Του Γιάννη Ασκούνη/ info@eurohoops.net
Το Διηπειρωτικό Κύπελλο θα διεξαχθεί στο Ρίο Ντε Τζανέιρο από τις 15 έως τις 17 Φεβρουαρίου. Το Carioca Arena 1 θα φιλοξενήσει το Final Four με τη Φλαμένγκο να υποδέχεται την κάτοχο του Basketball Champions League, την πρωταθλήτρια του FIBA America Σαν Λορένζο και τους πρωταθλητές του NBA G League Όστιν Σπερς. Οι τέσσερις ομάδες θα έχουν την ευκαιρία να προστεθούν στις χρυσές σελίδες της διοργάνωσης.
Πολλοί μεγάλοι παίκτες έχουν παίξει στο FIBA Intercontinental Cup. Ο Hall of Famer Όσκαρ Σμιντ, ο οποίος ολοκλήρωσε την καριέρα του στη Φλαμένγκο το 2003, βοήθησε τη Σίριο να κατακτήσει το τρόπαιο το 1979 με 42 πόντους εναντίον της Μπόσνα. Τότε πήραν μέρος πέντε ομάδες και στην τελευταία αγωνιστική του μίνι-πρωταθλήματος οι Βραζιλιάνοι επικράτησαν των Γιουγκοσλάβων με 100-98 ύστερα από δύο παρατάσεις (88-88, 92-92), νίκη που τους έφερε τον τίτλο.
Στο Σάο Πάολο έγινε τον Οκτώβριο του 1979 ένα από τα πλέον συναρπαστικά παιχνίδια στην ιστορία του Διηπειρωτικού Κυπέλλου. Το συγκεκριμένο ματς σίγουρα βοήθησε τον Σμιντ να εξελιχθεί σε έναν από τους κορυφαίους παίκτες όλων των εποχών. Επιλέχθηκε στην 131η θέση του NBA Draft το 1984, αλλά δεν έπαιξε ποτέ στο NBA. Αποτέλεσε το ίνδαλμα πολλών μεγάλων παικτών που τον διαδέχθηκαν, δημιούργησε ρεκόρ πόντων που δεν πρόκειται να καταρριφθούν, κατέκτησε σειρά από τίτλους στη Βραζιλία, σε διασυλλογικές διοργανώσεις της Νότιας Αμερικής και σε επίπεδο εθνικών ομάδων, ώστε να θεωρηθεί ένας εκ των καλύτερων παικτών που δεν κόσμησαν με την παρουσία τους τα παρκέ του NBA.
Προτεραιότητά του ήταν η Εθνική Βραζιλίας. Μέχρι το 1989, το NBA δεν επέτρεπε τη συμμετοχή των παικτών της λίγκας στις διοργανώσεις της FIBA. Ωστόσο, ο Σμιντ δεν είχε αντίστοιχο πρόβλημα στην Ευρώπη. Έπειτα από την πετυχημένη παρουσία του στην Ιταλία και την Ισπανία, επέστρεψε στη Βραζιλία το 1995 και διένυσε τις τέσσερις τελευταίες σεζόν της καριέρας του στη Φλαμένγκο. Η βραζιλιάνικη ομάδα ήταν μία από τις τέσσερις που απέσυραν τη φανέλα του, το #14 λίγο μετά το πέρας της καριέρας του.
Κατέκτησε τον τίτλο του πρώτου σκόρερ στη Βραζιλία τις οκτώ τελευταίες σεζόν πριν αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Συμπλήρωσε τα επιθετικά ρεκόρ του με τη “Φλα”. Κατά μέσο όρο πέτυχε 34,9 πόντους το 2000, 33 το 2001, 34,8 το 2002 και 33,1 το 2003. Δεν κατάφερε να αναδειχθεί πρωταθλητής Βραζιλίας για τέταρτη φορά, καθώς έφθασε μέχρι τον τελικό το 2000 και αρκέστηκε με πορεία μέχρι την προημιτελική φάση τις άλλες τρεις χρονιές.
Πάντως, το 2008, το 2009, το 2013, το 2014, το 2015 και το 2016, η Φλαμένγκο πήρε την πρώτη θέση στο βραζιλιάνικο πρωτάθλημα, έφθασε επίσης στην κορυφή της Americas League και του Διηπειρωτικού το 2014. Η κληρονομιά του Σμιντ την οδήγησε στους παραπάνω τίτλους. Φέτος, από τις 15 έως τις 17 Φεβρουαρίου, οι διάδοχοι του παλαίμαχου παίκτη έχουν την ευκαιρία να επαναλάβουν την προ πέντε ετών επιτυχία του συλλόγου στο FIBA Intercontinental Cup.
