Ανδρέας Πιστιόλης στο Eurohoops Part I: Η ΤΣΣΚΑ, ο Ιτούδης, η εμπειρία στην Μπάνβιτ και το μέλλον του μπάσκετ

2018-04-16T14:29:28+00:00 2018-04-16T14:29:28+00:00.

admin69

16/Apr/18 14:29

Eurohoops.net

Το Eurohoops συνάντησε τον Ανδρέα Πιστιόλη, ο οποίος ανέλυσε πώς είναι να… ζεις μπασκετικά στο πλευρό του Δημήτρη Ιτούδη στη Μόσχα. Η ΤΣΣΚΑ, η πολύτιμη εμπειρία στην Τουρκία με την Μπάνβιτ, το σπουδαίο εξαγώγιμο προϊόν “ελληνικό μπάσκετ” και το μέλλον του ευρωπαϊκού μπάσκετ.

Του Κώστα Γιαταγάνα/ info@eurohoops.net

Ο Ανδρέας Πιστιόλης ανήκει στο επιτελείο μιας εκ των μεγαλύτερων ομάδων της Ευρώπης, το οποίο μάλιστα έχει “γαλανόλευκο” χρώμα κι αυτό γιατί βρίσκεται στο πλευρό του Δημήτρη Ιτούδη στην ΤΣΣΚΑ.

Ο 40χρονος προπονητής μπορεί βάσει ηλικίας να είναι νέος, όμως κάθε άλλο παρά “νέος” είναι στην προπονητική, αφού από τότε που… θυμάται τον εαυτό του φλέρταρε με το πινακάκι.

Επί σειρά ετών σε όλα τα κλιμάκια στον Παναθηναϊκό, από το 2005 ως το 2012 στο “πράσινο” επιτελείο, στο πλευρό Ομπράντοβιτς και Ιτούδη (και για λίγο στην εποχή Πεδουλάκη), ακολούθησε στη συνέχεια τον Ιτούδη στην Τουρκία (Μπάνβιτ) και από το 2014 στη μεγάλη πρόκληση της ΤΣΣΚΑ.

Στη Μόσχα οι δυο τους, μαζί με τον γυμναστή Κώστα Χατζηχρήστο αποτελούν την ελληνική “παροικία” των πρωταθλητών της VTB και εξέχον μέρος του… εξαγώγιμου προϊόντος του ελληνικού μπάσκετ.

Το Eurohoops συνάντησε τον Ανδρέα Πιστιόλη, ο οποίος μίλησε για τη συνεργασία του με τον Δημήτρη Ιτούδη στη Μόσχα, στην Τουρκία και την Μπάνβιτ (2013/2014) και την κατάσταση σε ελληνικό και ευρωπαϊκό μπάσκετ.

Διαβάστε τι είπε στο πρώτο μέρος της μεγάλης συνέντευξης και μείνετε συντονισμένοι και για το δεύτερο μέρος, στο οποίο αναφέρεται στην πολυετή θητεία του στον Παναθηναϊκό και τη συνεργασία με τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς, αλλά και τους μεγάλους αστέρες στο ΟΑΚΑ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΣΣΚΑ

-Πώς κυλά η φετινή χρονιά, με τις πολλές και σημαντικές αλλαγές;

“Πάει καλά. Είμαστε ευχαριστημένοι. Θεωρούμε ότι έχουμε ακόμα περιθώρια για βελτίωση. Εχουμε κάνει αλλαγές φέτος. Όχι πολλές, αλλά βασικές αλλαγές. Αλλάξαμε βασικούς δημιουργούς όπως ο Τζάκσον και ο Τεόντοσιτς, που έφυγαν και αντικαταστάθηκαν από τον Σέρχιο και τον Λίο (Βέστερμαν). Μας έχει κοστίσει το γεγονός ότι ο Λίο που ήταν ένας δημιουργικός παίκτης, έμεινε έξω για σημαντικό διάστημα λόγω τραυματισμού.

Το πρόβλημα στην αρχή τουλάχιστον ήταν να περάσουμε την ήδη υπάρχουσα φιλοσοφία της ομάδας στους νέους παίκτες που ήρθαν και ταυτόχρονα να προσαρμόσουμε την ομάδα στο τι μπορούν να κάνουν αυτοί οι παίκτες. Δεν πήραμε ίδιους ακριβώς παίκτες, αλλά θέλαμε να προσαρμοστούν στο σύστημα. Αυτό μας πήρε λίγο χρόνο, γιατί και λόγω του νέου συστήματος δεν έχουμε όλους τους παίκτες στην προετοιμασία, που είναι το ιδανικό σημείο για να προσαρμοστούν οι παίκτες.

