Της Hoop Fiction team/ info@eurohoops.net
Σε μια σειρά βγαλμένη από τα πιο διαστροφικά όνειρα του Ευρωπαίου μπασκετικού, Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός έχουν πετύχει την απόδραση από ΣΕΦ και ΟΑΚΑ αντίστοιχα, με το λάφυρο του πλεονεκτήματος έδρας να αλλάζει διαδοχικά χέρια μέσα από στιγμές μεγαλείου που πρόσφεραν ο Δημήτρης Διαμαντίδης και ο Βασίλης Σπανούλης, υπενθυμίζοντας την ηγεμονία του ελληνικού backcourt σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο.
Με τον Ολυμπιακό προσηλωμένο αποκλειστικά στο πρωτάθλημα εδώ και έναν περίπου μήνα και τον Παναθηναϊκό εξουθενωμένο ψυχολογικά μετά το σκληρό μάθημα στη μονομαχία με την Λαμποράλ Κούτσα, συνεπικουρούμενο από τις αρνητικές και άνευρες εμφανίσεις απέναντι στον Άρη, η σειρά των τελικών ξεκίνησε με ένα ξεκάθαρο φαβορί. Που ψάχνει να σώσει τη χρονιά κι ένα μεγάλο αουτσάιντερ, που οφείλει να παλέψει για την υστεροφημία του κλαμπ και το αξιοπρεπές αντίο του αρχηγού του.
Η ανατροπή των δεδομένων πήρε σάρκα και οστά από την πρώτη κιόλας περίοδο του opening game της σειράς με τον μεταμορφωμένο Παναθηναϊκό να επιβάλλει το δικό του ρυθμό, εφαρμόζοντας ένα πλάνο εντελώς διαφοροποιημένο σε σχέση με αυτό που ο Αργύρης Πεδουλάκης μας είχε συνηθίσει στην πρώτη θητεία του στους πράσινους.
Ο Σφαιρόπουλος επέλεξε να αντιμετωπίσει το Νικ Καλάθη με μια ακραία εκδοχή του under, προκαλώντας το ελεύθερο σουτ και δίνοντας έτσι έμφαση στον αποκλεισμό των διαδρόμων της ερυθρόλευκης ρακέτας και τον περιορισμό της δημιουργικής ικανότητας του Έλληνα γκαρντ. Tο ρίσκο δεν απέδωσε, ο Καλάθης βρήκε ρυθμό και πλήγωσε την ερυθρόλευκη άμυνα κι ο Παναθηναϊκός κέρδισε έναν αμυντικό λιγότερο στις βοήθειες (τον οποίο οι αντίπαλες άμυνες έχουν όλη τη χρονιά).
Αυτό, μαζί με το καλό ποσοστό του Παναθηναϊκού από το τρίποντο, έβγαλε προς τα έξω την ερυθρόλευκη άμυνα και λειτούργησε ευεργετικά στις αποστάσεις της επίθεσή του – ενίοτε, ο τρόπος να παράγεις ελεύθερα σουτ είναι απλώς να βάλεις μερικά. Ο Ολυμπιακός, παρά τις απαντήσεις που βρήκε και το μικρό προβάδισμα που απέκτησε λίγο πριν την τελική ευθεία, δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει τον έλεγχο του αγώνα, χάνοντας το παιχνίδι και μαζί το πλεονέκτημα έδρας.
Ο Αργύρης Πεδουλάκης ήταν ο θριαμβευτής της πρώτης μάχης, το σκεπτόμενο μπάσκετ έγινε η αγαπημένη φράση της ημέρας κι ο Παναθηναϊκός πήρε τον τίτλο του φαβορί με τη σειρά να μεταφέρεται στο ΟΑΚΑ. Ο Ολυμπιακός είχε να διαχειριστεί ένα τεράστιο πρέπει, που δεν τον έχει λυγίσει λίγες φορές με αντίπαλο τον Παναθηναϊκό, αλλά απ’ την καθηλωτική πίεση του οποίου δείχνει να ξεφεύγει οριστικά τα τελευταία χρόνια.
