Της Eurohoops Team/ info@eurohoops.net
Ο νεοαποκτηθείς Αμερικάνος σέντερ ακόμα στάθηκε στα ταξίδια που έχει πραγματοποιήσει και τους προορισμούς που θα ήθελε να επισκεφθεί, στους φίλους που έχει ήδη κάνει στον Ολυμπιακό, αλλά και στον σκύλο του που είναι η μεγάλη του αγάπη.
Αναλυτικά τι είπε:
Αρχικά: “Γεννήθηκα στην Νέα Υόρκη, αλλά δεν μεγάλωσα εκεί. Η μητέρα μου ήταν στον στρατό, οπότε ζήσαμε σε πολλά και διαφορετικά μέρη. Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που ασχολήθηκα με αρκετά σπορ. Εκτός από μπάσκετ έπαιξα μπέιζμπολ και ποδόσφαιρο. Αν και η μητέρα μου μας επέτρεπε να ασχοληθούμε με όποιο σπορ θέλαμε, τόσο εγώ, όσο και ο μικρότερος αδελφός μου, Μπράντον, που παίζει σε κολεγιακό επίπεδο, καταλήξαμε στο μπάσκετ. Στο σημείο αυτό να πω πως έχω τέσσερις αδελφούς και μια αδελφή. Ίσως να έχει να κάνει με το ότι είναι πιο εύκολο να παίξεις μπάσκετ. Απλά χρειάζεσαι μια μπάλα και μια στεφάνη. Ίσως πάλι να είχε να κάνει με το γεγονός ότι η μητέρα μου είχε παίξει μπάσκετ, αν και όχι σε επαγγελματικό επίπεδο. Ήταν, πάντως, εκείνη που με βοήθησε πολύ, ειδικά στα πρώτα μου βήματα. Και ο μπαμπάς μου είχε παίξει μπάσκετ. Οπότε και οι δυο τους με βοήθησαν αρκετά και είχαν την μεγαλύτερη επίδραση στην ζωή μου”.
Και συνέχισε την αναδρομή στα παιδικά του χρόνια: “Δεν αλλάζαμε μόνο πόλεις, αλλά και χώρες. Γερμανία, Ολλανδία, Νέα Υόρκη, Σικάγο, Βιρτζίνια, Τέξας. Έχω ζήσει σχεδόν παντού! Στην αρχή είναι λίγο δύσκολο, αλλά μετά συνηθίζεις. Έτσι και αλλιώς όταν είσαι μικρός κάνεις αναγκαστικά ότι πουν η μαμά και ο μπαμπάς. Αλλά γενικά ήταν μια καλή εμπειρία και με βοήθησε στο να μπορώ να προσαρμόζομαι και να ζω μόνος μου σε μια ξένη χώρα. Για εμένα δεν είναι πρωτόγνωρη η εμπειρία του να ζω στην Ευρώπη, το είχα ξανακάνει”.
Δεδομένου ότι ο φόργουορντ/σέντερ του Ολυμπιακού δοκίμασε τον εαυτό του σε διαφορετικά σπορ, δεν είχε από μικρός στο μυαλό του πως θα γινόταν επαγγελματίας μπασκετμπολίστας: “Αυτό το συνειδητοποίησα τον πρώτο μου χρόνο στο κολλέγιο. Βέβαια, τότε σκεφτόμουν το ΝΒΑ, δεν ήξερα για την άλλη άκρη του Ατλαντικού και το ευρωπαϊκό μπάσκετ. Στην συνέχεια, όμως, άλλοι παίκτες γνωστοί μου που είχαν παίξει στην Ευρώπη, μου είπαν πως ήταν καλά. Έτσι, όταν δεν επιλέχθηκα στο ντραφτ δεν απογοητεύτηκα, γιατί ήξερα πως μπορώ να συνεχίσω να παίζω μπάσκετ. Στην αρχή πραγματικά πίστευα πως ήταν το ΝΒΑ και τίποτε άλλο. Όμως, όταν ανακάλυψα το ευρωπαϊκό μπάσκετ είπα στον εαυτό μου ‘είναι δουλειά και θα συνεχίσω να δουλεύω’. Το καλό είναι πως τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι Αμερικανοί ανακαλύπτουν το ευρωπαϊκό μπάσκετ. Και αυτό γιατί πολλοί παίκτες από το ΝΒΑ έρχονται να παίξουν εδώ”.
Ο ίδιος βρίσκεται πολλά χρόνια μακριά από την πατρίδα του, όμως, οι δεσμοί με την οικογένειά του παραμένουν εξαιρετικά «στενοί». Μάλιστα, έχουν αποκτήσει και επαγγελματική μορφή. Από το καλοκαίρι είναι ιδιοκτήτης μιας φάρμας στις ΗΠΑ, στις δουλειές της οποίας συνδράμουν άπαντες με επικεφαλής την μητέρα του, Μισέλ, ενώ μάνατζερ του είναι ο μεγαλύτερος αδελφός του: “Αποφασίσαμε να το κάνουμε αυτό ως οικογένεια. Με προσέχει, τον αγαπώ και τον εμπιστεύομαι απόλυτα. Πάντα, από μικρό παιδί ρωτούσα την γνώμη του για όλα, ειδικά για το μπάσκετ. Το λατρεύει, είναι μανιακός με το μπάσκετ και γνωρίζει πολλά. Φροντίζει να γίνονται τα πάντα σωστά και όσον αφορά τον Ολυμπιακό μου εξήγησε πως είναι ένα πραγματικά όμορφο μέρος να έρθω και να συνεχίσω σε υψηλό επίπεδο”.
