Της Eurohoops Team/ info@eurohoops.net
Δεν χάνεται αυτή η ιστορία! Ο Τζίμερ Φρεντέτ είναι ένας ”δολοφόνος” και γι’ αυτό έχει ακριβώς έχει να διηγηθεί αρκετά από τις… φυλακές! Φυσικά και ο 30χρονος δεν έχει ανάλογο παρελθόν, αλλά έχει πολλά και ενδιαφέρονται να εξομολογηθεί!
Ο μεγάλος αστέρας του Παναθηναϊκού παραχώρησε μια διαφορετική συνέντευξη στην επίσημη σελίδα της Ευρωλίγκας και μίλησε για το παρελθόν του, ενώ αποκάλυψε και μία ενδιαφέρουσα ιστορία από τα ματς που έπαιζε κόντρα σε κρατούμενους στις φυλακές της Νέας Υόρκης, μία εμπειρία που τον έκανε καλύτερο παίκτη, όπως και ο αδελφός του, ο οποίος και τον μύησε στο άθλημα!
Αναλυτικά όσα είπε ο Φρεντέτ:
Για τον οποίο ξεκίνησε να παίζει μπάσκετ και έμαθε να σουτάρει από μακριά: ”Είχαμε μια μπασκέτα έξω από το σπίτι και τον έβλεπα να έρχεται από το σχολείο και αμέσως πήγαινε έξω για να παίξει. Ήταν ένας πολύ καλός point guard, ένας καλός χειριστής της μπάλας, καλός πασέρ, πολύ γρήγορος και πάντα δούλευε με τη μπάλα στα χέρια ή έπαιζε με τους φίλους του. Εγώ ήμουν πάντα μαζί του, είτε έβλεπα έξω από το γήπεδο είτε έπαιζα εναντίον του. Αυτές είναι οι πρώτες μου αναμνήσεις από το μπάσκετ» είπε αρχικά και συνέχισε:
«Ήταν πολύ καλός μαζί μου και με άφησε να παίξω. Δεν με έβλεπε ως τον ενοχλητικό μικρό αδερφό του. Ήθελε να παίξω μαζί του και με τους φίλους του και θα του είμαι πάντα ευγνώμων γι ‘αυτό. Έτσι ξεκίνησα να βρίσκω τρόπους για να σκοράρω και σούταρα από μεγάλη απόσταση γιατί έπρεπε να το κάνω! Πρέπει να ήμουν μόνο πέντε ή έξι ετών όταν άρχισα να παίζω με τον Τι Τζέι και τους φίλους του. Ήταν 12 ή 13 και για να αποφύγω τις τάπες σούταρα συνέχεια από μακριά. Και τα έβαζα. Και τότε με έμαθαν περισσότερα. Πώς να φτάσω κοντά στο καλάθι και να ξεφεύγω από τους αντιπάλους μου οι οποίοι ήταν μεγαλύτεροι από μένα. Αυτό σίγουρα με βοήθησε καθ ‘όλη τη διάρκεια της καριέρας μου…”.
Για τις φυλακές και τα πονταρίσματα των τροφίμων: ”Ο ξάδερφος του γείτονά μας ήταν υπεύθυνος σε μερικές φυλακές στην Νέα Υόρκη. Πίστεψε ότι θα ήταν ωραία ιδέα να παίξουμε μπάσκετ μαζί με τον αδερφό μου και κάποιους φίλους του κόντρα σε κάποιους κρατούμενους, που είχαν καλή διαγωγή. Πήγαμε στη φυλακή τρεις – τέσσερις φορές ως ομάδα και παίξαμε. Ήμουν 16 ή 17 ετών, το οποίο σήμαινε ότι έπρεπε να πάρω την άδεια του πατέρα μου. Ήμουν πολύ νέος για να πάω μόνος μου.
Προφανώς, στην αρχή ήταν λίγο τρομακτικά τα πράγματα. Μπήκαμε και στις τέσσερις γωνίες του γηπέδου υπήρχαν φύλακες με όπλα. Ήθελαν να σιγουρευτούν πως όλα είναι εντάξει. Σίγουρα, δεν θα γκρινιάζαμε τόσο για μια ααπόφαση! Είχαν ένα γυμναστήριο με μικρές εξέδρες. Έτσι, έφερναν τους άλλους κρατούμενους για να τους δουν, να τους στηρίξουν στα ματς και καμιά φορά να ποντάρουν. Φυσικά, στην αρχή δεν τους αρέσαμε. Όμως, είδαν ότι είμαστε καλοί και άρχισαν να ποντάρουν σε εμάς, για να κερδίζουμε τους άλλους κρατούμενους, τους φίλους τους!
Όλοι οι κρατούμενοι ήταν σωστοί, δεν είχαμε ποτέ προβλήματα. Σίγουρα, υπήρχε trash-talking, ειδικά αν είχαν ποντάρει εναντίον μας. Όμως, δεν τους απαντούσα και τόσο. Όλο αυτό με βοήθησε να μάθω πώς να μπλοκάρω τα πάντα, να μπαίνω στο παρκέ και να παίζω. Μόλις άρχιζε το ματς ήταν όλα φυσιολογικά. Ήταν μια διασκεδαστική εμπειρία, την οποία δεν έχουν πολλοί άνθρωποι την ευκαιρία να ζήσουν”.