Αν η πεμπτουσία του αθλήματος συμπυκνώνεται σε στιγμές ελάχιστου χρονικού εύρους, οι οποίες ορίζουν έναν αγώνα, μια ομάδα ή έναν παίκτη και δημιουργούν ένα σημείο τομής ανάμεσα στο πριν και το μετά, οι δυο ομάδες έχουν ήδη προσφέρει μοναδικά εκθέματα στο μουσείο στιγμών των ελληνικών τελικών.
Τέτοιες στιγμές ήταν αυτές που συμπυκνώθηκαν στα τελευταία 20 δευτερόλεπτα του Game 2, με το Δημήτρη Διαμαντίδη κι ακόμη περισσότερο το Βασίλη Σπανούλη να διακηρύττουν την κυριαρχία τους, προτάσσοντας τα intangibles που σφυρηλατήθηκαν στο υπόγειο σιδηρουργείο του ελληνικού μπάσκετ.
Παρομοιάζοντας ολόκληρη τη σειρά των τελικών με το Kill Bill 1 του Ταραντίνο, έχουμε ήδη ζήσει δύο από τις μάχες της Νύφης ενάντια στα μέλη της συμμορίας του Bill. Αν ο αγώνας του ΣΕΦ απεικόνισε την αέρινη μονομαχία της Νύφης με την Ο-ρεν Ισιι σε μια σκηνή-ύμνο της πνευματικής συγκέντρωσης και της επιστροφής του πληγωμένου θηρίου, η απόδραση του Ολυμπιακού από το ΟΑΚΑ μας θύμισε τη σκηνή που η Νύφη αντιμετώπισε τη Βερνίτα Γκριν. Κυνισμός, ωμά ένστικτα επιβίωσης, ένα σκηνικό γεμάτο με τα συντρίμμια της μάχης και την Ούμα Θέρμαν να πετυχαίνει τη θανάσιμη μαχαιριά χωρίς να αφήνει περιθώριο αντίδρασης.
Για να φτάσουμε στο σημείο-μηδέν, προηγήθηκαν σχεδόν 40 λεπτά ενός αγώνα σε διαφορετικό τακτικό πλαίσιο απ’ το αντίστοιχο του πρώτου παιχνιδιού. Ο Σφαιρόπουλος, αξιολογώντας τα νέα δεδομένα, προσάρμοσε την άμυνα στον Καλάθη μη δίνοντας τόσο προκλητικά το σουτ κι ανεβάζοντας κατακόρυφα το physicality και την πίεση. Δε χρησιμοποίησε καθόλου hedge-out στην αντιμετώπιση των picks, τα οποία τόσο καλά είχαν διαβάσει οι Διαμαντίδης-Καλάθης στον πρώτο αγώνα, επιλέγοντας να πάει σε push αντιμετώπιση.
Ειδικά όταν είχε την μπάλα ο Διαμαντίδης, ο αμυντικός του απαγόρευε να πάρει το σκριν από την αριστερή (καλή του) πλευρά, ακόμα κι αν αυτό ωθούσε τον guard του Παναθηναϊκού στον κεντρικό διάδρομο (έτσι κι αλλιώς, ο Διαμαντίδης είναι λιγότερο επιθετικός όταν έχει τη μπάλα στο δεξί). Κλειδί εδώ ήταν η πίεση του Ολυμπιακού ψηλά, που ανάγκασε τους πράσινους να ξεκινούν το pick-n-roll μερικά βήματα πίσω απ’ το τρίποντο, και η συγκέντρωση του wing στη weak side της άμυνας, o οποίος έκλεινε κάτω απ’ τη ρακέτα ελέγχοντας το roll του screener. Ο Παναθηναϊκός, για να βγάλει φάσεις επιθετικά, θα’ πρεπε είτε να είναι επιθετικός στο drive και το kick-out (αφού δεν έχει παίκτες να δημιουργήσουν απ’ το ποστ), είτε να παίξει αρκετά με προσωπική φάση.