Και όπως φάνηκε ο αδελφός του δεν έπεσε έξω στην πρόβλεψή του: “Κάθε χρονιά την αντιμετωπίζω ως την μεγάλη μου ευκαιρία και η φετινή δεν αποτελεί εξαίρεση. Πάντα μπορείς να πας πιο ψηλά… Φέτος ερχόμενος στον Ολυμπιακό ένιωσα πως έκανα το βήμα παραπάνω. Είναι μια ομάδα με τεράστια παράδοση και εκτιμώ την ευκαιρία που μου δόθηκε να γίνω μέλος της. Ο Ολυμπιακός με εμπιστεύθηκε και εγώ θα δώσω τα πάντα στο παρκέ για να ανταποδώσω”.
Όσον αφορά στις εντυπώσεις του για την χώρα μας; Άριστες: “Ο καιρός στην Αθήνα είναι εκπληκτικός, σχεδόν κάθε μέρα ξυπνάς με λιακάδα. Οι ρυθμοί είναι καλύτεροι από εκείνοι στο Μιλάνο, είναι πιο χαλαροί και μου αρέσει πολύ αυτό. Επίσης, οι άνθρωποι στην Ελλάδα είναι πολύ ανοικτοί και ευγενικοί. Όσον αφορά στο φαγητό, είναι πραγματικά απίστευτο! Λατρεύω τον τρόπο που μαγειρεύουν στην Ελλάδα τις φτερούγες κοτόπουλου και το αρνί είναι το καλύτερο που έχω γευτεί ποτέ! Μέχρι στιγμής είναι όλα υπέροχα. Και το Μιλάνο ήταν όμορφη πόλη, λίγο μικρότερη, πιο θορυβώδης, με αρκετή μόδα. Δεν μπορείς, όμως, να συγκρίνεις το Μιλάνο με την Αθήνα, γιατί είναι αρκετά μικρότερο. Πέρασα καλά εκεί και πιστεύω πως εδώ θα περάσω ακόμη καλύτερα”.
Για έναν άνθρωπο που έχει ταξιδέψει τόσο πολύ στην ζωή του θα ήταν δύσκολο να φανταστεί κάποιος πως το πιο τρελό του όνειρο είναι να βρεθεί την Ταϋλάνδη: “Ειλικρινά το μεγαλύτερό μου όνειρο είναι να επισκεφτώ την Ταϋλάνδη. Το λέω κάθε χρόνο και ποτέ δεν πάω. Μετά το τέλος κάθε σεζόν βιάζομαι να γυρίσω σπίτι και το αφήνω στην άκρη. Το θεωρώ τρελό… Θέλω να κάνω βόλτα πάνω σε ελέφαντα και να απολαύσω τα τοπία. Δεν ξέρω γιατί μου έχει καρφωθεί στο μυαλό. Για εμένα η Ταϋλάνδη είναι το πιο τρελό μου όνειρο, παρότι ξέρω πως δεν είναι κάτι ακατόρθωτο. Ίσως για αυτό να μην έχω πραγματοποιήσει αυτό το ταξίδι, επειδή θέλω να συνεχίσει να υπάρχει αυτό το όνειρο!”.
Όσον αφορά στα ερυθρόλευκα όνειρά του: “Με τον Ολυμπιακό όλα είναι δυνατά! Δεν βάζω εξτρά πίεση στον εαυτό μου, καθώς υπάρχει έτσι και αλλιώς πίεση εδώ. Πιστεύω στον εαυτό μου και θα κάνω το καλύτερο που μπορώ για να πανηγυρίσουμε όσους περισσότερους τίτλους γίνεται”.
Παρά το λίγο χρονικό διάστημα που βρίσκεται στο λιμάνι έχει καταφέρει να έρθει κοντά με τους περισσότερους συμπαίκτες του: “Είμαι αρκετά δεμένος με τους Αμερικανούς της ομάδας, αλλά και οι Έλληνες είναι πραγματικά ανοικτοί άνθρωποι και cool. Επίσης με τον Νίκολα (σ.σ. Μιλουτίνοφ) περνάμε πολλές ώρες παίζοντας βίντεο παιχνίδια. Παίζουμε o κάθε ένας από το σπίτι του online στο play station». Τέλος, ερωτηθείς αν του λείπει κάτι απάντησε: «Μου λείπει πολύ ο σκύλος μου. Δυστυχώς δεν τον έφερα εδώ γιατί δεν έχω βρει κάποιον να τον προσέχει όταν θα είμαστε σε ταξίδι. Αν βρω κάποιο μέρος ίσως μπορέσω να τον πάρω κοντά μου όσο προχωράει η χρονιά”.