήματα που μου έδιναν οι Πρόεδροι ήταν πολλά περισσότερα από εκείνα της τουρκικής ομάδας. Αυτό δεν το ξέρει ο κόσμος. Οι Πρόεδροι έκαναν τα πάντα για να με κρατήσουν. Απλά εγώ ήξερα πως το επόμενο βήμα μου ήταν εκεί. Είναι αλήθεια πως και ο Παναθηναϊκός με είχε πλησιάσει, όμως, για εμένα δεν υπήρχε κίνητρο. Δεν υπάρχει λόγος να πάω εκεί. Η ομάδα μου στην Ελλάδα είναι ο Ολυμπιακός. Επιπλέον, ήταν πάρα πολύ καλή η πρόταση που μου έκαναν το καλοκαίρι οι Πρόεδροι. Είχαμε μια πολύ ειλικρινή συζήτηση, τους ξεκαθάρισα πως το κίνητρο είναι αυτό που με οδηγεί και πως αφήνω προτάσεις πολύ υψηλότερες και σίγουρες θέσεις σε φάιναλ φορ. Ποιος δεν πιστεύει πως του χρόνου η Ρεάλ έχει μεγάλες πιθανότητες να είναι στο φάιναλ φορ; Η Μπαρτσελόνα να μην είναι στο φάιναλ φορ; Η ΤΣΣΚΑ δεν θα είναι στο φάιναλ φορ; Θέλω, όμως, να παλέψω εγώ με την ομάδα που θα ‘χτίσουν’ οι Πρόεδροι και ο κόουτς Μπαρτζώκας, μαζί με τους Έλληνες συμπαίκτες μου για κάτι καλό. Αυτή ήταν η φιλοσοφία μου».
Εκτός από την καλή πρόταση του Ολυμπιακού, βέβαια, υπήρξε και το σχετικό «ψηστήρι» από τους παλιούς! «Βεβαίως και υπήρξε από τον Γιώργο Πρίντεζη! Επίσης, μιλούσαμε αρκετά και με τον Παπανικολάου. Και ο Βασίλης με είχε πάρει τηλέφωνο. Γενικότερα υπήρξε μια τέτοια κατάσταση και δεν έχω κρύψει πως ήταν ένα πολύ μεγάλο κίνητρο να βρεθούμε ξανά με τα ίδια παιδιά και να πετύχουμε κάτι καλό. Όχι απαραίτητα να πάρουμε την Ευρωλίγκα, αλλά όλοι μαζί να βάλουμε τον Ολυμπιακό ξανά στον δρόμο για την κορυφή. Αυτό ήταν στο μυαλό μου γενικότερα».
Λόγω της Πανδημίας, ωστόσο, η επιστροφή του στο ‘σπίτι’ του, όπως ο ίδιος αποκαλεί τον Ολυμπιακό, δεν ήταν αυτή που είχε ονειρευτεί… «Η αλήθεια είναι πως το είχα κάνει εικόνα… Φανταζόμουν να βγαίνουμε από τη φυσούνα, να είναι γεμάτο το ΣΕΦ και να περιμένουν οι φίλαθλοι να δουν την ομάδα. Ήθελα να νιώσω ξανά τον παλμό του ΣΕΦ, να παίξουμε ντέρμπι με γεμάτο το γήπεδο. Είναι η δύναμη του Ολυμπιακού ο κόσμος του και πραγματικά λείπει από τα γήπεδα. Εμείς που αγωνιζόμαστε στο άδειο ΣΕΦ το καταλαβαίνουμε ακόμη παραπάνω».
Δεν ήταν, όμως, μόνο η επιστροφή του στο ΣΕΦ που δεν πήγε όπως ονειρευόταν. Αγωνιστικά η ομάδα έχει σκαμπανεβάσματα. Παρόλα αυτά, δεν υπήρξε ποτέ καμία δεύτερη σκέψη στο μυαλό του για το αν έπραξε σωστά που φόρεσε και πάλι την «ερυθρόλευκη» φανέλα. «Οι επιλογές μου, όπως και αυτή να έρθω στον Ολυμπιακό, είναι 100% συνειδητοποιημένες. Δεν έχω μετανιώσει για τίποτα. Το μόνο που με νοιάζει είναι το επόμενο παιχνίδι. Γενικά φέτος είναι πολύ περίεργη χρονιά, με άδεια γήπεδα. Επίσης η ομάδα δεν παίζει στην Α1 και θεωρώ πως αυτό δημιουργεί ένα πρόβλημα. Είμαι στην καλύτερή μου ηλικία και εκεί που έχω συνηθίσει να παίζω 2-3 παιχνίδια την εβδομάδα. Το ένα με δυσκολεύει και από άποψη ρυθμού και από άποψη προσέγγισης παιχνιδιών. Έχουμε κάνει μεγάλες νίκες, αλλά και πολύ κακές ήττες ιδιαίτερα στην έδρα μας. Αυτό θεωρώ πως δείχνει το πόσο μας έχει επηρεάσει η απουσία του κόσμου. Ο κόσμος του Ολυμπιακού είναι μια πραγματικά μεγάλη δύναμη. Είναι πολύ δύσκολο ως αντίπαλος να παίζεις σε ένα γεμάτο ΣΕΦ. Το έχω νιώσει αυτό. Δεν είναι δικαιολογία, όμως, αυτό… Έχουμε δείξει πολλές φορές το κακό μας πρόσωπο και είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να λύσουμε».