Η αμυντική λειτουργία των ερυθρόλευκων μικρό αντίκρυσμα θα είχε χωρίς τη μεγαλύτερη επιθετική σταθερά της φετινής σεζόν. Ο Γιώργος Πρίντεζης απέδειξε ακόμα μία φορά ότι, αν δεν είναι τα τελευταία δύο χρόνια στο επίπεδο που ήταν Διαμαντίδης-Σπανούλης στα prime τους, είναι στο αμέσως προηγούμενο.
Δεδομένου ότι οι δύο πρώτοι είναι στις περισσότερες λίστες των 15-20 καλύτερων Ευρωπαίων ever, καταλαβαίνει κανείς το ποιοτικό status που κατέχει πλέον ο Έλληνας forward.
Η στιγμή που ευστοχεί ένα βήμα μέσα από το τρίποντο με το τελειοποιημένο πλέον επιτόπιο floater, χρησιμοποιώντας το αριστερό χέρι και στη λήξη του χρόνου, είναι ένα στιγμιότυπο που περιέχει την ιστορίας μιας κίνησης που από κακή αγωνιστική συνήθεια εξελίχθηκε σε signature move κορυφαίου αθλητή.
Στον αντίποδα, ο Παναθηναϊκός πλήρωσε τις επιλογές της καλοκαιρινής στελέχωσης: θα ήταν οξύμωρο, άλλωστε, με το συγκεκριμένο ρόστερ και τις δυνατότητες που’ χει δείξει όλη τη χρονιά, ξαφνικά ν’ αλλάξει οριστικά πρόσωπο μέσα σε ένα μήνα. Τα κενά είναι δύσκολο να καλυφθούν, όσες αλχημείες κι αν κάνει ο Πεδουλάκης: ο Παναθηναϊκός έχει δύο διαθέσιμους ψηλούς, το Φώτση και τον Γκιστ.
Ο Φώτσης παίζει λεπτά που δεν έχει παίξει ποτέ στην καριέρα του κι ο Αμερικανός, όταν ζητούνται τόσα πολλά απ’ αυτόν, είναι βέβαιο πως θα εκτεθεί και θα εκθέσει λόγω της αδυναμίας συγκέντρωσης που πάντα τον χαρακτήριζε – τα δυο γρήγορα φάουλ που κάνει στην τρίτη περίοδο, και τα επιθετικά ριμπάουντ του Χάντερ που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της απουσίας του, ήταν καθοριστικά στο να γείρει η πλάστιγγα υπέρ του Ολυμπιακού (προ εμφάνισης Διαμαντίδη).
Ο Ραντούλιτσα είναι πλέον φανερά εκτός κλίματος, ο Χάντερ δε θα γίνει ποτέ παίκτης γι’ αυτό το επίπεδο, κι ο Χαραλαμπόπουλος στο 4 είναι αδύνατον να αντιμετωπίσει αυτόν τον Πρίντεζη λόγω του αδύναμου ακόμα κορμού του. Ο Πεδουλάκης θα ήλπιζε να μπορούσε ν’ αλλάξει τον Ραντούλιτσα με τον Κούζμιτς κι είναι δεδομένο πως θα δώσει λεπτά στον Παπαγιάννη, αν αυτός επιστρέψει στο 100% πριν τελειώσει η σειρά.
Όπως και να εξελιχθούν οι Τελικοί, ο Παναθηναϊκός έχει ήδη ένα μεγάλο κέρδος: την επιστροφή του Παππά (ο οποίος έκανε μια εμφατική δήλωση για την ετοιμότητα του σώματός του με το put-back dunk στην 4η περίοδο) και την απόδειξη της ετοιμότητας του Χαραλαμπόπουλου (ο οποίος προφανώς άξιζε τη θέση του Πάβλοβιτς από την αρχή). Οι πράσινοι έχουν προσθέσει δύο παίκτες στον ισχνό –χωρίς Διαμαντίδη- ελληνικό κορμό της επόμενης χρονιάς, στους οποίους δεν υπολόγιζαν μόλις ένα μήνα πριν.
