Του Μιχάλη Στεφάνου/ info@eurohoops.net
Στα χαρτιά, η αναμέτρηση της Μακάμπι με τον Ολυμπιακό έμοιαζε με σύγκρουση δύο κόσμων. Δύο παραδοσιακών δυνάμεων του ευρωπαϊκού μπάσκετ με παραπλήσιες φιλοδοξίες και αντίστοιχο εκτόπισμα, αλλά διαφορετική αγωνιστική προσέγγιση και πάνω απ’ όλα προερχόμενες από μια εκ διαμέτρου αντίθετη off-season. Η “ομάδα του λαού”, αν και ευνοήθηκε πέρυσι από την απομάκρυνση των ρωσικών κλαμπ και τρύπωσε στα πλέι οφ, βίωσε μια πολύ σκληρή πραγματικότητα στο φινάλε της σεζόν. Το 0-3 κόντρα στη Ρεάλ και κυρίως ο αποκλεισμός-σοκ στα ημιτελικά του εγχώριου πρωταθλήματος έφεραν τεράστιες αλλαγές στο έμψυχο δυναμικό της με αποτέλεσμα να υπογράψει το καλοκαίρι που μας πέρασε 12 (!) καινούργιους παίκτες.
Με τον Οντέτ Κάτας να αναλαμβάνει το τιμόνι, η Μακάμπι έβαλε σε εφαρμογή ένα γενναίο restart, δημιούργησε μια αμιγώς αμερικανική ομάδα, με πλούσιο επιθετικό ταλέντο κι αστείρευτη αθλητικότητα και ουσιαστικά παραχώρησε την μπάλα στα χέρια δύο πολυσύνθετων γκαρντ, του Λορένζο Μπράουν και του Ουέιντ Μπόλντγουϊν. Από το… απέναντι πεζοδρόμιο, ο Ολυμπιακός μπήκε στον φετινό χορό, ουσιαστικά από εκεί που είχε σταμάτησε, με τον ίδιο προπονητή, την ίδια φιλοσοφία, τον ίδιο κορμό παικτών κι ένα μπάσκετ που βασίζεται στη συλλογικότητα, μη θέλοντας την μπάλα “κτήμα” κανενός.
Μέχρι ν’ ανταμώσουν στο σταυροδρόμι της “Menora Mivtachim Arena”, οι δύο ομάδες επιβεβαίωναν τη διαφορετικότητά τους και σε επίπεδο αποτελεσμάτων. Οι γηπεδούχοι είχαν προλάβει να επιβεβαιώσουν τη διαχρονική δυναμική της έδρας τους με τέσσερις νίκες σε πέντε ματς, ενώ οι φιλοξενούμενοι ταξίδευαν στον Τελ Αβίβ ως οι πλέον σεσημασμένοι “πειρατές”, αφού είχαν ήδη αρπάξει το θησαυρό κι από τις τέσσερις πόλεις που βρέθηκαν στο δρόμο τους. Δικαίως, λοιπόν, υπήρχε πριν από το τζάμπολ μια αίσθηση σασπένς και μια αβεβαιότητα για το τι επρόκειτο να συμβεί.
ΔΥΟ ΠΡΟΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΑ, Ο ΟΥΟΚΑΠ ΚΙ Ο “ΠΑΠ”
Αν κάτι μπορούσαμε να ισχυριστούμε με ασφάλεια πριν από το τζάμπολ, πάντως, ήταν η ανάγκη για ένα ενεργό παιχνίδι από τον Φαλ στην επίθεση, ώστε να αντισταθμιστεί το μεγάλο μέγεθος της Μακάμπι σε όλες τις θέσεις της περιφέρειας. Με τον Κόλσον στο “3”, τον Χίλιαρντ να κατεβαίνει στο “2”, αλλά και τον Πόιθρες στο “4”, θα ήταν σημαντικό για τον Ολυμπιακό να ακουμπήσει την μπάλα στον Γάλλο σέντερ, ώστε εκείνος είτε να τελειώσει φάσεις, είτε -τραβώντας επάνω του βοήθειες- να δημιουργήσει για τους συμπαίκτες του. Στην αντίπερα όχθη θα ήταν κομβικό για τους ερυθρόλευκους να περιορίσουν την μεγάλη ικανότητα των αντιπάλων τους στο επιθετικό ριμπάουντ.