Μας πήρε χρόνο στην αρχή στην Ευρωλίγκα να βρούμε τα πατήματά μας και να καταλάβουν κι οι παίκτες τι θέλουμε να κάνουμε σαν ομάδα. Πλέον έχει μπει το νερό στ’ αυλάκι. Δεν έχουμε φτάσει στο επιθυμητό σημείο, αλλά πάμε καλά και είμαστε ευχαριστημένοι από την πορεία μας”.

-Πώς δέχθηκε η ομάδα την αλλαγή… ηγεσίας στο παρκέ, με την αποχώρηση του Μίλος Τεόντοσιτς και την έλευση του Σέρχιο Ροντρίγκεθ;

“Εχουν βασικές ομοιότητες και βασικές διαφορές. Και οι δύο είναι παίκτες με μεγάλο ταλέντο, αλλά και μπασκετικό ένστικτο. Είναι δημιουργικά πλέι μέικερ, που μπορούν να κάνουν τους συμπαίκτες τους καλύτερους. Ο Σέρχιο είναι πιο απλός στο παιχνίδι του, πιο γρήγορος και μας αρέσει αυτό. Μας κάνει γενικότερα πιο γρήγορη ομάδα.

Μπορεί να μην κάνει τις τόσο φαντεζί και απροσδόκητες πάσες που έκανε ο Τεόντοσιτς, αλλά τακτικά είναι θετικό για εμάς τους προπονητές ότι δεν σνομπάρει την απλή πάσα. Το να τη δώσει στο ένα μέτρο στον συμπαίκτη του που είναι ελεύθερος ή μπορεί να δημιουργήσει κάτι άλλο, είναι σημαντικό.

Το θέμα είναι ότι σταθήκαμε αρκετά τυχεροί σε μια πολύ δύσκολη αγορά φέτος, γιατί φέτος με τις αλλαγές που έγιναν, με το ΝΒΑ, τα διπλά συμβόλαια και τη μετακίνηση πάρα πολλών καλών παικτών από την Ευρώπη, στο ΝΒΑ, πραγματικά υπήρχε ένα σημείο όπου όλες οι ομάδες βρήκαν την αγορά πάρα πολύ δύσκολη και ήταν πολύ σημαντικό να βρούμε έναν παίκτη αυτού του επιπέδου για να καλύψουμε αυτό το σημαντικό κενό που δημιουργήθηκε εκεί με την αποχώρηση του Μίλος”.

-Η ΤΣΣΚΑ είναι ομάδα γεμάτη σπουδαίους παίκτες και προσωπικότητες. Πώς είναι η συνεργασία μαζί τους από τη σκοπιά του προπονητή;

“Θεωρώ φέτος ότι έχουμε σε σχέση με όλα τα χρόνια όπου είμαστε στην ΤΣΣΚΑ τους πιο συνεργάσιμους παίκτες. Καταρχήν είναι σημαντικό πως με όλους αυτούς τους παίκτες, που είναι δυνατές προσωπικότητες, δουλεύουμε ήδη μαζί αρκετά χρόνια. Εχουμε βρει το πού μπορούμε να πιέσουμε, πού μπορούμε να τους εμπιστευτούμε. Γενικότερα έχουμε βρει τα πατήματά μας με τους περισσότερους παίκτες. Οι παίκτες μας ξέρουν, τους έχουμε αποδείξει ποιοι είμαστε, πώς σκεφτόμαστε και πώς συμπεριφερόμαστε.

Πάντα όταν έρχεται νέος παίκτης στην ομάδα, έχει κίνητρο. Θέλει να αποδείξει, θέλει να δουλέψει περισσότερο, οπότε γενικότερα, ενώ έχουμε δυνατές προσωπικότητες, έχουμε μία από τις καλύτερες συνεργασίες μαζί τους στα χρόνια που είμαστε στην ΤΣΣΚΑ. Οι παίκτες είναι συνεργάσιμοι, υπάρχει πολύ καλό κλίμα μεταξύ μας και γενικά και σε αυτό το κομμάτι είμαστε πολύ ευχαριστημένοι.