Όσες φορές φέτος η «μπάλα» έκαιγε -και ήταν πολλές- κατέληξε στα χέρια του. «Δεν φοβάμαι να πάρω την προσπάθεια. Αυτό κάνω τα τελευταία πέντε χρόνια. Έχει γίνει δέκα φορές φέτος. Για εμένα το τι θα γίνει στο τελευταίο σουτ είναι θέμα και τύχης και ικανότητας. Το θέμα είναι τι κάνεις στα προηγούμενα 39 λεπτά για να μην φτάσει το παιχνίδι εκεί. Τώρα, ναι αν χρειαστεί να πάρω το τελευταίο σουτ, θα το πάρω και δεν φοβάμαι. Είμαι γενικότερα σε πολύ καλή κατάσταση, κάποια σουτ που παίρνω τα κάνω στην προπόνηση 200 φορές τη μέρα… Από κει και πέρα εκτός από ικανότητα, είναι και θέμα τύχης. Από τα δέκα παιχνίδια που έχουμε παίξει, γιατί έχουμε παίξει πάρα πολλά στον πόντο φέτος, έχω βάλει κάποια, έχω χάσει κάποια. Έτσι γίνεται. Δεν φοβάμαι να το πάρω. Ναι, εγώ θα το πάρω αν το αποφασίσει ο προπονητής».
Για τους περισσότερους ένας αγώνας τελειώνει με την κόρνα της λήξης. Όχι, όμως, για τον Κώστα Σλούκα, ειδικά αν η ομάδα έχει ηττηθεί. «Μια ήττα με πειράζει πάρα πολύ. Δεν κοιμάμαι το βράδυ, σκέφτομαι πάρα πολύ, ξαναβλέπω τα παιχνίδια. Κάποιοι λένε για παράδειγμα: ‘Ο Κώστας παίρνει τόσα λεφτά’. Με βλέπουν σαράντα λεπτά και λένε: ‘Δεν παίζει καλά σήμερα’ ή ‘Πω πω παίζει πολύ καλά σήμερα’. Δεν ξέρουν τι έχει γίνει τις προηγούμενες μέρες, πριν πάω στο γήπεδο, μετά που πάω στο γήπεδο, τι ζωή κάνω. Απλά κοιτούν την κορυφή του παγόβουνου. Δεν ξέρουν ότι εγώ προπονούμαι έξτρα, προσέχω τι θα φάω, τι θα πιώ, δεν θα βγω, να κοιμηθώ λίγο το μεσημέρι να είμαι έτοιμος στην προπόνηση, να κοιμηθώ νωρίς το βράδυ γιατί παίζω αύριο. Αυτά δεν τα βλέπουν. Εγώ μετά από μια ήττα ή μια κακή εμφάνιση προβληματίζομαι. Για δύο μέρες μπορεί να μην έχω όρεξη να φάω. Στενοχωριέμαι πάρα πολύ και για την ομάδα και για εμένα. Όμως, νομίζω πως αυτό με έχει οδηγήσει εδώ, ότι γενικά ‘πονάω’ και τα χρήματα που παίρνω και τον χρόνο που μου δίνει και την εμπιστοσύνη που μου δείχνει η ομάδα. Γενικότερα θέλω να πετυχαίνω πράγματα. Ο αυστηρότερος κριτής του εαυτού μου είμαι εγώ. Δεν με ενδιαφέρει τι θα πει ο κάθε ένας. Όλοι έχουν την άποψή τους. Εμένα με νοιάζει τι λένε οι δικοί μου άνθρωποι και εκείνοι που με ζουν 24 ώρες το 24ωρο. Αυτό είναι το σημαντικό για εμένα. Όπως σημαντική είναι η άποψη των προπονητών και των συμπαικτών μου».
