Ευθύμης Κιουμουρτζόγλου στο Eurohoops: “Το μπάσκετ σήμερα με ή χωρίς μικρόφωνα”

Του Ευθύμη Κιουμουρτζόγλου / Ομότιμου καθηγητή Φυσικής Αγωγής και πρ. Ομοσπονδιακού προπονητή

Ο υπογράφων κόλλησε κάποια ένσημα στο επαγγελματικό μπάσκετ.

Επίσης, έχει το μη θεραπεύσιμο μικρόβιο να παρακολουθεί το άθλημα ακόμη και σήμερα από την πολυθρόνα του ή με φίλους (πάντοτε σεκάθισμα…) και είναι πολύ φυσιολογικό να διατηρεί μια πιο κριτική και αναλυτική ματιά από το μέσο φίλαθλο.

Ο αυτοπροβληματισμός έχει σίγουρα βάση, όμως δεν οδηγεί πάντα και σε τεκμηριωμένα συμπεράσματα. Η άποψή μου είναι ότι το μπάσκετ στο σύνολο του βελτιώνεται με αργά πλην σταθερά βήματα και ας μη το αντιλαμβανόμαστε με μια πρώτη «ανάγνωση». Η βελτίωση εδράζεται σε κάποιες σταθερές. Η οργάνωση, η ποιότητα, η ελκυστικότητα, άρα και το ενδιαφέρον.

Όλα φαίνονται και είναι μάλλον καλύτερα από το εγγύς παρελθόν. Χρειαζόμαστε άλλα βήματα; Αναμφίβολα, ναι.

Το πρωτάθλημα

Το ελληνικό πρωτάθλημα (αυτοπροσαρμοσμένο δυστυχώς) έχει γίνει πολύ καλύτερο από το παρελθόν. Παρά το γεγονός ότι ακόμη οι δύο «μεγάλοι» είναι εκ προοιμίου οι κύριοι διεκδικητές του, οι μάχες από εκεί και κάτω δεν σε αποτρέπουν από το να παρακολουθήσεις τους αγώνες. Γίνονται ματσάρες! Αυτό οφείλεται, χωρίς αμφιβολία, στη δυνατότητα να παίρνει κάθε ομάδα πολλούς ξένους. Άρα, χρειάζεται ένα λογικό μπάτζετ και τύχη/γνώση ώστε να βρεθεί καλός και φθηνός παίκτης για τους μη έχοντες απεριόριστο προϋπολογισμό.

Η μόνιμη επωδός των φιλάθλων που εξακολουθούν να με ρωτούν συχνά «τι γίνεται με τους Έλληνες παίκτες, που δεν βρίσκουν θέση;» είναι ως ένα βαθμό στρεβλή και σαφώς επηρεασμένη από τα ΜΜΕ. Μια τελείως επιφανειακή ματιά. Στην πραγματικότητα διαθέτουμε αρκετούς καλούς παίκτες που αγωνίζονται στο ελληνικό πρωτάθλημα αλλά και στο εξωτερικό. Η συνύπαρξη Ελλήνων και ξένων, στην προπόνηση αλλά και στους αγώνες, έχει τελικό όφελος την περαιτέρω βελτίωση και των Ελλήνων.

Αν αποφάσιζαν να ενταχθούν στην Εθνική όλοι όσοι διακρίνονται, χωρίς γκρίνιες και δικαιολογίες, θα παρουσιάζαμε μια πολύ δυνατή ομάδα.

Συμπερασματικά: Η δυνατότητα κάθε ομάδας να έχει αρκετούς ξένους στο δυναμικό της βοηθά πολύπλευρα. Στην ποιότητα, άρα και το ενδιαφέρον για τους αγώνες και παράλληλα στην ανάπτυξη των εγχώριων αθλητών, που διαθέτουν τις απαιτούμενες δεξιότητες.

Η Ευρωλίγκα

Εξελίσσεται σε πολύ δυνατό πρωτάθλημα. Mε ισχυρό ενδιαφέρον σε κάθε αγωνιστική, όπου κάθε αποτέλεσμα είναι σχεδόν πιθανό και όχι απόλυτα προβλέψιμο. Αυτό εξηγεί και την αυξανόμενη τηλεθέαση κάθε αγωνιστικής αλλά και την προσέλευση των φιλάθλων στα γήπεδα που είναι γεμάτα σε κάθε παιχνίδι. Το αξιοσημείωτο και χαροποιό γεγονός εδώ είναι η προσέλευση στο γήπεδο πληθώρας οικογενειών με τα μικρά παιδιά τους.