Οταν ήρθαμε στην ΤΣΣΚΑ, η πρώτη χρονιά ήταν πολύ δύσκολη. Παίκτες που δεν τους ξέραμε, παίκτες οι οποίοι άλλαζαν από έναν προπονητή σε άλλον προπονητή, από μία φιλοσοφία σε μία άλλη. Γενικότερα αυτή ήταν η δύσκολη χρονιά για εμάς και φέτος νομίζω ότι σε αυτό το κομμάτι είμαστε καλύτερα”.

-Πλέον μαζί με τον κόουτς Ιτούδη και όλο το επιτελείο βρίσκεστε μια τετραετία στη Μόσχα. Πώς υποδέχθηκε η ΤΣΣΚΑ ως “οργανισμός” γενικότερα την έλευσή σας, ενός ελληνικού σταφ; Υπήρχαν δυσκολίες;

“Γενικότερα οι Ρώσοι και ο ρωσικός λαός είναι πολύ φιλικοί προς τους Έλληνες, τους αγαπάνε. Οταν κάποιος καταλαβαίνει ότι είσαι ξένος και σε ρωτήσει τι είσαι και τους απαντήσεις Έλληνας, βλέπεις την αλλαγή στη γλώσσα του σώματός τους αμέσως. Οι Ρώσοι αγαπάνε τους Ελληνες. Αυτό είναι το ένα κομμάτι. Το άλλο κομμάτι αφορά τα προβλήματα κάθε ομάδας. Οταν πας σε μια νέα ομάδα, το θέμα δεν είναι η εθνικότητά σου. Είτε είσαι Ελληνας, είτε Σέρβος, είτε Αμερικανός δεν έχει σχέση.

Είναι ένας νέος προπονητής που θα μπει να χειριστεί μια νέα ομάδα, η οποία έχει μάθει με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Κάποια πράγματα πρέπει να τα αλλάξεις. Οι παίκτες μπορεί να σε τεστάρουν… Εκεί είναι η προσωπικότητα… Είναι όπως τα παιδιά, τα σκυλιά, να δουν μέχρι πού τους παίρνει, τι να κάνουν. Κι εκεί πέρα στην αρχή πάντα πρέπει να δώσεις μια μάχη. Είσαι ένας νέος προπονητής στην ομάδα, για να θέσεις τις βάσεις πάνω στις οποίες θα στηριχθεί η συνεργασία”.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΛΛΗΝΑΣ ΠΡΟΠΟΝΗΤΗΣ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ

-Με βάση ότι είστε σε μια ομάδα πρώτης γραμμής στην Ευρωλίγκα και οι Ελληνες προπονητές έχουν δυναμική παρουσία στην κορυφαία διοργάνωση, συμφωνείτε με την άποψη πως οι Έλληνες προπονητές και παίκτες είναι το καλύτερο εξαγώγιμο προϊόν;

“Για τον Ελληνα προπονητή είναι πολύ καλό ότι Παναθηναϊκός και Ολυμπιακός είχαν φέρει μεγαλύτερου επιπέδου προπονητές, όπως ο Ομπράντοβιτς, ο Ιβκοβιτς. Οι Ελληνες εκπαιδεύτηκαν από αυτούς τους προπονητές και από τους υψηλού επιπέδου παίκτες που είχαμε στις μεγάλες ομάδες κι όχι μόνο σε αυτές τις δύο ομάδες. Και στο Μαρούσι παλιότερα, η ΑΕΚ, όλες αυτές οι ομάδες έφερναν υψηλού επιπέδου παίκτες, όταν είχαμε τη χρυσή εποχή του ελληνικού μπάσκετ και αυτή είναι η φυσική συνέχεια.

Οταν το ελληνικό μπάσκετ λόγω των οικονομικών προβλημάτων έπεσε το επίπεδό του κι έμειναν μόνο οι μεγάλες ομάδες κι αυτές όχι στο στιλ που ήταν τότε. Γιατί Παναθηναϊκός και Ολυμπιακός, το 2009, το 2010 ήταν το αντίστοιχο όπως είναι τώρα η ΤΣΣΚΑ και η Φενέρ τώρα. Είχαν τα μεγαλύτερα μπάτζετ, τα μεγαλύτερα ονόματα. Πλέον έχει πέσει το ελληνικό μπάσκετ σε αυτό το κομμάτι, όμως όλοι οι προπονητές, όλοι οι άνθρωποι που εργαζόμαστε σε αυτό το κομμάτι, ανεβήκαμε ένα επίπεδο, δουλεύοντας με μεγάλους προπονητές και μεγάλους παίκτες.