Στις πρώτες του δηλώσεις ως παίκτης του Ολυμπιακού είπε: «Στόχος είναι να κάνουμε το αδύνατο δυνατό». Τι ακριβώς εννοούσε; «Αφορά την κατεύθυνση που έχει δώσει η διοίκηση του Ολυμπιακού. Τι έχει δείξει τα προηγούμενα χρόνια; Ότι κόντρα σε μεγαθήρια, γιατί μην κρυβόμαστε το μπάτζετ του Ολυμπιακού είναι σε σχέση με πολλές ομάδες ίσως το 1/5, όμως, ιστορικά έχει αποδείξει πως το αδύνατο πολλές φορές μπόρεσε και το έκανε δυνατό. Εκεί που όλοι μας θεωρούσαν αουτσάιντερ, εμείς πήραμε την Ευρωλίγκα δύο χρονιές. Βρέθηκε ξανά στον τελικό της Ευρωλιγκας με μεγαθήρια. Τα τελευταία τρία χρόνια ο Ολυμπιακός δεν είχε ούτε τίτλο, ούτε κάποια διάκριση στην Ευρωλίγκα και αυτό ήθελα να πω. Πως πάλι πάμε για να παλέψουμε για να καταφέρουμε κάτι καλό ως Ολυμπιακός, όχι προσωπικά για μένα».
Οι «ερυθρόλευκοι» έχουν τη συνταγή της επιτυχίας. Έχουν, όμως, και τα υλικά; «Ναι. Η ομάδα έχει κορμό… Έχει έμπειρους παίκτες, έχει νεαρούς, έχει παίκτες σε καλή ηλικία όπως είμαι εγώ, ο Παπ , ο Σάσα και ο Λάρι. Γενικότερα έχει παίκτες που μπορούν να βγουν μπροστά τα επόμενα χρόνια, να ‘πατήσει’ η ομάδα πάνω τους να ‘χτιστεί’ και φυσικά με την καθοδήγηση των μεγαλύτερων του Βασίλη και του Γιώργου. Έχει το κλίμα που ένιωθα και τότε, όταν κατακτήσαμε τους τίτλους».
Σλούκι Λουκ εντός – εκτός επί τα αυτά
Όταν ο Κώστας Σλούκας βρίσκεται στο παρκέ δυσκολεύεται να αποχωριστεί το σοβαρό του πρόσωπο ή πιο σωστά δεν το αποχωρίζεται ποτέ!
«Το έχω αυτό. Πολλές φορές πριν ξεκινήσει το παιχνίδι προσπαθώ να περάσω στον εαυτό μου πως ‘σήμερα πρέπει να το απολαύσεις’. Δεν τα καταφέρνω, όμως, γιατί γενικότερα ως χαρακτήρας είμαι έτσι. Σκέφτομαι παραπάνω από το κανονικό. Για αυτό και τις περισσότερες φορές δεν το απολαμβάνω το παιχνίδι, απλά προσπαθώ να κάνω το καλύτερο την κάθε στιγμή για να κερδίσει η ομάδα».
Πως είναι, όμως, εκτός παρκέ; «Νομίζω πως είμαι λίγο πιο χαλαρός. Αυτή τη στιγμή είμαστε όλοι κλεισμένοι μέσα στο σπίτι, οπότε δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά. Γενικότερα μου αρέσει να πηγαίνω με τη γυναίκα μου για φαγητό, να πηγαίνω με φίλους για καφέ, εστιατόρια. Δεν μου αρέσει πολύ το ξενύχτι, δεν μου αρέσει πολύ το ποτό. Μου αρέσει το καλό φαγητό, το σωστό φαγητό. Αποφεύγω τα γλυκά γιατί ξέρω πως με παχαίνουν διπλάσια, οπότε δεν τα αγγίζω. Τις διακοπές που, που είναι λίγες μέρες, φροντίζω να τις περνάω όσο καλύτερα μπορώ μαζί με προπόνηση… Σε γενικές γραμμές αυτά!».