Η ΑΕΚ θα είναι η μοναδική ευρωπαϊκή ομάδα στη Βραζιλία. Οι νικητές του Κυπέλλου Κυπελλούχων το 1968 και του Κυπέλλου Σαπόρτα το 2000 κατέκτησαν οκτώ φορές το ελληνικό πρωτάθλημα και τέσσερις φορές το Κύπελλο Ελλάδας πριν αναδειχθούν πρωταθλητές του BCL και συμπεριληφθούν για πρώτη φορά στο FIBA Intercontinental Cup. Πολλοί θρυλικοί παίκτες έχουν περάσει από την ομάδα. Ο Γιώργος Αμερικάνος ίσως ξεχωρίζει, αλλά οι Κερτ Ράμπις, Ιμπραήμ Κουτλουάι, Άριαν Κόμαζετς και Ρολάντο Μπλάκμαν έχουν φορέσει επίσης τη φανέλα της ΑΕΚ.
Ο Κρέζιμιρ Τσόσιτς ήταν ο δεύτερος μη-Αμερικανός στο Naismith Memorial Basketball Hall of Fame και μέλος της πρώτης τάξης εισακτέων στο FIBA Hall of Fame. Στη “βασίλισσα” βρέθηκε το 1988-89 και επέστρεψε για δεύτερη θητεία από το 1990 μέχρι το 1992. Είχε όραμα να δημιουργήσει σύνολο με τους κορυφαίους ταλαντούχους παίκτες της εποχής, αλλά τα οικονομικά προβλήματα δεν επέτρεψαν την εφαρμογή του πλάνου του. Οδήγησε την ΑΕΚ στην προημιτελική φάση του Κυπέλλου Κυπελλούχων το 1989 και στους “32” του Κυπέλλου Κόρατς το 1991. Ακολούθως εργάστηκε ως διπλωμάτης της Κροατίας στις ΗΠΑ και απεβίωσε το 1995.
Ως παίκτης πέρασε από τη Ζαντάρ από το 1964 μέχρι το 1969, έπαιξε στο NCAA με το BYU από το 1970 μέχρι το 1973 και επέστρεψε στη Ζαντάρ μέχρι το 1975. Ακολούθως αγωνίστηκε στην Μπρεστ Λιουμπλιάνα από το 1976 έως το 1978, τη Βίρτους Μπολόνια από το 1978 μέχρι το 1989 και την Τσιμπόνα από το 1989 ως το 1983. Υπήρξε σέντερ μπροστά από την εποχή του, ικανός να παίξει σε πολλές θέσεις χρησιμοποιώντας την αγωνιστική οξυδέρκειά του.
Ήταν ο πρώτος μη-Αμερικανός All-American στο NCAA, βοήθησε σε πολλές από τις μεγάλες επιτυχίες της εθνικής Γιουγκοσλαβίας, κατέκτησε το Κύπελλο Κυπελλούχων το 1982, αναδείχθηκε έξι φορές πρωταθλητής Γιουγκοσλαβίας και δύο φορές πρωταθλητής Ιταλίας. Μετά το τέλος της αγωνιστικής καριέρας του ανέλαβε την τεχνική ηγεσία της Γιουγκοπλάστικα, της Γιουγκοσλαβίας και της Βίρτους Μπολόνια, πριν βρεθεί στην ΑΕΚ.
Οι μεγάλες επιτυχίες της Ένωσης ήλθαν μετά τον θάνατό του όταν έφθασε στον τελικό της Ευρωλίγκας το 1998 και κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδας το 2000. Το 2000 πήρε και το Κύπελλο Σαπόρτα, το 2001 πήρε πάλι το Κύπελλο Ελλάδας και το 2002 επέστρεψε στην κορυφή του ελληνικού πρωταθλήματος. Η “ξηρασία” που ακολούθησε τερματίστηκε πέρσι με τον τίτλο του Κυπελλούχου Ελλάδας και του πρωταθλητή του Champions League, ο οποίος της εξασφάλισε τη συμμετοχή στο Intercontinental Cup.