Είναι κρίμα που το ελληνικό μπάσκετ δεν μπορεί να το εξαργυρώσει ευθέως αυτό, με το να χρησιμοποιεί αυτούς τους ανθρώπους όπως στις μεγάλες του ομάδες, αλλά βλέπεις σιγά σιγά ότι το ελληνικό μπάσκετ, το προϊόν του όλων αυτών των ετών το έχει εξάγει και η Ευρώπη έχει γεμίσει Ελληνες προπονητές. Στο μέλλον θα έχει ακόμα περισσότερους στην Ευρώπη, σε μεγάλες ομάδες και να έχουνε σοβαρούς ρόλους.

Δεν θα αναλύσω τι άλλο εξάγουμε, αλλά είμαστε σίγουρα πολύ καλό κομμάτι. Είναι ίσως και διαφορετική η νοοτροπία σε σχέση με ό,τι άλλο κάνουμε στο μπάσκετ. Σε σχέση με τους άλλους εργαζόμαστε πολύ περισσότερο, είμαστε πολύ πιο μεθοδικοί, είμαστε πολύ πιο λεπτομερείς. Κάνουμε πράγματα που δείχνουν όπως θέλω να πιστεύω, πιο υψηλό επίπεδο, σε σχέση με τους υπόλοιπους στην Ευρώπη. Είναι μια πολύ καλή εικόνα της Ελλάδας προς τα έξω, ο τρόπος που δουλεύουμε και ο τρόπος της δουλειάς μας στο μπάσκετ”.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΙΤΟΥΔΗΣ

-Εδώ και πάρα πολλά χρόνια συνεργάζεστε με τον Δημήτρη Ιτούδη. Πώς είναι η μπασκετική ζωή στο πλευρό του;

“Με τον Δημήτρη δουλεύουμε μαζί περίπου 12 χρόνια. Με ανέβασε στον Παναθηναϊκό το 2005 σαν σκάουτερ. Αυτή ήταν η πρώτη μας συνεργασία και μετά από όλα αυτά τα χρόνια η συνεργασία μας είναι στον… αυτόματο. Με ξέρει πολύ καλά, τον ξέρω πολύ καλά και η συνεργασία είναι πολύ αρμονική. Το πρώτο πράγμα που μαθαίνεις να ανταπεξέρχεσαι είναι στις υψηλές απαιτήσεις. Η δουλειά πρέπει να είναι αψεγάδιαστη για τον Δημήτρη και με το χρόνο αυτό περνάει και σε μένα, ότι η δουλειά πρέπει να είναι σωστή με κάθε λεπτομέρεια.

Το ότι η σκληρή δουλειά πρέπει να συνοδεύεται και από αποτέλεσμα βεβαίως και γινόμαστε τελειομανείς γιατί για να σε αποδεχθεί ο παίκτης πρέπει να του αποδείξεις ότι ξέρεις ποιος είσαι, ξέρεις τι κάνεις, ξέρεις γιατί του λες ό,τι του λες, το οποίο είναι το προϊόν της δουλειάς. Πρέπει να είσαι έτοιμος να απαντήσεις σε κάθε ερώτηση παίκτη. Οπότε αυτό, το να είσαι έτοιμος πάντα, ακόμα και για το πιο αστείο πράγμα, την πιο μικρή λεπτομέρεια, είναι πολύ σημαντικό, το οποίο είναι πολύ δύσκολο να γίνει. Θέλει πάρα πολλή δουλειά, θέλει πολλή συγκέντρωση, θέλει μεγάλη αυτοπειθαρχία κι αυτό είναι το μεγαλύτερο χαρακτηριστικό του Δημήτρη: Η αυτοπειθαρχία, ότι δεν χρειάζεται να κυνηγάμε τους παίκτες ή να κυνηγά τους συνεργάτες του για να κάνουν κάτι. Οταν έχουν μπει οι βάσεις στη δουλειά, ξέρεις να το κάνεις μόνος σου αυτό που πρέπει να κάνεις.

Μετά, όταν αποδείξεις στον εαυτό σου και φτάσεις σε αυτό το επίπεδο που πρέπει να είσαι, η συνεργασία είναι εύκολη, γιατί είναι ένας λογικός άνθρωπος. Δε σου ζητάει ποτέ κάτι παράλογο. Μπορείς πάντα να μιλήσεις μαζί του κι οι παίκτες έχουν αυτή τη σχέση. Δεν είναι ένας άνθρωπος στον οποίο φοβάσαι να πεις πράγματα ή φοβάσαι να μιλήσεις, ή φοβάσαι να πεις ιδέες. Καθόμαστε και κατεβάζουμε ιδέες, αρχίζουμε σενάρια και είναι πολύ αστείο όταν μας βλέπουν καμιά φορά να συζητάμε με τον Δημήτρη μπασκετικά, ακούν δύο Ελληνες να μιλούν και δεν μας καταλαβαίνουν, νομίζουν ότι τσακωνόμαστε. Αυτό είναι βέβαια γενικότερο χαρακτηριστικό των Ελλήνων όταν μιλάνε.