Οι ομάδες επενδύουν συνεχώς αυξανόμενα ποσά χρημάτων κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα την έλευση καλύτερων παικτών από την παγκόσμια αγορά, ακόμη και από το ΝΒΑ. Κάποιοι εξ αυτών προτιμούν να αγωνιστούν στην Ευρώπη με κίνητρο το μεγαλύτερο χρόνο συμμετοχής αλλά και τον ηγετικό ρόλο στην ομάδα, χωρίς δραματική μείωση των αποδοχών τους.

Φυσικά ελλοχεύει ένας κίνδυνος. Ο έντονος ανταγωνισμός των ομάδων (προς τέρψη των φιλάθλων) και ο καλώς εννοούμενος εγωισμός των ιδιοκτητών να οδηγήσει σε έξοδα, που δεν θα μπορούν να ισοσκελισθούν κάποτε στο μέλλον με τα έσοδά τους.

Συμπερασματικά: Αυτή τη στιγμή έχουμε σε εξέλιξη ένα πολύ ενδιαφέρον και ανταγωνιστικό πρωτάθλημα, που θα αύξανε τη διεισδυτικότητά του στο κοινό αν η οργανωτική του αρχή μπορούσε να κατανείμει τους αγώνες σε ελαφρώς πιο διάσπαρτο τηλεοπτικό χρόνο, ώστε να αποφεύγονται οι τόσες κοινές ώρες διεξαγωγής τους.

Οι διαιτητές

Η «εισαγωγή» των τριών διαιτητών έλυσε αρκετά προβλήματα σε σύγκριση με το παρελθόν των… δύο. Έχουν ελαχιστοποιηθεί (μέχρι εξάλειψης) οι γκρίνιες για κακές διαιτησίες. Οι τρεις ελέγχουν καλύτερα τα δρώμενα εντός γηπέδου. Αν τύχει και κάποιος βρεθεί σε «κακή μέρα» τον καλύπτουν οι άλλοι.

Το instant replay δίνει μη αμφισβητούμενες λύσεις και τη δυνατότητα να διορθώνονται λάθη με τελικό αποτέλεσμα την ελαχιστοποίηση των διαμαρτυριών.

Αν στο εγγύς μέλλον η διαιτησία γίνει επαγγελματική, κάτι που θα απαιτεί ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια από τους διαιτητές αλλά θα συνεπάγεται και ακόμη αυστηρότερο έλεγχό τους, τα πράγματα θα
είναι ακόμη καλύτερα.

Οι αδυναμίες

Εχθρός του καλού είναι το καλύτερο. Το «προϊόν μπάσκετ» που εξετάσαμε προηγουμένως παρουσιάζει και κάποιες περιφερειακές αδυναμίες, οι οποίες περνούν απαρατήρητες από τους φιλάθλους (ειδικότερα τους τηλεθεατές, που είναι και η βασική πηγή εσόδων) και σύντομα θα έρθουν στην επιφάνεια, κατά την άποψή μου.

Α. Τα μικρόφωνα στον πάγκο των ομάδων κατά τη διάρκεια των τάιμ άουτ. Είναι πρόβλημα για τον προπονητή που μιλάει, για τους παίκτες που «ακούν», για τον απέναντι πάγκο που θα ήθελε να ακούσει κλπ. Πρόσφατο παράδειγμα: ο Γιώργος Μπαρτζώκας στον αγώνα Ολυμπιακός – Άλμπα Βερολίνου. Φάνηκε (και ακούστηκε) να λέει κάποια «γαλλικά». ΟΚ, δεν ήταν «αθλητικά ορθό».