Τίποτα από τα δύο δεν συνέβη στον επιθυμητό βαθμό, παρ’ όλα αυτά ο Ολυμπιακός κατάφερε να ελέγξει τα 3/4 του παιχνιδιού και τελικά να το χάσει μέσα από τα χέρια του. Οι ερυθρόλευκοι ανταποκρίθηκαν ιδανικά στην πίεση της Μακάμπι και μ’ έναν εκπληκτικό Τόμας Ούοκαπ που στα πρώτα 12 λεπτά πρόλαβε να μοιράσει 7 ασίστ και να κάνει 3 κλεψίματα, έβαλαν το νερό στ’ αυλάκι. Εξαιρετικό ξεκίνημα σε άμυνα – επίθεση και από τον Κώστα Παπανικολάου που κινήθηκε ιδανικά στο χώρο κι εκτέλεσε σωστά, ενώ ο συνήθης ύποπτος Σάσα Βεζένκοφ ανέβαζε την απόδοσή του όσο περνούσε η ώρα.
Η ανάπαυλα θα μπορούσε να βρει τον Ολυμπιακό με μεγαλύτερο προβάδισμα, αν οι γηπεδούχοι δεν στέκονταν όρθιοι από δεύτερες ευκαιρίες, αλλά κι από ένα ασυνήθιστα υψηλό -ακόμα και για τα δικά τους διόλου ευκαταφρόνητα δεδομένα- ποσοστό ευστοχίας από την περίμετρο. Ο Μπόλντγουϊν με 4/5 τρίποντα κι ο Νέμπο με τέσσερα επιθετικά ριμπάουντ και αρκετό θόρυβο στο ζωγραφιστό, φρόντισαν ώστε το ματς να δείχνει σχετικά ισορροπημένο, την ώρα που οι Πειραιώτες υπερίσχυαν σε όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες, όπως δίποντα, κλεψίματα, λάθη και ασίστ.
ΟΠΩΣ ΣΤΑ… “ΣΑΓΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΧΑΡΙΑ”
Μπορεί το εντυπωσιακό ντεμαράζ της Μακάμπι στην τέταρτη περίοδο να έκρινε τελικά το αποτέλεσμα, όμως η πλέον κομβική για την ουσία του παιχνιδιού μάλλον ήταν η τρίτη. Εκεί όπου ο Ολυμπιακός, με ένα επιβλητικό επτάλεπτο στις δύο πλευρές του γηπέδου ξέφυγε ακόμα και με 11 πόντους διαφορά, δημιουργώντας ισχυρή παράσταση νίκης, αλλά δεν μπόρεσε να διαχειριστεί με τέτοιο τρόπο τρόπο το προβάδισμά του, ώστε να δώσει λίγο αργότερα στην Μακάμπι το τελικό χτύπημα.
Βιάστηκε κάπου να κερδίσει, ζορίστηκε και τελικά έμεινε από δυνάμεις και καθαρό μυαλό. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι το εν λόγω διάστημα θύμισε κάτι από τα “Σαγόνια του Καρχαρία” και συγκεκριμένα το σημείο όπου ο Κουέιντ, πάνω στη βιασύνη του να τραβήξει το δεμένο κήτος στα ρηχά για να το πνίξει, τερμάτισε την μηχανή, την έκαψε κι έτσι το ψαράδικο έμεινε ακυβέρνητο στη μέση του πουθενά, με τα γνωστά ολέθρια αποτελέσματα…
Τα κοντά σουτ, τα εύκολα λάθη, οι βιαστικές επιθέσεις και η ολιγωρίες στην άμυνα, ήταν τα εμφανή σημάδια του αδειάσματος που σταδιακά υπέστη ο Ολυμπιακός απέναντι σ’ έναν αντίπαλο που δεν σταμάτησε να τρέχει, να πηδάει και να κυνηγάει. Φυσικά, καθοριστική ως προς την αρνητική εξέλιξη για τους Πειραιώτες, αποδείχτηκε η… ανεγκέφαλη αποβολή του Κάνααν, σ’ ένα σημείο, μάλιστα, που ο Αμερικανός έδειχνε να έχει μπει στο κλίμα του ματς. Δημιούργησε μια αναπάντεχη αναστάτωση στο ροτέισον κι έφερε αχρείαστες αλλαγές στην περιφέρεια, την ώρα που η διψήφια διαφορά θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως σκαλοπάτι για να πάρουν πάρουν ανάσες Βεζένκοφ και Παπανικολάου, λίγο πριν την τελική ευθεία της αναμέτρησης.