Πολύ περισσότερο ισχύει για εμάς, γιατί αρχίζουμε μια συζήτηση του τύπου “βάζουμε ένα σενάριο κάτω και γινόμαστε δικηγόροι του διαβόλου”. Αρχίζουμε να χτυπάμε με επιχειρήματα τι δουλεύει και τι όχι σε αυτό το σενάριο, προκειμένου να καταλήξουμε ότι αυτό είναι καλό σενάριο ή κακό σενάριο. Αλλά γενικότερα αυτή είναι η συμπεριφορά του Δημήτρη, που σε ενθαρρύνει. Ενώ από τη μία σε πιέζει για να έχει σωστό αποτέλεσμα και να γίνει σωστά, σε ενθαρρύνει στο να μιλήσεις, στο να έχει ιδέες, να είσαι δημιουργικός, να πάρεις πρωτοβουλίες και νομίζω ότι αυτό είναι η βάση της συνεργασίας μας. Πρώτα αποδεικνύεις στον εαυτό σου, φτάνεις τον εαυτό σου σε ένα επίπεδο δουλειάς και του να πιέζεις τον εαυτό σου και μετά σου επιτρέπει και να εξελιχθείς”.

-Πώς είναι η συνεργασία σας τόσο επαγγελματικά, όσο και σε ανθρώπινο επίπεδο;

“Είμαστε σαν οικογένεια. Με έχει παντρέψει, είναι κουμπάρος μου. Σαν συνεργάτες πρώτα αποδείξαμε ο ένας την αξία του στον άλλον. Κερδίσαμε ο ένας την εμπιστοσύνη του άλλου και μετά έρχονται τα υπόλοιπα. Οταν έχουμε να κάνουμε δουλειά, είμαστε συνεργάτες. Είμαστε ο head coach και ο βοηθός προπονητή που κάνουμε τη δουλειά μας και είμαστε επαγγελματίες κι αυτό είναι πάντα στα ίδια επίπεδα. Από εκεί και πέρα όταν είμαστε έξω, είμαστε ο Ανδρέας και ο Δημήτρης, θα πάμε να φάμε, θα πούμε και την κουβέντα μας… Ομως, πρώτα επαγγελματικά κερδίσαμε ο ένας την εμπιστοσύνη του άλλου και εκτιμήσαμε ο ένας τον άλλον και ως συνέπεια είχε να έρθει η προσωπική σχέση”.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΜΠΑΝΒΙΤ

-Το 2013, ένα χρόνο μετά την αποχώρηση από τον Παναθηναϊκό αναλάβατε τις τύχες της Μπάνβιτ. Πώς ήταν η εμπειρία σε μια ανερχόμενη τότε ομάδα, του επίσης ανερχόμενου τουρκικού μπάσκετ;

“Εκείνη η πρόταση ήταν πρωτοβουλία του προέδρου της Μπάνβιτ τότε, ο οποίος είχε σε μεγάλη εκτίμηση τον Δημήτρη, όμως θεωρούταν εκείνη την περίοδο ότι φεύγοντας ο Δημήτρης από τον Παναθηναϊκό θα πήγαινε σε μία ομάδα Ευρωλίγκας μεγάλου βεληνεκούς. Παρ’ όλα αυτά έκανε την πρόταση τότε και ψάξαμε, την ερευνήσαμε ως ομάδα και είδαμε ότι ήταν μια πολύ καλή περίπτωση για εμάς.

Κι όντως έτσι ήταν. Η Μπάνβιτ ήταν σε διαφορετική σελίδα από το τουρκικό μπάσκετ τότε. Ηταν μια πάρα πολύ οργανωμένη ομάδα. Ηταν σε μια πολύ μικρή πόλη για τα δεδομένα της Τουρκίας, με 120.000 κατοίκους. Εκεί τη θεωρούν χωριό, εμείς θα τη θεωρούσαμε πόλη, αλλά είχε μία πολύ πετυχημένη εταιρία πίσω της. Ηταν ένα πολύ οργανωμένο σύνολο. Ηταν πολύ καλές οι συνθήκες δουλειάς. Ο πρόεδρος ήταν ένας πολύ λογικός και συνεργάσιμος μαζί μας, οπότε για εμάς ήταν το ιδανικό ξεκίνημα. Ηταν πολύ καλές οι συνθήκες και μας επέτρεψαν να δείξουμε τι μπορούμε να κάνουμε με τη δουλειά μας ως προπονητές”.