Βέβαια τις περισσότερες φορές, αν όχι όλες, όλα αυτά είναι γενικά και δεν απευθύνονται σε πρόσωπο. Σε κάθε περίπτωση, θα μπορούσαμε να τα δεχτούμε ως ένα modus vivendi (προπονητών – αθλητών) διότι και οι δεύτεροι πολύ συχνά χρησιμοποιούν την ίδια γλώσσα. Όλοι, επίσης, ξέρουν πως είναι στην ίδια ομάδα με κοινό σκοπό. Συν το γεγονός ότι μαζί περνούν εβδομαδιαίως άπειρες ώρες έντασης (προπονήσεις – αγώνες).

Από την πλευρά τους, οι σκηνοθέτες και οι υπεύθυνοι των τηλεοπτικών σταθμών θα ισχυριστούν ότι είναι καθήκον τους να μεταφέρουν τα δρώμενα. Μη σωστή προσέγγιση και μάλλον απερισκεψία. Πιθανή κατάργηση η λύση.

Β. Οι ρεπόρτερ στις πλάγιες γραμμές του γηπέδου. Είναι αδύνατον να ακούσουν καθαρά στα τάιμ άουτ και να καταλάβουν τι άκουσαν, πολύ περισσότερο να μεταφέρουν αυτά που νομίζουν ότι κατάλαβαν. Στο τέλος, όταν αναφέρουν ως οδηγίες επειδή είναι αναγκασμένοι να πουν κάτι το «παίξτε πιεστική άμυνα», ή «πάρτε τα ριμπάουντ» ή «κυκλοφορείστε τη μπάλα» εκθέτουν στα αυτιά των τηλεθεατών/φιλάθλων τον προπονητή. Κάποιοι αναρωτιούνται «παίρνει ο προπονητής τόσα χρήματα για να λέει αυτά που θα έλεγα και εγώ;». Λύση: η κατάργησή τους.

Γ. Οι δημοσιογράφοι που σπικάρουν τα παιχνίδια. Προς αποφυγή παρερμηνείας όσων ακολουθούν δηλώνω ότι παραδέχομαι τους μπασκετικούς δημοσιογράφους ως πολύ καλά ενημερωμένους. Παρόλα αυτά φαντάζομαι πως συντεχνιακά έχουν φροντίσει ώστε να βρίσκονται δύο δημοσιογράφοι ή ένας μόνος του πίσω από το μικρόφωνο και να περιγράφουν τον αγώνα. Η παγκόσμια προσέγγιση και χρήση δύο ανά αγώνα έχει την εξής λογική: ο ένας (δημοσιογράφος) κάνει το «play by
play» και ο άλλος (αναλυτής/ειδικός) να είναι ο «analyst» της τακτικής που ακολουθούν ή που θα έπρεπε να ακολουθήσουν οι ομάδες ανάλογα με τις συνθήκες. Π.χ. η αναφορά στο πόσα αμυντικά ριμπάουντ έχασε η ομάδα και πόσες παραπάνω επιθέσεις έκανε η άλλη δεν είναι ανάλυση. Είναι στατιστική αναφορά και είναι καθήκον του πρώτου (δημοσιογράφος). Η εξήγηση της αιτίας («γιατί;») ή ο τρόπος βελτίωσης του «κακού» («πώς;») είναι η δουλειά του δεύτερου (αναλυτής/ειδικός). Όπως και το πώς και γιατί αποφάσισε να παίξει έτσι η μια ομάδα και πως θα το αντιμετωπίσει η άλλη. Για να επιτευχθεί αξιοπρεπώς το δεύτερο χρειάζεται η πρακτική εμπειρία χρόνων (παλαίμαχοι παίκτες) ή η αντίστοιχη εμπειρία προπονητών (απόρροια πρακτικής και διαβάσματος). Ο σωστός αυτός συνδυασμός δεν εφαρμόζεται στην εγχώρια TV. Η οικονομική δαπάνη των καναλιών για να καλύψουν την αδυναμία και να προσαρμοσθούν στα παγκόσμια δεδομένα, αναλογικά με τα δικαιώματα του αγώνα, είναι πολύ μικρή. Άρα, προσβλέπουμε σε βελτίωση-επίλυση και αυτού το θέματος.

Συνολικά και συμπερασματικά: Είμαστε στον σωστό δρόμο που όμως είναι ακόμη αρκετά μακρύς.

Δείτε εδώ τα τελευταία νέα

Related Post