Το μομέντουμ χάθηκε και η Μακάμπι βρήκε την ευκαιρία να κλείσει το δεκάλεπτο έχοντας μαζέψει τη μισή διαφορά. Αν στο διάστημα 27′-30′ οι “ερυθρόλευκοι” είχαν καταφέρει είτε να διαφυλάξουν το σκορ, είτε να ξεκουράσουν κάποιους παίκτες-κλειδιά, τότε θα ήταν πολύ δύσκολο για τo σύνολο του Κάτας να πραγματοποιήσει έναν τόσο σαρωτικό come back στο τελευταίο δεκάλεπτο. Με υποθέσεις, όμως, δεν γράφεται η ιστορία κι ο Ολυμπιακός είδε το θρυλικό “Γιαντ Ελιάου” να κατηφορίζει και να τον παρασύρει, παρά την εξωπραγματική… αντίσταση του Γιαννούλη Λαρεντζάκη που πυροβολούσε αδιακρίτως.
Ο ΚΟΡΜΟΣ ΨΑΧΝΕΙ ΣΤΗΡΙΓΜΑΤΑ
Μια ήττα στο Τελ Αβίβ δεν κατέστρεψε ποτέ κανέναν -εντάξει, υπήρξε και μία που ήταν ο… ορισμός της καταστροφής- υπό την έννοια ότι η έδρα της Μακάμπι είναι παραδοσιακά από τις πλέον αφιλόξενες. Κι ο Ολυμπιακός, που στη μεγαλύτερη διάρκεια του αγώνα έδινε την εντύπωση ότι θα τα καταφέρει, δεν υπέστη κάποια ανεπανόρθωτη ζημιά από το εις βάρος του ανατρεπτικό φινάλε. Εδωσε μια σκληρή μάχη και κανείς δεν μπορεί να του προσάψει κάτι ως προς την γενική εικόνα του, αλλά το ουσιώδες ερώτημα είναι αν τελικά έχασε από έναν καλύτερο αντίπαλο ή από το γεγονός ότι δεν βρήκε 1-2 στηρίγματα παραπάνω ώστε να αντέξει μέχρι το τέλος.
Και είναι αλήθεια ότι αυτοί που σταθερά αποτελούν τους κινητήριους μοχλούς του, χρειάζονται μεγαλύτερη βοήθεια από τους υπόλοιπους, ειδικά σε τόσο υψηλών ενεργειακών απαιτήσεων παιχνίδια. Διότι κακά τα ψέματα, ο Ολυμπιακός συνεχίζει να στηρίζεται στην παλιά φρουρά που ναι μεν παρουσιάζεται πιο ώριμη σε σχέση με πέρυσι, αλλά αριθμητικά δεν φτάνει για να λύνει πάντα όλα τα προβλήματα. Ουσιαστικά μιλάμε για ένα σύνολο πέντε – έξι παικτών, οι οποίοι δεν έχουν το περιθώριο να μην βρεθούν στη μέρα τους, αφού η επιδραστικότητα των υπολοίπων παραμένει σε χαμηλά επίπεδα.
Για την ώρα, αυτό δεν έχει ιδιαίτερο αντίκτυπο στ’ αποτελέσματα, όμως μπαίνοντας στον τρίτο μήνα των επίσημων υποχρεώσεων ο Ολυμπιακός θα χρειαστεί ένα πιο ασφαλές οπλοστάσιο. Σε πρώτη φάση, πάντως, καλείται ν’ απαλλαγεί από την απογοήτευση της χθεσινής χαμένης ευκαιρίας, και να παρουσιαστεί έτοιμος απέναντι σε μια Αλμπα που ασχέτως βαθμολογικής θέσης και φόρμας, μοιάζει ανά πάσα στιγμή ικανή να δημιουργήσει πρόβλημα σε όποιον δεν την προσεγγίσει με προσοχή και σοβαρότητα.