-Πώς είναι το επίπεδο του τουρκικού μπάσκετ, όπως το ζήσατε κι εσείς από μέσα, σε μια περίοδο όπου υπάρχει “έκρηξη”, με επιτυχίες όπως η κατάκτηση της Ευρωλίγκα από την Φενερμπαχτσέ;

“Οι Τούρκοι γενικότερα αγαπούν το μπάσκετ και πολύ περισσότερο τώρα. Οι Τούρκοι ίσως τώρα ζουν αυτό που ζούσαμε εμείς στις αρχές του ’90. Απλά τώρα που έχουν κερδίσει και την Ευρωλίγκα με τον Ζέλικο είναι στην περίοδο όπου πέρασαν την αρχική έκρηξη πλούτου. Το τουρκικό πρωτάθλημα πρέπει να είναι το πιο πλούσιο στην Ευρώπη. Το μπάτζετ που ξοδεύεται εκεί είναι μεγάλο. Ο κόσμος ανταποκρίνεται, αγαπάνε το μπάσκετ, γεμίζουν τα γήπεδα και τώρα είναι ίσως στην περίοδο όπου το τουρκικό μπάσκετ προσπαθεί να αλλάξει σελίδα και να κάνει αυτό που κάναμε κι εμείς τότε. Δεν ήμασταν απλά η χώρα που απλά ξόδευε λεφτά κι έφερνε τον πιο ακριβό παίκτη που μπορούσε, αλλά φτιάχναμε ομάδες σοβαρές, σύνολα σοβαρά, πιο οργανωμένα. Η μόνη διαφορά τώρα είναι στους γηγενείς παίκτες.

Η Τουρκία παράγει είτε πολύ υψηλού επιπέδου παίκτες που πάνε στο ΝΒΑ, όπως έχει πάει ο Τσεντί Οσμάν, όπως είχε πάει ο Ασίκ, όπως είχε πάει ο Ερντέν μια περίοδο, ο Τούρκογλου και ο Οκούρ, είτε έχει χαμηλού επιπέδου παίκτες. Δεν έχει παίκτες επιπέδου Ευρωλίγκα όπως έχουμε φτιάξει εμείς οι Ελληνες. Παίκτες οι οποίοι δούλεψαν είτε στο ταλέντο τους, είτε με μικρότερο ταλέντο και με πολλή δουλειά μπόρεσαν να είναι σε υψηλό ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά όχι αρκετά καλοί για ΝΒΑ. Αυτοί είναι που έμειναν στην Ελλάδα κι έφτιαξαν αυτή τη βάση παικτών οι οποίοι βοηθούν τις ομάδες πάρα πολύ. Οι Τούρκοι δεν έχουν τέτοια βάση Τούρκων παικτών και βλέπεις κατά βάση τις τουρκικές ομάδες να παίζουν επί της ουσίας μόνο με ξένους. Κι αυτό είναι ίσως το μόνο πρόβλημα που έχουν σαν μπάσκετ”.

-Το επίπεδο της τουρκικής λίγκας είναι τόσο υψηλό, όσο είναι τα μπάτζετ των ομάδων;

“Το τουρκικό πρωτάθλημα θα το θεωρούσα εξίσου ανταγωνιστικό με την ACB αυτή τη στιγμή. Είναι πρωτάθλημα με μεγάλες δυσκολίες, υψηλό επίπεδο, έχει επίσης μεγάλα ταξίδια όπως στην Ισπανία, δύσκολες έδρες όπως έχουν στην Ισπανία, ομάδες που ανεβαίνουν από την Α2 και ξαφνικά φτιάχνουν ομάδες που χτυπούν τετράδα, όπως η Νταρουσάφακα, που ανέβηκε με μπάτζετ την πρώτη σεζόν γύρω στα 30 εκατ..