Αναλογιζόμενοι τα μόλις τρία (υπό προϋποθέσεις) παιχνίδια που απομένουν στην καριέρα του Διαμαντίδη, είναι δύσκολο να υπάρξει, ως φωτογραφία που θα συνοψίζει τη σχέση του με τον Σπανούλη, κάποια πιο κατάλληλη από το καρέ των δύο τελευταίων επιθέσεων της Κυριακής.
Η αλληλουχία των φάσεων, εξελισσόμενη – αθροιστικά – σε 20 δευτερόλεπτα, έβαλε το ΟΑΚΑ σ’ έναν απρόσιτο χάρτη γηπέδων στα οποία όχι μόνο έχουν συνυπάρξει δυο παίκτες που αποτέλεσαν το δίδυμο ενός ιστορικού rivalry, από εκείνα που αποτελούν σημεία-αναφοράς σε δερματόδετες εκδόσεις μπασκετικής ιστορίας, αλλά σε εκείνα τα γήπεδα που έζησαν αυτό το rivalry στην πιο μεγάλη του στιγμή, στην κορύφωση της ύπαρξής του ως μπασκετικού γεγονότος.
Πρόκειται για άχρονους τόπους που συνδέονται μεταξύ τους με απίθανες, φωτεινές γραμμές, χαρτογραφώντας έτσι τοποθεσίες – σταθμούς σε παρελθόν, παρόν, και μέλλον. Εκεί, δεν υπάρχουν ματιές στον πάγκο, play-book προπονητών, οδηγίες βοηθών, διαιτητές, αντίπαλοι ή συμπαίκτες. Υπάρχει μόνο ένα φως που πέφτει πάνω τους ζουμάροντας στα σώμα τους, και τυχεροί εμείς τους διακρίνουμε καθαρότερα όσο γράφουν ιστορία.
Η μυσταγωγία των δύο πρώτων αγώνων της σειράς και τα 20 δευτερόλεπτα εξύψωσης του greek-mentality basketball που πρόσφεραν Δημήτρης Διαμαντίδης και Βασίλης Σπανούλης έχουν δημιουργήσει υψηλές προσδοκίες για τα όσα ακολουθούν. Το αποτέλεσμα του Game 2 είναι, συνήθως, αυτό που καθορίζει και τη διάρκεια μιας σειράς.
Δεύτερη νίκη του Παναθηναϊκού θα’ χε μειώσει το προσδόκιμο της σειράς στα 3 ή 4 παιχνίδια, αλλά πλέον το 5ο παιχνίδι δε φαντάζει μακρυά. Η ψυχική δύναμη των ομάδων θα δοκιμαστεί στο όριο, με τις επιλογές των δύο πάγκων να αποτελούν την μπασκετική εφαρμογή του τρίτου νόμου του Νεύτωνα –δράση που θα φέρει αντίδραση με ερωτηματικό στο ποια δύναμη θα επικρατήσει.
Συμπερασματικά, φτάσαμε σε ένα σημείο που η διαδοχική απώλεια του πλεονεκτήματος έδρας έχει βγάλει τον Ολυμπιακό μπροστά. Οι ερυθρόλευκοι έχουν πλέον το momentum, υποδέχονται το μεγάλο τους αντίπαλο στη δική τους έδρα και υπερέχουν, αν και όχι καταλυτικά, στο βάθος του πάγκου. Ο Σφαιρόπουλος έχει την ευκαιρία να διαχειριστεί τα νέα δεδομένα από πλεονεκτική θέση, σώζοντας τη σεζόν ή φτάνοντας στην απόλυτη αποτυχία.
Από την άλλη, είναι απαγορευτική η υποτίμηση ενός πληγωμένου θηρίου με το ειδικό βάρος του Παναθηναϊκού σε μια σειρά που όλοι θέλουν να υπερβάλλουν των δυνάμεών τους για χάρη του αρχηγού. Ο Πεδουλάκης αντιμετωπίζει τη μεγάλη πρόκληση της επαναφοράς από την κόλαση και αυτό από μόνο του αρκεί για να του δώσει το απαιτούμενο κίνητρο. Το σίγουρο είναι πως η συνέχεια αναμένεται οριακή, κι ανυπομονούμε για τις μάχες που απομένουν.
CREDIT: Hoop Fiction