Στα social media είναι αρκετά ενεργός, δεν τα χρησιμοποιεί, ωστόσο, για να σχολιάζει επί παντός επιστητού. «Φυσικά και έχω άποψη για τα πάντα, με βάσει το δικό μου σκεπτικό και μυαλό. Δεν μου αρέσει να την διατυπώνω, την κρατάω για εμένα και τους κοντινούς μου ανθρώπους. Εμείς επηρεάζουμε κόσμο, μπορεί να επηρεάζω δέκα άτομα 100 άτομα, οτιδήποτε. Όπως και εγώ επηρεάζομαι από πολλούς που διαβάζω και όχι μόνο αθλητές. Και πολιτικούς και καλλιτέχνες και οτιδήποτε. Θεωρώ, όμως, πως για κάποια ζητήματα είναι καλύτερο να βγαίνουν και να μιλούν εκείνοι που έχουν περισσότερα να πουν και είναι γνώστες της κατάστασης. Βέβαια, όταν έχω να πω κάτι, θα βγω να το πω».
Αυτό που δεν γνωρίζουν πολλοί είναι πως εκτός από επιτυχημένος μπασκετμπολίστας είναι και επιτυχημένος επιχειρηματίας. «Έχω ένα γυμναστήριο στην Πυλαία. Αν και έχουμε πάρα πολλούς αθλητές, δεν απευθύνεται μόνο σε αυτούς. Απευθύνεται σε όλο τον κόσμο και γίνεται μια πολύ καλή προσπάθεια. Είμαι συνέταιρος με τον γυμναστή μου, με το οποίο συνεργάζομαι από τα 15 και είμαστε αδελφικοί φίλοι, τον Δάνη Αρνίδη. Ειδικά το στάδιο από 18 και μετά που βελτίωσα το σώμα μου το έχουμε περάσει μαζί και του οφείλω αρκετά πράγματα. Επίσης, σύντομα δίπλα στο γυμναστήριο θα υπάρχει και ένα φυσιοθεραπευτήριο με τα καλύτερα μηχανήματα που κυκλοφορούν στην αγορά, κυρίως για να βοηθήσουμε τους και επαγγελματίες παίκτες για πιο γρήγορη αποκατάσταση και απλούς ανθρώπους. Ήταν μια ιδέα μου είχαμε με την αδελφή μου, τον Δάνη και τον ξάδελφό μου, τον Γιάννη Μητσάκη».
Μπορεί στο παρκέ να είναι «ψυχρός», στη ζωή, ωστόσο, είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος. Απόδειξη το «Slou Camp». «Φέτος λογικά δεν θα μπορέσουμε να το διοργανώσουμε, αλλά σίγουρα θα συνεχιστεί. Συνεργάζομαι με μια ομάδα κατά του παιδικού καρκίνου. Τα έσοδα όλα πηγαίνουν σε αυτό τον σκοπό. Γίνεται στην Θεσσαλονίκη, όμως, σκεφτόμαστε μήπως μπορέσουμε να το κάνουμε και κάπου αλλού. Είναι πέντε μέρες που μαζεύονται αρκετά παιδιά, είμαι και εγώ εκεί όλη μέρα, για να παίξουμε μαζί, να μάθουμε πράγματα. Προσπαθώ επίσης να φέρω όσους περισσότερους καλεσμένους μπορώ. Το είχα γενικότερα ως ιδέα στο μυαλό μου, όμως, η αφορμή ήταν ο χαμός του πατέρα μου από καρκίνο. Είμαι λίγο πιο ευαισθητοποιημένος με το συγκεκριμένο θέμα. Το έψαξα λίγο περισσότερο, προσέγγισα την Λάμψη, ενημερώθηκα για το τι γίνεται… Τα έσοδα, λοιπόν, προσφέρονται για αυτό το σκοπό για να βοηθήσω και εγώ όσο μπορώ. Είναι άξια συγχαρητηρίων η προσπάθεια που κάνουν αυτοί οι άνθρωποι και πρέπει να τονισθεί πως το κάνουν αφιλοκερδώς».
Ξέρατε ότι:
* Καθιερώθηκε στον Ολυμπιακό με το Νο10, όμως, πλέον φορά το Νο11. «Άλλαξα για προσωπικούς λόγους. 11 Ιουνίου πέθανε ο πατέρας μου».
* Υπήρξε σπουδαστής της Νομικής! «Πήγα μία φορά δεν ξαναπήγα… Και λόγω χρόνου. Μετά προσπάθησα να πάρω τα χαρτιά μου να αλλάξω σε ΤΕΦΑΑ».
* Το πότε θα αποσυρθεί από τα παρκέ σε καμία περίπτωση δεν θα σχετιστεί με την ηλικία του. «Δεν έχω πει ότι θα σταματήσω στα 37 ή στα 38. Και αυτό γιατί θα σταματήσω όταν δεν έχω κίνητρο. Αν δεν έχω κίνητρο στα 35 θα σταματήσω».