Εχουν αυτές τις δυσκολίες και σχεδόν όλες οι ομάδες έχουν υψηλό επίπεδο. Δεν έχουν αυτό το παιχνίδι που όλοι ξέρουν ότι θα το κερδίσουν 30 πόντους. Εκεί θα πας να παίξεις και ξέρεις ότι είναι δύσκολο παιχνίδι και μπορεί να χάσει η μεγάλη ομάδα κι είναι πολύ ενδιαφέρον για το πρωτάθλημά τους κι έτσι είναι αντίστοιχου επιπέδου με το ισπανικό αυτή τη στιγμή.

Τα ταξίδια είναι δύσκολα γιατί μιλάς για μια μεγάλη χώρα. Βέβαια στη Ρωσία τι να πούμε που παίζουμε παιχνίδια κοντά στην Ιαπωνία τη μία εβδομάδα και μετά πρέπει να γυρίσουμε πίσω. Το επίπεδο είναι πολύ μεγάλο, με καλούς ξένους, με καλά ονόματα, με πολλούς ξένους. Οταν είχαμε πάει εμείς, ήταν δύο Τούρκοι υποχρεωτικά και πέντε ξένοι στο σύνολο. Τώρα έχουν φτάσει στους έξι ξένους κι αν θέλεις παίζουν οι Τούρκοι. Είναι έξι που παίζουν κι άλλοι δύο ξένοι έξτρα για να κάνει rotation. Γενικότερα αυτή την ώρα είναι εξαιρετικά δύσκολο πρωτάθλημα κι εξαιρετικά ενδιαφέρον να το παρακολουθείς”.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΜΠΑΣΚΕΤ

-Όσον αφορά το ελληνικό μπάσκετ, επιτυχίες υπάρχουν, ωστόσο το πρωτάθλημα δεν είναι στο επίπεδο του παρελθόντος όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα. Πού θεωρείτε ότι οφείλεται αυτό; Είναι οικονομικό το πρόβλημα, θέμα υποδομών;

“Νομίζω ότι είναι λίγο απ’ όλα. Το οικονομικό κομμάτι παίζει πολύ μεγάλο ρόλο. Ισως θεωρώ ότι αντίστοιχα όταν εμείς είχαμε τη χρυσή εποχή του ελληνικού μπάσκετ, ήμασταν κοντόφθαλμοι. Δεν είχαμε μακροχρόνιο πλάνο. Ξοδεύαμε λεφτά σε ξένους, σε συμβόλαια, αλλά αντίστοιχα δε φτιάξαμε την υποδομή όσον αφορά τα γήπεδα, οργάνωση ομάδας που θα μπορούσε όταν έφευγε ο χρηματοδότης να μπορεί να επιβιώσει. Ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός βασίζονται στους προέδρους που πληρώνουν. Το Μαρούσι ήταν έτσι κάποια στιγμή. Οταν ο άνθρωπος που έβαζε πολλά λεφτά έφυγε, η ομάδα κατέρρευσε.

Στην ΑΕΚ βλέπεις το ίδιο πράγμα. Αυτό είναι το μόνο κακό του ελληνικού μπάσκετ που αυτό ακόμα πληρώνουμε. Βασιζόμαστε στον άνθρωπο που βάζει τα πολλά λεφτά και θα στηρίξει την ομάδα και η ομάδα αυτή καθ’ εαυτή δεν έχει την υποδομή να σταθεί μόνη της όταν αυτός θα φύγει. Από εκεί και πέρα δεν ξέρω αν θα βοηθούσε αυτό που οι περισσότεροι φοβούνται: Ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός να μη συμμετέχουν στο πρωτάθλημα, να είναι σε μια ενιαία Ευρωλίγκα ίσως και να γίνει ένα πρωτάθλημα μεταξύ ισοδύναμων ομάδων που ίσως να μην έχει το ίδιο επίπεδο, αλλά να είναι πιο ανταγωνιστικό και να δίνει περισσότερες ευκαιρίες σε παίκτες να εξελιχθούν”.

-Αυτή η λύση είναι το μέλλον για τους “αιώνιους” και το πρωτάθλημα;

“Ισως ναι, από την άλλη ίσως και όχι γιατί πολλοί απλά περιμένουν να δουν τον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό κι είναι πολύ σημαντικό. Σίγουρα έχουμε φτάσει στο σημείο αυτές οι δύο ομάδες να μην παίρνουν πολλά πράγματα από το ελληνικό πρωτάθλημα και ίσως το πρωτάθλημα να μην παίρνει πολλά από αυτές τις ομάδες. Παρ’ όλα αυτά είναι ευχάριστο ότι έχουμε παραγωγή παικτών, βγάζουμε παίκτες και οι ομάδες μας έχουν μάθει να επιβιώνουν και να κάνουν περισσότερα πράγματα με λιγότερα μέσα. Δεν έχουμε πλέον τα 30 εκατ. μπάτζετ, αλλά οι ελληνικές ομάδες είναι εκεί. Είναι ομάδες τετράδας, είναι ομάδες Final Four, είναι σε υψηλό επίπεδο κι αυτό είναι σημαντικό και κάτι στο οποίο το ελληνικό μπάσκετ θα μπορεί να χτίσει στο μέλλον: Το πώς μπορείς να κάνεις πολλά με λίγα.

-Αντίστοιχα αυτό ισχύει για τι μεγάλες ομάδες ανά την Ευρώπη, να μην παίζουν στις εγχώριες λίγκες;

“Κατά την άποψή μου αυτό θα πρέπει να είναι το μέλλον του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Βλέπεις καταρχήν την έκρηξη του ενδιαφέροντος στην Ευρωλίγκα που παίζουν όλες οι υψηλού επιπέδου ομάδες μαζί, που παίζουν όλοι εναντίον όλων. Νομίζω ότι ο κόσμος το αγαπάει αυτό που βλέπει και το έχει δείξει. Από εκεί και πέρα, βλέπεις ότι τα τοπικά πρωταθλήματα, πλην του ισπανικού, του τουρκικού και εν μέρει της VTB, τα υπόλοιπα πρωταθλήματα δεν έχουν αυτό τον ανταγωνισμό. Ακόμα και στην VTB φέτος μας έβαλαν Final Four, άλλαξαν τον τρόπο των playoffs, προσπάθησαν να το κάνουν όσο πιο δύσκολο γίνεται για την καλή ομάδα για να σκοντάψει και να έχει κάποιο ενδιαφέρον.

Αυτό σου δείχνει σε ποιο επίπεδο ήταν το τοπικό πρωτάθλημα. Ισως αυτό να μην είναι καλό. Αυτές οι ομάδες ίσως μακροχρόνια να ωφεληθούν αν φύγουν οι ομάδες-μεγαθήρια από το πρωτάθλημα και αναπτυχθούν ανταγωνιζόμενοι μεταξύ τους και αρχίσει να αναπτύσσεται το μπάσκετ έτσι. Σίγουρα για τις μεγάλες ομάδες το καλύτερο είναι να παίξουν σε μια κλειστή λίγκα. Είναι καλό για το μπάσκετ γενικότερα και να φτιάξουμε το ευρωπαϊκό ΝΒΑ”.

-Επειδή έγινε αναφορά στο ΝΒΑ, συμφωνείς με την εκπεφρασμένη άποψη και του Δημήτρη Ιτούδη για σειρά playoffs ως το τέλος στην Ευρωλίγκα, αντί για το Final Four;

“Καταλαβαίνω ότι το Final Four είναι ένα μπασκετικό event το οποίο έχει κάποια οφέλη, αλλά όταν βλέπω τα αντίστοιχα ματς playoffs της Ευρωλίγκα να παίζουν ομάδες σε γεμάτα γήπεδα, σε πολύ μεγάλα γήπεδα να βλέπεις 10.000 στο ένα, 15.000 στο άλλο, να είναι συγκλονιστικά παιχνίδια. Ακόμα και με πλεονέκτημα έδρας δεν ξέρεις ποιος θα κερδίσει. Ακόμα κι εμείς που κερδίσαμε Ερυθρό Αστέρα και Μπασκόνια με 3-0, το κάναμε σε παιχνίδια που κρίθηκαν στον πόντο, σε εξαιρετικά δύσκολα παιχνίδια.

Βλέπεις μεγάλες ανατροπές, όπως ο Ολυμπιακός έκανε πέρυσι με την Εφές, η Φενέρ με τον Παναθηναϊκό με ανατροπή πλεονεκτήματος έδρας. Και για τις ομάδες ήταν καλά παιχνίδια και για τον κόσμο και ως τρίτος όταν το έβλεπες είχε ενδιαφέρον, οπότε νομίζω ότι το όφελος γενικά είναι μεγαλύτερο στα playoffs. Το Final Four είναι δύο παιχνίδια, τέσσερα παιχνίδια σύνολο. Είναι σίγουρα ενδιαφέρον, αλλά νομίζω ότι η μάχη στα playoffs όπου η μάχη είναι σκληρή και αφήνει περιθώρια για τον τελικό νικητή, είναι ίσως ό,τι καλύτερο”.

Διαβάστε τα τελευταία νέα εδώ

×